Κόλλυβα

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Το κόλλυβο, γνωστότερη ως έκφραση είναι η πρώτη ονομαστική του πληθυντικού της λέξεως, δηλαδή «τα κόλλυβα», γνωστά σε διάφορες περιοχές ανά την Ελλάδα ως «στερνά» ή «συγχώρια» αλλά και στους Έλληνες της διασποράς ως «ψυχών κοκκία» στον Πόντο ή ως «τζαν ασή» και «τζαν πιλαφί», [δηλαδή πιλάφι της ψυχής], στην Καππαδοκία, είναι στην ουσία ένα «ήδυσμα», γλυκό κι ευάρεστο στη γεύση παρασκεύασμα θρησκευτικού χαρακτήρα, που προσφέρεται στις εορτές των Αγίων και γενικότερα στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων.

Η ονομασία προέρχεται από τη λέξη «κόλλυβος» [1] που σήμαινε τον κόκκο του σιταριού που χρησίμευε ως ειδικό μέτρο για το ζύγισμα του χρυσού. Στη συνέχεια η λέξη έγινε συνώνυμη του μικρού βάρους κομματιού χρυσού και αργότερα το όνομα «κολλυβος» δόθηκε σε ένα πολύ μικρό νόμισμα ισοδύναμο με το 1/4 της τιμής του χαλκού αλλά και σε κάθε νόμισμα μικρής αξίας ή πολύ μικρό σε μέγεθος [2].

Κόλλυβα

Ιστορική αναδρομή

Προχριστιανική εποχή

Το έθιμο έχει ρίζες στην παλαιολιθική εποχή και έχει σχέση με τα περίδειπνα των Ελλήνων και άλλων λαών. Στη Γαλλία σε τάφους της παλαιολιθικής εποχής που βρέθηκαν μέσα σε σπηλιές εντοπίστηκαν μαζί με άλλα προσωπικά αντικείμενα και κάθε είδους καρποί. Το έθιμο απαντάται στην αρχαία Ελλάδα, στη μινωική Κρήτη, με πληθώρα αποδείξεων στα ταφικά οικοδομήματα ειδικά στους θολωτούς τάφους του Καμηλαρίου στη Μεσαρά. Συνδέονταν με τη λατρεία της θεάς Δήμητρας και συμβόλιζε την θεά Περσεφόνη-σιτάρι, σύμβολο της αθανασίας της ψυχής [3]. Την κλασική περίοδο στην Αθήνα έσπερναν σιτάρι στους τάφους μια φορά το χρόνο, δηλαδή προσέφεραν την «πανσπερμία» ή αλλιώς «πανκαρπία» ένα έδεσμα-μείγμα καρπών όλων των ειδών της εποχής. Το σιτάρι αποτελούσε την κύρια τροφή του ανθρώπινου γένους και ήταν ιερός καρπός για τους αρχαίους Έλληνες, ένα εξαιρετικό είδος τροφής που έκαμε το άνθρωπο να διαφέρει από τα άγρια ζώα. Ο Αριστοφάνης, περί το 424 π.Χ τα νομίσματα τα ονομάζει «Κόλλυβους». Το έθιμο με τα νομίσματα είχε άμεση σχέση με την αμοιβή του βαρκάρη που περνούσε τους νεκρούς, μέσω της Αχερουσίας λίμνης, στον κάτω κόσμο, όπως αναφέρεται στοι έργο «Νεκρικοί διάλογοι» του Σύρου συγγραφέα και σοφιστή του 1ου μ.Χ. αιώνα, του Λουκιανού του Σαμοσατέα.

Στα Ελευσίνια Μυστήρια γινόταν σιωπηρή επίδειξη ένος σταχυού, ενώ στους τάφους οι αρχαίοι Έλληνες έθαβαν σιτάρι μέσα σε πιθάρια, καθώς πίστευαν στη μεταθανάτια ζωή. Οι Αθηναίοι, τους χρόνους του Ισοκράτη τοποθετούσαν σιτάρι, στους τάφους των νεκρών, τους οποίους ονόμαζαν «Δημήτριους», γιατί πίστευαν ότι η Θεά Δήμητρα τους χάρισε ως δώρο το σιτάρι. Παράλληλα, σέρβιραν την πανσπερμία την Ημέρα των Χυτρών [4], δηλαδή την τρίτη και τελευταία ημέρα της γιορτής των Ανθεστηρίων, στις 13 του μήνα Ανθεστηριώνα, που αποτελούν την πηγή των σημερινών Αποκριών, κάτι σαν το σημερινό Ψυχοσάββατο. Ανάλογο έθιμο είχαν και κατά τα μέσα Οκτωβρίου, τον μήνα που οι αρχαίοι αποκαλούσαν Πανεψιώνα, όταν έβραζαν καλαμπόκι και στάρι στη μνήμη του ημιθέου Θησέα. Αντίστοιχα ευρήματα, με αυτά της Γαλλίας, ανακαλύπτουν οι αρχαιολόγοι στις ανασκαφές τους σχεδόν σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδος.

