Κυβέρνηση Ντένιτς

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το Γερμανικό Ράιχ τις παραμονές της συνθηκολόγησης. Με λευκό χρώμα απεικονίζονται οι γερμανοκρατούμενες ακόμα περιοχές, κατά την περίοδο σχηματισμού της κυβέρνησης Ντένιτς.

Η κυβέρνηση του Καρλ Ντένιτς (Regierung Dönitz), ήταν η τελευταία νόμιμη κυβέρνηση του Τρίτου Ράιχ. Έργο της ήταν οι συνομιλίες με τις νικήτριες Συμμαχικές δυνάμεις για την συνθηκολόγηση των Ενόπλων Δυνάμεων, και την ασφαλή προώθηση των Γεμανών προσφύγων από τις ανατολικές περιοχές του Ράιχ, στην κατεχόμενη από τους δυτικούς Συμμάχους περιοχή της Γερμανίας.

Επικεφαλής της ήταν ο Μέγας Ναύαρχος, Καρλ Ντένιτς, διορισμένος από τον Αδόλφο Χίτλερ, ως ο νέος Πρόεδρος του Ράιχ. Πρωθυπουργός διετέλεσε ο Γιόχαν Λούντβιχ Γκραφ Σβερίν φον Κρόζιγκ. Η έδρα της κυβέρνησης βρισκόταν στη πόλη του Φλένσμπουργκ, στο ακρότατο δυτικό σημείο της Γερμανίας, δίπλα στα σύνορα με τη Δανία, που ήταν και το μόνο μη κατακτημένο έδαφος της χώρας τις ημέρες εκείνες.

Συστάθηκε στις 2 Μαΐου 1945 και κατελύθη (κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου) στις 23 Μαΐου του ίδιου έτους, όταν οι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνέλαβαν τα μέλη της. Η διάλυση της κυβέρνησης επισημοποιήθηκε από τις τέσσερις Συμμαχικές Δυνάμεις στις 5 Ιουνίου 1945, με τη λεγόμενη «Διακήρυξη του Βερολίνου» όταν σχηματίστηκε το Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου που έθεσε την Γερμανία και επίσημα υπό καθεστώς Κατοχής. [1]

Στρατιωτική κατάσταση

Την εποχή της συγκρότησης της κυβέρνησης, ο γερμανικός στρατός εξακολουθούσε να ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της Αυστρίας και της Σουδητίας, η οποία είχε προσαρτηθεί από τη Γερμανία το 1938. Εξακολουθούσε επίσης να ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του Προτεκτοράτου της Βοημίας και της Μοραβίας, το οποίο είχε εν μέρει προσαρτηθεί το 1939, όταν κατελήφθη και η υπόλοιπη Τσεχοσλοβακία, αν και μετά το θάνατο του Χίτλερ τα τσεχικά εδάφη που εξακολουθούσαν να καταλαμβάνονται ελέγχονταν ουσιαστικά από τα SS με ελάχιστη ουσιαστική εποπτεία από το Φλένσμπουργκ. Επιπλέον, ο γερμανικός στρατός συνέχισε να καταλαμβάνει άλλα μη γερμανόφωνα εδάφη σε ανομοιογενείς και απομονωμένες τοποθεσίες σε όλη την Ευρώπη, όπως η Δανία, η Νορβηγία, οι θύλακες του Ατλαντικού στη Γαλλία και τα βρετανικά νησιά της Μάγχης. Λόγω της ταχείας προέλασης των Συμμάχων, η ουσιαστική πολιτική δικαιοδοσία της κυβέρνησης του Φλένσμπουργκ κατά το σχηματισμό της περιοριζόταν στα τμήματα της Αυστρίας και της Σουδητίας που οι δυνάμεις της εξακολουθούσαν να ελέγχουν, καθώς και σε μια στενή σφήνα γερμανικού εδάφους που εκτείνεται από τα σύνορα της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας πριν από το 1938 μέσω του Βερολίνου έως τα σύνορα με τη Δανία. Από τις 25 Απριλίου 1945, τα εδάφη αυτά κόπηκαν στα δύο από την αμερικανική προέλαση για να ενωθούν με τις σοβιετικές δυνάμεις στο Torgau στον Έλβα.

