Μιχαήλ Μάρουλος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μιχαήλ Μάρουλος ο Ταρχανιώτης, [Michele Marullo Tarchaniota, Μικέλε Μάρουλο Ταρκανιότα], [άλλη γραφή: Μάρουλλος], Έλληνας λόγιος του 15ου αιώνα και ξεχωριστή φυσιογνωμία μεταξύ των Ελλήνων της Ιταλικής Αναγεννήσεως, που αναφέρεται ως ο πιο μορφωμένος Έλληνας του 15ου αιώνα, και στα Λατινικά αντάξιος των τότε εξέχοντων Ιταλών, γεννήθηκε το 1453, λίγους μήνες μετά την Άλωση, στο Δεσποτάτο του Μυστρά [1] στην Πελοπόννησο και πέθανε από πνιγμό στις 11 Απριλίου 1500, όταν επιστρέφοντας από επίσκεψη σ' ένα φίλο του παρασύρθηκε, μαζί με το άλογο του, από τα ορμητικά νερά του ποταμού Καικίνα και πνίγηκε.

Το 1494 παντρεύτηκε με την Αλεξάνδρα Σκάλα-Ταρχανιώτη, της οποίας ο πατέρας, ο Βαρθολομαίος Σκάλα, ήταν μεγάλος ουμανιστής και καγκελάριος της Φλωρεντινής Δημοκρατίας, που μετά τον πνιγμό του συζύγου της αποσύρθηκε σε μοναστήρι, όπου πέθανε από μαρασμό έξι χρόνια αργότερα σε ηλικία τριανταδύο ετών.

Μιχαήλ Μάρουλος-Ταρχανιώτης [2]

Βιογραφία

Πατέρας του ήταν ο Εμμανουήλ (Μανίλιος) Μάρουλος και μητέρα του η Ευφροσύνη Ταρχανιώτη, με καταγωγή από την Πελοπόννησο και ευγενείς στο Βυζάντιο, αξιωματούχοι του θρόνου στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ' του Παλαιολόγου. Οι γονείς του, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως και την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς Τούρκους, κατέφυγαν πρόσφυγες αρχικά στην Πελοπόννησο, ακολούθως στην Ραγούζα, σημερινό Ντουμπρτόβνικ, της Δαλματίας και στη συνέχεια, περί το 1460, ο Μάρουλος βρίσκεται μαζί τη μητέρα του στην Καλαβρία και το 1464 στην Νάπολι της Ιταλίας. Ο Μιχαήλ, που είχε μεγάλη έφεση στα γράμματα, εστάλη για σπουδές στη Βενετία κοντά σε κάποιον συγγενή του Ζαχαρία Σκορδύλη από την Κρήτη, από τον οποίο διδάχτηκε τα πρώτα Ελληνικά γράμματα, ενώ Λατινικά έμαθε κοντά στον Σανελλίκο. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Πάδουα και σπούδασε φιλοσοφία με υποτροφία του Βησσαρίωνα. Μετά τον θάνατο του προστάτη του καρδινάλιου Σανελλίκο, ο Μιχαήλ ζούσε άστατο βίο και υπηρέτησε ως μισθοφόρος στους Έλληνες του οπλαρχηγού Νικόλαου Ράλλη. Ο ίδιος έγραψε για τον εαυτό του πως «...όταν σταματάει η κλαγγή της μάχης, παραδίδομαι στην αγκαλιά της Μούσας....».

Ο Μάρουλος σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός των ταγμάτων που ονομάζονται «stradioti» [3]. Σύμφωνα με τον Ενετό ιστορικό Sanuto, ο Μάρουλος πάνω από τον βαρύ θώρακα φοράει τη χαρακτηριστική, στιλπνή, βαμβακερή κάπα που «ήταν ραμμένη με έναν ασυνήθιστο τρόπο». Ο Μιχαήλ πολέμησε στη Νάπολη, όπου έγινε μέλος της Ακαδημίας του ηδονιστή πολιτικού και ποιητή Ποντάνο, την γνωστή ως «Ακαδημία του Ποντάνο», στην Ουγγαρία, την Απουλία, τη «Γοτθία», το «Πριγκιπάτο της Θεοδωρούς» όπου θα πολεμήσει τους Τούρκους και την «Σκυθία» της Κριμαίας στο πλευρό Ελλήνων και Μολδαβών ηγεμόνων, στην υπηρεσία του Βλαντ (Ντράκουλα) του «Παλουκωτή» και στη Γαλλία κατά του Λουδοβίκου ΙΒ' για λογαριασμό της Αικατερίνης Σφόρτσα, χήρας του Ιωάννη Μέδικου. Μετά την παραίτηση του από την στρατιωτική υπηρεσία εγκαταστάθηκε στην Φλωρεντία, μεταξύ 1480 και 1490, όπου φιλοξενήθηκε από τον Λαυρέντιο των Μεδίκων, τον Λορέντζο ντι Πιερφραντσέσκο ντέι Μέντιτσι, ο οποίος ήταν νεοπλατωνικός. Εκεί το 1489, συνάντησε και ζωγράφισε τον Μάρουλο, ο Σάντρο Μποττιτσέλλι.

