Βαρλαάμ Σαλάμοφ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Βαρλαάμ Τιχόνοβιτς Σαλάμοφ [Αγγλικά: Varlam Tikhonovich Shalamon, Ρωσικά:Варлам Тихонович Шаламов] Ρώσος εθνικιστής και πρώην τροτσκιστής, αντικαθεστωτικός συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος και πεζογράφος, αποκαλείται από τους κριτικούς «Ντοστογιέφσκι του 20ού αιώνα», που έζησε 17 χρόνια εξόριστος στη Σιβηρία, επέζησε στα κομμουνιστικά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και στο σημαντικότερο έργο του αποτυπώνει με απόλυτη ωμότητα τη ζωή των κρατουμένων σ' αυτά, γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου 1907 (5 Ιουλίου 1907 με το παλιό ημερολόγιο) στην επαρχιακή πόλη Βολογκντά [1], 400 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μόσχας και πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 1982 στη Μόσχα από πνευμονία η οποία εξελίχθηκε σε καρδιακή ανεπάρκεια. Ο Σαλάμοφ τάφηκε στο νεκροταφείο Kuntsevo στη Μόσχα.

Βαρλαάμ Σαλάμοφ
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 18 Ιουνίου 1907
Τόπος: Βολογκντά, Μόσχα (Τσαρική Ρωσία)
Θάνατος: 17 Ιανουαρίου 1982
Τόπος: Μόσχα (Ένωση Σοβιετικών
Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών)
Υπηκοότητα: Ρωσική
Ασχολία: Συγγραφέας, ποιητής,
Δημοσιογράφος, Πεζογράφος

Στις 29 Ιουνίου 1934 παντρεύτηκε την Γκαλίνα Γκουντζ, από την οποία απέκτησε, στις 13 Απριλίου 1935, μία κόρη, την Yelena. Πήρε διαζύγιο από την πρώτη του σύζυγο το 1954 και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε στη Μόσχα, σε δεύτερο γάμο, με την λογοτέχνη Όλγα Νεκλιούντοβα [Olga Nekliudova], με την οποία έζησε ως το τέλος της ζωής του.

Βιογραφία

Πατέρας του Βαρλαάμ ήταν ο ιερέας και δάσκαλος Τίχον Νικολάγιεβιτς, επιφανής παράγοντας της Βολογκντά με έντονη θρησκευτική και κοινωνική δράση, που υποστήριζε τους εξόριστους επαναστάτες, έβγαζε πύρινους λόγους κατά του κινήματος των Μελανών Εκατονταρχιών κι έδινε μάχη για την εκπαίδευση του λαού και την μύηση του στις γνώσεις και τον πολιτισμό. Ο ιερέας Τίχον Νικολάγιεβιτς, που έζησε επί έντεκα χρόνια στην Αλάσκα ως ορθόδοξος ιεραπόστολος, διακρίνονταν για την ευρωπαϊκή του κουλτούρα και τους ανοιχτούς ορίζοντες της σκέψεως του. Η μητέρα του Βαρλαάμ, η Νάντια Αλεξαντρόβα [Nadezhda Alexandrovna], ήταν δασκάλα και έγραφε ποίηση.

Σπουδές / Ενήλικη ζωή

Το 1917, μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων, το οικογενειακό σπίτι των Σαλάμοφ κατασχέθηκε. Ο Βαρλαάμ παρακολούθησε τα μαθήματα της βασικής και της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως στο Γυμνάσιο Αρρένων στη γενέτειρα του από το 1914 έως το 1918 και το 1923 ολοκλήρωσε τις σπουδές του σε δευτεροβάθμια τεχνική σχολή. Αμέσως μετά την αποφοίτηση του, το καθεστώς τον ενημέρωσε πως επειδή ήταν γιος ιερέα, του απαγορεύονταν να σπουδάσει. Έτσι σε ηλικία 17 ετών, έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στη Μόσχα, όπου του ανατέθηκε εργασία βυρσοδέψη σε εργοστάσιο επεξεργασίας δέρματος στο Kuntsevo. Δύο χρόνια αργότερα, το 1925, ο Βαρλαάμ στάλθηκε από το εργοστάσιο να συμμετάσχει σε διαγωνισμό για εισαγωγή στο Τμήμα Σοβιετικού Δικαίου στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Την περίοδο αυτή γοητεύθηκε από τις συζητήσεις ανάμεσα στον Λουνατσάρσκυ και τον Βυντένσκυ. Στη δέκατη επέτειο των εορτασμών για την επικράτηση των μπολσεβίκων, ο Σαλάμοφ συμμετέχει σε διαδήλωση ενεργά στα γεγονότα του 1927, ταγμένος στην πλευρά της αριστερής αντιπολιτεύσεως, με συνθήματα κατά του Στάλιν και υπέρ της παρακαταθήκης του Λένιν. Την ίδια στάση τήρησε και στα γεγονότα του 1928.