Άνευ όρων παράδοση

Ο ναύαρχος Ντένιτς, εγκαταλείπει εσπευσμένα το Αρχηγείο του στο προάστειο του Βερολίνου, Μπερνάου, την νύχτα της 19ης Απριλίου μια ώρα πριν τα ρωσικά στρατεύματα καταλάβουν τη πόλη. Ο νέος σταθμός διοικήσεως εγκαθίσταται στο Πλον, μεταξύ Λυβέκης και Κιέλου, ενώ ο Ναύαρχος αναλαμβάνει κατόπιν διαταγών του Χίτλερ, τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση της βορειας και ανατολικής (ελεύθερης ακόμα) Γερμανίας. (Ο στρατηγός Άλμπερτ Κέσσερλινγκ, με έδρα το Πούλαχ, θα αναλάβει την στρατιωτικο-πολιτική διοίκηση των εδαφών της νότιας και δυτικής Γερμανίας).

Στο Πλον τις επόμενες ημέρες θα μάθει τόσο για την καθαίρεση του Γκέρινγκ όσο και για την προδοσία του Χίμλερ. Στις 30 Απριλίου, δε, θα αναλάβει, κατόπιν διορισμού του από τον Αδόλφο Χίτλερ, την Προεδρία του Ράιχ. Αυτήν τη μοιραία ημερομηνία, την 1η Μαΐου 1945, ο Ντένιτς συνόψισε στα Απομνημονεύματά του ως εξής

«(...)ενώ έξω στη θάλασσα τα μεταγωγικά γεμάτα με τραυματίες, με πρόσφυγες και με στρατεύματα έσπευδαν προς τα δυτικά, οι φάλαγγες των προσφύγων που διέφευγαν από την ξηρά πίεζαν προς τη σωτηρία τους και οι στρατοί στην Πομερανία, στο Βρανδεμβούργο και στη Σιλεσία συνέχιζαν να υποχωρούν προς την κατεύθυνση της αγγλοαμερικανικής οριογραμμής.»

Η αποστολή του Ντένιτς, ως αρχηγού του κράτους, ήταν πλέον, να σώσει όσο το δυνατόν περισσότερους εγκλωβισμένους στα ανατολικά Γερμανούς στρατιώτες και πολίτες, και να παράσχει ένα ασφαλές καταφύγιο και ένα βιώσιμο μέλλον στα εκατομμύρια των Γερμανών προσφύγων που εγκατέλειπαν τις εστίες τους μπροστά στην ρωσική προέλαση. Για να το πετύχει αυτό, επεδίωξε να συνθηκολογήσει μόνο με τους Αγγλοαμερικανούς και να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον των Ρώσων, με την ελπίδα, ότι θα μπορέσει να παρασύρει στον πόλεμο αυτό και τους δυτικούς.α Αισθανόταν εξάλλου, ότι οι δυτικοί Σύμμαχοι, θα του επέτρεπαν να παραμείνει για κάποιο τουλάχιστον διάστημα στην εξουσία, ώστε να διασφαλίσει την ομαλή μετάβαση της χώρας στις μεταπολεμικές συνθήκες. [2]
Για τον σκοπό αυτό, στέλνει στις 2 Μαΐου τον ναύαρχο Χανς φον Φρίντενμπουργκ, να διαπραγματευτεί με τον στρατάρχη Μοντγκόμερι, την παράδοση των στρατευμάτων της βόρειας Γερμανίας καθώς και αυτών της Στρατιάς του Βιστούλα, καθώς και την ασφαλή διέλευση των προσφύγων από τα ανατολικά.

Κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Χάνιμπαλ»: Γερμανοί πολίτες αναχωρούν από το Κένιγκσμπεργκ (σημερινό Καλίνινγκραντ), με το υδροπλάνο Hans Albrecht Wedel.
Η σωτηρία των αμάχων ήταν το κύριο έργο της κυβέρνησης Ντένιτς

Ο Μοντγκόμερι ενημέρωσε τον Φρίντεμπουργκ ότι δεν μπορούσε να δεχτεί την παράδοση των δυνάμεων που πολεμούσαν στο Ανατολικό Μέτωπο και ότι, κατά συνέπεια, η Ομάδα Στρατιών Βιστούλα θα έπρεπε να παραδοθεί στους Σοβιετικούς, αν και οι βρετανικές δυνάμεις θα δέχονταν την παράδοση οποιουδήποτε Γερμανού στρατιώτη που διέφευγε προς τα δυτικά. Ωστόσο, οι Γερμανοί όφειλαν να παραδώσουν, εκτός από τα στρατεύματα της βορειοδυτικής όλες τις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις στη Βορειοδυτική Γερμανία, το Σλέσβιχ-Χολστάιν, τις Κάτω Χώρες και τη Δανία, συμπεριλαμβανομένων των ναυτικών δυνάμεων και των πολεμικών πλοίων των περιοχών αυτών. Η προτεινόμενη συμπερίληψη της Δανίας και των γερμανικών πολεμικών πλοίων που επιχειρούσαν εκεί, αρχικά ανησύχησε τον Ντένιτς, ο οποίος επιθυμούσε πάση θυσία να διατηρήσει την επιχείρηση "Χάνιμπαλ", εκκενώνοντας τα γερμανικά στρατεύματα μέσω της Βαλτικής προς τα λιμάνια της Δανίας- αλλά μετά από σκέψη, υπολόγισε ότι θα μπορούσε να αποφύγει κρυφά την υποχρέωση παράδοσης των πλοίων αυτών, εάν βρίσκονταν στη θάλασσα κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παράδοσης. Επιπλέον, καθώς ήταν απίθανο ότι ο Μοντγκόμερι θα μπορούσε να αναπτύξει αμέσως βρετανικές δυνάμεις στα δανέζικα νησιά υπό γερμανική κατοχή, ιδίως στο Bornholm στην κεντρική Βαλτική, υπήρχε κάθε πιθανότητα η εκκένωση που προχωρούσε εκεί να συνεχιζόταν. Στις 4 Μαΐου ο Φρίντενμπουργκ υπέγραψε στο Λούνενμπουργκ την μερική συνθηκολόγηση.
Όπως το έθεσε ο Ντένιτς: «(...) το πρώτο βήμα προς μια ξεχωριστή παράδοση στη Δύση είχε πραγματοποιηθεί χωρίς να αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε τους Γερμανούς στρατιώτες και τους αμάχους στο έλεος των Ρώσων.»[3]

Αμέσως μετά την υπογραφή της συνθηκολόγησης με τους Βρετανούς, ο φον Φρίντενμπουργκ κατευθύνθηκε στη Ρενς της Γαλλίας, για να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις και με τους Αμερικανούς. Ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ αποδείχτηκε πιο αδιάλλακτος από τον Μοντγκόμερι β. Απέρριψε κατευθείαν οποιαδήποτε ξεχωριστή παράδοση στρατευμάτων- απαιτούσε την πλήρη άνευ όρων παράδοση των ενόπλων δυνάμεων σε όλους τους Συμμάχους ταυτόχρονα. Παρόλο που ο Ντένιτς έστειλε και τον Άλφρεντ Γιοντλ, τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Επιχειρήσεων της Βέρμαχτ για να συνδράμει τον Φρίντενμπουργκ, ο Generaloberst κατάφερε να κερδίσει μόνο την παραχώρηση της 9ης Μαΐου ως ημερομηνία λήξης των εχθροπραξιών, εξασφαλίζοντας ακόμα μια ημέρα για την εκκένωση των ανατολικών περιοχών.

Το οριστικό κείμενο της άνευ όρων παράδοσης που έληξε και τυπικά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, υπογράφηκε στις 8 Μαΐου 1945 στο Βερολίνο.

