Κόμμωση

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

H κόμμωση ή το κούρεμα είναι το κόψιμο των μαλλιών ενός ανθρώπου ή ζώου, από ειδικό επαγγελματία κουρέα, κομμωτή ή κομμώτρια, σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους, κομμωτήρια ή κουρεία, αλλά και στο σπίτι με τη χρήση ειδικού ψαλιδιού ή κουρευτικών μηχανών. Σε αρκετούς επαγγελματικούς χώρους το κούρεμα των μαλλιών της κεφαλής σε κοντό μήκος επιβάλλεται, όπως π.χ. στους στρατιωτικούς, όπως άλλες φορές επιβάλλεται για λόγους υγείας, για παράδειγμα όταν στο τριχωτό τμήμα του ανθρώπου αναπτυχθούν ψείρες. Ιστορικά έχει επισημανθεί πως η γυναίκα αλλά και ο άντρας δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα μαλλιά, φροντίζουν την κόμη τους, από την εποχή της αρχαίας Αιγύπτου, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες χτένες και μιας μορφής σαμπουάν [1], μέχρι και το Βυζάντιο.

Το κούρεμα ή κόμμωση ποικίλει σε στιλ και συνήθως ακολουθεί το ρεύμα, τη μόδα. Ειδικότερα, στους άνδρες, από τη δεκαετία του '90 έχει επικρατήσει το κοντό κούρεμα αλλά και κάποιοι άλλοι τύποι, ενώ πολλοί άνδρες κάνουν κούρεμα με την ψιλή. Στις γυναίκες, τα κουρέματα είναι επίσης διάφορα και ασφαλώς περισσότερα από αυτά των ανδρών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε διαδηλώσεις, το κούρεμα έχει λάβει χαρακτήρα διαμαρτυρίας ενώ όταν γίνεται με τη βία συνήθως έχει σκοπό τον εξευτελισμό, κυρίως των γυναικών, αλλά και των tendy boys στην Ελλάδα παλαιότερα.

Κομμώτρια / Κομμωτής /Κομμωτήριο

Οι λέξεις «κομμώτρια» και «κομμωτής», επαγγελματίες [2] που ασχολούνται με τις κομμώσεις, το κόψιμο και το χτένισμα της κόμης, των μαλλιών, υπήρχαν στα αρχαία Ελληνικά ακριβώς me την σημερινή σημασία. Η λέξη «κομμώτρια» αναφέρεται από τον Αριστοφάνη και είναι 450 χρόνια αρχαιότερη [3] της λέξεως «κομμωτής» και καταγράφεται αργότερα και στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα [4] όπου αναφέρεται: «...ἢ οὐ δοκεῖ δεήσειν παιδαγωγῶν, τιτθῶν, τροφῶν, κομμωτριῶν, κουρέων, καὶ αὖ ὀψοποιῶν τε καὶ μαγείρων;». Η λέξη «κομμωτής» καταγράφεται για πρώτη φορά μετά την γέννηση του Χριστού στον Επίκτητο και στον Πλούταρχο.

Η λέξη «κομμωτήριο» είναι δημιούργημα των λογίων, σύμφωνα με το ιστορικό που δίνει στον ορισμό της στο «Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας» ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, ο οποίος αναφέρει πως καταγράφεται για πρώτη φορά το 1888. Όμως αν και -όπως ορθά αναφέρει ο Μπαμπινιώτης, η λέξη «κομμωτήριο» δεν υπήρχε στην αρχαία Ελληνική, ωστόσο αναφέρει λανθασμένα την χρονολόγησή της στην Ελληνική γλώσσα, καθώς χρησιμοποιήθηκε, για πρώτη φορά, είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα από το χρόνο που ο ίδιος το προσδιορίζει στο λεξικό του. Εμπνευστής και εφευρέτης της λέξεως είναι ο Εμμανουήλ Ροΐδης, που σε επιφυλλίδα του [5] κάνει αναφορά στην Θεά Ήρα που μόλις βγήκε πανέμορφη από το κομμωτήριό της.

Μπαρμπέρης

Πρόδρομος της λέξεως κουρέας, στην νεοελληνική, είναι η λέξη μπαρμπέρης [γαλλικά barbe (baʀb)], που σημαίνει «γένι», «μούσι». Η ονομασία αναφέρεται κυρίως στο επάγγελμα του κουρέα των χρόνων του Μεσαίωνα, που διατηρούσε δημόσια λουτρά και περιποιούνταν πελάτες και ασθενείς. Αρχικά ο μπαρμπέρης ήταν βοηθός του κουρέα και ασχολούνταν κυρίως με το κόψιμο των μαλλιών και το ξύρισμα των πελατών, όμως με την πάροδο του χρόνου, και ανάλογα με τις ικανότητες του αναλάμβανε και άλλες δουλειές, όπως η εξαγωγή δοντιών, η θεραπεία τραυμάτων (στρατιώτες μετά τον πόλεμο κλπ.), καταγμάτων, και άλλων πληγών και ασθενειών όπως τον καυτηριασμό σπυριών. Η πελατεία του ήταν κυρίως ανδρική.

