Κώστας Καρυωτάκης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Κώστας Καρυωτάκης, Έλληνας εθνικιστής, μοναρχικός κι αντικαπιταλιστής, βασικός εκφραστής του αντιβενιζελισμού στη λογοτεχνία όπως και ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, μορφή του αθηναϊκού νεορομαντισμού, μεταφραστής, πεζογράφος και ποιητής της νεορομαντικής και νεοσυμβολιστικής σχολής του μεσοπολέμου, ικανός ερασιτέχνης ζωγράφος, ένας από τους εκφραστές του αντιβενιζελισμού, την εποχή του εθνικού διχασμού με έντονη συμμετοχή στους συνδικαλιστικούς αγώνες την εποχή που η συνδικαλιστική δράση στο δημόσιο προκαλούσε υποβιβασμούς, δυσμενείς μεταθέσεις ή και απολύσεις, γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη στο νομό Αρκαδίας και αυτοκτόνησε [1] με βολή περιστρόφου σε ηλικία 32 χρόνων στις 21 Ιουλίου 1928, στον κόλπο του Αγίου Σπυρίδωνα στην Πρέβεζα της Ηπείρου, όπου είχε μετατεθεί [2] δυσμενώς. Η κηδεία του και η ταφή του έγιναν στην Πρέβεζα, ενώ λίγα χρόνια αργότερα έγινε ανακομιδή των οστών του που μεταφέρθηκαν στον τάφο της οικογένειας Καρυωτάκη.

Ο Κώστας Καρυωτάκης ήταν άγαμος και δεν άφησε απογόνους.

Κώστας Καρυωτάκης
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 30 Οκτωβρίου 1896
Τόπος: Τρίπολη Αρκαδίας (Ελλάδα)
Οικ. κατάσταση: Άγαμος
Τέκνα: Άτεκνος
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Νομικός, Δημόσιος υπάλληλος,
Ποιητής, Λογοτέχνης
Θάνατος: 21 Ιουλίου 1928 (αυτοκτονία)
Τόπος: Πρέβεζα

Βιογραφία

Οικογενειακή κατάσταση

Παππούς του ποιητή ήταν ο Κωνσταντίνος Ευθυμίου, που κατοικούσε στην Καρυά Κορινθίας και εγκαταστάθηκε αργότερα στον οικισμό Καρυώτικα όπου είχε περιουσία και έκτοτε επικράτησε ως επώνυμο της οικογένειας το προσδιοριστικό Καρυωτάκης. Η οικογένεια στη συνέχεια κατοίκησε στο χωριό Συκιά Κορινθίας. Γονείς του Κωνσταντίνου ήταν ο νομομηχανικός, πολιτικός μηχανικός του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, Γεώργιος Καρυωτάκης από τη Συκιά Κορινθίας, ο οποίος το 1917 απολύθηκε από το δημόσιο ως αντίπαλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, και η Αικατερίνη [Κατίγκω] Αθανασίου Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στο σπίτι της μητέρας του, εκεί όπου σήμερα στεγάζεται η διοίκηση του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, στη γωνία των οδών Καρυωτάκη και Ερυθρού Σταυρού 28, πρώην Γορτυνίας και παλαιότερα Αγίου Αθανασίου. Ο Κώστας που ήταν γραμμένος από τον πατέρα του, με έτος γεννήσεως 1899, στα μητρώα της κοινότητας Συκιάς της Κορινθίας, σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε τότε να εγγράφει ο πατέρας τα παιδιά του στα μητρώα του τόπου όπου γεννήθηκε, ή απ' όπου κατάγονταν, είχε μία μεγαλύτερη αδελφή, την Ελένη, γεννημένη το 1895, η οποία παντρεύτηκε το δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο, και έναν μικρότερο αδελφό, τον Αθανάσιο, ο οποίος γεννήθηκε το 1899 κι έγινε τραπεζικός υπάλληλος.