Διάγγελμα της 8ης Μαΐου του Προέδρου του Ράιχ προς τον Γερμανικό λαό

Από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Φλένσμπουργκ ο Ντένιτς την ίδια ημέρα, και γνωρίζοντας τον δύσκολο δρόμο στον οποίο έμπαινε η χώρα, είπε προς τον γερμανικό λαό μεταξύ άλλων (απόσπασμα):

«(...) Τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίστηκε το γερμανικό Ράιχ έχουν καταρρεύσει. Η ενότητα του κράτους και του κόμματος δεν υπάρχει πλέον. Το κόμμα έχει παραιτηθεί από τον ρόλο του.
Η εξουσία ανήκει πλέον στις δυνάμεις κατοχής. Είναι στα χέρια τους αν εγώ και η διορισμένη από εμένα κυβέρνηση θα μπορέσουμε να λειτουργήσουμε ή όχι. Εάν μέσω της επίσημης δραστηριότητάς μου μπορώ να ωφελήσω και να βοηθήσω την πατρίδα μας, θα παραμείνω στο αξίωμά μου μέχρις ότου η βούληση του γερμανικού λαού να εκφραστεί με τον διορισμό αρχηγού κράτους, ή εάν οι δυνάμεις κατοχής καταστήσουν αδύνατη τη συνέχιση των επίσημων καθηκόντων μου. Γιατί μόνο η αγάπη για τη Γερμανία και το καθήκον με κρατούν στο δύσκολο πόστο μου.
Όλοι έχουμε δύσκολο δρόμο μπροστά μας. Πρέπει να τον διανύσουμε με την αξιοπρέπεια, το θάρρος και την πειθαρχία που απαιτεί η μνήμη των πεσόντων μας. Πρέπει να τον διανύσουμε με τη θέληση να συγκεντρωθούμε στο έργο μας και να αυξήσουμε την απόδοσή μας, χωρίς τα οποία δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε τα προς το ζην. Θέλουμε να τον βαδίσουμε με ενότητα και δικαιοσύνη χωρίς τα οποία δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τη δυστυχία του χρόνου που έρχεται. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι τα παιδιά μας θα έχουν μια ελεύθερη και ασφαλή ύπαρξη σε μια ειρηνική Ευρώπη. Δεν θέλω να μείνω πίσω σας σε αυτό το ακανθώδες μονοπάτι. Αν είναι καθήκον μου να παραμείνω στο αξίωμα, θα προσπαθήσω να σας βοηθήσω όσο μπορώ.
Αν είναι καθήκον μου να αποχωρήσω, τότε και αυτό το βήμα θα πρέπει να είναι μια υπηρεσία προς τον λαό και το Ράιχ.»[4]

Υπουργικό συμβούλιο

  • Πρωθυπουργός: Γιόχαν Λούντβιχ Γκραφ Σβερίν φον Κρόζιγκ
    (Johann Ludwig "Lutz" Graf Schwerin von Krosigk)
  • Υπουργός Εξωτερικών: Γιόχαν Λούντβιχ Γκραφ Σβερίν φον Κρόζιγκ
  • Υπουργός Οικονομίας: Γιόχαν Λούντβιχ Γκραφ Σβερίν φον Κρόζιγκ
  • Υπουργός Μεταφορών: Γιούλιους Ντορπμύλλερ
    (Julius Heinrich Dorpmüller)
  • Υπουργός Τροφίμων, Γεωργίας και Δασών: Χέρμπερτ Μπάκε
    (Herbert Backe)
  • Υπουργός Βιομηχανίας και βιομηχανικής παραγωγής: Άλμπερτ Σπέερ
    (Berthold Konrad Hermann Albert Speer)
  • Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων: Φραντς Ζέλντε
    (Franz Seldte)
  • Υπουργός Εσωτερικών: Βίλχελμ Στούκαρτ
    (Wilhelm Stuckart)
  • Υπουργός Πολιτισμού: Βίλχελμ Στούκαρτ
  • Υπουργός Δικαιοσύνης: Χέρμπερτ Κλεμμ
    (Herbert Klemm)
  • Υπουργός Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων: Γιούλιους Ντορπμύλλερ

Προσπάθεια διακυβέρνησης

Καθώς η παράδοση ολοκληρώθηκε και η παύση των εχθροπραξιών είχε εξασφαλιστεί ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα φυλάκια, ο Ντένιτς έστρεψε τις προσπάθειές του στις διαδικασίες της κυβέρνησης της οποίας ηγείτο, ένα καθεστώς που είχε αποκτήσει de facto αναγνωρίσει από τους Συμμάχους από τις συναλλαγές τους μαζί του.

