Γκουλάγκ
Τα Γκουλάγκ ή γκούλαγκ, [G.U.LΑG.], είναι αρκτικόλεξο, στη Ρωσική γλώσσα, της Glavnoye Upravleniye ispravitelno-trudovyh Lagerey, [Γενική Διεύθυνση Αναμορφωτικών Στρατοπέδων Εργασίας], όπως ήταν το όνομα της υπηρεσίας που επόπτευε τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην κομμουνιστική πρώην Σοβιετική Ένωση και ήταν υπεύθυνη για τη διαχείρισή τους. Το αρκτικόλεξο επικράτησε να προσδιορίζει τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, όπου φυλακίζονταν οι αντιφρονούντες, πολιτικοί κρατούμενοι και ύποπτοι για αντικομμουνιστική και εθνικιστική αντικαθεστωτική δράση. Στις μέρες μας ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της φυλακίσεως υπό απάνθρωπες ή αμφιλεγόμενες συνθήκες.
Περιεχόμενα
Γενικά
Η χρήση του αρκτικόλεξου G.U.LΑG. σήμαινε το απέραντο δίκτυο στρατοπέδων που, πολλές φορές, είχαν την έκταση και τον πληθυσμό μιας ολόκληρης και συχνά πολύ μεγάλης πόλεως, ενώ πολλά από αυτά πολλά αποτελούνταν από δεκάδες μικρότερα επιμέρους στρατόπεδα. Η ύπαρξή τους επιβεβαιώθηκε όχι μόνο στην περιοχή της Σιβηρίας, όπως ήταν η αρχική εντύπωση, αλλά καταγράφηκαν σε ολόκληρη την τότε σοβιετική αυτοκρατορία, ξεκινώντας από τα προάστια του Λένινγκραντ ως το Βλαδιβοστόκ και έφταναν στα παγωμένα εδάφη που άγγιζαν τον Βόρειο Πόλο και τα νότια σύνορά της Σοβιετικής Ενώσεως με την Κίνα.
Ιστορικό ιδρύσεως
Το καθεστώς της καταναγκαστικής εργασίας στα στρατόπεδα άρχισε να εφαρμόζεται για πρώτη φορά το 1918 και την εποχή της παντοκρατορίας του Βλαντιμίρ Λένιν τα στρατόπεδα αποτελούσαν ευρύ σύστημα καταστολής και τιμωρίας της αποκαλούμενης «αντεπαναστατικής δράσης». Το 1929 ο Ιωσήφ Στάλιν επέκτεινε το σύστημα των στρατοπέδων, που μετατράπηκαν σε μηχανισμούς απίστευτης αγριότητας και μοχλό για την δίχως κόστος εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ενώσεως μέσω της καταναγκαστική εργασίας που επέβαλλαν στους καταδίκους, αλλά και προκειμένου να αξιοποιήσει τις φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές των απέραντων, σχεδόν ακατοίκητων και απομακρυσμένων βόρειων περιοχών της Σοβιετικής επικράτειας. Στο τέλος της δεκαετίας του 1930, τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας απλώνονταν και στις 12 ζώνες ώρας της Σοβιετικής Ενώσεως, ενώ η δημιουργία και η λειτουργία τους κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Μνημόνιο Συμβουλίου της Ευρώπη
Σύμφωνα με το μνημόνιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, στρατόπεδα συγκεντρώσεως δημιουργήθηκαν από το Σεπτέμβριο του 1918 και το 1921 υπήρχαν 107 με περισσότερους από 50.000 κρατούμενους. Στο στρατόπεδο της Κροστάνδης υπήρχαν 6.500 κρατούμενοι το Μάρτιο του 1921 και ένα χρόνο αργότερα μόλις 1.500 ήταν ζωντανοί. Το 1940 ο αριθμός των κρατουμένων ήταν 2.350.000 σε 53 συμπλέγματα στρατοπέδων συγκέντρωσης, 425 ειδικές αποικίες, 50 αποικίες ανηλίκων καθώς