Δίκη της Νυρεμβέργης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ως Δίκη της Νυρεμβέργης αναφέρεται η δίωξη Γερμανών εθνικιστών που παραπέμφθηκαν με την κατηγορία της διαπράξεως εγκλημάτων πολέμου, στην ουσία πρόκειται για τις πολιτικές και ιδεολογικές διώξεις σε βάρος του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, στο Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο [International Military Tribunal/I.M.T.] το οποίο συνεδρίασε στο δικαστικό μέγαρο της Νυρεμβέργης, από τις 20 Νοεμβρίου του 1945 μέχρι την 1η Οκτωβρίου 1946. Το Δικαστήριο συστάθηκε ως αποτέλεσμα συμφωνίας που συνυπέγραψαν οι Κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, της Μεγάλης Βρετανίας, της κομμουνιστικής Ενώσεως Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και της Γαλλίας, στις 8 Αυγούστου 1945 στο Λονδίνο, η οποία στηρίχθηκε στην «Πρώτη Σύνοδος του Ανακτόρου του Αγίου Ιακώβου», την Διακήρυξη του St James, που υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1942.

Δίκη Νυρεμβέργης (εικόνα από το εδώλιο των κατηγορουμένων)

Στη Σύνοδο ορίστηκαν τα σχετικά για την δίκη και πιθανή καταδίκη όλων των φερόμενων ως εγκληματιών πολέμου των προερχόμενων από τις χώρες που συμμετείχαν στην συμμαχία των δυνάμεων του Άξονα. Κατήγοροι ορίστηκαν δικαστές και δικηγόροι από τις νικήτριες χώρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ενώ κατηγορούμενοι, στη συγκεκριμένη Δίκη, ήταν 24 μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος καθώς και οκτώ Γερμανικές εθνικιστικές οργανώσεις που έδρασαν στην επικράτεια του Γερμανικού Τρίτου Ράιχ.

Ιστορική αναδρομή

Στα τέλη του 19ου αιώνα, η διεθνής κοινότητα ανέλαβε πρωτοβουλίες για τη θέσπιση μόνιμων δικαστηρίων με διακρατική δικαιοδοσία. Με τις Διασκέψεις της Χάγης για την Ειρήνη, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 1899 και το 1907, αντιπρόσωποι των ισχυρότερων κρατών, οικονομικά και στρατιωτικά, επιχείρησαν να εναρμονίσουν τους πολεμικούς νόμους και να περιορίσουν τη χρήση των τεχνολογικά προηγμένων όπλων. Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο κατέστη απαραίτητη η δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού διώξεως ατόμων που θεωρούνταν υπεύθυνα για αποτρόπαια εγκλήματα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η σοβαρότητα των εγκλημάτων ήταν τέτοια, που η διεθνής κοινότητα υιοθέτησε τον όρο «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» για να τα χαρακτηρίσει. Με στόχο την παγίωση των βασικών αρχών δικαίου οι φερόμενοι ως εγκληματίες δε θα εκτελούνταν όπως παλιότερα στις κεντρικές πλατείες ούτε θα βασανίζονταν σε κέντρα βασανιστηρίων, αλλά θα αντιμετωπίζονταν με τακτική δίκη, με δικαίωμα στην υπεράσπιση και με το τεκμήριο της αθωότητας υπέρ τους.

Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών [1], η οποία τερμάτισε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, και πάλι οι νικητές Σύμμαχοι είχαν προσπαθήσει να προσάγουν σε δίκη μεγάλο αριθμό αντιπάλων τους, όχι όμως ενώπιον διεθνούς δικαστηρίου. Θέτοντας σε εφαρμογή τις διατάξεις της Συνθήκης ειδικότερα το άρθρο 228, το οποίο όριζε ότι «η Γερμανική κυβέρνηση αναγνωρίζει το δικαίωμα των Συμμαχικών Δυνάμεων να προσάγουν ενώπιον στρατοδικείων άτομα που κατηγορούνται για παραβιάσεις των κανόνων και εθίμων του πολέμου», προέβησαν στη σύνταξη σχετικού καταλόγου, ο οποίος περιλάμβανε τα ονόματα 896 Γερμανών, φερομένων ως εγκληματιών πολέμου. Μετά από τις έντονες αντιδράσεις που προκλήθηκαν στη Γερμανία από τη δημοσιοποίηση του καταλόγου αυτού, οι Σύμμαχοι συνέταξαν νέο κατάλογο με 45 αυτή τη φορά ονόματα κατηγορουμένων, οι οποίοι συμφωνήθηκε ότι θα δικάζονταν όχι από Συμμαχικό Δικαστήριο, αλλά από το Ανώτατο Δικαστήριο της Λειψίας. Οι κατηγορούμενοι οι οποίοι τελικά προσήχθησαν σε δίκη ήταν μόλις 12, οι περισσότεροι μάλιστα εξ αυτών απαλλάχθηκαν, κυρίως λόγω έλλειψης στοιχείων εναντίον τους, ενώ σε όσους κρίθηκαν ένοχοι επιβλήθηκαν ποινές που κυμαίνονταν από 6 μήνες έως 4 χρόνια φυλακίσεως. Πάντως στις δίκες αυτές, εξετάστηκε σοβαρά το ζήτημα της υπακοής σε διαταγές ανωτέρων, το οποίο υποβλήθηκε έκτοτε κατά κόρον από κατηγορουμένους για εγκλήματα πολέμου ως υπερασπιστικός ισχυρισμός για την αντίκρουση των εις βάρος τους κατηγοριών.

Στις 2 Μαΐου 1945 Ρωσικά στρατεύματα με επικεφαλής τους Ζούκωφ-Κόνιεφ εισέβαλαν στο Βερολίνο πυρπολώντας, λεηλατώντας και βιάζοντας γυναίκες και ανήλικα παιδιά, ενώ ταυτόχρονα Αμερικανικά στρατεύματα καταλάμβαναν το Μόναχο. Στις 8 Μαΐου ο Γερμανός ναύαρχος Καρλ Ντένιτς, διάδοχος του Αδόλφου Χίτλερ για πέντε μέρες, έδωσε την έγκριση του κι ένας στρατηγός υπέγραψε, στο προάστιο Κάρλχορστ του Βερολίνου, στο κτίριο της σχολής Στρατιωτικών Μηχανικών, το πρακτικό για την άνευ όρων παράδοση των Γερμανικών δυνάμεων που βρίσκονταν στη Βόρεια Γερμανία και στις Ολλανδία, Δανία και Νορβηγία. Δυο ημέρες αργότερα, η τελετή της παραδόσεως επαναλήφθηκε για τα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως κι αυτή τη φορά, για λογαριασμό της Γερμανίας υπέγραψε ο στρατάρχης Γουλιέλμος Κάιτελ, αρχηγός του Γερμανικού επιτελείου. Στις 4 Μαΐου 1945 ο Αμερικανός πρόεδρος Τρούμαν ανέθεσε στον δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Η.Π.Α. Ρόμπερτ Τζάκσον την οργάνωση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου [I.M.T.] για την ποινική δίωξη των κυριοτέρων εγκληματιών πολέμου. Εκείνος μεταβαίνει στην Ευρώπη και ξεκινά σειρά διαπραγματεύσεων με αντιπροσώπους της M. Βρετανίας, της Σοβιετικής Ενώσεως και της Γαλλίας, οι οποίες στις 8 Αυγούστου 1945, κατέληξαν στη Συμφωνία του Λονδίνου.

Διεθνές Στρατοδικείο

Ο Καταστατικός Χάρτης του Διεθνούς Στρατοδικείου [2] υπήρξε αποτέλεσμα σκληρών και κάποιες στιγμές χαοτικών διαπραγματεύσεων, που διήρκεσαν έξι εβδομάδες. Ήδη από το χειμώνα του 1942 οι κυβερνήσεις των Συμμάχων είχαν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης τους ηγέτες και τα κορυφαία στελέχη του Εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος της Γερμανίας. Οι Βρετανοί ήταν αρχικά οι οικοδεσπότες και ηγούνταν των διαπραγματεύσεων, όμως η δίκη ηγετικών στελεχών του Γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος ήταν ιδέα των Αμερικανών. Από την αρχή οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι έτειναν προς την επιβολή πιο άμεσων και αυστηρότερων ποινών, ενώ ο Ιωσήφ Στάλιν φέρεται να είχε προτείνει στο περιθώριο της Διάσκεψης της Τεχεράνης, που διεξήχθη από τις 28 Νοεμβρίου έως την 1η Δεκεμβρίου του 1943 στο κτίριο της εκεί Ρωσικής πρεσβείας, να συγκεντρωθούν και να εκτελεστούν περί τις 50.000 ανώτερα στελέχη των Γερμανών εθνικιστών. Τελικά, οι κανόνες της δίκης τέθηκαν περί το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου και προέκυψαν έπειτα από λεπτούς συμβιβασμούς μεταξύ του ευρωπαϊκού και του αγγλοσαξονικού δικαιοδοτικού συστήματος.