Νεανικά χρόνια

Λόγω του πατρικού επαγγέλματος η οικογένεια Καρυωτάκη μετακινούνταν συνεχώς. Έτσι ο ποιητής έζησε την παιδική του ηλικία σε διάφορες επαρχιακές Ελληνικές πόλεις όπως η Λευκάδα, το Αργοστόλι, η Λάρισα, η Πάτρα, η Καλαμάτα, η Αθήνα από το 1909 έως το 1911 και στη συνέχεια ως το 1913, στα Χανιά, όπου αποφοίτησε από το 1ο Γυμνάσιο με βαθμό «λίαν καλώς». Εκεί ήταν συμμαθητής με τον ηθοποιό Αλέξη Μινωτή, που σε κείμενο του στη «Νέα Εστία», τον περιγράφει σαν τον καπετάν φασαρία, πρώτο στον πετροπόλεμο, χαρούμενο, ζωηρό και υγιή. Στο 1ο Γυμνάσιο ο Καρυωτάκης, γνώρισε και ερωτεύτηκε την Άννα Σκορδύλη, κόρη φιλικής τους οικογένειας, με την οποία έως το 1922, διατηρούσε σχέση. Ως μαθητής ο Καρυωτάκης έστελνε ανταποκρίσεις στο περιοδικό «Ελλάδα» για όσα συνέβαιναν στην πόλη των Χανίων. Πολιτικά ανήκε στους υποστηρικτές του θεσμού της Βασιλείας με εθνικιστικό-κοινωνικό-αντικομφορμιστικό προσανατολισμό και το 1916 συμμετείχε εθελοντικά στην «Φοιτητική Φάλαγγα» και στο «Κίνημα των Επιστράτων» υπερασπιζόμενος την Αθήνα και την Ελλάδα από την Αγγλογαλλική κατοχή και από την δοσιλογική κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Έκτοτε ο Καρυωτάκης παρέμεινε αντίπαλος του Βενιζέλου και υπερασπιστής της βασιλείας έως το τέλος της ζωής του [3], όπως έγραψε ο Τέλλος Άγρας. Το 1918 επισκέφθηκε την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη όπου συνελήφθη ως ανυπότακτος. Αναγκάστηκε να καταταγεί, όμως λίγο αργότερα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και πήρε αναβολή στρατεύσεως, ενώ αργότερα απαλλάχθηκε από την στρατιωτική του υποχρέωση για λόγους υγείας.

Επαγγελματική δράση

Το Σεπτέμβριο του 1913 γράφηκε και έως το Δεκέμβριο του 1917, με κηδεμόνα του το θείο του, αδελφό της μητέρα του και δικηγόρο Μιμίκο Σκάγιαννη, σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών, απ' όπου πήρε πτυχίο με βαθμό «λίαν καλώς». Το 1916 πραγματοποίησε διάλεξη στην αίθουσα εμποροϋπαλλήλων για τον ποιητή Ζοζέ Μαρία ντε Ερεντιά και το 1918 επισκέφθηκε τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη όπου έμεναν. Τον Ιανουάριο του 1919, πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος δικηγόρου και επιχείρησε να εργαστεί ως δικηγόρος, όμως σύντομα έκλεισε το γραφείο του λόγω ελλείψεως πελατών και αναγκάστηκε, μάλλον με την προτροπή του πατέρα του, να σκεφθεί το 1919 να γίνει δημόσιος υπάλληλος. Στις 8 Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, εξέδωσε, μαζί με τον Άγι Λεβέντη, με τα ψευδώνυμα «Μίμης Χλαπάτσας» και «Νίκος Τσαπατσούλιας», αντίστοιχα, το σατιρικό περιοδικό «Η Γάμπα».

Η κυκλοφορία του περιοδικού απαγορεύτηκε μετά τα πρώτα έξι τεύχη και τον Οκτώβριο κατασχέθηκε ο τίτλος του, ενώ το Φεβρουάριο του 1924 συμμετείχε στη συλλογική σύνταξη του περιοδικού «Εμείς». Το Φεβρουάριο του 1920 στρατεύθηκε αλλά πήρε ολιγόμηνη αναβολή λόγω υγείας και νοσηλεύθηκε στο Στ' Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, ενώ το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου απαλλάχθηκε από την υποχρέωση να υπηρετήσει. Τον Αύγουστο του 1922 συμμετείχε με επιτυχία στις εξετάσεις και με βαθμό «λίαν καλώς», έγινε δικηγόρος στον Άρειο Πάγο. Επισκέπτονταν συχνά τη Συκιά, όπου περνούσε μέρος από τις διακοπές του κοντά στα αδέρφια του, κάνοντας μακρινούς περιπάτους στην παραλία του Πευκιά, όπου μέσα στο δάσος με δαπάνες της οικογένειας χτίστηκε το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας.

Δημόσιος υπάλληλος

Κώστας Καρυωτάκης

Στις 31 Οκτωβρίου 1919, διορίστηκε υπουργικός Γραμματέας Α' στη Θεσσαλονίκη, προφανώς για να βρίσκεται κοντά στους γονείς του, όπου παρέμεινε έως το Φεβρουάριο του 1920, ενώ το Νοέμβριο του 1920 και για κάποιους μήνες άσκησε καθήκοντα Νομάρχη, στην Άρτα. Το Σεπτέμβριο του 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Κυκλάδων στη Σύρος και το Δεκέμβριο μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικοβοιωτίας, όπου το καλοκαίρι του 1922 έμαθε ότι είναι ασθενής από σύφιλη. Κράτησε μυστική την αρρώστια του από την οικογένειά του, αλλά και από το στενό του φίλο και μετέπειτα βιογράφο του Χαρίλαο Σακελλαριάδη, όμως δημοσίευσε το ποίημα «Τραγούδι παραφροσύνης» που αργότερα μετονομάστηκε σε «Ωχρά Σπειροχαίτη», έμμεση παραδοχή ότι πάσχει από αφροδίσιο νόσημα. Στις αρχές του 1923 ο Καρυωτάκης παραιτήθηκε από τη θέση του στη Νομαρχία και τον Απρίλιο του 1923 διορίστηκε έκτακτος υπάλληλος με βαθμό εισηγητή στο υπουργείο Προνοίας και Κοινωνικής Αντιλήψεως, όπου επέδειξε σημαντικό έργο προτάσεων νόμων που αφορούν τη δημόσια υγεία, όμως η υλοποίηση τους αποτράπηκε από τη δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους προήχθη σε εισηγητή στη Νομαρχία Αττικής, τον Οκτώβριο διορίστηκε μόνιμος εισηγητής στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγιεινής και το Νοέμβριο έγινε προϊστάμενος του Β' Γραφείου Εποπτείας Εγκαταστάσεως Προσφύγων.