Διώξεις / Εξορίες

Στις 19 Φεβρουαρίου 1929, ο Σαλάμοφ συλλαμβάνεται, στη διάρκεια αστυνομικής εφόδου σε τυπογραφείο, να τυπώνει φυλλάδια τιτλοφορούμενα «Η Διαθήκη του Λένιν» και συνελήφθη ως Τροτσκιστής για τη συμμετοχή του στην παράνομη διανομή της διαθήκης του Λένιν, «Επιστολή του Λένιν στο Κογκρέσο». Στη συνέχεια φυλακίστηκε στις φυλακές Μπουτύρσκι [2], ενώ μετά την φυλάκιση του καταδικάζεται σε τρία χρόνια καταναγκαστικά έργα ως «κοινωνικά επικίνδυνο στοιχείο» και μεταφέρεται στα Νότια Ουράλια, στο τμήμα Vishera των στρατοπέδων ειδικού σκοπού Solovetsky για να εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε. Μετά την απελευθέρωση του, του δόθηκε η ευκαιρία να εγκατασταθεί στην Κολιμά, στην οποία -όπως είπε σαρκαστικά- «μόνο σηκωτός θα πήγαινε». Το 1932 επέστρεψε στη Μόσχα, όπου δούλεψε ως δημοσιογράφος και μπόρεσε να δημοσιεύσει κάποια δοκίμια και άρθρα του, συμπεριλαμβανομένου και του πρώτου του διηγήματος με τίτλο «Οι τρεις θάνατοι του Δόκτωρ Austino» το 1936.

Την εποχή των Μεγάλων Δικών της Μόσχας, συγκεκριμένα στις 12 Ιανουαρίου 1937 ο Σαλάμοφ «ως πρώην οπαδός της Αντιπολιτεύσεως» συνελήφθη και καταδικάστηκε «για αντεπαναστατική τροτσκιστική δράση» σε πενταετή φυλάκιση σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων ιδιαίτερα βαριάς χειρονακτικής εργασίας και στάλθηκε στην Κολιμά, γνωστή ως «γη τού λευκού θανάτου». Βρισκόταν ακόμα στη φυλακή, όταν δημοσιεύτηκε ένα από τα διηγήματά του στο λογοτεχνικό περιοδικό «Σύγχρονη Λογοτεχνία». Το 1943 του επιβλήθηκε νέα δεκαετής ποινή για αντισοβιετική προπαγάνδα καθώς αποκάλεσε τον Ιβάν Μπούνιν, ο οποίος είχε διαφύγει στο εξωτερικό «μεγάλο Ρώσο κλασσικό συγγραφέα». Δούλεψε σε ορυχεία εξορύξεως χρυσού και κάρβουνου. Στάλθηκε σε περιοχές καταναγκαστικών έργων τόσο για τις πολιτικές του απόψεις όσο και για τις απόπειρες αποδράσεως που είχε κάνει. Αρρώστησε από τύφο και εκείνη την περίοδο επιδόθηκε στη συγγραφή. Η γνωριμία του με τους γιατρούς του στρατοπέδου αποδείχτηκε σωτήρια για τον συγγραφέα καθώς το 1946, ο γιατρός Παντύχοφ, χάρη στη βοήθεια του οποίου, σπούδασε στη σχολή νοσηλευτών και στη συνέχεια εργάστηκε στο κεντρικό νοσοκομείο των κρατουμένων μέχρι την απελευθέρωση του. Έτσι μπόρεσε να επιβιώσει και να ασχοληθεί με την ποίηση. Ο Σαλάμοφ έζησε συνολικά 20 χρόνια σε γκουλάγκ. Τρία (3) χρόνια στη Βισερά (1929-31) και δεκαεπτά (17) χρόνια στην Κολιμά (1937-1953). Από αυτά, τα 14 δούλευε ως κρατούμενος στα ορυχεία, στις κατασκευές και αργότερα στο νοσοκομείο, ενώ τα τρία εργαζόταν ως «ελεύθερος συμβασιούχος», τυπικά ελεύθερος, όμως εξαναγκασμένος να παραμένει στην Κολιμά, καθώς στόχος του κομμουνιστικού καθεστώτος ήταν συνάμα ο αποικισμός της περιοχής, που έχει το μέγεθος της μισής Ευρώπης και αποκαλείτο «χώρα των θαυμάτων», αφού εκεί όλα μπορούσαν να συμβούν.