Πρώτη γραπτή αναφορά στο επάγγελμα του μπαρμπέρη υπάρχει σε έγγραφο το 1397 στην Κολωνία, ενώ επαγγελματικοί σύνδεσμοι εμφανίζονται το δεύτερο μισό του 15ου αιώνος στο Γκντανσκ στη σημερινή Πολωνία το 1457, στο Λίμπεκ το 1480 και στο Αμβούργο το 1486. Οι μπαρμπέρηδες κατέβαλαν ενοίκιο στον κουρέα για να χρησιμοποιήσουν το κατάστημα του. Από τον 16ο αιώνα και μετά, και λόγων της παρακμής του θεσμού των δημόσιων λουτρών, οι μπαρμπέρηδες απόκτησαν σχετική επαγγελματική αυθυπαρξία και ανταγωνίζονταν τους κουρείς, δουλεύοντας και έξω από το κατάστημα. Εκτός από το ξύρισμα και το κούρεμα θεράπευαν κοψίματα, τρυπήματα, κατάγματα και άλλα ατυχήματα που τους απέφεραν χρήματα. Τον 17ο αιώνα ήταν μόδα οι περούκες κι έτσι μέρος του κλάδου ασχολήθηκε με την κατασκευή της περούκας, αλλά και την κόμμωση των γυναικών, ενώ ο παραδοσιακός μπαρμπέρης παρέμεινε στο κούρεμα και το ξύρισμα των ανδρών. Μέχρι τον 18ο αιώνα έκαναν, σε ακραίες περιπτώσεις, ακρωτηριασμούς ή και καισαρικές τομές, όμως μετά τον 19ο αιώνα και με την ταχύτατη ανάπτυξη της ιατρικής επιστήμης οι μπαρμπέρηδες άρχισαν να εξειδικεύονται.

Ορθόδοξες απόψεις

Οι Πατέρες της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας αφορίζουν την κομμωτική τέχνη, την οποία θεωρούν Τέχνη του Διαβόλου. Οι Πατέρες της Ορθοδοξίας υποστηρίζουν πως ο καλλωπισμός είναι χαρακτηριστικό των πορνών και όχι των γυναικών, άποψη που επικροτούν οι περισσότεροι, ενώ υπάρχουν και σχετικοί Ιεροί Κανόνες που απαγορεύουν τον καλλωπισμό των γυναικών. Ενδεικτικός των απόψεων τους είναι ο Λίβελλος [6] του κορυφαίου Εκκλησιαστικού Συγγραφέως, Κλήμεντος Αλεξανδρέως (150-215) εναντίον των κομμωτών, των κομμωτριών και της κομμωτικής τέχνης γενικότερα, η οποία κάνει τις γυναίκες πόρνες και τις παραδίδει στον Σατανά [7]. Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς αποκαλεί τους κομμωτές «ευνούχους» και «μαστροπούς» και καταγράφεται ως ο πρώτος -στην παγκόσμια βιβλιογραφία- που επισημαίνει ότι το επάγγελμα των κομμωτών το διάλεγαν συνήθως οι κίναιδοι.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Οι πρώτες χτένες εμφανίστηκαν το 4000 π.Χ. στην Αίγυπτο. Επρόκειτο για αποξηραμένα οστά ψαριών. το 2000 π.Χ. στην Αίγυπτο ανέμιξαν νερό με χυμό εσπεριδοειδών για να φτιάξουν ένα είδος σαμπουάν ενώ χρησιμοποίησαν λίπος και φυτικά έλαια για να σταθεροποιήσουν τα μαλλιά. Στοιχεία για τη χρήση θερμαινόμενων ράβδων σιδήρου για κίνηση στα μαλλιά υπάρχουν ήδη από το 1500 π.Χ.]
  2. [O επαγγελματίας κομμωτής ή κομμώτρια ασχολείται με την περιποίηση, τη θεραπεία και τον καλλωπισμό της κόμης, με στόχο τη βελτίωση της εμφανίσεως, αλλά επιλέγει και την κατάλληλη για την κατά περίπτωση αγωγή και προχωρεί στην εφαρμογή της.]
  3. [Η λέξη «κομμώτρια» καταγράφεται για πρώτη φορά στο έργο «Εκκλησιάζουσες» (στίχος 737) του Αριστοφάνους.]
  4. [Πλάτωνος «Πολιτεία» στο 373c.]
  5. Περιοδικό «Επτάλοφος», Εμμανουήλ Ροΐδης, Σεπτέμβριος 1863.
  6. [Ο Λίβελλος του Κλήμεντος Αλεξανδρέως βρίσκεται στο 3ο βιβλίο του αριστουργηματικού Λόγου του «Παιδαγωγός», κεφάλαιο Β΄ «Ότι ού χρή καλλωπίζεσθαι», όπου αναφέρει: «…Μετεσκεύασε τας γυναίκας εις πόρνας ο προαγωγός ούτος δράκων (σ.σ.: η κομμωτική!). Ού γάρ γυναικός αλλ' εταίρας το φιλόκοσμον... Την σώφρονα γυναίκα ού δεί τας τρίχας ξανθάς ποιείν, ουδέ τους οφθαλμούς υπογράφεσθαι…».]
  7. Κλήμης ο Αλεξανδρεύς