Από την πλευρά τους οι Η.Π.Α., και ειδικά ο δικαστής Ρόμπερτ Τζάκσον, αντιμετώπιζε τη σύσταση ενός δικαστηρίου για τα πιο φρικτά εγκλήματα της εποχής ως μια ιστορική ευκαιρία κι έχει γράψει σχετικά σε έκθεση που υπέβαλε προς τον τότε πρόεδρο των Η.Π.Α. Χάρι Τρούμαν: «Είναι καιρός να δράσουμε στη βάση της δικαιικής αρχής που λέει ότι η επιθετική πολεμοκαπηλία είναι παράνομη και εγκληματική». Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του Λονδίνου [3], όπου ορίστηκαν οι τέσσερεις βασικές κατηγορίες, ο Τζάκσον επέμενε στο να οριστεί ο πόλεμος γενικότερα ως έγκλημα και να ισχύσουν μελλοντικά τα θεμέλια που θα έθετε η Νυρεμβέργη, για όλες τις πλευρές, εισήγηση που δεν έγινε αποδεκτή και η Νυρεμβέργη ανέλαβε το ρόλο στρατοδικείου, το οποίο είχε συσταθεί μόνο για να δικάσει το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς. Παράλληλα, αφέθηκε ανοικτό το θέμα να υπάρξουν και άλλες δίκες, αν προέκυπτε τέτοια ανάγκη κατά την ακροαματική διαδικασία. Στις 15 Απριλίου 1945, ο Πρόεδρος Τρούμαν, που μόλις είχε διαδεχτεί τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ, ανέθεσε επίσημα την εντολή συγκροτήσεως του Διεθνούς Δικαστηρίου στον δικηγόρο Ρόμπερτ Χ. Τζάκσον, ο οποίος είχε επιλεγεί ως ο επικεφαλής των Αμερικανών κατηγόρων.

Τόπος διεξαγωγής της Δίκης

Ως τόπος διεξαγωγής της Δίκης προτάθηκε, από τους Σοβιετικούς, το Βερολίνο, γεγονός πρακτικά αδύνατο, λόγω των καταστροφών που είχε υποστεί η πόλη από τις εκτεταμένες αεροπορικές επιθέσεις μετά τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Μετά την απόρριψη της αρχικής προτάσεως επελέγη η Νυρεμβέργη, πόλη στην περιοχή της Βαυαρίας της Γερμανίας, [μεταξύ των πόλεων Λουξεμβούργου και Βερολίνου], κυρίως για τη συμβολική σημασία της ως γενέτειρα του εθνικοσοσιαλισμού, εκεί διεξαγόταν, κάθε χρόνο, το Συνέδριο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος [N.S.D.A.P.], αλλά και διότι, σύμφωνα με την επίσημη αιτιολόγηση της αποφάσεως, διέθετε Δικαστικό Μέγαρο μεγάλων διαστάσεων, το αποκαλούμενο «Μέλαθρον της Δικαιοσύνης», που είχε υποστεί ελάχιστες καταστροφές στη διάρκεια των αεροπορικών βομβαρδισμών της Γερμανίας στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Συγκεκριμένα μόνο στη Νυρεμβέργη υπήρχε τότε δικαστικό μέγαρο αρκετά μεγάλο, συνολικά 22.000 τ.μ. ωφέλιμος χώρος, με 530 γραφεία και 80 αίθουσες περίπου, ενώ στο άμεσο περιβάλλον του υπήρχαν άθικτες φυλακές, οι οποίες επικοινωνούσαν με υπόγειο διάδρομο με το δικαστικό μέγαρο. Το Μέγαρο, ήταν ένα από τα μόλις εκατόν έντεκα κτίρια της πόλης της Νυρεμβέργης τα οποία είχαν μείνει όρθια μετά από την τρομακτική επιδρομή των Αμερικανικών βομβαρδιστικών Β-29 τη νύχτα της 12ης Ιανουαρίου 1945. Δύο Αμερικανοί αξιωματικοί, ο υπολοχαγός Ντάν Κίνλεϋ, Αρχιτέκτων και ο Λοχαγός εφοδιασμού Τζών Βόνετες, διατάχθηκαν να αποκαταστήσουν ότι χρειαζόταν μέσα στο δικαστικό μέγαρο της Νυρεμβέργης για τη διεξαγωγή της δίκης. Στη διάθεσή τους τέθηκαν ένα Αμερικανικό τάγμα μηχανικού, εκατό ιδιώτες εργάτες και τετρακόσιοι αιχμάλωτοι πολέμου, ενώ συνολικά για τις απαραίτητες εργασίες δαπανήθηκαν 1.120.000 δολάρια.

Κατηγορητήριο

Το χειμώνα του 1942 οι κυβερνήσεις των αντιπάλων του Άξονα ανακοίνωσαν την πρόθεση τους να οδηγήσουν ενώπιον της δικαιοσύνης όσους εθνικιστές έκριναν πως συμμετείχαν σε εγκλήματα πολέμου. Την ίδια εποχή και στη συνέχεια ορισμένοι από τους ηγέτες των συμμάχων εισηγήθηκαν τις συνοπτικές και άνευ δίκης εκτελέσεις των εγκληματιών πολέμου, όμως τελικά αποφάσισαν να συγκροτήσουν διεθνές στρατιωτικό δικαστήριο, προκειμένου οι δεδομένες καταδικαστικές αποφάσεις να ντυθούν με τον μανδύα της δήθεν αμεροληψίας ενώπιον της ιστορίας και, παράλληλα, να μη δοθεί η δυνατότητα στους Γερμανούς να ισχυριστούν ότι η ομολογία των εγκλημάτων πολέμου και η αποδοχή της ενοχής τους ήταν απόρροια πιέσεων. Σύμφωνα με τη Διακήρυξη της Μόσχας, που είχαν συνυπογράψει οι Φραγκλίνος Ρούσβελτ, των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, Ουίνστον Τσώρτσιλ, της Μεγάλης Βρετανίας, και Ιωσήφ Στάλιν, της Ενώσεως Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, στις 30 Οκτωβρίου 1943, τα άτομα που θα κρίνονταν υπεύθυνα για εγκλήματα πολέμου εν καιρώ συνθηκολογήσεως θα έπρεπε να μεταφέρονται στις χώρες στις οποίες είχαν διαπραχθεί τα εγκλήματα και να δικάζονται σύμφωνα με τους νόμους του ενδιαφερόμενου κράτους. Επίσης συνομολόγησαν ότι για την τιμωρία εγκληματιών πολέμου που τα εγκλήματα τους δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστούν σε συγκεκριμένη γεωγραφική τοποθεσία θα αποφάσιζαν από κοινού οι αποκαλούμενες συμμαχικές κυβερνήσεις. Η δημοσιοποίηση του ονομαστικού καταλόγου των κατηγορουμένων έγινε από τους Συμμάχους, την 1η Σεπτεμβρίου 1945.

Κατηγορίες

Το κατηγορητήριο κατά των ηγετικών στελεχών του Τρίτου Ράιχ συνέθεταν τα εγκλήματα κατά της ειρήνης, τα εγκλήματα πολέμου, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, καθώς και η συνωμοσία που είχε εξυφανθεί για τη διάπραξη των προαναφερθέντων εγκλημάτων. Ενστάσεις, αντενστάσεις και διαδικαστικά ζητήματα κα΄λυψαν διάστημα ενός μηνός και η Δίκη ξεκίνησε επισήμως στη Νυρεμβέργη στις 20 Νοεμβρίου 1945, μόλις εξήμισι μήνες μετά τη συνθηκολόγηση των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Το κατηγορητήριο συνέθεταν τα εγκλήματα κατά της ειρήνης, για επιθετικούς πολέμους στην Ευρώπη, τα εγκλήματα πολέμου, όπως η φερόμενης εξόντωση αιχμαλώτων αλλά και πολιτών, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος, δηλαδή τις μαζικές εκτελέσεις, και τις πιθανολογούμενες γενοκτονίες Εβραίων, τσιγγάνων, ομοφυλόφιλων κ.ά., αλλά και τη συνωμοσία που είχε εξυφανθεί για τη διάπραξη των προαναφερθέντων εγκλημάτων. Στο άρθρο 8 του Χάρτη της Νυρεμβέργης, ο οποίος προσαρτήθηκε ως παράρτημα στη Συμφωνία του Λονδίνου του 1945 για τη σύσταση του Δικαστηρίου ρητά προβλεπόταν πως η ύπαρξη διαταγής της κυβερνήσεως ή κάποιου ανωτέρου του κατηγορουμένου, δεν θα αποτελούσε λόγο απαλλαγής του τελευταίου, αλλά θα μπορούσε απλά να εκληφθεί ως λόγος μειώσεως της ποινής, εφόσον το δικαστήριο θεωρούσε ότι η δικαιοσύνη το απαιτούσε . Η προσταγή ανωτέρου, συνεπώς, δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση λόγο αποκλεισμού της ποινικής ευθύνης του δράστη, ρύθμιση η οποία επαναλήφθηκε στη συνέχεια το 1946 στο Χάρτη του Τόκιο.