και σε 90 σπίτια νεογέννητων, ενώ ολόκληρη τη δεκαετία του 1940 υπήρχαν κατά μέσο όρο 2,5 εκατομμύρια κρατούμενοι. Οι λόγοι για τους οποίους οδηγούνταν οι Σοβιετικοί πολίτες στα στρατόπεδα ήταν ποικίλοι και αναφέρονταν σε πιθανή απλή κατάδοση από γείτονα, κάποιον κομματικό παράγοντα, ενώ αναφέρονται περιπτώσεις στις οποίες κατάδικοι καταγγέλθηκαν από τα παιδιά ή τα αδέλφια τους. Τα Γκουλάγκ αποτελούσαν αυτόνομο οργανισμό, με δικούς τους νόμους, συνήθειες, πνευματική παραγωγή, παραδόσεις, αργκό και σύστημα ηθικών κανόνων. Στα στρατόπεδα της Γκουλάγκ κρατήθηκαν στη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος περισσότεροι από είκοσι εκατομμύρια άνθρωποι συνολικά, οι οποίοι είτε εξαφανίστηκαν και οι οικογένειες τους έχασαν κάθε επαφή μαζί τους, ενώ βασανίζονταν και κρατούνταν σε καθεστώς φρικωδών συνθηκών διαβιώσεως, πολλές φορές για δεκαετίες, τις περισσότερες δίχως την παραμικρή νομική διαδικασία ή ακόμη και δίχως καν απαγγελία κατηγορίας. Οι μυστικές υπηρεσίες του καθεστώτος αρχικά η Τσε-Κα, στη συνέχεια η G.P.U. και στην κορύφωση των διώξεων ο Λαβρέντι Μπέρια, Ρώσος κομμουνιστής αξιωματούχος και αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας N.K.V.D. που προϋπήρξε της K.G.B., ήταν ο εμπνευστής και πρωτοστάτης αυτής της εξοντωτικής πρακτικής σε βάρος των αντιφρονούντων. Επί Ιωσήφ Στάλιν συγκέντρωσε στα στρατόπεδα της Γκουλάγκ αντικαθεστωτικούς διαφόρων εθνικοτήτων, μεταξύ τους και 38.000 χιλιάδες Έλληνες ή Ελληνικής καταγωγής πολίτες της κομμουνιστικής Σοβιετικής Ενώσεως, [1], για τους οποίους η αντισοβιετική δράση, ήταν η συνηθισμένη κατηγορία. Γύρω από τη λειτουργία των στρατοπέδων συγκεντρώσεως είχαν δημιουργηθεί υποστηρικτικές υπηρεσίες, όπως η Ντάλστροϊ, που ήταν υπεύθυνη για την εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων που παρήγε η καταναγκαστική εργασία των κρατουμένων.
Στα στρατόπεδα οδηγήθηκαν χωρικοί που είχαν συλληφθεί κατά την περίοδο της κολεκτιβοποιήσεως, διαφωνούντες διανοούμενοι, μέλη εθνικών ομάδων ύποπτοι για έλλειψη νομιμοφροσύνης, μέλη φατριών που είχαν χάσει τη δύναμή τους στους κόλπους του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ταξιδιώτες που επέστρεφαν και κατηγορήθηκαν για συνωμοσία με ξένες κυβερνήσεις όσο βρίσκονταν στο εξωτερικό, ύποπτοι για σαμποτάζ, Σοβιετικοί πολίτες αιχμάλωτοι πολέμου που επέστρεψαν στη χώρα μετά το 1946, «Τροτσκιστές», άσχετες ομάδες πολιτών όπως γλωσσομαθείς, συλλέκτες γραμματοσήμων με διεθνείς επαφές, πολίτες που μάθαιναν την Εσπεράντο, Βουδιστές Λάμα των Μογγόλων, αλλά και πολίτες με αποκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά, όπως πραγματικοί η υποτιθέμενοι ομοφυλόφιλοι. Σύμφωνα με όσα έχει γράψει στο βιβλίο του «The Road to Terrror» ο συγγραφέας Getty Naumov, «...Δεν επρόκειτο για μια κατάσταση όπου έβαζαν στο στόχαστρο τους εχθρούς, αλλά για τυφλό μένος και πανικό».