Τον Αύγουστο του 1924 ταξίδεψε με αναρρωτική άδεια στο Βερολίνο και τη Λειψία της Γερμανίας αλλά και στη Νεάπολη, τη Ρώμη και τη Βενετία στην Ιταλία, ενώ σκέπτεται να παραιτηθεί από τη δημόσια υπηρεσία και να γίνει παραγγελιοδόχος. Το Σεπτέμβριο του 1925 τοποθετήθηκε στο Τμήμα Κοινωνικής Υγιεινής ως Γραμματέας του Ιατροσυνεδρίου, στο Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο. Το υπουργείο Υγιεινής καταργήθηκε τον Ιανουάριο του 1926 και ο Καρυωτάκης τοποθετήθηκε το Φεβρουάριο στη Διεύθυνση Υγιεινής του Υπουργείου Εσωτερικών. Τον Οκτώβριο του 1926 ταξίδεψε με αναρρωτική άδεια στη Ρουμανία, μαζί με τον συνθέτη ξάδερφο του Θ.Δ Καρυωτάκη και το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου τοποθετήθηκε στο Τμήμα Αγαθοεργών Ιδρυμάτων του υπουργείου Υγιεινής, το οποίο είχε επανιδρυθεί από τον Αύγουστο. Το Νοέμβριο του 1927 απολογήθηκε για άγνωστο πειθαρχικό αδίκημα και μετακινήθηκε στο Τμήμα Λοιμοδών Νόσων και ο υπουργός Μιχαήλ Κύρκος του επέβαλλε πρόστιμο ίσο με το μισό του μηνιαίου του μισθού.

Στις 27 Νοεμβρίου του 1925, το καθεστώς του Θεόδωρου Πάγκαλου εκτέλεσε με απαγχονισμό [4] στου Γουδή παρουσία πλήθους, τους Αντισυνταγματάρχη Διαχειρίσεως Διονύσιο Δρακάτο και Ιωάννη Ζαριφόπουλο, Αντισυνταγματάρχη της Χωροφυλακής-διευθυντή της Αστυνομίας Θεσσαλονίκης. Η καταδίκη των κατηγορουμένων ήταν απολύτως παράνομη διότι εκτελέστηκαν βάσει νόμου που εκδόθηκε μετά την διάπραξη του αδικήματος τους [5]. Ανάμεσα στους εκατοντάδες συγκεντρωμένους ήταν και ο Καρυωτάκης, όπως έγινε γνωστό από τον φίλο του Χ. Σακελλαριάδη, ο οποίος αναφέρει ότι ο ποιητής το προηγούμενο βράδυ είχε πάει επίσκεψη σε ένα συγγενικό του σπίτι σχετικά κοντά στου Γουδή. Εκεί έμαθε ότι την άλλη μέρα το πρωί θα γινόταν η εκτέλεση, και αποφάσισε να κοιμηθεί στο φιλικό του σπίτι για να πάει την επομένη το πρωί στον τόπο της εκτελέσεως. Ο Καρυωτάκης έγραψε ένα ποίημα με τίτλο «Η πεδιάς και το νεκροταφείον», που δεν αναφέρει τον τρόπο και τις λεπτομέρειες της εκτελέσεως.