Επιστροφή στη Μόσχα

Ο Σαλάμοφ επέστρεψε στη Μόσχα το 1952 όμως οι κομμουνιστικές αρχές δεν του χορήγησαν άδεια παραμονής και έτσι υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην περιοχή Καλίνιν όπου εργάστηκε ως υπάλληλος σε εργοστάσιο παραγωγής τύρφης. Τελικά, αποκαταστάθηκε το 1954 ως θύμα των διώξεων της σταλινικής τρομοκρατίας. Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε να εργάζεται στις επιμέρους ιστορίες για το βιβλίο «Διηγήματα από την Κολιμά». Αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στη Μόσχα το 1956, μετά την επίσημη αποκατάσταση του. Το 1957 έγινε ανταποκριτής τής λογοτεχνικής εφημερίδας Μασκβά και ξεκίνησαν να δημοσιεύονται γραπτά του. Ο Σαλάμοφ συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα και δοκίμια του στο μεγαλύτερο σοβιετικό λογοτεχνικό περιοδικό και γνωρίστηκε με τους Μπόρις Πάστερνακ, Μάντελσταμ και Αλεξάντρ Σολζενίτσιν.

Συγγραφικό έργο

Τα χειρόγραφά του έργου «Διηγήματα τής Κολιμά», του Σαλάμοφ, που είναι ένα από τα λογοτεχνικά αριστουργήματα του 20ου αιώνα, διοχετεύθηκαν παράνομα στο εξωτερικό μέσω σαμιζντάτ [3] και οι μεταφράσεις τους δημοσιεύτηκαν στη Δύση το 1966. Η πλήρης έκδοση στη Ρωσική δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο το 1978 [4] και επανεκδόθηκε πολλές φορές καθώς και σε μεταφράσεις. Στις μέρες μας θεωρούνται ένα από τα σπουδαιότερα έργα τής Ρωσικής λογοτεχνίας στο διήγημα. Στη Ρωσία το έργο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1987, σαν αποτέλεσμα τής πολιτικής γκλάσνοστ του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και διδάσκεται σήμερα στους μαθητές τής δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως.

Βαρλαάμ Σαλάμοφ [5]

Στα Ελληνικά κυκλοφορούν τα έργα του Σαλάμοφ:

  • «Ιστορίες από την Κολιμά», μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου, εκδόσεις «Ίνδικτος», Αθήνα 2011, εξαιρετικό λογοτεχνικό πόνημα, που αποτέλεσε την επιτομή μιας βιωμένης εμπειρίας στην Κολιμά και μια κυνική αφήγηση της καθημερινότητας η οποία οδηγούσε σταδιακά στην αποκτήνωση των ανθρώπων.

Η Κολιμά ήταν σύμπλεγμα στρατοπέδων καταναγκαστικής, «αναμορφωτικής» εργασίας για τους κρατούμενους του κομμουνιστικού συστήματος. Η περιοχή βρίσκεται στον Αρκτικό Κύκλο, στις ακτές του Ειρηνικού, στη Βόρεια Άπω Ανατολή. Εκεί βρέθηκε χρυσός και άλλα πολύτιμα στοιχεία, έτσι οι κομμουνιστές δημιούργησαν στρατόπεδα εργασίας, ώστε να εξορύσσεται ο χρυσός ανέξοδα. Το βιβλίο αποτελείται από έξι ενότητες: πέντε ενότητες με ιστορίες, που τις αποτελούν αφηγήματα των δύο σελίδων μέχρι νουβέλες των εβδομήντα σελίδων, και μία ενότητα με δοκίμια. Κεντρικό θέμα του είναι ο ζοφερός βίος στο γκουλάγκ της περιοχής, το οποίο δημιουργήθηκε το 1932 για να «υποδεχτεί» εκατομμύρια κρατούμενους, εκατομμύρια «ζέκα». Στις πύλες του υπήρχε μια επιγραφή: «Η εργασία είναι ζήτημα τιμής, ζήτημα δόξας, ζήτημα ανδρείας και ηρωισμού».

  • «Οι βιβλιοθήκες μου» [6], μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, εκδόσεις «Άγρας», Αθήνα 2014, σελίδες 80.

Η μετάφραση έγινε από τα Γαλλικά, ενώ η αρχική μετάφραση από τα Ρωσικά στα Γαλλικά έγινε το 1993 από την Sophie Benech, η οποία προλογίζει και την Ελληνική έκδοση, που συνοδεύεται από φωτογραφικό υλικό της σκληρής ζωής και εποχής του Σαλάμοφ. Στο εξώφυλλο υπάρχει φωτογραφία από τον αστυνομικό φάκελο του Σαλάμοφ το 1937.