Αναλυτικά, οι βασικές κατηγορίες που απαγγέλθηκαν, κατά το άρθρο 6 του καταστατικού, ήταν:

  • Συνωμοσία για το σχεδιασμό και την εξαπόλυση επιθετικών ενεργειών και άλλων εγκλημάτων κατά της παγκοσμίου ειρήνης.
  • Εγκλήματα κατά της ειρήνης, δηλαδή ο σχεδιασμός, η προετοιμασία, η έναρξη, η εξαπόλυση πολέμου ή επιθέσεως ή πολέμου κατά παράβαση των διεθνών συνθηκών, συμφωνιών ή διαβεβαιώσεων, ή η συμμετοχή σε κοινό σχέδιο συνωμοσίας για την επίτευξη οποιουδήποτε από τους παραπάνω στόχους.
  • Εγκλήματα πολέμου, όπως οι παραβιάσεις των νόμων και των κανόνων του πολέμου. Ενδεικτικά, όμως όχι περιοριστικά, περιλαμβάνονταν δολοφονίες, κακομεταχείριση ή εκτόπιση για καταναγκαστική εργασία ή οποιοδήποτε άλλο σκοπό ιδιωτών από χώρα υπό κατοχή, δολοφονία ή κακομεταχείριση αιχμαλώτων πολέμου ή ναυτικών, εκτέλεση ομήρων, λεηλασίες δημοσίου ή ιδιωτικής περιουσίας, απρόκλητη καταστροφή πόλεων, κωμοπόλεων ή χωριών ή καταστροφές μη υπαγορευόμενες από στρατιωτική ανάγκη.
  • Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος, όπως δολοφονία, εξόντωση, υποδούλωση, εκτόπιση και άλλες απάνθρωπες πράξεις που διαπράχθηκαν κατά πολιτών πριν ή κατά τη διάρκεια του πολέμου, διώξεις λόγω πολιτικών, φυλετικών ή θρησκευτικών αιτίων ή σχετικών με οποιοδήποτε έγκλημα τις οποίες το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι, εκτελέσθηκε, είτε παραβίασε την τοπική νομοθεσία είτε όχι, της χώρας στην οποία διαπράχθηκε.

Κατηγορούμενες οργανώσεις

Στο δικαστήριο, εκτός από τα φυσικά πρόσωπα, παραπέμφθηκαν να δικαστούν με την κατηγορία ότι ήταν εγκληματικές οκτώ γερμανικές αρχές, εξουσίες, οργανώσεις και ομάδες, αν και αυτές είχαν ήδη διαλυθεί με την κατάρρευση του μετώπου και την συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Αυτές ήταν:

  • Η Κυβέρνηση του Γ' Ράιχ,
  • Το Σώμα των πολιτικών ηγετών του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος [NSDAP]
  • Η Υπηρεσία Προστασίας του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος [S.S.],
  • Η Υπηρεσία Ασφαλείας [S.D.],
  • Η Μυστική Κρατική Αστυνομία [γνωστότερη ως Γκεστάπο],
  • Τα Γερμανικά Τάγματα Εφόδου (SA)
  • Το Γενικό Επιτελείο του Γ' Ράιχ, και
  • Η Ανωτάτη Διοίκηση της Βέρμαχτ [O.K.W.].

Σύνθεση του δικαστηρίου

Τη σύνθεση του Δικαστηρίου, όλα τα τακτικά μέλη αλλά και οι αναπληρωματικοί τους [4], κατά σαφή παράβαση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, αποτελούσαν δικαστές που ορίστηκαν από τις Κυβερνήσεις που υπέγραφαν τη συμφωνία, ήταν δηλαδή προερχόμενοι εκ των νικητριών δυνάμεων, κι όχι από χώρες που δεν είχαν άμεση ή έμμεση εμπλοκή στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το δικαστήριο που θεωρείται ότι έχει απαρτία μόνον όταν παρίστανται και τα τέσσερα μέλη του, τακτικά ή αναπληρωματικά, απαρτίσθηκε από τους:

  • Τζέφρεϊ Φρέντερικ Λόρενς (Sir Geoffrey Lawrence) (Μεγάλη Βρετανία)-Αρχιδικαστής, Πρόεδρος του Δικαστηρίου, τακτικό μέλος.
  • Σερ Νόρμαν Μπίρκετ (Sir Norman Birkett) (Μεγάλη Βρετανία), Δικαστής-Αντιπρόεδρος, αναπληρωματικό μέλος.
  • Φράνσις Μπιντλ (Francis Biddle) (Η.Π.Α.), Δικαστής-τακτικό μέλος.
  • Τζον Πάρκερ (John Parker) (Η.Π.Α.), Δικαστής-αναπληρωματικό μέλος.
  • Ανρί Ντονεντιέ ντε Βαμπρ (Henri Donnedieu de Vabres) (Γαλλία), Καθηγητής Ποινικού Δικαίου-τακτικό μέλος.
  • Ρομπέρ Φαλκό (Robert Falco) (Γαλλία), Εφέτης-αναπληρωματικό μέλος.
  • Ιονά Νικιτσένκο (Iona Nikitchenko), Αντιστράτηγος-Αντιπρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιετικού Δικαστηρίου, τακτικό μέλος.
  • Αλεξάντερ Βολκόφ (Alexander Volchkov), Συνταγματάρχης, καθηγητής Ποινικού Δικαίου-αναπληρωματικό μέλος.

Δημόσιοι κατήγοροι επελέγησαν οι:

  • Σερ Χάρτλεϋ Σόκρος (Sir Hartley Shawcross) (Γενικός εισαγγελέας του κράτους της Μεγάλης Βρετανίας),
  • Ρόμπερτ Τζάκσον (Robert H. Jackson) (Δικαστής των Η.Π.Α.),
  • Φρανσουά ντε Μαντόν (François de Menthon) και Ωγκύστ Σαμπετιέ (Auguste Champetier) (Υπουργός Δικαιοσύνης της προσωρινής κυβερνήσεως της Γαλλίας),
  • Ρομάν Ρουντένκο (R. A. Rudenko), στρατηγός της Σοβιετικής Ενώσεως.

Παράλληλα με τους δικαστές, τακτικούς και αναπληρωματικούς, κάθε χώρα έφερε το δικό της επιτελείο για την δίκη. Οι Αμερικανοί έφεραν μαζί τους έναν ψυχίατρο και έναν ψυχολόγο, οι οποίοι ήταν αρμόδιοι να επιβλέπουν όλη την ποινική διαδικασία. Στην αρχή της δίκης ψυχιατρικά καθήκοντα ανέλαβε ο ταγματάρχης Ντάγκλας Μ. Κέλι, ο οποίος μετά από τρεις μήνες μετατέθηκε και τη θέση του ανέλαβε ο Λίον Γκόλντενσον. Ο ψυχίατρος της φυλακής ήταν ένας από τους λίγους που είχαν την δυνατότητα να μιλάνε με τους κατηγορούμενους και ο Γκόλντενσον κατάφερε να μιλήσει με δεκαεννιά από τους κατηγορούμενους και με δεκατέσσερις μάρτυρες. Τις συνεντεύξεις κράτησε στο προσωπικό του αρχείο και μετά τον θάνατό του, ο αδερφός του Έλι Γκόλντενσον επιμελήθηκε όλο το υλικό, δίνοντας την ευκαιρία να εκδοθεί το βιβλίο με τίτλο Η Δίκη της Νυρεμβέργης μέσα από τα μάτια του Leon Goldensohn.

Διαδικασία

Όλοι οι συντελεστές της Δίκης, δηλαδή οι συνήγοροι, οι δικαστές, οι μάρτυρες, οι κατηγορούμενοι καθώς και οι εκπρόσωποι του Τύπου, είχαν την δυνατότητα μέσα από ένα καινοτόμο σύστημα ταυτόχρονης διερμηνείας [5] της I.B.M., με τη χρήση ακουστικών, να μπορούν να καταλαβαίνουν, να παρακολουθούν και να συμμετέχουν στη διαδικασία. Η ιδέα της ταυτόχρονης διερμηνείας ανήκε στον Leon Dostert, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την διερμηνεία στη Νυρεμβέργη καθώς ήταν η πρώτη φορά που θα διεξαγόταν δικαστική διαδικασία σε περισσότερες των δύο γλωσσών (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά) [6] [7]. Η εναρκτήρια συνεδρίαση του δικαστηρίου πραγματοποιήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1945, όχι στη Νυρεμβέργη, αλλά στο Δικαστικό Μέγαρο του Εφετείου στο Βερολίνο (Έδρα του Συμμαχικού Ελεγκτικού Συμβουλίου), υπό την προεδρία του σοβιετικού δικαστή, όταν οι εισαγγελείς του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου ολοκλήρωσαν την απαγγελία του κατηγορητηρίου κατά των στελεχών του εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού καθεστώτος. Η δίκη άρχισε στις 10:00 το πρωί (τοπική ώρα) της Τετάρτης 20 Νοεμβρίου 1945 στην ανακαινισμένη Αίθουσα του Κακουργιοδικείου της Νυρεμβέργης, η οποία βρισκόταν στον 3ο όροφο (αίθουσα 600) του Δικαστικού Μεγάρου της οδού Further 110 και όλοι οι κατηγορούμενοι, εκτός του Μάρτιν Μπόρμαν, ο οποίος απουσίαζε, δήλωσαν αθώοι.