Τα Ανθεστήρια, σχετίζονταν με τις εκδηλώσεις υποδοχής της Ανοίξεως, τελούνταν στην αρχαία Αθήνα κατά το μήνα Aνθεστηριώνα, ο οποίος χρονικά αντιστοιχεί στα τέλη του Φεβρουαρίου και στις αρχές του Μαρτίου, διαρκούσαν τρεις ημέρες και ήταν αφιερωμένες στον Λιμναίο Διόνυσο και το χθόνιο Ερμή. Την τρίτη ημέρα των χυτρών, οι Αθηναίοι αφιέρωναν στον ψυχοπομπό Ερμή την πανσπερμία με μνήμες από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, την αρχαιοελληνική εκδοχή του Κατακλυσμού του Νώε. Τη συγκεκριμένη ημέρα οι αρχαίοι πίστευαν ότι οι ψυχές επέστρεφαν στον κόσμο των ζωντανών και περιφέρονταν ανάμεσά τους. Η ανάμνηση της δοξασίας επιβιώνει ως σήμερα, καθώς, σύμφωνα με παράδοση που τηρείται από τους Κρητικούς, οι νοικοκυρές δε μαζεύουν το τραπέζι μετά το δείπνο της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς, πιστεύοντας ότι οι νεκροί που βρίσκονται στη γη θα γευτούν από τα φαγητά. Οι αρχαίοι τηρούσαν ευλαβικά τα έθιμα προς τιμήν των νεκρών τους και, εκτός από τις νεκρώσιμες τελετές και τα νεκρόδειπνα, τελούσαν μνημόσυνα την 3η, την 9η και την 30ή επέτειο από την ημέρα του θανάτου τους, καθώς και σε ετήσια βάση.

Χριστιανική εποχή

Κόλλυβα

Στη χριστιανική εποχή, τα κόλλυβα διασώθηκαν με την αρχική τους σημασία σε συνδυασμό με τη συνήθεια να μοιράζουν στις κηδείες μικρά νομίσματα, που ήταν «ελεημοσύναι υπέρ των προς Κυρίον εκδημησάντων». Το έθιμο τελικά εκχριστιανίστηκε με το «Θαύμα των Κολλύβων» ή «Θαύμα του Αγίου Θεοδώρου» επί αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη, και συνδέεται με τον Άγιο Θεόδωρο Τύρωνος. Το Α' Σάββατο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής τελείται η ανάμνηση του δια κολλύβων θαύματος του αγίου Μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος, του οποίου η μνήμη τιμάται το τελευταίο Ψυχοσάββατο. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Τηρών, αυτός που καθιέρωσε τα κόλλυβα, το πρώτο Σάββατο των Νηστειών, προστάζοντας, σε θείο όραμα, τον Αρχιερέα να βράσει σιτάρι και να το μοιράσει στους Χριστιανούς. Σύμφωνα με την παράδοση ο Ιουλιανός είχε απαγορεύσει την νηστεία και απέσυρε από την αγορά τα νηστίσιμα τρόφιμα. Τότε, γύρω στα μέσα του Δ' αιώνος, ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων εμφανίστηκε σε όραμα στο όνειρο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξιου και του είπε να συμβουλέψει τους χριστιανούς να τραφούν με στάρι και μέλι για να μη πεινάσουν [5], όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο έργο του «Άγια και Πεθαμένα», ενώ αργότερα, όμως πάντα στην εποχή του Βυζαντίου, τα κόλλυβα καταναλώνονταν συστηματικά ως επιδόρπιο [6].