Ο Ντένιτς ήταν επικεφαλής αυτού που θεωρούσε ότι ήταν και θα έπρεπε να είναι μια νέα γερμανική κυβέρνηση με κάθε έννοια του όρου.
Έγραφε: «... ήταν απαραίτητο να δημιουργήσουμε τα απαιτούμενα κρατικά τμήματα στο πλαίσιο μιας κεντρικής κυβέρνησης. Ήταν, ωστόσο, επίσης απαραίτητο να συγκεντρώσουμε τους καλύτερους ειδικούς μας σε αυτούς τους διάφορους τομείς, ώστε να είμαστε σε θέση να προσφέρουμε τη συνεργασία τους στις δυνάμεις κατοχής. Πρωταρχικό μας καθήκον ήταν να εξασφαλίσουμε για τον γερμανικό λαό τα απαραίτητα για τη γυμνή επιβίωση...»

Η κυβέρνηση σχηματίστηκε, λοιπόν, για να αποτρέψει τον λιμό, να αποκαταστήσει τις επικοινωνίες, τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία, να ανοικοδομήσει τις κατοικίες και να εξασφαλίσει προσωρινά καταλύματα για τους άστεγους, να προσπαθήσει να διατηρήσει την αξία του νομίσματος και να αποκαταστήσει τα τραπεζικά συστήματα, να βοηθήσει τους πρόσφυγες και να απορροφήσει τα επιπλέον εκατομμύρια Γερμανών και μη Γερμανών που έφευγαν από τις κατεχόμενες από τους Ρώσους περιοχές. Οι Υπουργοί ήταν άνδρες που είχαν υπηρετήσει σε διάφορες θέσεις και στην κυβέρνηση του Χίτλερ, αλλά όλοι ήταν ουσιαστικά τεχνοκράτες και γραφειοκράτες με εμπειρία και γνώσεις στους τομείς τους.

Ο Νταίνιτς στα Απομνημονεύματά του, θέλοντας να τοποθετήσει ιστορικά την απόφαση της κυβέρνησης να μην παραιτηθεί οικειοθελώς - άποψη που υπεστήριζε ο Άλμπερτ Σπέερ -σημειώνει: «Εγώ και η προσωρινή μου κυβέρνηση δεν μπορούσαμε να παραιτηθούμε οικειοθελώς. Αν το κάναμε, οι νικητές θα μπορούσαν να πουν δικαιολογημένα: αφού η κανονικά συγκροτημένη κυβέρνηση το έσκασε, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να εγκαθιδρύσουμε ανεξάρτητες γερμανικές κυβερνήσεις στις επιμέρους ζώνες και να επιτρέψουμε στη στρατιωτική μας κυβέρνηση να ασκήσει εξουσία πάνω σε όλες... Θα έπρεπε λοιπόν να παραμείνω μέχρι να απομακρυνθώ με τη βία. Αν δεν το είχα κάνει αυτό, τότε, θα είχα παρέξει την πολιτική αφορμή για τη διαίρεση της Γερμανίας που υπάρχει σήμερα.»[5]

Κατάλυση Κυβέρνησης και Κράτους

Στις 23 Μαΐου 1945 τα μέλη της εκτελεστικής κυβέρνησης του Ράιχ και της ανώτατης διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων στην «ειδική περιοχή Mürwik», συνολικά περίπου 300 αξιωματούχοι (υπουργοί, επιτελείς και διοικητικοί υπάλληλοι) συνελήφθησαν και αιχμαλωτίστηκαν από τους συμμάχους κατακτητές σε μια πράξη αντίθετη προς το διεθνές δίκαιο και υπό εξευτελιστικές συνθήκες (χέρια ψηλά και παντελόνια κάτω).

Παρόλο που η κυβέρνηση Ντένιτς είχε σχηματιστεί απολύτως νόμιμα- σύμφωνα με τις διατάξεις του γερμανικού αλλά και του διεθνούς δικαίου- είχε αναγνωριστεί εμπράκτως ως κυβερνώσα Αρχή μέσω των διαπραγματεύσεων στις έλαβε μέρος, και είχε για ένα τουλάχιστον διάστημα την υποστήριξη του Ουίνστον Τσώρτσιλ γ, η επιμονή κυρίως των Σοβιετικών και του Αϊζενχάουερ να καταλύσουν κάθε ίχνος του γερμανικού κράτους - επιφέροντας έτσι τιμωρία ακόμα βαρύτερη και από εκείνη της Συνθήκης των Βερσαλιών - οδήγησε στην απόφαση για τη σύλληψη των μελών της κυβέρνησης και του ίδιου του Προέδρου του Ράιχ.