Ο Καρυωτάκης πρωτοστάτησε στην απεργία των δημοσίων υπαλλήλων το 1927 και τον Ιανουάριο του 1928, όταν κορυφώθηκαν οι υπηρεσιακές διώξεις εναντίον του με αποκορύφωμα την αυθαίρετη μετάθεσή του στην Πρέβεζα, εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας στην Ένωση Δημοσίων Υπαλλήλων Αθήνας. Εκείνη την εποχή σε εφημερίδες της Αθήνας, δημοσίευσε ενυπόγραφα αλλά και με ψευδώνυμα, στοιχεία για διασπάθιση δημοσίου χρήματος και αναξιοκρατία. Στις 8 Φεβρουαρίου 1928, δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ελληνική» [6], ένα άρθρο με τίτλο «Ανάγκη χρηστότητας: Το δημοσιοϋπαλληλικό ζήτημα», με το οποίο με το οποίο κατήγγειλε τη διάβρωση του κρατικού μηχανισμού και την ασφυκτική πίεση των κομματικών συμφερόντων στο δημόσιο τομέα. Η δημοσίευση αποκαλύψεων σε βάρος του Μιχαήλ Κύρκου, υπουργού Πρόνοιας στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη και πατέρα του πολιτικού της αριστεράς Λεωνίδα Κύρκου, σχετικά με σκανδαλώδη διαχείριση των οικονομικών που συνδέονται με την αποκατάσταση των προσφύγων, δημιούργησε τη βεβαιότητα ότι υπεύθυνος για τις διαρροές ήταν ο Καρυωτάκης. Τα δημοσιεύματα τον έφεραν αντιμέτωπο με τον Υπουργό, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που επιθυμούσαν την οριστική απόλυση του από το Υπουργείο. Μετείχε ενεργά στην Οικονομική Επιτροπή της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδος και συνεργάστηκε για τη σύνταξη προγραμματικής προκηρύξεως και τη μελέτη για σοβαρές οικονομικές περικοπές στον Κρατικό Προϋπολογισμό.

Το Φεβρουάριο του 1928 παραιτήθηκε από Γενικός Γραμματέας της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία για πέντε μήνες στην Πάτρα και το Μάρτιο ο υπουργός Μιχαήλ Κύρκος του επέβαλλε χρηματικό πρόστιμο ίσο προς τις αποδοχές δέκα ημερών, γιατί παρουσιάσθηκε στην υπηρεσία του στην Πάτρα με χρονική καθυστέρηση. Τον Απρίλιο ταξίδεψε στο Παρίσι για ιατρικές εξετάσεις και το Μάιο, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, μετατέθηκε στη Νομαρχία Πρέβεζας. Μετά τη δυσμενή μετάθεση του στην Ηπειρωτική πόλη, όπου έφτασε ακτοπλοϊκά στις 18 Ιουνίου 1928, εργάστηκε στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων, στο κτήριο Πάλιου, στην οδό Σπηλιάδου 10 και ως δικηγόρος της Νομαρχίας, επιμελούνταν τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων διανομής προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Παράλληλα με την δυσμενή του μετάθεση, διενεργούνταν υπηρεσιακή εξέταση εναντίον του, πιθανότατα, με την χαλκευμένη κατηγορία της μαστροπείας, πράγμα σχετικά εύκολο λόγω του άστατου βίου του και των σχέσεων του με κοινές γυναίκες. Από εκεί στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα που κυριαρχούσε στην πόλη, χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Πρέβεζα», που έγραψε.

Σχέση με την Πολυδούρη

Τον Απρίλιο του 1922, ο Καρυωτάκης γνωρίστηκε και δημιούργησε ερωτική σχέση με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, η οποία εργάζονταν ως υπάλληλος της Νομαρχίας Αθηνών. Τον Σεπτέμβριο ο Καρυωτάκης αφιέρωσε στην Πολυδούρη το ποίημα «Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα» και της ότι είχε προσβληθεί από σύφιλη αποκαλύπτοντας της ότι κρύβει την ασθένεια από τους φίλους του και την οικογένεια του και παράλληλα της ζήτησε να χωρίσουν. Η ποιήτρια με επιστολή της στις 12 Οκτωβρίου του 1922 [7] του ζήτησε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως ο Καρυωτάκης αρνήθηκε, καθώς δεν ήθελε να δεχθεί τη θυσία της. Η Πολυδούρη αμφέβαλλε για την ειλικρίνειά του και νόμισε ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση για να την απομακρύνει από το πλάι του και ο χωρισμός τους επήλθε με μοιραίο τρόπο.

Το 1924 η Πολυδούρη γνωρίστηκε με το δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου και στις αρχές του 1925, τον αρραβωνιάστηκε, όμως διατηρούσε ζωντανή την ανάμνηση της σχέσεως της με τον Κώστα Καρυωτάκη, είχε κρεμασμένο στο λαιμό της ένα μενταγιόν, το οποίο είχε μέσα την φωτογραφία του και αδυνατούσε να συγκεντρωθεί σε οποιαδήποτε δραστηριότητα. Την Άνοιξη του 1923, αρρώστησε από αδενοπάθεια κι εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι στο Μαρούσι φροντίζοντας την υγεία της. Παράλληλα έχασε τη δουλειά της ως υπάλληλος στη Νομαρχία από τις αλλεπάλληλες απουσίες της, εγκατέλειψε τις σπουδές της στη Νομική και καθώς είχε εντυπωσιακά ωραία φωνή και χόρευε καταπληκτικά, άρχισε να φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη, αλλά και στη Σχολή Κουναλάκη. Εμφανίστηκε ως ηθοποιός στην παράσταση του έργου «Το Κουρέλι» του Νικοντέμι. Ο Καρυωτάκης στην τελευταία σωζόμενη επιστολή του προς την ποιήτρια, γραμμένη τον Ιούνιο του 1928, αναφέρει: «...Η Πρέβεζα είναι ένα άσχημο χωριό. Χτισμένη σ’ ένα επίπεδο χαμηλότερο σχεδόν από τη θάλασσα, δε φαίνεται, θαρρείς πως κρύβεται από ντροπή για τα χάλια της. Τα σπίτια, τουρκόσπιτα του χειρίστου είδους, άρχισαν να έχουν αρχαιολογική αξία», ενώ σημαδιακή αποδείχθηκε η φράση της ίδιας επιστολής: «Έτσι θα περάσει κατά τον ενδοξότερο τρόπο και η σημερινή ημέρα, ακριβώς όπως επέρασαν και οι προηγούμενες, όπως θα περάσουν κι εγώ δεν ξέρω πόσες ακόμη ημέρες».