Τα κόλλυβα προσφέρονται στην εκκλησία σε όσους παρευρίσκονται σε μνημόσυνα, αλλά και διανέμονται σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια. Κόλλυβα φτιάχνονται τα τρία Ψυχοσάββατα του Τριωδίου, πριν τις Κυριακές της Κρεατινής, της Τυρινής και της Α' των Νηστειών της Μεγάλης Σαρακοστής, για να συγχωρεθούν οι ψυχές των αγαπημένων προσώπων, καθώς και κάθε φορά που θέλουμε να τους μνημονεύσουμε, ετοιμάζοντας πάντοτε μαζί και ένα Πρόσφορο. Μάλιστα για το τελευταίο Ψυχοσάββατο, λένε ότι όποιος δεν έχει σιτάρι, να ζητιανέψει ή να πάει σ’ αλώνι να μαζέψει έστω δυο σπυριά και να φτιάξει κόλλυβα, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να μνημονέψει τους νεκρούς του. Σε όλη σχεδόν την Ελλάδα τα κόλλυβα παρασκευάζονται τις Παρασκευές πριν από τα Ψυχοσάββατα, τις Παρασκευές «των ψυχών». Αυτές οι Παρασκευές είναι ημέρες νηστείας, ενώ όσοι έχουν πρόσφατο πένθος νηστεύουν ακόμη και το λάδι.

Το Σάββατο πριν την Κυριακή της Πεντηκοστής, όταν κατά τη λαϊκή παράδοση και τους θρύλους ο Ιησούς Χριστός το βράδυ της Αναστάσεως δίνει στις ψυχές την ελευθερία να «σεργιανίσουν» στη γη, όμως το Σάββατο πριν την Κυριακή της Πεντηκοστής η ελευθερία τους τελειώνει και οι ψυχές πρέπει να επιστρέψουν στις θέσεις τους στον ουρανό και μάλιστα χορτάτες, παρασκευάζεται το αποκαλούμενο «Χρυσό Κόλλυβο». Οι συγγενείς την παραμονή του Σαββάτου, φτιάχνουν τα κόλλυβα τα οποία πηγαίνουν στην εκκλησία το απόγευμα της Παρασκευής να τα διαβάσει ο ιερέας, ώστε οι ψυχές των νεκρών τους να «φάνε» και να επιστρέψουν στον ουρανό χορτασμένες από το συχώριο που θα τους δίνει ο κόσμος στο μοίρασμα. Εκείνη τη στιγμή, οι ψυχές έχουν συγκεντρωθεί και η μια ρωτάει την άλλη: «εσύ έχεις κόλλυβο να φας;». Όποια ψυχή δεν έχει κόλλυβο, είτε γιατί την ξέχασαν οι συγγενείς, είτε γιατί δεν έχει κανέναν να την θυμηθεί, οι άλλες ψυχές της δίνουν να «φάει» από το δικό τους για να μην επιστρέψει «ξερή» δηλαδή πεινασμένη.

Σύμφωνα με το Ορθόδοξο Χριστιανικό τυπικό το Σάββατο είναι η εβδόμη ημέρα της εβδομάδος και συμβολίζει τον θάνατο, τον ύπνο, την ανάπαυση και κατάπαυση όλων όσων φεύγουν από την ζωή και περιμένουν να περάσουν στην Κυριακή, όταν θα γίνει η Ανάσταση των νεκρών. Η Κυριακή είναι η πρώτη αλλά και ογδόη ημέρα της εβδομάδος, αφιερωμένη στον Ιησού Χριστό και στην Ανάσταση και συμβολίζει, την αιώνιο ζωή και την Βασιλεία των Ουρανών. Αυτός είναι και ο λόγος που την Κυριακή απαγορεύεται να νηστεύουμε, να γονατίζουμε και να κάνουμε γονυκλισίες ή ότι αλλο πένθιμο. Έτσι τα Μνημόσυνα των κεκοιμημένων απαγορεύεται ρητά και κατηγορηματικά να γίνονται Κυριακή και πρέπει να γίνονται κυρίως το Σάββατο, ημέρα που ο Θεός «αναπαύθηκε» και «....συνετελέσθησαν ο ουρανός και η γη και πας ο κόσμος αυτών. και συνετέλεσεν ο Θεός εν τη ημέρα τη έκτη τα έργα αυτού, α εποίησε, και κατέπαυσε τη ημέρα τη εβδόμη από πάντων των έργων αυτού, ων εποίησε. και ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν· ότι εν αυτή κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού, ων ήρξατο ο Θεός ποιήσαι» [7]. Στο βιβλίο της Οκτωήχου, της γνωστής «Παρακλητικής», που αναγινώσκεται και ψάλλεται όλο τον χρόνο -εκτός από κάποιες περιόδους- οι αναφορές και τα τροπάρια των κεκοιμημένων είναι Σάββατο και όχι Κυριακή. Έτσι η Ορθόδοξη Εκκλησία όρισε να γίνονται Σάββατο, τα γενικά και ετήσια Μνημόσυνα των κεκοιμημένων ψυχών, τα «Ψυχοσάββατα». Δεν απαγορεύεται να γίνονται Μνημόσυνα τις άλλες ημέρες της εβδομάδος, εάν τύχει να πέσουν τριήμερα, εννιάμερα και σαραντάμερα ενός αποθανόντος, όχι όμως την Κυριακή, όπως αναφέρει και αποδεικνύει ο Άγιος Νικόδημος.