Στις 12 Μαΐου, ο Αμερικανός υποστράτηγος Lowell W. Rooks και ο Βρετανός αναπληρωτής του, ταξίαρχος E. J. Foord, έφθασαν στο Φλένσμπουργκ και εγκαταστάθηκαν στο επιβατηγό πλοίο "Patria", το οποίο ήταν ελλιμενισμένο στο λιμάνι του Φλένσμπουργκ, εκτοπίζοντας τα διοικητικά γραφεία της κυβέρνησης που στεγάζονταν εκεί. Αποστολή τους ήταν να έρθουν σε επαφή με την "υπηρεσιακή κυβέρνηση" του Ντένιτς και να επιβάλουν τη βούληση των νικηφόρων Συμμαχικών Δυνάμεων στο OKW. Παρόλο το αντίξοο κλίμα οι κινήσεις της κυβέρνησης έφεραν μικρή βελτίωση, ιδίως στους τομείς της προμήθειας τροφίμων και των επικοινωνιών. Το υπουργικό συμβούλιο συνεδρίαζε τακτικά και εργαζόταν σκληρά. Είναι ενδιαφέρον ότι η γραφειοκρατία συχνά ζει- μια δική της ζωή, και ορισμένα από τα διοικητικά γραφεία της κυβέρνησης του Χίτλερ μετακόμισαν στην περιοχή και συνέχισαν το έργο τους. Μια "δεξαμενή σκέψης" των SS, που ασχολείτο με την παραγωγή εκθέσεων για τις παγκόσμιες πολιτικές υποθέσεις, εξακολουθούσε να. λειτουργεί ως τον Αύγουστο του 1945, και ορισμένες επιχειρήσεις των ναζιστικών μυστικών υπηρεσιών αναλήφθηκαν αυτούσιες από τις υπηρεσίες πληροφοριών των Συμμάχων, ιδίως εκείνη του στρατηγού Reinhardt Gehlen, ο οποίος είχε ειδικευτεί στη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τους Ρώσους.[6]

Στις 14 Μαΐου ο Πρωθυπουργος Βαν Κρόσιγκ έδωσε συνέντευξη στο BBC γεγονός που στερέωσε τη θέση του – οι σύμμαχοι δεν ήξεραν τι να κάνουν: ήθελαν μια γερμανική κυβέρνηση να διοικήσει τη Γερμανια αλλά όχι όσοι είχαν εμπλοκή στο μέχρι πρότινος καθεστώς. Η SHAEF ανακοίνωσε ότι χρησιμοποιούνται προσωρινά, βρίσκονται υπό τις διαταγές των συμμάχων και ασχολούνται με τα θέματα του τροφοδοσιας, αφοπλισμού και ιατρικής βοήθειας των γερμανικών ενοπλων δυνάμεων. Παράλληλα, ξεκινά μια εκστρατεία δυσφήμισής της από το ρωσικό ραδιόφωνο. δ

Στις 18 Μαΐου ο Ντένιτς συμπεριλήφθηκε στη λίστα των εγκληματιών πολέμου και έπρεπε να συλληφθεί.