Εργογραφία

Ο Καρυωτάκης έγραφε, μετέφραζε και ζωγράφιζε. Η ζωγραφική ήταν μια από τις αγαπημένες του απασχολήσεις, είχε δε σ’ αυτήν και ιδιαίτερη κλίση. Δημοσίευσε από την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, σε παιδικά περιοδικά και τον Αύγουστο του 1910, συμμετείχε σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλασις των Παίδων», ενώ το 1916, δευτεροετής φοιτητής της Νομικής, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε λαϊκά περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες όπως η «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη και το «Ελεύθερον Βήμα», καθώς και τα περιοδικά «Νέα Εστία», «Ελλάς», «Παιδική Χαρά», «Μούσα», «Παρνασσός», «Λόγος» Κωνσταντινουπόλεως, «Έσπερος» Σύρου και «Νουμάς». Στο διάστημα της σύντομης ζωής του ασχολήθηκε με τη σκιτσογραφία. Το Μάιο του 1920, την εποχή που ο Καρυωτάκης νοσηλεύονταν στο Στρατιωτικό νοσοκομείο, τιμήθηκε με το

  • Β' βραβείο στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό του περιοδικού «Νουμάς», για την ανέκδοτη ποιητική συλλογή του «Τραγούδια της πατρίδας».

Η συλλογή περιλαμβάνει διαγωνισμό ποιημάτων για παιδιά και το βραβείο παρέλαβε ο φίλος του Χαρίλαος Σακελλαριάδης.

Έγραψε επίσης πεζά, ενώ μετέφρασε ξένους λογοτέχνες, όπως Φρανσουά Βιγιόν, Σάρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν, Τριστάν Κορμπιέρ («Les poètes maudits», όπως ονομάστηκαν, «Οι Καταραμένοι Ποιητές»), Ζαν Μορεάς, Χάινριχ Χάινε και άλλους. Τα δικά του έργα έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες και ποίησή του διδάσκεται σε Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού, ενώ έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και πραγματοποιήθηκαν δεκάδες ειδικά συνέδρια. Στη διάρκεια της ζωής του είχε εκδώσει τα έργα [8]:

Ποιητικές συλλογές

  • «Ο πόνος των ανθρώπων και των Πραγμάτων» το Φεβρουάριο του 1919, ένα μικρό βιβλίο με μόλις 16 σελίδες που περιλαμβάνει μόλις 10 ποιήματα, γραμμένα από το 1917 έως το 1919.

Το βιβλίο του πέρασε απαρατήρητο, όμως στις 9 Μαρτίου 1919, ο Καρυωτάκης έστειλε εξώδικο στο περιοδικό «Νουμάς» γιατί δεν του δημοσίευσε κριτική–ανακοίνωση για την ποιητική του συλλογή.

  • «Νηπενθή» το 1919, με ευθεία αναφορά στον Μποντλέρ, ο οποίος χρησιμοποιεί την ομηρική λέξη «νηπενθές», φάρμακον νηπενθές, δηλαδή αυτό που διώχνει τη λύπη.
  • «Ελεγεία και Σάτιρες» το Δεκέμβριο του 1927,
  • «Τελευταία ποιήματα» το 1928.

Μεταθανάτιες εκδόσεις

  • «Άπαντα», το 1938,
  • «Άπαντα τα ευρισκόμενα-Α' τόμος», το 1965,
  • «Άπαντα τα ευρισκόμενα-Α' τόμος», το 1966.

Δείγμα του έργου του

«Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο» [9],
«..Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
Έμποροι και κονσόρτσια και εβραίοι
Είναι πολλά του αιώνα μας τα χρέη
Πολλές οι αμαρτίες που θα διαβάσουν οι γενιές
Όταν σε παρομοιάσουν με το πορτραίτο του Dorian Gray....».