Ο εξαιρετικά ευφυής και έντιμος φιλελεύθερος Αμερικανός δικαστής Ρόμπερτ Τζάκσον, αντιμέτωπος με το αναφυόμενο ψυχροπολεμικό κλίμα, ζήτησε την απόδοση της δικαιοσύνης αποβλέποντας στη δημιουργία δεδικασμένου για την καταδίκη των επιθετικών πολέμων, όμως τελικά η σημαντικότερη απόρροια της δίκης της Νυρεμβέργης ήταν απλά η καταδίκη φυσικών προσώπων, των ηγετών δηλαδή, για αδικήματα που αφορούσαν το Διεθνές Δίκαιο, που διαμορφώθηκε εκ των υστέρων. Ο Αμερικανός κατήγορος σημείωσε στην ομιλία του: «....Αυτός ο νόμος, ο οποίος θα εφαρμοστεί σε λίγο στους Γερμανούς επιτιθεμένους, οφείλει να εμποδίσει την επιθετική συμπεριφορά κάθε άλλου έθνους στο μέλλον, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που δικάζουν σήμερα». Ολοκληρώνοντας ο Αμερικανός δικαστής είπε: «...οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε σε όλους τους Γερμανούς ότι ο λόγος για τον οποίο οι ηγέτες τους στέκονται ενώπιον του δικαστηρίου δεν είναι επειδή έχασαν τον πόλεμο, αλλά επειδή τον ξεκίνησαν». Σύμφωνα με τον Σοβιετικό εισαγγελέα της Δίκης, Ρόμαν Ρουντένκο, οι πληθυσμοί των κατεχόμενων χωρών και όλοι οι κάτοικοι της Ανατολικής Ευρώπης υπέστησαν ανελέητες διώξεις και μαζική εξόντωση, πάνω από όλα οι σλαβικές χώρες: «ιδιαιτέρως Ρώσοι, Ουκρανοί, Λευκορώσοι, Πολωνοί, Τσέχοι, Σέρβοι, Σλοβένοι, Εβραίοι», ενώ ως προς τη Σοβιετική Ένωση ο εισαγγελέας αναφέρθηκε «στον ανελέητο αφανισμό του σοβιετικού λαού για πολιτικούς και φυλετικούς λόγους». Στις απολογίες τους όλοι οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες, οι περισσότεροι κατέθεσαν την άγνοια τους για τις κατηγορίες ή δήλωσαν ότι εκτελούσαν διαταγές των ανωτέρων τους στο πλαίσιο της λειτουργίας του Γερμανικού κρατικού μηχανισμού, χωρίς να συμμετέχουν σε κάποιο κοινό σχέδιο.

Ετυμηγορία / Ποινές

Οι δικαστές ανακοίνωσαν την ετυμηγορία τους στις 30 Σεπτεμβρίου και την 1η Οκτωβρίου 1946. Η απόφαση τους ήταν καταδικαστική για όλους τους κατηγορουμένους πλην τριών. Οι 11 εκ των κατηγορουμένων καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ οι υπόλοιποι επτά σε φυλάκιση, μεταξύ τους ορισμένοι σε ισόβια δεσμά. Από τους 24 κατηγορούμενους καταδικάστηκαν οι 19 ως ακολούθως:

  • 12 σε θάνατο, εκ των οποίων οι 10 εκτελέστηκαν, ο Μάρτιν Μπόρμαν καταδικάστηκε ερήμην (τα χρόνια που ακολούθησαν την Δίκη διαπιστώθηκε ότι είχε σκοτωθεί το 1945, πριν την έναρξη της), και ο Χέρμαν Γκέριγκ αυτοκτόνησε το βράδυ πριν την εκτέλεση του,
  • 3 στην ποινή της ισοβίου καθείρξεως, εκ των οποίων 2 απελευθερώθηκαν δέκα χρόνια αργότερα λόγω προβλημάτων υγείας και πέθαναν λίγα χρόνια μετά, και ένας αυτοκτόνησε μέσα στη φυλακή,
  • 4 σε ποινές από 10 έως 20 χρόνια, εκ των οποίων τρεις εξέτισαν όλη την ποινή τους (20, 20, και 10 χρόνια αντιστοίχως), και ένας (στον οποίο επιβλήθηκε ποινή 15 χρόνια) απελευθερώθηκε λόγω προβλημάτων υγείας και πέθανε δύο χρόνια μετά.

Παράλληλα,

  • 3 κατηγορούμενοι αθωώθηκαν, ενώ
  • 2 δεν δικάστηκαν καν, ένας λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του και ένας αυτοκτόνησε πριν από την έναρξη της δίκης.

Η Δίκη της Νυρεμβέργης διήρκησε 218 ημέρες και το Δικαστήριο πραγματοποίησε 403 ανοιχτές συνεδριάσεις. Ενώπιον του κατέθεσαν 33 μάρτυρες κατηγορίας, 61 μάρτυρες υπερασπίσεως και άλλοι 19 τους οποίους ζήτησαν προσωπικά οι κατηγορούμενοι, ενώ 143 άτομα απέστειλαν γραπτώς μαρτυρικές καταθέσεις. Το δικαστήριο έλαβε 38.000 αναφορές με 155.000 υπογραφές που υπεδείκνυαν τα αδικήματα των Πολιτικών Αρχηγών, 136.213 αναφορές για τα S.S., 10.000 αναφορές για την S.A., 7.000 για τα S.D., 3.000 για το Γενικό Επιτελείο και 2.000 για την Γκεσταπό. Τα στενογραφημένα πρακτικά συγκεντρώθηκαν σε 40 τόμους, ενώ ο διεθνής Τύπος κάλυψε τη Δίκη με 250 δημοσιογράφους. Συνολικά το δικαστήριο εξέτασε 240 μάρτυρες, έλαβε υπόψη του 300.000 ένορκες καταθέσεις, διάβασε τα 2.360 αποδεικτικά έγγραφα που προσκόμισε η κατηγορούσα αρχή και τα 2.700 που προσκόμισε η υπεράσπιση των κατηγορουμένων, ενώ οι στενογράφοι που ήταν επιφορτισμένοι με την καταγραφή των πρακτικών, γέμισαν 16.000 σελίδες, οι οποίες περιλάμβαναν 4.000.000 λέξεις.

Θανατική ποινή & Απαγχονισμός

Οι θανατικές ποινές που επιβλήθηκαν από το δικαστήριο εκτελέσθηκαν με αγχόνη από τις βραδινές ώρες της 15ης Οκτωβρίου μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Οκτωβρίου 1946, στο παλιό γυμναστήριο των Φυλακών της Νυρεμβέργης. Οι Γάλλοι πρότειναν εκτέλεση δια τυφεκισμού, αυτό όμως δεν έγινε δεκτό από τον Μπιντλ και τους Σοβιετικούς, με το αιτιολογικό ότι οι κατηγορούμενοι είχαν προσβάλει το στρατιωτικό ήθος και δεν τους έπρεπε εκτέλεση η οποία αρμόζει σε στρατιωτικούς. Στους απαγχονισμένους στερήθηκε η Θεία Λειτουργία και η νεκρώσιμη ακολουθία, ενώ οι σοροί τους αποτεφρώθηκαν και οι στάχτες ρίχτηκαν στον ποταμό Ισάρ, που διασχίζει το Μόναχο.

Απαγχονίστηκαν, με την ακόλουθη σειρά, οι:

  • Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ. Πρέσβης στο Ηνωμένο Βασίλειο, 1936-38, Υπουργός Εξωτερικών, 1938-45. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Ο Θεός να σώσει τη Γερμανία. Εύχομαι η Γερμανία να ενωθεί και πάλι και ανατολή και δύση να συνεννοηθούν για την ειρήνη του κόσμου».
  • Βίλχελμ Κάιτελ. Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Βέρμαχτ και ντε φάκτο υπουργός την περίοδο 1938-1945. Λίγο πριν την αγχόνη είπε: «Παρακαλώ το Θεό να λυπηθεί το γερμανικό λαό. Πάνω από δύο εκατομμύρια Γερμανοί στρατιώτες πέθαναν για την πατρίδα. Τώρα ακολουθώ τα παιδιά μου».
  • Ερνστ Καλτενμπρούννερ. Αρχηγός του RSHA από το 1943 μέχρι το 1945.

Πριν τη δίκη του και στη διάρκεια της κρατήθηκε υπό ιδιαίτερα βάρβαρες έως εξοντωτικές συνθήκες, μέσα σε ένα κελί πλημμυρισμένο με νερό σε ύψος ενός μέτρου, με αποτέλεσμα να υποστεί τρία εγκεφαλικά επεισόδια. Σύρθηκε στην αγχόνη σχεδόν ημιθανής και απευθυνόμενος στους δημίους του ανέφερε: «Αγάπησα το γερμανικό λαό και την πατρίδα μου μ' όλη μου την καρδιά. Είμαι αθώος για τα εγκλήματα που με κατηγορήσατε. Καλή τύχη Γερμανία!». Λίγο πριν απαγχονιστεί τραγούδησε την αρχή του ναζιστικού ύμνου: «Die Fahne hoch» (Οι σημαίες ψηλά).