Το 2006 ο Ιβάν Τζουχά, ο Ελληνορώσος ιστοριογράφος, έγραψε το βιβλίο «Η επιχείρηση κατά των Ελλήνων» με θέμα την «Eλληνική Eπιχείρηση» του Ιωσήφ Στάλιν και του επιτρόπου κρατικής ασφάλειας Γιεζόφ. Στη συνέχεια επέστρεψε στο Σπακόινο ακολουθώντας τη ζωή του Βαρλαάμ Σαλάμοφ, ίσως του πιο διάσημου Ρώσου κρατούμενου των γκουλάγκ, για τις ανάγκες του βιβλίου του «Η γεωγραφία του Σαλάμοφ». Ο Σαλάμοφ ήταν έγκλειστος στο Σπακόινο και ως συντοπίτης του ο Τζουχά, ήθελε να κάνει ένα δώρο «στην πόλη όπου γεννήθηκαν οι κόρες του».

Το τέλος του

Η υγεία του Σαλάμοφ σταδιακά κλονίστηκε από την πολυετή παραμονή του στα στρατόπεδα, λόγος για τον οποίο του δόθηκε αναπηρική σύνταξη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μισότυφλος, κωφός και κτυπημένος από τη νόσο του Πάρκινσον, τα έζησε σε ίδρυμα αναπήρων της αντικαθεστωτικής Ενώσεως Σοβιετικών Συγγραφέων, από το 1979, σε απομόνωση από τον κόσμο και ανυπεράσπιστος απέναντι στην κομμουνιστική κατασταλτική ψυχιατρική, η οποία με γνωματεύσεις ειδικών ιατρικών επιτροπών τον κρατούσε σε αιχμαλωσία. Ελάχιστοι ήταν οι επισκέπτες του, κυρίως νέα παιδιά, φοιτητές και λογοτέχνες που επιθυμούσαν να τον γνωρίζουν και προσπαθούσαν να απαλύνουν τον πόνο του. Στις 15 Ιανουαρίου 1982, μετά από πρόχειρη εξέταση από ιατρική επιτροπή, μεταφέρθηκε σε οικοτροφείο ψυχοθεραπείας. Κατά τη μεταφορά έπαθε κρυολόγημα, αρρώστησε με πνευμονία που του προκάλεσε καρδιακή ανεπάρκεια και τον οδήγησε στον θάνατο. Το 1991, το σπίτι που γεννήθηκε στην Βολογκντά μετατράπηκε σε μουσείο.

Μνήμη Βαρλαάμ Σαλάμοφ

Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, ο συγγραφέας του έργου «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», έγραψε:

«...αναγνωρίζω με σεβασμό ότι αυτός [ο Σαλάμοφ] κι όχι εγώ κατάφερε να καταδείξει το βάθος της αγριότητας και της απελπισίας στα οποία μάς έριχνε η καθημερινότητα των στρατοπέδων». 

Η ιστορικός Αν Άπλμπαουμ, στο έργο της «Γκουλάγκ» [7] αναφέρει ότι ο Σαλάμοφ είναι ο μοναδικός συγγραφέας του οποίου οι ιστορίες βασίζονται, σε μέγιστο βαθμό, σε «πραγματικά γεγονότα», και ο οποίος «περιγράφει τη βαρβαρότητα που χαρακτήριζε τη ζωή στα στρατόπεδα με λεπτομέρειες που ξεπερνούν τις περιγραφές κάθε άλλου συγγραφέα».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Η Βολογκντά, είναι επαρχιακή πόλη της βόρειας Ρωσίας, η οποία βρίσκεται στην ίδια απόσταση τόσο από την Μόσχα όσο και από την Πετρούπολη, τις δύο πρωτεύουσες της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, της εποχής εκείνης. Η πόλη κατά τον 19ο αιώνα υπήρξε τόπος εξορίας των πολιτικών αντιπάλων του Τσαρικού καθεστώτος και στη συνέχεια στις αρχές του 20ου αιώνα, τόπος εξορίας όσων αντιδρούσαν στην εξουσία των μπολσεβίκων.]
  2. [Η φυλακή του Σολζενίτσιν, η διαβόητη Μπούτιρκα, κλείνει οριστικά Protagon.gr]
  3. [Σαμιζντάντ ονομάζονταν το μέσον με το οποίο διέδιδαν οι Ρώσοι αντικαθεστωτικοί τα χειρόγραφα, από αναγνώστη σε αναγνώστη, χτίζοντας τα θεμέλια για την επιτυχή αντίσταση της δεκαετίας τού 1980.]
  4. [Το βιβλίο κυκλοφόρησε στην Αγγλία από τον εκδοτικό οίκο Overseas Publications Interchange LTD, που εδρεύει στο Λονδίνο.]
  5. [Το σκίτσο του Βαρλαάμ Σαλάμοφ είναι της Μαρίνας Λο-Ρε.]
  6. [Varlam Shalamov-«Οι βιβλιοθήκες μου» thenexttable.gr]
  7. [Το βιβλίο «Γκουλάγκ» της ιστορικού Αν Άπλμπαουμ κυκλοφόρησε το 2009 στην Ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις «Ιωλκός», σε μετάφραση της Ελευθερίας Τσίτσα.]