«Μαρμαρωμένος Βασιλιάς»
«...Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δεν θα προσμένεις
Ένα πρωί από τα νερά του Βοσπόρου εκεί πέρα
Θε να προβάλλει λαμπερός ο ασημένιος ήλιος μίας Λευτεριάς χαμένης
Ω΄ δοξασμένη ημέρα!».

«Πρέβεζα»
«...Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους αυτούς
Ένας πέθαινε από αηδία
Σιωπηλοί, θλιμμένοι με σεμνούς τρόπους
Θα διασκεδάζαμε όλοι την κηδεία....».

Το τέλος του

Η ασθένεια της σύφιλης από την οποία είχε προσβληθεί ο Καρυωτάκης, στις συχνές επισκέψεις του σε οίκους ανοχής, τον κατέβαλε σταδιακά, η προσπάθεια ν' αποφύγει τη νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όσους βρίσκονταν στο τελικό στάδιο της σύφιλης εκείνη την εποχή, καθώς και η χαλκευμένη κατηγορία περί μαστροπείας, επέτειναν τη μελαγχολία του κι αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του. Εν τούτοις διατηρούσε ακέραια την διάθεση του να αντιστέκεται. «Κανάγιες! Το ψωμί της εξορίας με τρέφει», έλεγε στα τελευταία του γραφτά, από την Πρέβεζα κι εστίαζε την προσπάθεια του να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του μέσα σε ένα σάπιο περιβάλλον. «Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.», όπως γράφει στο πεζό έργο «Κάθαρσις». Έναν δρόμο που πολλοί σήμερα πασχίζουν να ακολουθήσουν. Ας μην είμαστε από αυτούς.

Αυτοκτονία

Στις 19 Ιουλίου 1928, ο Καρυωτάκης έπεσε στη θάλασσα στην περιοχή Μονολίθι Πρέβεζας, αλλά δεν κατόρθωσε να πετύχει το σκοπό του, γιατί ήξερε κολύμπι [10]. Τελικά, στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με περίστροφο τύπου «Pieper Bayard» 9mm, που είχε αγοράσει την προηγούμενη ημέρα. Το περίστροφο έχει παραχωρηθεί από τους απογόνους της οικογένειας Καρυωτάκη και εκτίθεται από το 2003 στο «Μουσείο Μπενάκη» στην Αθήνα στο κτίριο Α' επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας. Στην απόφασή του συντέλεσαν οι συνεχείς μεταθέσεις του και οι διώξεις που υφίστατο λόγω των φιλοβασιλικών του φρονημάτων και της αντιβενιζελικής τοποθετήσεως του. Υπάρχει φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει ντυμένο με κουστούμι, με ψαθάκι και το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και υπάρχει εκεί αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει, «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».

Νεκρός

Στην τσέπη του κουστουμιού του Καρυωτάκη βρέθηκε η ακόλουθη επιστολή: «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ....Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες....Σ' αυτούς απευθύνομαι....Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Κ.Γ.Κ. (Κώστας Γ. Καρυωτάκης).

Μνήμη Καρυωτάκη

Οι εθνικιστές λογοτέχνες Γιάννης Γρυπάρης και Κλέων Παράσχος χαρακτήρισαν τον Καρυωτάκη ως τον πιο αντιπροσωπευτικό ποιητή της γενιάς του, ενώ ο κριτικός τέχνης Κωνσταντίνος Δημαράς γράφει: «Ο Καρυωτάκης κατάκτησε την αθανασία, δημιουργώντας δική του Σχολή (τον Καρυωτακισμό), επηρεάζοντας γενιές Ελλήνων, μαζί και μεγάλους μας ποιητές, ....». Για «Καρυωτακισμό» μίλησαν επίσης και ο λογοτέχνης Μιχάλης Περάνθης και ο Καθηγητής Φιλολογίας Γιώργος Σαββίδης. Αναφερόμενοι στο θέμα της ασθένειας του οι κριτικοί, Κλέων Παράσχος, Τέλος Άγρας, Γιώργος Πικρός και Έλλη Αλεξίου, αναφέρονται σε μια «αθεράπευτη ασθένεια». Ο Θανάσης Καρυωτάκης, ο αδελφός του ποιητή, θεωρούσε ότι η ασθένεια συνιστούσε προσβολή για την οικογένεια τους, ενώ ο Γεώργιος Σκούρας, ιατρός σύγχρονος του ποιητή, αναφέρει: «ήταν άρρωστος, ήταν συφιλιδικός», άποψη που ενισχύεται και από τα λόγια του ίδιου του ποιητή στην επιστολή του προς τον φίλο του Χαρίλαο Σακελλαριάδη. Ο εθνικιστής κριτικός Άριστος Καμπάνης βλέπει τους «...μισάνθρωπους στίχους...» του ως άμεσο προϊόν της αρρώστιας του, συνέπειας «...αγορασμένου έρωτα...». Ο Μανόλης Λαμπρίδης, ένας από τους λογοτέχνες που μελέτησαν εκτενώς τον Καρυωτάκη γράφει: «Ο Καρυωτάκης βρίσκεται σε γοερή και ενσυνείδητη αντίθεση προς τον κόσμο των αστών, τον γεμάτο ψέμα και απανθρωπιά. Τα Ιδανικά που φλογίζουν και καίνε τον ποιητή, την Λευτεριά, την Αρετή, την Ανθρωπιά και την Αξιοπρέπεια, τα έχουν απεμπολήσει οι αστοί...».