Στις αρχές του 1494 ο ανηψιός του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορας, Ανδρέας Παλαιολόγος, εκχώρησε στον Γάλλο αυτοκράτορα Κάρολο Η' τα δικαιώματα του στον βυζαντινό θρόνο. Ο Μάρουλος ενθουσιάστηκε με το όραμα του Καρόλου να εκδιώξει τους Τούρκους και ν' ανακηρύξει τον εαυτόν του αυτοκράτορα των Ελλήνων κι έσπευσε να καταταγεί στον στρατό του. Ωστόσο, τα όνειρά του έσβησαν όταν άλλαξαν τα σχέδια των Γάλλων έναντι της Ιταλικής χερσονήσου και της Ελλάδος.

Το τέλος του

Ο Μάρουλος χάθηκε άδοξα, στα φουσκωμένα από σφοδρή βροχόπτωση νερά του ποταμού Τσετσίνα, όταν επιστρέφοντας στην Φλωρεντία από τη Βολτέρρα, μετά από επίσκεψη του σε κάποιον φίλο του, πνίγηκε έφιππος αρνούμενος να εγκαταλείψει το άλογό του, που το παρέσυραν τα ορμητικά νερά. Στην τσέπη του νεκρού Μάρουλου, βρέθηκε ένα αντίτυπο του Λουκρήτιου με ιδιόχειρες σημειώσεις.

Συγγραφικό έργο

Ο Μιχαήλ Μάρουλος αυτοπροσδιοριζόταν ως «Έλλην» όταν η έννοια της λέξεως είχε και πνευματικό περιεχόμενο και δεν αποτελούσε μόνο δεικτικό καταγωγής. Αν και έγραψε στη λατινική γλώσσα, ανήκει στους πλέον διαπρύσιους κήρυκες τους Ελληνισμού. Ανήκε στην Ακαδημία του Ποντάκου και διατηρούσε θερμές φιλικές σχέσεις με τον Τζάκοπο Σανναζάρο, [Jacopo Sannazaro], ο οποίος και τον υπερασπίστηκε στην διαμάχη του με τον Πολιτιανό, πάνω σε ένα Ομηρικό θέμα. Υπήρξε διακεκριμμένος Λατινιστής ποιητής και κριτικός και τα σχόλια του στα έργα του Λουκρητίου θεωρούνται σημαντικά. Υπήρξε υπέρμαχος όλων των επιτευγμάτων των Αρχαίων Ελλήνων και δη της Επικούρειας φιλοσοφίας. Εξαιτίας των «Ύμνων» του στους Ελληνικούς Θεούς χαρακτηρίστηκε «Εθνικός», («ειδωλολάτρης»), ιδίως από τον Έρασμο, που τον χαρακτηρίζει ως Παγανιστή, καθώς αναφέρει το όνμα του Χριστού μόνο μία φορά. Ήταν όμορφος άνδρας και είχε ιπποτικό χαρακτήρα. Χαρακτηρίστηκε από τους συγχρόνους αλλά και μεταγενεστέρους του ως ο πιο μορφωμένος Έλληνας του 15ου αιώνα και ο Γάλλος ποιητής Πιέρ Ρονσάρ συνέθεσε περί το 1560, ένα «Επιτάφιον» ποίημα για τον Μάρουλο, στο οποίο τον τοποθετεί στα Ηλύσια Πεδία, δίπλα στον Τίβουλλο, τον Προπέρτιο και τον Κόριννα.

Έγραψε μελέτες για τον Λουκρήτιο, ασχολούνταν με τις Μούσες, και στη διάρκεια της στρατιωτικής του ζωής, έγραψε τα έργα:

  • «Επιγράμματα», [Epigrammata], σε τέσσερις τόμους, το 1490 στη Ρώμη,
  • «Φυσικοί Ύμνοι», [Hymni Naturales], σε τρεις τόμους, στους οποίους ο Μάρουλος υμνεί τη Φύση και τους Θεούς των Ελλήνων, το 1497 στη Φλωρεντία,
  • «Ελεγείες».

Τα έργα του μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν στην Γαλλική και την Αγγλική γλώσσα, ενώ το 2013 μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν στα Ελληνικά, εννέα ποιήματα του Μάρουλου [4], από τη Βικελαία Βιβλιοθήκη Ηρακελίου Κρήτης.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Ο στενός του φίλος Ιταλός ποιητής Jacopo Sannazaro τον αποκαλεί «Spartanus».]
  2. [Η προσωπογραφία του Μάρουλου είναι έργο του ζωγράφου και Αγιογράφου Αύγουστου Πικαρέλλη.]
  3. [Stradioti, από τη λέξη strada που σημαίνει δρόμος, ονομάζονται τα εκστρατευτικά σώματα που σχημάτισαν Ελληνες και υπηρέτησαν σε διάφορες πόλεις, άρχοντες, ευγενείς, εξ ου και η λέξη «στρατιώτης». Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή η λέξη «στρατιώτης» προέρχεται από το «στρατιά», καθώς όπως είναι γνωστό τα σώματα των Στρατιωτών ονομάζονται από όλες τις πηγές και τα επίσημα έγγραφα «Στρατιές».]
  4. [«Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης. Ύμνοι και Επιγράμματα», εκδόσεις «Παλίμψηστον», Μετάφραση & Επίμετρο: Γιώργος Βαρθαλίτης.]