  • Χανς Φρανκ. Υπουργός Δικαιοσύνης του Τρίτου Ράιχ από το 1933 έως το 1945, κυβερνήτης του Γενικού Κυβερνείου [Generalgouvernement] της κατεχόμενης Πολωνίας από το 1939 έως το 1945. Πριν τον αγχόνη προσευχήθηκε και είπε: «Παρακαλώ το Θεό να με δεχθεί ευσπλαχνικά».
  • Βίλχελμ Φρικ. Υπουργός Εσωτερικών του Τρίτου Ράιχ από το 1933 έως το 1943, Προστάτης του Ράιχ (Reichsprotektor) του Προτεκτοράτου Βοημίας και Μοραβίας από το 1943 έως το 1945. Ανεβαίνοντας στην αγχόνη αναφώνησε: «Ζήτω η αιώνια Γερμανία!»
  • Γιούλιους Στράιχερ. Πρόεδρος της κομματικής οργανώσεως [Gauleiter] της Φραγκονίας, από το 1922 ως το 1940, όταν και απαλλάχτηκε από την εξουσία του, αλλά του επιτράπηκε από τον Αδόλφο Χίτλερ να διατηρήσει τον επίσημο τίτλο του, εκδότης της εβδομαδιαίας εφημερίδας Der Stürmer. -Ποιό είναι το όνομα σας;» ρωτήθηκε τυπικά. -Το γνωρίζετε ήδη. Μια μέρα οι κομμουνιστές θα σας κρεμάσουν όλους». Όταν του πέρασαν τη θηλιά στο λαιμό φώναξε: «Ανελίτε, αγαπημένη μου γυναίκα» και μια στιγμή πριν το τέλος συμπλήρωσε: «Χάιλ Χίτλερ».
  • Φριτς Ζάουκελ. Πρόεδρος της κομματικής οργανώσεως [Gauleiter] του κρατιδίου της Θουριγγίας, από το 1927 μέχρι το 1945. Πληρεξούσιος του προγράμματος εξαναγκαστικής εργασίας του Τρίτου Ράιχ. Πριν του περάσουν στο λαιμό την αγχόνη είπε: «Πεθαίνω αθώος. Υποβάλλω τα σέβη μου στους αξιωματικούς και στους άνδρες του αμερικάνικου στρατού, όχι όμως και στη δικαιοσύνη τους».
  • Άλφρεντ Γιοντλ [8]. Στρατάρχης [Generaloberst] της Βέρμαχτ, υπαρχηγός του Βίλχελμ Κάιτελ, αρχηγός του Επιχειρησιακού του Γενικού Επιτελείου της Βέρμαχτ το διάστημα 1938-1945. Στάθηκε απολύτως λακωνικός μπροστά στον θάνατο κι αναφώνησε: «Σε χαιρετώ Γερμανία μου!»
  • Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Θεωρητικός διαμορφωτής της θεωρίας της γερμανικής ανωτερότητος, υπουργός των Ανατολικών Κατεχόμενων Περιοχών από το 1941 έως το 1945.
  • Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην προσάρτηση της Αυστρίας [Anschluss], και διετέλεσε για λίγο Αυστριακός Καγκελάριος το 1938, αναπληρωτής του Φρανκ στην Πολωνία, από το 1939 μέχρι το 1940, και από το 1940 έως το 1945 επίτροπος του Ράιχ [Reichskommissar] στην Ολλανδία. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Ελπίζω αυτή η εκτέλεση να είναι η τελευταία πράξη μιας τραγωδίας που μπορεί να διδάξει κάτι στους ανθρώπους: Ειρήνη και κατανόηση μεταξύ των λαών. Έχω εμπιστοσύνη στη Γερμανία».

Ποιοι δεν απαγχονίστηκαν

Απέφυγαν τον απαγχονισμό, αν και καταδικάστηκαν σε θάνατο, οι:

  • Χέρμαν Γκαίρινγκ. Στρατάρχης [Reichsmarschall], αρχηγός της Πολεμικής Αεροπορίας [Luftwaffe] από το 1935 μέχρι το 1945, αρχηγός του Τετραετούς Πλάνου 1936-45 και αρχηγός της Γκεστάπο πριν αυτή περάσει στη δικαιοδοσία των S.S. τον Απρίλιο του 1934. Αυτοκτόνησε το βράδυ πριν την εκτέλεσh του. Οι στρατιώτες της φρουράς του ξυλοκόπησαν (!) και στην συνέχεια κρέμασαν την σορό του.
  • Μάρτιν Μπόρμαν. Διάδοχος του Ρούντολφ Ες στη θέση του Γραμματέα του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, που δικάστηκε κατ' ερημοδικία και καταδικάστηκε σε θάνατο. Σύμφωνα με μεταγενέστερα στοιχεία ο Μπόρμαν σκοτώθηκε το 1945 στην προσπάθειά του να διαφύγει από το Βερολίνο. Υπολείμματα μιας σορού που βρέθηκαν το 1972 φέρεται πως ταυτοποιήθηκαν με βεβαιότητα το 1998 και βρέθηκαν να ανήκουν στον Μπόρμαν. Τα υπολείμματα αυτά αποτεφρώθηκαν και οι στάχτες τους σκορπίστηκαν το 1999 στη Βαλτική θάλασσα.

Ισόβια κάθειρξη

Στην ποινή της ισοβίου καθείρξεως καταδικάστηκαν οι:

  • Ρούντολφ Ες. Αναπληρωτής του Αδόλφου Χίτλερ μέχρι την αποστολή του στη Σκωτία το 1941, όταν προσπάθησε να πετύχει ειρηνευτική συμφωνία με την Μεγάλη Βρετανία και έκτοτε παρέμεινε αιχμάλωτος και φυλακισμένος.

Στην απολογία του εξέφρασε το θαυμασμό του για τον Αδόλφο Χίτλερ και δήλωσε ότι οι μάρτυρες και οι δικαστές παραπλανήθηκαν κι επίσης ότι αισθάνεται υπερήφανος που υπηρέτησε «..κάτω από την ηγεσία του μεγαλύτερου γιου που έβγαλε ο λαός μου στα χίλια χρόνια της ιστορίας του..». Μετά την Δίκη εγκλείστηκε στις φυλακές του Σπάνταου, όπου αυτοκτόνησε το 1987, σύμφωνα με την επίσημη άποψη των αρχών, η οποία αμφισβητήθηκε από ιστορικούς αλλά και τους οικείους του.

  • Έριχ Ρέντερ. Αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού από το 1928 ως το 1943. Απελευθερώθηκε λόγω προβλημάτων υγείας στις 26 Σεπτεμβρίου 1955 και απεβίωσε στις 6 Νοεμβρίου 1960.
  • Βάλτερ Φουνκ. Υπουργός Οικονομικών. Διαδέχτηκε τον Σαχτ ως πρόεδρος της Τράπεζας του Ράιχ [Reichsbank]. Απελευθερώθηκε στις 16 Μαΐου 1957 λόγω προβλημάτων υγείας και απεβίωσε στις 31 Μαΐου 1960.

Όσοι καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά καθώς και σε μικρότερες ποινές φυλακίσεως μεταφέρθηκαν, στις 17 Ιουλίου 1947, στις φυλακές του Σπάνταου.

Καθείρξεις

Σε ποινές φυλακίσεως καταδικάστηκαν οι:

  • Μπάλντουρ φον Σίραχ, ποινή 20 χρόνια φυλάκιση. Επικεφαλής της Νεολαίας του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, από το 1933 μέχρι το 1940 και Gauleiter της Βιέννης το διάστημα 1940–45. Εξέτισε το σύνολο της ποινής που του επιβλήθηκε και απελευθερώθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1966. Πέθανε στις 8 Αυγούστου 1974.
  • Άλμπερτ Σπέερ, 20 χρόνια φυλάκιση. Προσωπικός φίλος του Αδόλφου Χίτλερ, αρχιτέκτονας, Υπουργός Εξοπλισμών από το 1942 ως το τέλος του πολέμου. Υπό αυτήν την ιδιότητα ήταν ουσιαστικά υπεύθυνος για την χρήση εξαναγκαστικής εργασίας από εργάτες που προέρχονταν από τις κατεχόμενες περιοχές. Εξέτισε όλη την ποινή του, και απελευθερώθηκε την 1η Οκτωβρίου 1966. Πέθανε το 1981
  • Κόνσταντιν φον Νόιρατ, ποινή 15 χρόνια φυλάκιση. Υπουργός εξωτερικών από το 1932 μέχρι το 1938. Διατέλεσε "Προστάτης του Ράιχ" της Βοημίας και της Μοραβίας, από το 1939-1943. Παραιτήθηκε το 1943 λόγω διαφωνίας του με τον Χίτλερ. Απελευθερώθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1954 λόγω προβλημάτων υγείας και πέθανε στις 14 Αυγούστου 1956.
  • Καρλ Ντένιτς, ποινή φυλακίσεως 10 χρόνων. Ο Ντένιτς διατέλεσε αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού από το 1943, καθώς και Πρόεδρος του Ράιχ. Εξέτισε όλη την ποινή του και αποφυλακίστηκε την 1η Οκτωβρίου 1956. Πέθανε στις 24 Δεκεμβρίου 1980.