Όπως έγραψε ο Τέλλος Άγρας, το 1935, στο περιοδικό «Νέα Γράμματα»: «...Η ζωή του Καρυωτάκη έφερε τη μελαγχολία του. Η μελαγχολία του, την ταραγμένη φαντασία -τη δίψα του αντιλογικού, του φαουστικού. Η φαντασία έφερε τις Ελεγείες. Οι Ελεγείες έφεραν τις Σάτιρες. Οι Σάτιρες την αυτοκτονία. Αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει». Αντιθέτως το έργο του Καρυωτάκη λοιδορήθηκε από τους Βενιζελικούς Μιλτιάδη Μαλακάση και Βασίλη Ρώτα. «Ο Καρυωτάκης θεωρείται από πολλούς αριστερούς κριτικούς της λογοτεχνίας ως ποιητής της ατομικής και οντολογικής αγωνίας και της αστικής παρακμής, με ποίηση πολιτική “που πλησίασε πολλές φορές τους στόχους της αριστεράς”. Στη δική μου οπτική, ο Καρυωτάκης ποτέ δεν απομακρύνθηκε από την πολιτική και κοινωνική του καταγωγή. Αντίθετα, υπήρξε ο πλέον ειλικρινής και μάλλον ωμός εκπρόσωπος της. Ο πατέρας του είχε απολυθεί το 1917 από το Δημόσιο ως αντιβενιζελικός, ενώ ο ίδιος υπήρξε μέλος των επιστράτων το 1917 και μαχητικός συνδικαλιστής του αντιβενιζελισμού στα μετέπειτα χρόνια...» [11].

Ο Καρυωτάκης ήταν και παραμένει επίκαιρος και προφητικός. Με τον τρόπο της ζωής και της γραφής του, δημιούργησε Σχολή στην Ελληνική Λογοτεχνία κι απέκτησε μαθητές και μιμητές του ύφους του στο γράψιμο. Ήταν και παραμένει ένα ανεξάντλητο θέμα στα ελληνικά γράμματα. Το σύνολο της ποιήσεως του, που αγγίζει όλες τις δεκαετίες του 20ου αιώνα, στηρίζεται στη γραμμή των βιωμάτων του και τις ατομικές του περιπέτειες και η ποιητική του παραγωγή καθρεφτίζει την πορεία του προς το θάνατο. Οι άνθρωποι της εποχής του απαξίωσαν την ποιότητα του έργου του και στάθηκαν κυρίως στην απαισιοδοξία και στον μηδενισμό που απέπνεε. Οι πλευρές της ποιήσεως του είναι η ρομαντική και η ρεαλιστική, η ροπή προς το αφηρημένο και η εισβολή του πραγματικού στον αφηρημένο κόσμο του, ενώ η συναισθηματική του βάση είναι μόνιμα ταραγμένη και με διακυμάνσεις. Αγαπούσε τη μοναξιά κι απέφευγε τις συντροφιές. Τα ποιήματά του, μελαγχολικά, έχουν άψογο μέτρο με μελωδικούς στίχους, ειρωνικούς και σαρκαστικούς. Ορισμένα μόνο είναι χαρούμενα κι αναφέρονται σε παιδιά. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει [12] [13] συνθέτες και συγκροτήματα, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, τα «Υπόγεια Ρεύματα», η Λένα Πλάτωνος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης.

Το μπαούλο με το προσωπικό αρχείο του ποιητή εξαφανίστηκε και ο δημοσιοϋπαλληλικός του φάκελος βρέθηκε λειψός, ενώ η αποχαιρετιστήρια επιστολή του, δημοσιοποιήθηκε στο σύνολό της μόλις το 1980, όταν όλοι οι μάρτυρες είχαν πεθάνει και τα στοιχεία της αυτοκτονίας του είχαν χαθεί. Το σπίτι που νοίκιασε και έμεινε τις τελευταίες μέρες της ζωής του ο Καρυωτάκης το 1928, βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ. Διατηρείται ανέπαφο ως τις μέρες μας, υπάρχει δε και εντοιχισμένη αναμνηστική πλάκα. Το πατρικό σπίτι της μητέρας του Καρυωτάκη στην Τρίπολη αναστηλώθηκε και αναπαλαιώθηκε το 1998, από το ΥΠΕΧΩΔΕ. Μετά από την υποβολή αρκετών προτάσεων για την αξιοποίησή του, αποφασίστηκε να στεγάσει την προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή και τις κεντρικές υπηρεσίες του νέου Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