Αντίστοιχα έθιμα υπάρχουν σε πολλές περιοχές της Γης, όπως στο Μεξικό και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής που γιορτάζουν τη λεγόμενη ημέρα των νεκρών, η οποία σχετίζεται με τα έθιμα της γιορτής των Αγίων Πάντων, [Χάλογουιν]. Οι Μεξικανοί ζυμώνουν και μοιράζουν ένα ειδικό γλυκό ανθρωπόμορφο ψωμί, το pan de muerto, [ψωμί του νεκρού], αντίστοιχο με τις ψυχόπιτες που υπάρχουν σε περιοχές της Ελλάδος. Σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής τα κόλλυβα καταναλώνονται ως γλύκισμα.

Παρασκευή-Υλικά

Βάση στα κόλλυβα είναι το βρασμένο σιτάρι ή «εφθός σίτος» ή «εψητός σίτος» κατά τον Βυζαντινό λεξικογράφο Σουίδα που οι νοικοκυρές στέγνωναν για ώρες σε πετσέτες της κουζίνας, και η ζάχαρη, ενώ προστίθενται αλεύρι [8], σταφίδες, σουσάμι, ποικιλία ξηρών καρπών, όπως καρυδόψιχα, αμύγδαλο καβουρδισμένο ή ωμό, κουκουνάρι, φουντούκι, καλαμπόκι, σπόροι ροδιού, μπαχαρικά, όπως κανέλα, κύμινο και μαϊντανός, κυρίως στην Πελοπόννησο, αλλά και γαλέτα τριμμένη.

Τα κόλυβα στολίζονται είτε με τα ίδια τα υλικά απ’ τα οποία παρασκευάστηκαν είτε με μια ποικιλία ζαχαρωτών σε ποικίλα σχήματα. Όσον αφορά στην ερμηνεία του σύνθετου συμβολισμού τους τα κόλυβα θεωρούνται από την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία ότι συμβολίζουν την ανάσταση των νεκρών «….ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει» [9] και «…..οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ….» [10], καθώς ο σπόρος του σιταριού που παρομοιάζεται με την φθαρτή φύση του ανθρώπινου σώματος, ο οποίος σπόρος όταν πέσει στη γη, αρχικά σαπίζει και στη συνέχεια φυτρώνει, βλαστάνει ένα νέο στάχυ, αντανακλώντας έτσι την ανάσταση των νεκρών. Είναι έδεσμα πλούσιο σε βιταμίνες, θρεπτικές ουσίες και αντιοξειδωτικά, ενώ αποτελούσαν πάντα μια έμπρακτη έκφραση αγάπης, μια ελεημοσύνη και προσφορά προς τους φτωχούς.

Συμβολισμοί

Τα κόλλυβα αναφέρεται ότι είναι απαραίτητο να περιέχουν κόκκινο και πράσινο χρώμα, λόγος για τον οποίο περιέχουν πάντα ρόδι και μαϊντανό ή δυόσμο, καθώς αναφέρεται ότι ο νεκρός «βλέπει» μόνο το κόκκινο και το πράσινο χρώμα. Σύμφωνα με το έθιμο σε όλη τη διάρκεια της παρασκευής των κολλύβων πρέπει να είναι αναμμένο το καντήλι, ενώ σε κάποιες περιοχές της Ελλάδος στη διάρκεια του σουρώματος βάζουν λιβάνι και τα θυμιατίζουν. Επίσης, σε πολλές περιοχές της Κρήτης, όπως στο Ρέθυμνο, τη Μεσσαρά και αλλού, πρέπει το στάρι που θα χρησιμοποιηθεί για κόλλυβα να έχει διαβαστεί από παπά. Τα υλικά για την παρασκευή των κολλύβων πρέπει να είναι εννέα, όσα και τα τάγματα των αγγέλων, ενώ η χρήση κάθε υλικού έχει το δικό του συμβολισμό.