Αθώοι

Απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες και υποχρεώθηκαν να παρακολουθήσουν το ειδικό πρόγραμμα «αποναζικοποιήσεως» των Συμμάχων οι:

  • Χιάλμαρ Σαχτ, τραπεζίτης και οικονομολόγος. Πρόεδρος της Τράπεζας του Ράιχ πριν τον πόλεμο, τις περιόδους 1923–30 & 1933–38 αλλά και Υπουργός Οικονομίας την περίοδο από το 1934 μέχρι το 1937. Πέθανε το 1970.
  • Χανς Φρίτζε. Δημοφιλής ραδιοφωνικός σχολιαστής, υπεύθυνος του τμήματος των ειδήσεων στο Υπουργείο Προπαγάνδας. Απελευθερώθηκε στις αρχές του 1950. Ο Φρίτζε έκανε καριέρα στο γερμανικό ραδιόφωνο γιατί η φωνή του έμοιαζε με του Γιόζεφ Γκαίμπελς. Πέθανε το 1953.
  • Φραντς φον Πάπεν. Καγκελάριος της Γερμανίας το 1932 και Αντι-Καγκελάριος του Χίτλερ, το διάστημα 1933-34. Πρέσβης στην Αυστρία το 1934-38 και στην Τουρκία από το 1939 έως το 1944. Αθωώθηκε στην Δίκη, όμως χαρακτηρίστηκε ξανά εγκληματίας πολέμου το 1947 από γερμανικό δικαστήριο από-ναζιστικοποιήσεως, και καταδικάστηκε σε 8 χρόνια καταναγκαστικών έργων. Αθωώθηκε μετά από έφεση αφού είχε εκτίσει δύο χρόνια. Πέθανε το 1969.

Το μέλος του Διεθνούς Στρατοδικείου, ο Ρώσος στρατηγός της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, Ι.Τ. Νικιτσένκο, διαφώνησε με την αθώωση των Σαχτ, Φον Πάπεν και Φρίτσε, καθώς και με την επιεική καταδίκη του Ρούντολφ Ες και με την μη καταδίκη του Υπουργικού Συμβουλίου και του Γενικού Επιτελείου και του Αρχηγείου των Ενόπλων Δυνάμεων σαν εγκληματικών οργανώσεων. Ο Ρώσος δικαστής δήλωσε ότι -κατά τη γνώμη του- οι αντίστοιχες αποφάσεις είναι άδικες γιατί έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα υπάρχοντα στοιχεία, τα οποία παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο.

Δεν δικάστηκαν

Για διάφορους λόγους δεν δικάστηκαν δύο κατηγορούμενοι οι:

  • Γκούσταφ Κρούπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ. Βιομήχανος, πρόεδρος της Friedrich Krupp AG, από το 1912 μέχρι το 1945. Δεν παρέστη στη δίκη λόγω προβλημάτων υγείας καθώς ήταν παράλυτος από το 1941. Ο Γκούσταφ παραπέμφθηκε αντί του γιου του, Άλφριντ Κρουπ, ο οποίος διεύθυνε τον Όμιλο στο μεγαλύτερο μέρος του πολέμου. Οι κατήγοροι επιθυμούσαν και ζήτησαν να αλλάξουν την κλήτευση και να δικαστεί ο Άλφριντ, κάτι που απορρίφθηκε. Οι κατηγορίες εναντίον του Γκούσταφ Κρουπ παρέμειναν τυπικά σε ισχύ για την πιθανότητα αναρρώσεως του. Πέθανε τον Φεβρουάριο του 1950.
  • Ρόμπερτ Λέι, επικεφαλής του Γερμανικού Μετώπου Εργασίας. Αυτοκτόνησε πριν από την έναρξη της δίκης στις 25 Οκτωβρίου 1945.

Κριτική

Η κριτική που ασκήθηκε στο αποτέλεσμα της Δίκης, επικεντρώθηκε στο ότι επρόκειτο για μια πολιτική δίκη εκδικήσεως [9] που σκόπευε ευθέως στον εξευτελισμό του γερμανικού έθνους και στην παραβίαση κάθε αρχής του κράτους δικαίου, καθώς δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη, αλλά εφαρμόστηκε το δίκαιο του νικητού. Από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου ο αποκαλούμενος «επιθετικός πόλεμος» συναρτάται άμεσα με τα εθνικά δίκαια των λαών, ενώ οι διεθνείς συνθήκες δεν τιμωρούν άτομα αλλά κράτη με την χρήση της οικονομικής και της διπλωματικής οδού, καθώς και ότι η επέκταση της ευθύνης ήταν άγνωστη στο γερμανικό και σε πολλά άλλα δίκαια. Παράλληλα οι Γερμανοί κατηγορούμενοι δεν είχαν απέναντί τους ένα αμερόληπτο σώμα δικαστών, καθώς όλα ανεξαιρέτως τα μέλη του προέρχονταν από κράτη εχθρικά προς τη Γερμανία και αποτελούσαν στην ουσία σώμα διωκτών και κατ' επέκταση εκδικητών. Τριβές προκλήθηκαν και για το θέμα της διακρίσεως των εξουσιών, καθώς οι απεσταλμένοι της Γαλλίας και της Σοβιετικής Ενώσεως, οι οποίοι επεξεργάστηκαν το «Καταστατικό του Λονδίνου» και άρα έδρασαν νομοθετικά, ήταν στη συνέχεια και δικαστές.

Οι συνήγοροι υπερασπίσεως ισχυρίσθηκαν ότι, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία ήταν αυτές, που κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, μετά την εισβολή της τελευταίας στην Πολωνία και αντέδρασαν έντονα στην απόρριψη της αρχής «;tu quoqe»; (και εσύ επίσης), αφού η συζήτηση για έκνομες ενέργειες των συμμαχικών στρατευμάτων αποκλειόταν από τη διαδικασία. Όταν οι Γερμανοί κατηγορήθηκαν για τις μαζικές δολοφονίες Πολωνών αξιωματικών στο δάσος του Katyn, οι Σοβιετικοί φυσικοί αυτουργοί της μαζικής δολοφονίας, αρνήθηκαν με πείσμα και πέτυχαν την εξαίρεση της εξετάσεως του Πολωνού μάρτυρα στρατηγού Wladyslav Anders. Έντονη αίσθηση προκάλεσε η παρουσίαση του μυστικού πρωτοκόλλου της συμφωνίας «Ribendrop-Molotov» για διαμελισμό της Πολωνίας ανάμεσα στο Τρίτο Ράιχ και τη Σοβιετική Ένωση, πρωτόκολλο που καταδείκνυε επιθετικό πόλεμο από πλευράς των Σοβιετικών. Όσοι αποδοκίμασαν τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στη Δίκη της Νυρεμβέργης, κρίνουν ότι εξίσου ένοχοι εγκλημάτων πολέμου είναι και η πλευρά των αποκαλούμενων συμμάχων, πλην όμως οι δικαστές δεν είχαν δικαίωμα να κρίνουν τις δικές του πράξεις τους. Πλέον πολλοί νομομαθείς αλλά και ιστορικοί, όπως ο Άγγλος εθνικιστής Ντέιβιντ Ίρβινγκ [10] εκδότης ιστορικών βιβλίων σχετικών με το θέμα [11], ζητούν και συζητούν την αναθεώρηση της Δίκης της Νυρεμβέργης προκειμένου να διαπιστωθεί αν όσοι από τους Γερμανούς αξιωματούχους τιμωρήθηκαν ήταν άξιοι ή όχι της τιμωρίας που τους επιβλήθηκε. Οι ίδιοι εκτιμούν πλέον ότι η Δίκη της Νυρεμβέργης δεν ήταν παρά μια παρωδία δίκης κι ένα δικαστικό φιάσκο, όπου οι νικητές καταδίκασαν τους ηττημένους για να συγκαλύψουν και να δικαιολογήσουν τα δικά τους εγκλήματα πολέμου, καθώς είναι προφανές πως εφ' όσον το Δικαστήριο ασχολήθηκε με τον επιθετικό πόλεμο, θα έπρεπε πρώτος να καθίσει στο ειδώλιο ο Ρώσος δικαστής, αφού και η Σοβιετική Ένωση ήταν ένοχη για επιθετικούς πολέμους κατά της Πολωνίας και της Φιλανδίας. Στη Νυρεμβέργη επιβεβαιώθηκε μία μονάχα αλήθεια: η δύναμη έρχεται πριν από το δίκαιο. Ποτέ νικητής δεν κάθισε στο ειδώλιο του κατηγορουμένου.