Στις 20 , η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ ξεκαθάρισε τη γνώμη της για την κυβέρνηση στο Φλένσμπουργκ. Επιτέθηκε στην κυβέρνηση, αποκαλώντας την Συμμορία του Ντένιτς και επέκρινε δριμύτατα κάθε ιδέα να της επιτραπεί να διατηρήσει οποιαδήποτε εξουσία. Ο Αϊζενχάουερ έτεινε μάλλον να συμφωνήσει με τη σοβιετική θέση (αν όχι με το σκεπτικό πίσω από αυτήν), υποψιαζόμενος ότι ο Ντένιτς και το υπουργικό του συμβούλιο θα μπορούσαν να είναι βιτρίνα, ενώ η πραγματική γερμανική ηγεσία, ίσως συμπεριλαμβανομένων των Χίμλερ, Μπόρμαν και του ίδιου του Χίτλερ (τα λείψανα του οποίου δεν ήταν τότε γνωστό ότι είχαν ταυτοποιηθεί), εξακολουθούσαν να δρουν παρασκηνιακά ή να σχεδιάζουν με άλλο τρόπο την απόκρυψη και τη διαφυγή τους. Με κακώς συγκεκαλυμμένη απροθυμία ο Αϊζενχάουερ συμφώνησε να υποχωρήσει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στη βρετανική άποψη, αλλά εξέδωσε μια διευκρινιστική δήλωση ότι η συνέχιση της λειτουργίας της Κυβέρνησης δεν συνιστούσε και αναγνώρισής της αλλά «μόνο και προσωρινά υπό τις οδηγίες των Συμμαχικών Διοικητών για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούσαν τη σίτιση, τον αφοπλισμό και την ιατρική περίθαλψη των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων».[7]

Στις 21 Μαΐου το SHAEF (Supreme Headquarters Allied Expeditionary Force- Ανώτατο Αρχηγείο Συμμαχικών Εκστρατευτικών Δυνάμεων) προσχώρησε στις σοβιετικές προτάσεις να διαλυθεί η κυβέρνηση του Φλένσμπουργκ και να συλληφθούν τα μέλη της ως αιχμάλωτοι πολέμου.

Στις 23 Μαΐου, ένας Βρετανός αξιωματικός πήγε στο αρχηγείο του Ντένιτς και ζήτησε να μιλήσει με τα μέλη της κυβέρνησης. Ο Ντένιτς, ο Φρίντενμπουργκ και ο Γιοντλ μεταφέρθηκαν τότε στο πλοίο Patria, όπου ο Rooks τους ενημέρωσε για τη διάλυση της κυβέρνησης- τους έθεσε υπό κράτηση και διέταξε να γδυθούν και να ερευνηθούν για κρυμμένα φιαλίδια με δηλητήριο. Οι Ντένιτς και Γιοντλ μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου μέχρι την διεξαγωγή της Δίκης της Νυρεμβέργης, ο δε Ναύαρχος Φρίντενμπουργκ θέλοντας να αποφύγει τον εξευτελισμό της σωματικής έρευνας, αυτοκτόνησε.


Το κενό εξουσίας που οι ίδιοι οι Σύμμαχοι δημιούργησαν, το κάλυψαν στις 5 Ιουνίου 1945 όταν με την «Διακήρυξη του Βερολίνου», ανέλαβαν αυτοί την εξουσία.