  • Το σιτάρι, είναι το σύμβολο της γης, το γήινο στοιχείο, όμως συμβολίζει και τις ψυχές των πεθαμένων.
  • Το ρόδι, με το οποίο ο Άδης κράτησε την Περσεφόνη στον κάτω κόσμο, στο Χριστιανισμό συμβολίζει την λαμπρότητα και τα ελέη του παραδείσου ή το αίμα του Εσταυρωμένου.
  • Τα ασπρισμένα αμύγδαλα συμβολίζουν τα γυμνά οστά και θυμίζουν την κοινή μοίρα των θνητών, την ευγονία, τη ζωή που διαιωνίζεται με τους απογόνους, ενώ αντί για αμύγδαλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν καρύδια, καθώς γενικώς οι ξηροί καρποί συμβολίζουν την ζωή που αναπαράγεται.
  • Τα μπαχαρικά είναι τα αρώματα αυτού του κόσμου, ενώ ειδικά η κανέλα συμβολίζει το χρώμα της γης, δηλαδή κατά τα εκκλησιαστικά «..αρώμασι εν μνήματι κηδεύσας απέθετο..» και «..μύραναν τον τάφο αι μυροφόροι μύρα..».
  • Ο μαϊντανός ή ο δυόσμος, σε κάποιες παραλλαγές των κολλύβων, είναι η ευχή για ανάπαυση «εν τόπω χλοερώ».
  • Το τρίμμα από τα στραγάλια ή η φρυγανιά ή το αλεύρι, συμβολίζει το ελαφρύ χώμα, δηλαδή την ευχή «..ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει..».
  • Η σταφίδα στα αρχαία χρόνια θύμιζε τον θεό Διόνυσο και την γλύκα της ζωής και στο Χριστιανισμό τον Χριστό που είναι η άμπελος.
  • Η ζάχαρη συμβολίζει τη γλυκύτητα του Παραδείσου και η λευκότητα της το χρώμα του θριάμβου και το «άληκτο φώς».
  • Τα Κουφέτα -ασημένια ή λευκά- που η χρήση τους συμβολίζει τα οστά που μένουν αναλλοίωτα καθώς το σώμα φθείρεται.

Λαϊκές Εκφράσεις

Στην καθημερινότητα του Ελληνικού λαού εμφιλοχώρισαν εκφράσεις όπως:

  • «Να σου βράσω τα κόλλυβα ή «Να φάω τα κόλλυβά σου, δηλαδή «να σε δω πεθαμένο»,
  • «Mε ξένα κόλλυβα δικό μας συχώριο», δηλαδή «συγχώρεση με έξοδα άλλων», καθώς και το συνώνυμο του «Κάνει μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Η ονομασία κόλλυβος προσδιόριζε μια πολύ μικρή νομισματική υποδιαίρεση ευτελούς αξίας και είναι γνωστή ήδη από το 421 π.Χ., όμως θεωρείται ότι στα τέλη του 5ου-αρχές του 4ου αιώνος π.Χ. οι κόλλυβοι απέκτησαν ευρύτερη χρήση στην Αττική λόγω των οικονομικών δυσκολιών της εποχής. Είναι πιθανό τα μικρά αυτά κέρματα να κόβονταν από ιδιώτες, καθώς οι δημόσιοι πόροι ήταν περιορισμένοι. Σε κάθε περίπτωση η ένταξη των κολλύβων στην κύρια νομισματική παραγωγή των Αθηνών παραμένει προβληματική, καθώς έχουν εκφραστεί ορισμένες επιφυλάξεις για το αν αρχικά κατά τον 5ο αιώνος π.Χ. ο κόλλυβος ήταν όντως χαλκό νόμισμα ή ένα πολύ μικρό αργυρό.]
  2. [Η λέξη «κόλλυβος» είναι συνώνυμη με το κέρμα γι’ αυτό εκείνοι που άλλαζαν νομίσματα σε μικρά, ονομάζονταν «κολλυβισταί», ενώ το κέρδος που προέκυπτε από συναλλαγές αυτού του είδους αποδίδονταν με την έκφραση «κολλυβίζειν».]
  3. [Το σιτάρι είναι και το σύμβολο της αιώνιας ζωής, και το συναντάμε αργότερα στις παραβολές του Ιησού Χριστού αλλά και στους λόγους του Αποστόλου Παύλου.]
  4. [Όπως αναφέρει ο Ιωάννης Γ. Νεραντζής, Διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Κρήτης, στο άρθρο του «Εσχάρα-βωμός στο Λαφριαίον Ιερόν της πόλεως Καλυδώνος Αιτωλίας-Θυσίες προς τιμήν των χθονίων θεοτήτων και των ηρώων», «....ειδικά στην Αιτωλία, η τελετή ... των Χύτρων με πανσπερμία επιβίωσε ..... σε συγκεκριμένο λαϊκό έθιμο: ..... μια συγκεκριμένη ημέρα του χρόνου, στις 21 Νοεμβρίου στη χριστιανική γιορτή της «Παναγίας Πολυσπορίτισσας!», στη χύτρα του σπιτιού μαγειρεύουν «πολυσπόρια» (διάφορους σπόρους δημητριακών και οσπρίων), για να τα τρώγουν και να τα μοιράζουν σε δικούς για τα «χρόνια πολλά». Σύμφωνα με τον Γ.Α. Μέγα «....στην Αιτωλία, σύμφωνα με την αφήγηση ντόπιας γυναίκας, υπάρχει ... η συνήθεια «να ταϊζουν ή να νίβουν τη βρύση με σπόρια “για να γέννουνται καλά τα σπαρτά”, δηλαδή παίρνουν πολυσπόρια (σιτάρι, καλαμπόκι, κουκιά, φασόλια κ.τ.λ.) και πάνε στη βρύση, τα ρίχνουν μέσα και λένε: “Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το βιό”. Κατόπιν παίρνουν νερό από τη βρύση και γυρίζουν σπίτι..... Είναι προσφορά των πρώτων καρπών του έτους, όπως και κατά την αρχαιότητα, και γίνεται και τώρα στην περίοδο της σοδειάς για να εξασφαλίσουν την αφθονία των καρπών για το χρόνο που έρχεται. Βρασμένο στάρι με διάφορους καρπούς είναι και τα πολυσπόρια ή κόλλυβα, που τα βράζουμε τις ημέρες των ψυχών ως προσφορά στους νεκρούς. Τα “πολυσπόρια” λέγονται σε μερικές περιοχές και με το αρχαίο τους όνομα “πανσπερμιά”».] Περιοδικό «Αρχαιολογία», Δευτέρα 27 Μαΐου 2013.
  5. [Η λέξη Κόλλυβα με τη σημασία του βρασμένου σιταριού και διαφόρων σπόρων χρησιμοποιούνταν στα Ευχάϊτα της Μικράς Ασίας. Στο συναξάρι του δια των κολλύβων θαύματος του Αγίου Θεοδώρου ο ίδιος ο Άγιος παραγγέλει στο Πατριάρχη Ευδόξιο να δώσει στους πιστούς κόλλυβα. Κι όταν ο Πατριάρχης ρώτησε» και τι είναι αυτά τα κόλλυβα, άγιε; Ο Άγιος απήντησε: «Σιτάρι και άλλοι σπόροι. Βρασμένα όλα μαζί καλά. «Κόλλυβα» τα λέμε εμείς στην πατρίδα μου στα Ευχάϊτα»...»]
  6. [Χριστίνα Σανούδου, Εφημερίδα «Η Καθημερινή», 5 Μαΐου 2011.]
  7. [(Γένεσις Β' 1-4.]
  8. [Σε κάποιες περιοχές της ελλάδος χρησιμοποιείται «αλεύρι» που προκύπτει από αλεσμένο κίτρινο στραγάλι, αφράτο αλλά ανάλατο, και χρησιμοποιείται αντί του καβουρντισμένου αλευριού ή της φρυγανιάς, το οποίο είναι πιο εύγευστο και δένει περισσότερο με τα υπόλοιπα μυρωδικά των κολλύβων.]
  9. [Κατά Ιωάννην ιβ’, 24.]
  10. [Επιστολή Α’ Κορινθίους ιε’, 42]