Συνοπτικά, η δίκη της Νυρεμβέργης αποτέλεσε αντικείμενο έντονης κριτικής και αμφισβητήσεως για λόγους, όπως:

  • Οι κατηγορίες αφορούσαν πράξεις οι οποίες καθορίστηκαν ως εγκλήματα, αφότου έγιναν.
  • Οι δικαστές επιλέχθηκαν από τους νικητές του πολέμου, πράξη που δεν επέτρεπε να θεωρηθεί δικαστήριο με την πραγματική έννοια.
  • Μία από τις κατηγορίες περιλάμβανε συνωμοσία για την επίθεση στη Πολωνία το 1939. Παρά το γεγονός, ότι στη συνωμοσία συμμετείχε και η Σοβιετική Ένωση, οι Σοβιετικοί ηγέτες δεν δικάστηκαν ως συμμέτοχοι.
  • Οι δίκες διεξάγονταν με κανόνες αποδεικτικών στοιχείων και δεν βασίζονταν σε νόμο κανενός έθνους νόμο, πράξη που παραπέμπει σε λογική δικαιοσύνης των νικητών.
  • Οι Ρώσοι κατήγοροι κατέθεσαν -πλέον αποδεδειγμένα- ψευδή έγγραφα προσπαθώντας να υποστηρίξουν κατηγορίες σε βάρος των Γερμανών για τη μαζική δολοφονία Πολωνών αξιωματικών στο δάσος Katyn. Τελικά, δεν υπήρξε καμία κατηγορία ούτε καταδίκη για την υπόθεση του Katyn, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη αποδειχθεί ότι ήταν έργο των Σοβιετικών.
  • Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι δεν έγινε καμία δίκη που αφορούσε τους ηγέτες ή τις δυνάμεις των Συμμάχων.

Ο συγγραφέας Σαράντος Καργάκος γράφει: «....Ἡ Δίκη τῆς Νυρεμβέργης δὲν ἦταν δίκη, μὲ τὴν αὐστηρὴ νομικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου. ἦταν νομότυπη ἐκδίκηση. Ἔλειψε ἀπὸ τὴ μεριὰ τῶν κατηγορούμενων καὶ τῶν δικηγόρων-ὑπερασπιστῶν τους ἡ ἰσηγορία, τὸ audiatur et altera pars (= ἄς ἀκουσθεῖ καὶ ἡ ἄλλη πλευρὰ). Βεβαίως τόσο οἱ κατηγορούμενοι, ὅσο καὶ ἡ ὑπεράσπισή τους εἶχαν εὐκαιρίες λόγου –καὶ μάλιστα πολλὲς– ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἐπαρκῆ πρόσβαση στὸ μαρτυρικὸ ὑλικὸ ἤ στὸ προσωπικὸ τους ἀρχεῖο. Σπάνια τοὺς δόθηκε ἡ δυνατότητα τοῦ cross-examination (=τῆς κατ’ ἀντιπαράσταση ἐξετάσεως μαρτύρων) καὶ γι’ αὐτὸ ἡ τελικὴ ἀπόφαση ἀπὸ ἔγκριτους νομικοὺς θεωρήθηκε nulle et non avenne (=ἄκυρη καὶ ἀνύπαρκτη)... εἶχε ἐπισημανθεῖ καὶ πρίν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς δίκης– ὅτι παραβιάστηκε τὸ βασικώτερο νομικὸ ἀξίωμα: «Nullum crimen, nulla poena sine lege» (=Οὐδὲν ἔγκλημα, οὐδεμία ποινὴ, ἄνευ νόμου). Ἀσφαλῶς οἱ Ναζί δικάστηκαν μὲ βάση νέες ἀρχὲς δικαίου ποὺ θὰ μποροῦσε κανείς, μένοντας αὐστηρὰ προσκολλημένος στὶς μέχρι τότε νομικὲς ἀρχὲς, νὰ χαρακτηρίσει πρωτοφανεῖς....» [12].

Δίκη του Τόκιο [13]

Στις 3 Μαΐου 1946 συνήλθε στο Τόκιο το Διεθνές Στρατοδικείο για την Άπω Ανατολή [14], το οποίο συγκροτήθηκε με μονομερή απόφαση Αμερικανού στρατηγού Ντάγκλας Μακάρθουρ [Daglas MacArthur], ο οποίος ανέλαβε και προχώρησε με διακήρυξη του, στις 19 Ιανουαρίου του 1946, στη σύσταση και την δημοσίευση του καταστατικού του, του Χάρτη του Τόκυο, βασισμένου στις αρχές της δίκης της Νυρεμβέργης, προκειμένου να υλοποιηθεί η εκδίκαση των Ιαπώνων εγκληματιών πολέμου. Ο MacArthur επέλεξε τα μέλη της δίκης από τις 9 συμμαχικές χώρες που υπέγραψαν την Πράξη παραδόσεως της Ιαπωνίας (Η.Π.Α., Μεγάλη Βρετανία, Καναδάς, Νέα Ζηλανδία, Κίνα, Ολλανδία, Γαλλία, Αυστραλία και Σοβιετική Ένωση) και επιπλέον της Ινδίας και των Φιλιππίνων ως Βρετανικής και Αμερικανικής αποικίας αντίστοιχα και ανέθεσε την Προεδρία στον Αυστραλό δικαστή Sir William Webb [15]. Οι δικαστές και εισαγγελείς προέρχονταν από 11 διαφορετικές χώρες.

Ελάχιστοι ήταν αυτοί που παρακολούθησαν τις συνεδριάσεις, κυρίως δημοσιογράφοι και ξένοι παρατηρητές. Κατηγορούμενοι ήταν 28 αξιωματούχοι της μεσοπολεμικής Ιαπωνίας, μεταξύ τους τέσσερις πρωθυπουργοί, τρεις υπουργοί Εξωτερικών, ένας σύμβουλος του αυτοκράτορα, δύο πρέσβεις, ένας υπουργός Στρατιωτικών, δώδεκα ανώτεροι αξιωματικοί, ένας θεωρητικός σε θέματα επεκτατισμού, ένας γραμματέας υπουργείου και ένας υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, ενώ αρκετοί Ιάπωνες αξιωματούχοι προτίμησαν το χαρακίρι από την παραπομπή τους στο δικαστήριο. Οι κατηγορίες που αντιμετώπισαν ήταν για την εισβολή στην Κίνα και την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου. Ακόμη απαγγέλθηκαν κατηγορίες για βασανισμούς και εκτελέσεις αιχμαλώτων, για τις σφαγές της Νανκίν και της Μανίλας, για ομαδικές εκτελέσεις, βιασμούς, κακομεταχείριση ασθενών και άλλες εγκληματικές πράξεις εν καιρώ πολέμου. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου σερ Ουίλιαμ Ουέμπ, είχε ζητήσει να καθίσει στο εδώλιο και ο αυτοκράτορας Χιροχίτο, τον οποίο θεωρούσε βασικό υπεύθυνο για την εμπλοκή της Ιαπωνίας στον πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο αριθμός των κατηγορουμένων μειώθηκε, καθώς δύο πέθαναν και ένας τρελάθηκε.

Οι Ιάπωνες κατηγορούμενοι είχαν προσλάβει για τη δίκη 104 δικηγόρους που δεν ήταν όλοι Ιάπωνες, καθώς τους υπερασπίστηκαν και Αμερικανοί νομικοί. Η δίκη διήρκεσε δυόμιση χρόνια και στο διάστημα αυτό έγιναν 417 συνεδριάσεις, εξετάστηκαν 419 μάρτυρες, διαβάστηκαν 779 έγγραφες καταθέσεις και άλλα 4,5 χιλιάδες απόρρητα ή διαβαθμισμένα έγγραφα. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου σερ Ουίλιαμ Ουέμπ ανέφερε ότι «...τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Ιάπωνες ήταν λιγότερο αποκρουστικά από αυτά που διέπραξαν οι Γερμανοί εγκληματίες πολέμου». Από τους 25 κατηγορούμενους, 6 καταδικάστηκαν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού και οι υπόλοιποι σε ισόβια κάθειρξη. Ο αυτοκράτορας και τμήμα του Ιαπωνικού λαού δεν αποδέχθηκαν τη θανατική ποινή, ενώ οι συνήγοροι προσέφυγαν ανεπιτυχώς στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Τα χαράματα της 23ης Δεκεμβρίου του 1948, ένας βουδιστής ιερέας επισκέφτηκε τους μελλοθάνατους για τελευταία φορά. Κάποιοι ζήτησαν ως τελευταία επιθυμία τους παραδοσιακά ιαπωνικά φαγητά και άλλοι απλώς έγραψαν γράμματα στις οικογένειές τους. Οι καταδικασμένοι, χωρίς παράσημα και διακριτικά, οδηγήθηκαν στις ξύλινες αγχόνες, όπου κρεμάστηκαν με κουκούλες στο κεφάλι. Τους επόμενους μήνες τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως γέμισαν από Ιάπωνες κατηγορούμενους ενώ έγιναν εκατοντάδες δίκες, καθώς συνολικά 1228 Ιάπωνες πολίτες αντιμετώπισαν τα στρατοδικεία των συμμάχων, εκ των οποίων 428 απαλλάχθηκαν και 800 καταδικάστηκαν. Για 174 Ιάπωνες αποφασίστηκε η ποινή του θανάτου, ενώ οι υπόλοιποι εξέτισαν ποινές που κυμαίνονταν από λίγα χρόνια ως ισόβια φυλάκιση [16].