Σημειώσεις

  • Αυτήν την πεποίθηση, που την μοιράζονταν όλα τα ανώτατα στελέχη του καθεστώτος, ήταν απότοκος της γνώμης και του ίδιου του Χίτλερ, που πίστευε - ανάμεσα στα άλλα - ότι η συνέχιση της αντίστασης στα ανατολικά, κέρδιζε χρόνο (zeitgewinn), για αλλαγή της στάσης των Συμμάχων απέναντι στο διαφαινόμενο σοβιετικό κίνδυνο.
  • Στο βιβλίο του "Other Losses: An Investigation into the Mass Deaths of German Prisoners at the Hands of the French and Americans After World War II" (1989), ο James Bacque υποστήριξε ότι οι πολιτικές του ανώτατου διοικητή των συμμάχων Dwight Eisenhower (ορμώμενες από την εβραϊκή καταγωγή του) προκάλεσαν τον θάνατο 790.000 Γερμανών αιχμαλώτων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από ασθένειες, πείνα και κρύο από το 1944 έως το 1949. Σε παρόμοια γαλλικά στρατόπεδα λέγεται ότι χάθηκαν άλλοι 250.000. Η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού δεν εισήλθε στα στρατόπεδα, η Ελβετία στερήθηκε το καθεστώς της "προστατευτικής δύναμης" και οι αιχμάλωτοι πολέμου επαναταξινομήθηκαν ως "αφοπλισμένες εχθρικές δυνάμεις", προκειμένου να αποφύγουν την αναγνώριση βάσει της Σύμβασης της Γενεύης. Ο Bacque υποστήριξε ότι αυτή η μαζική δολοφονία ήταν άμεσο αποτέλεσμα της πολιτικής των δυτικών Συμμάχων, οι οποίοι, μαζί με τους Σοβιετικούς, κυβέρνησαν ως Στρατιωτική Κυβέρνηση Κατοχής τη διχοτομημένη Γερμανία από τον Μάιο του 1945 έως το 1949.
  • Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ κατά τη διάρκεια της ομιλίας της Νίκης προς τον βρετανικό λαό στις 8 Μαΐου, δήλωσε ότι η παράδοση είχε εγκριθεί από τον «Μεγάλο Ναύαρχο Ντένιτς, τον διορισμένο αρχηγό του γερμανικού κράτους». Ο Τσώρτσιλ εκτιμούσε ότι η συνέχιση της λειτουργίας της κυβέρνησης για ορισμένο χρονικό διάστημα είχε ορισμένα πλεονεκτήματα. Κατ΄αρχήν θα αναλάμβανε το γερμανικό κράτος την σίτιση και γενικά την περίθαλψη του γερμανικού λαού και όχι οι Σύμμαχοι και δεύτερον και κυριότερο, η κυβέρνηση αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανάχωμα στις ενδεχόμενες σοβιετικές επιδιώξεις επέκτασης.
  • Το δημοσίευμα της Πράβντα ξεκαθαρίζει απολύτως τη οπτική των Σοβιετικών : «Οι συζητήσεις για το καθεστώς της φασιστικής συμμορίας γύρω από το Ντένιτς συνεχίζονται. Αρκετοί επιφανείς συμμαχικοί κύκλοι θα κρίνουν απαραίτητο να κάνουν χρήση των "υπηρεσιών" του Ντένιτς και των συνεργατών του. Στο βρετανικό κοινοβούλιο, η συμμορία αυτή έχει περιγραφεί ως η "Διοίκηση Ντόνιτς". Ένας δημοσιογράφος του αντιδραστικού Τύπου του Hearst αποκάλεσε τη στρατολόγηση του Ντένιτς "πράξη πολιτικής οξυδέρκειας". Έτσι, ένας φασίστας γραφιάς θεώρησε σκόπιμο να ταυτιστεί με τον μαθητή του Χίτλερ. Ταυτόχρονα, ο φασιστικός Τύπος και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού διαδίδει την ομοιότητα των συνθηκών με τη Γερμανία του 1918, όταν οι Γερμανοί δεξιοί παρήγαγαν παρόμοια παραμύθια για επικείμενο χάος. Τότε, οι άθικτες μονάδες του γερμανικού στρατού χρησιμοποιήθηκαν για νέες περιπέτειες στην Ανατολή, αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση. Η παρούσα εκστρατεία έχει παρόμοιους στόχους. Πολλοί αντιδραστικοί κύκλοι γύρω από τους Συμμάχους αντιτίθενται στη δημιουργία μιας νέας Ευρώπης στη βάση της Διάσκεψης της Κριμαίας. Αυτοί οι κύκλοι θεωρούν τη διατήρηση φασιστικών κρατών και εστιών αναπαραγωγής ως μέσο ματαίωσης των δημοκρατικών προσδοκιών όλων των εθνών που αγαπούν την ελευθερία....»[8]

Παραπομπές

  1. Jones Michael: "After Hitler: The Last Days of the Second World War in Europe" (2015) p.323
  2. Ρεμόν Καρτιέ: «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου», Β΄τόμος, «Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος», 1995 σελ. 532
  3. Karl Doenitz, "Memoirs: Ten Years and Twenty Days" (London: Weidenfeld & Nicolson, 1959), p. 459
  4. Το διάγγελμα της 8ης Μαΐου
  5. Απομνημονεύματα, σελ.472
  6. https://vho.org/GB/Journals/JHR/4/3/Thompson305-334.html
  7. Madsen Chris: The Royal Navy and German Naval Disarmament 1942-1947, σελ.64
  8. Dollinger, Hans : The Decline and Fall of Nazi Germany and Imperial Japan: A Pictorial History of the Final Days of World War II, σελ. 239