  • «Κ.Γ. Καρυωτάκης: Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης» το 2000, Χριστίνα Ντουνιά, επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, εκδόσεις «Καστανιώτη»

Παραπομπές

  1. Ηυτοκτόνησε χθες ο ποιητής Καρυωτάκης Εφημερίδα «Σκριπ», 26 Ιουλίου 1928, σελίδα 2.
  2. Απηνής καταδίωξις υπό του περίφημου Κίρκου
  3. [«....τα πολιτικά του αισθήματα ήταν αντίθετα προς το κόμμα που είχε τότε την πολιτική εξουσία...»]
  4. [Στην Ελλάδα ο δι' αγχόνης θάνατος εισήχθη στις 20 Ιουλίου 1925 με διάταγμα της Κυβερνήσεως του Θεόδωρου Πάγκαλου προς παραδειγματισμό επί καταχρήσεων του Δημοσίου. Το διάταγμα καταργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1926.]
  5. [«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», εκδόσεις «Αθηνών», Τόμος ΙΕ, σελίδα 293.]
  6. [Η «Ελληνική» ήταν εφημερίδα της λαϊκής δεξιάς, φανατικά βασιλική, αντιβενιζελική και αντικομμουνιστική, που με ανταποκρίσεις της από την Ιταλία, όπως στις 13 Οκτωβρίου 1927, 15 Νοεμβρίου 1927 και στις 3 Ιανουαρίου 1928 αναφέρονταν εις «...τον δημιουργικόν πυρετόν», «..την πολιτικήν αγωγήν» και «..την θετικήν εργασίαν, την οποία ο φασισμός προσφέρει αδιακόπως ως δώρον προς την πατρίδα...».]
  7. [«....Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. [...] Παιδιά δε θα κάνομε, βέβαια – γελάς; Ω! είναι τόσο εύκολο και τόσο συνηθισμένο πράγμα αυτό σήμερα. Άλλωστε, έχω δικούς μου γιατρούς που θα κάνουν το παν για μένα. Ό,τι με κάνει να σκέπτομαι πολύ, είναι ότι μπορεί να χάσεις το ταλέντο σου∙ αλλά γιατί να γίνει αυτό; Εμείς δε θα έχομε ούτε την οικογένεια ούτε τις παλιοασχολίες της. Δε θα ‘μαι η γυναίκα εκείνη που θα σου φέρει γύρω σου τις ενοχλητικές σκέψεις του οικοκυριού∙ όχι, θα ‘μαι η αιώνια ερωμένη σου. Δεν έχεις τίποτα από τη ζωή σου να αλλάξεις κοντά μου. Έλα, Τάκη μου. Μπορώ κάτι ακόμα να προσφέρω στη ζωή σου. Ω! αν ήξερες πόσο κακό μού κάνει να σκέπτομαι πως συ, το ευγενικό εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη στις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου... πόσο κακό μου κάνει... πόσο κακό!… Δεν είσαι πια παιδάκι που θα ντρεπόταν∙ πες το στον πατέρα σου, δεν μπορεί, θα σε ακούσει. Τάκη, κάνε το, μη σκεφθείς τίποτα ανυπόστατα εμπόδια, δεν υπάρχει τίποτε. Προ παντός μη – σ’ εξορκίζω – σκεφθείς πως είσαι άρρωστος και θα μου έκανες κακό. Ξέρεις πως το μεγαλύτερο μαρτύριο που μπορεί να νιώσω είναι η κάθε στιγμή που περνάω μακριά σου... Α! είναι ένα φοβερό, ατέλειωτο μαρτύριο… Σιμά σου όλα θα ‘ναι όμορφα... όλα καλά...Να υποφέρω κατιτί... να μου επιτρέπεις να πονώ τον πόνο σου, είναι η ευτυχία, η μόνη ευτυχία που μπορεί να νιώσω... [...]».] Απόσπασμα από την επιστολή της Μαρίας Πολυδούρη, της 12ης Οκτωβρίου 1922, στον Καρυωτάκη.
  8. Κ.Γ.Καρυωτάκης, Τα Ποιήματα 1913-1928
  9. Νίκος Ξυλούρης «Το άγαλμα της Ελευθερίας» Στίχοι Κώστας Καρυωτάκης
  10. [«...Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου....».] Απόσπασμα από επιστολή που βρέθηκε στην τσέπη του, μετά την αυτοκτονία.
  11. [Ιωάννης Β. Δασκαρόλης, «Δημοκρατικά Τάγματα-Οι πραιτωριανοί της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας, 1923-1926, Εκδόσεις «Παπαζήσης».]
  12. Νίκος Ξυλούρης «Το άγαλμα της Ελευθερίας» Στίχοι Κώστας Καρυωτάκης
  13. Κώστας Καρυωτάκης (Στιχουργός)