Σύγχρονη εποχή

Εξαιτίας του ψυχρού πολέμου το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο δεν επανασυγκροτήθηκε σε σώμα μέχρι τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, στα τέλη του 20ου αιώνος. Ο Νόρμαν Μπίρκετ, Βρετανός δικαστής που συμμετείχε στη διαδικασία, χαρακτήρισε τη δίκη ως την «μεγαλύτερη δίκη στην Ιστορία της Ανθρωπότητος», όμως ο Βρετανός κατήγορος στη δίκη της Νυρεμβέργης, λόρδος Σόουκρος (Sir Hartley Shawcross) διαπίστωσε απογοητευμένος, δεκαετίες αργότερα, ότι τα διδάγματα από μια τόσο σοβαρή νομική διαδικασία δεν στάθηκαν ικανά να αποτρέψουν φρικτές ενέργειες όπως εκείνες των Ίντι Αμίν, Πολ Ποτ, των κομμουνιστών Ερυθρών Χμερ και δεκάδες άλλες. Όταν του είπαν ότι ίσως ο Γκέρινγκ αυτοκτονώντας να νίκησε τη Δικαιοσύνη, απάντησε πως «δεν έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο θα πέθαινε ένας ναζί», ενώ στα ενενηκοστά του γενέθλια κατέπληξε όταν ερωτώμενος για τις αναμνήσεις του από τη δίκη απάντησε: «Α, η Νυρεμβέργη, την έχω λίγο πολύ ξεχάσει. Ήταν μια ακόμη υπόθεση, κατά την άποψη μου, αλλά με ιστορικό και πολιτικό ενδιαφέρον».

Η 17η Ιουλίου, έχει οριστεί από τη Διεθνή Κοινότητα ως Παγκόσμια Ημέρα Δικαιοσύνης, καθώς στις 17 Ιουλίου 1998, υιοθετήθηκε το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου του 2002. Έως τον Μάρτιο του 2016, 124 κράτη είχαν υπογράψει το καταστατικό, το οποίο, μεταξύ άλλων, θεσπίζει τις λειτουργίες, τη δικαιοδοσία και τη δομή του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ενώ ταυτόχρονα ορίζει τέσσερα θεμελιώδη διεθνή εγκλήματα:

  • τη γενοκτονία,
  • τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος,
  • τα εγκλήματα πολέμου και
  • το έγκλημα της επιθέσεως.

Εξωτερικές συνδέσεις

Παραπομπές

  1. [Η Συνθήκη που τερμάτισε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, υπογράφηκε στην «Αίθουσα των Κατόπτρων» του Ανακτόρου των Βερσαλλιών στις 28 Αυγούστου 1919 και τέθηκε σε ισχύ από την 10η Οκτωβρίου 1920, μετά την επικύρωσh της από τη Γερμανία και τέσσερις από τις νικήτριες Συμμαχικές Δυνάμεις -Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ιταλία και Ιαπωνία, ενώ δεν επικυρώθηκε από τις Η.Π.Α., οι οποίες συνήψαν ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία. Η ηττημένη υποχρεώθηκε -εκτός των εδαφικών παραχωρήσεων προς τους νικητές, τους αυστηρούς περιορισμούς στους εξοπλισμούς και τη σημαντική μείωση της αριθμητικής δύναμης του στρατού της, σε καταβολή υπέρογκων πολεμικών αποζημιώσεων, που υπολογίστηκαν από την Επιτροπή Πολεμικών Αποζημιώσεων στο ποσό των 33 δισ. Δολαρίων. Οι όροι της προκάλεσαν κύμα αυξανόμενης αντιδράσεως στο εσωτερικό της Γερμανίας λόγω και της καταρρεύσεως της οικονομίας της, την οποία εκμεταλλεύτηκε κάποια χρόνια αργότερα ο Αδόλφος Χίτλερ μιλώντας για «τη δικτατορία των Βερσαλλιών», γεγονός που οδήγησε στην καταγγελία της Συνθήκης και την έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, είκοσι χρόνια μετά την υπογραφή της.]
  2. Nuremberg Trial Proceedings Vol. 1/Charter of the International Military Tribunal The Avalon Project at Yale Law School, (ανακτήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2020, 12:15')
  3. [Δύο ημέρες πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας του Λονδίνου για τη δίωξη των εγκληματιών πολέμου, οι Η.Π.Α. έριξαν την πρώτη ατομική βόμβα στη Χιροσίμα (6 Αυγούστου 1945), εξατμίζοντας περίπου 100.000 Ιάπωνες, κυρίως αμάχους, ενώ την επομένη της Συμφωνίας του Λονδίνου έριξαν τη δεύτερη βόμβα στο Ναγκασάκι (9 Αυγούστου 1945), με αποτέλεσμα 40.000 χιλιάδες περίπου νεκρούς. Χιλιάδες ακόμη πέθαναν αργότερα, με τον αργό και βασανιστικό θάνατο που φέρνει η προσβολή από ραδιενέργεια.]
  4. Nuremberg Trial Proceedings Vol. 1 The Avalon Project at Yale Law School, (ανακτήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2020, 12:10')
  5. [Ο Συνταγματάρχης των Η.Π.Α., Leon Dostert είχε γεννηθεί στη Γαλλία το 1904 και είχε εργαστεί ως διερμηνέας τόσο για τον γερμανικό στρατό ο οποίος είχε καταλάβει την πόλη στην οποία έμενε κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και για τον αμερικανικό στρατό ο οποίος την απελευθέρωσε.]
  6. [Για κάθε μία γλώσσα που θα χρησιμοποιούνταν, είχε συσταθεί μία ομάδα εργασίας αποτελούμενη από έξι (6) διερμηνείς, δώδεκα (12) μεταφραστές και εννέα (9) στενογράφους, ενώ υπήρχαν και ομάδες για τις εφεδρικές γλώσσες, όπως τα εβραϊκά και τα πολωνικά.]
  7. [Στη Δίκη της Νυρεμβέργης χρησιμοποιήθηκε ως διερμηνέας και η Ελληνίδα, Αλεξάνδρα Ανδρούσου, 28 ετών τότε, που τοποθετήθηκε στη θέση της διερμηνέα και στενογράφου του Γάλλου ανακριτή, Pierre Mounier. Η ίδια σε συνέντευξή της έχει δηλώσει, πως δούλευαν από το πρωί ως τις 11 το βράδυ, πως οι μετακινήσεις στην πόλη απαγορεύονταν για λόγους ασφαλείας, αλλά και πως στο δικαστικό μέγαρο τα πράγματα ήταν εξαιρετικά σοβαρά και αυστηρά, δηλαδή απαγορευόταν η επικοινωνία με συνηγόρους κρατουμένων, αλλά και με μέλη άλλων αντιπροσωπειών, ειδικά με τους Ρώσους, καθώς υπήρχε έντονο κλίμα καχυποψίας.]
  8. [Ο στρατηγός Άλφρεντ Γιοντλ, επιτελικός αρχηγός της O.K.W. [Oberkommando der Wehrmacht], ο μόνος ο οποίος αθωώθηκε μετά θάνατον το 1953, για τις κατηγορίες που τον βάρυναν, έγραψε στη σύζυγo του: «...Είναι πια αργά και τα φώτα θα σβήσουν. Όταν θα έρθουν οι φίλοι, το βράδυ, μετά την εκτέλεση, αυτή θα είναι η κηδεία μου. Πάνω στον κιλλίβαντα θα βρίσκεται το φέρετρο μου και όλοι οι Γερμανοί στρατιώτες θα παρελαύνουν μαζί μου -αυτοί που σκοτώθηκαν στις μάχες θα είναι μπροστά και οι άλλοι, που ζουν θα ακολουθούν...».]
  9. Ἡ δίκη τῆς Νυρεμβέργης Σαράντος Καργάκος
  10. Η δίκη της Νυρεμβέργης-Ντέιβιντ Ίρβινγκ.
  11. Η δίκη της Νυρεμβέργης-Η τελευταία μάχη Ντέιβιντ Ίρβινγκ
  12. [Σαράντος Καργάκος, εφημερίδα «Κόντρα», 25 Ιουλίου 2017.]
  13. Η Δίκη του Τόκιο Μίνως-Αθανάσιος Καρυωτάκης, 13 Σεπτεμβρίου 2017, 10:24'.
  14. Δίκη του Τόκυο: η «Ιαπωνική Νυρεμβέργη», ένα ακόμα έγκλημα της Δημοκρατίας. mavroskrinos.blogspot.com
  15. Tokyo Trial: how an Australian judge sentenced a Japanese leader to death
  16. Η δίκη του Τόκιο kathimerini.gr, Νίκος Ζάϊκος, 2 Οκτωβρίου 2011, 08:00'.