Υπολογίζεται ότι συνολικά καταδικάστηκαν από το 1933 και παρέμειναν κρατούμενοι 60.000 έως 250.000 πολίτες, αριθμός που σύμφωνα με άλλους ερευνητές ανέρχεται στις 500.000, καθώς και ομοφυλόφιλοι πολίτες ενώ για τη «θεραπεία» τους χρησιμοποιήθηκαν ψυχίατροι, κλινικές, άσυλα, ψυχοφάρμακα, ορμόνες αλλά και ηλεκτροσόκ. Οι περίοδοι που πραγματικά κατακλύστηκαν τα στρατόπεδα της Γκούλαγκ είναι από το 1929 έως 1932, τα πρώτα χρόνια του πενταετούς προγράμματος, από το 1936 έως το 1938, όταν οι εκκαθαρίσεις του Ιωσήφ Στάλιν βρίσκονταν στη μεγαλύτερή τους έξαρση, και τα πρώτα χρόνια αμέσως μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ο αριθμός των κρατουμένων στα Γκουλάγκ ήταν 510.000 το 1934 και 1.730.000 το 1953, τη χρονιά θανάτου στου Στάλιν. Επί Νικήτα Χρουστσόφ στην περίοδο της «αποσταλινοποιήσεως» χορηγήθηκε αμνηστία στους πολιτικούς κρατουμένους των Gulag που τότε έφταναν τα 2,5 εκατομμύρια, ενώ κάποιες κατηγορίες κρατουμένων, λόγου χάριν οι ομοφυλόφιλοι, θεωρήθηκαν ποινικοί κι όχι πολιτικοί κρατούμενοι και παρέμειναν στις φυλακές. Την περίοδο που ακολούθησε τη διακυβέρνηση του Στάλιν, που ονομάστηκε περίοδος της «φιλελευθεροποιήσεως» ο οργανισμός των Gulag διαλύθηκε και οι αρμοδιότητές του απορρόφησαν από διάφορες υπηρεσίες που συγκεντρώθηκαν όλες σε έναν νέο οργανισμό, τη Γενική Διεύθυνση Αναμορφωτικών Κέντρων Εργασίας.
Η καταναγκαστική εργασία εκατομμυρίων διαφωνούντων βοήθησε στην οικονομική ανάπτυξη της Σοβιετικής Ενώσεως με την κατασκευή έργων υποδομής. Οι ιδιότυποι αυτοί κρατούμενοι παρήγαν το 1/3 του χρυσού της χώρας, μεγάλο μέρος της ξυλείας, της εξορύξεως του άνθρακα καθώς και άλλων προϊόντων και δούλευαν σκληρά, συχνά 15 ώρες την ημέρα και τρέφονταν με ελάχιστη τροφή, η οποία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την επίτευξη της νόρμας (στόχου) που τους είχε ορισθεί. Η μέγιστη ποσότητα μερίδας φαγητού έφτανε τα 1.200 γραμμάρια ψωμιού την ημέρα, η μέση ποσότητα ήταν 700 γραμμάρια, ενώ η ελάχιστη ήταν μόλις 400 γραμμάρια. Αναφέρεται ότι το χειμώνα του 1942, οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα επιβίωναν με μόλις 400 θερμίδες την ημέρα.
Αριθμός κρατουμένων
Σύμφωνα με υπολογισμούς, καθώς δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, περισσότεροι από 20 εκατομμύρια «ζεκ», [πολιτικοί κρατούμενοι] κρατήθηκαν και φυλακίστηκαν στα στρατόπεδα της Γκουλάγκ, ενώ 8-10 ή σε 4,5 εκατομμύρια, σύμφωνα με το βιβλίο «Γκουλάγκ: Η αληθινή ιστορία» που κυκλοφόρησε το 2004 και τιμήθηκε με το «Βραβείο Πούλιτζερ» για μη λογοτεχνικό βιβλίο, της δημοσιογράφου Αν Άπλμπαουμ της εφημερίδας «Washington Ρost», [2], ή 1.053.829 σύμφωνα με τα επίσημα σοβιετικά στοιχεία, υπολογίζονται οι πολίτες που πέθαναν κρατούμενοι, μη αντέχοντας τις απάνθρωπες συνθήκες κρατήσεως, αριθμοί που έχουν αναγάγει τα Γκούλαγκ σε χώρους στους οποίους συντελέστηκε πραγματική γενοκτονία. Στους παραπάνω αριθμούς νεκρών δεν περιλαμβάνονται όσοι πέθαναν στις «εργατικές αποικίες» ή πέθαναν αμέσως μετά την απελευθέρωση τους από επιπλοκές στην υγεία τους που προκλήθηκαν κατά την περίοδο της κρατήσεως τους στα Γκούλαγκ, καθώς ήταν συνηθισμένο φαινόμενο οι διοικήσεις των στρατοπέδων να απολύουν ετοιμοθάνατους κρατούμενους τους, ώστε να μην επιβαρύνονται οι δείκτες θνησιμότητας των στρατοπέδων τους. Πολιτικοί κρατούμενοι υπήρχαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο παππούς του οποίου ήταν κι αυτός κρατούμενος στρατοπέδου των Γκουλάγκ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το διάταγμα που πρόβλεπε τη λειτουργία των στρατοπέδων συγκεντρώσεως και καταναγκαστικής εργασίας καταργήθηκε μόλις το 1989. Μετά την αποποινικοποίηση του 1993 τα αρχεία της K.G.B. που αφορούσαν τα στρατόπεδα της Γκούλαγκ εξαφανίστηκαν και πιθανολογείται ότι καταστράφηκαν.
Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ [3]
Στις Δυτικές χώρες η ύπαρξη των στρατοπέδων επιβεβαιώθηκε το 1973, όταν δημοσιεύθηκε το έργο «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ 1918-1956» και πήρε αυτή την ονομασία επειδή αποτελούνταν από μια αλυσίδα 476 ξεχωριστών στρατοπέδων, που έμοιαζαν με «νησιά» διάσπαρτα μέσα στην απέραντη σοβιετική ενδοχώρα, ορισμένα από αυτά ακόμη και πέρα από τον αρκτικό κύκλο [4], του νομπελίστα συγγραφέα Αλεξάντρ Σολζενίτσιν. Το βιβλίο και η αναφορά του στα στρατόπεδα του οργανισμού της της Γκούλαγκ, αποτέλεσε το βασικό όπλο των Δυτικών κρατών στην ιδεολογική και πολιτική τους αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ενώ για τις Σοβιετικές κυβερνήσεις και τους κομμουνιστές όλου του κόσμου, το βιβλίο ήταν απλώς «..φθηνή αντικομουνιστική προπαγάνδα». Οι ειδικοί της πανίσχυρης Σοβιετικής προπαγάνδας συκοφάντησαν με κάθε πρόσφορο τρόπο τον συγγραφέα διαδίδοντας με επιμονή ότι ήταν αλκοολικός, αν και ο Σολζενίτσιν απεχθάνονταν το οινόπνευμα, με αποτέλεσμα τα Ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα να καταγγέλλουν ως φανταστικές τις αναφορές του στα στρατόπεδα. Είναι χαρακτηριστική, της επιρροής της κομμουνιστικής Σοβιετικής προπαγάνδας, η υποκρισία ή ο κυνισμός του Ζαν Πωλ Σαρτρ, Γάλλου διανοούμενου της αριστεράς, που έγραφε, «...Δεδομένου ότι δεν ήμασταν μέλη του κόμματος, δεν ήταν καθήκον μας να γράφουμε για τα σοβιετικά στρατόπεδα εργασίας. Ήμασταν ελεύθεροι να κρατήσουμε απόσταση από τις διενέξεις σχετικά με τη φύση του συστήματος με την προϋπόθεση ότι δεν θα σημειώνονταν γεγονότα κοινωνιολογικής σημασίας».
Το έργο του Σολζενίτσιν αποτελεί μείγμα δημοσιογραφίας και ιστορίας στο οποίο ο συγγραφέας μεταφέρει τη δική του εμπειρία των χρόνων από το 1945 μέχρι το 1954 που κρατήθηκε στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας καθώς και τις μαρτυρίες 227 συγκρατουμένων του. Το έργο κυκλοφόρησε στη Δύση στις 28 Δεκεμβρίου 1973, ενώ προηγουμένως είχαν διοχετευθεί τα χειρόγραφα του συγγραφέα, τα οποία είχαν αποτυπωθεί σε μικροφίλμ. Ο Σολζενίτσιν ορίζει ως απαρχή των στρατοπέδων της Γκουλάγκ το διάταγμα του Βλαντιμίρ Λένιν λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η αφήγηση του ξεκινά αυτή τη χρονική περίοδο και ολοκληρώνεται το έτος 1956, όταν ο Ιωσήφ Στάλιν αποκαθηλώθηκε και αποκηρύχθηκε από το Νικήτα Χρουστσόφ, στη διάρκεια του το 20ου συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ενώσεως, [Κ.Κ.Σ.Ε.], ενώ υποστηρίζει ότι η ύπαρξη στρατοπέδων είναι σύμφυτη με τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και δεν αποτελούσε σταλινική παρένθεση, καθώς η υπό κομμουνιστική κυριαρχία Σοβιετική Ένωση δεν θα μπορούσε να κυβερνηθεί δίχως τις διώξεις.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Οι ιστορίες του Βαρλάμ Σαλάμοφ
- Online Gulag museum launched
- 38.000 Έλληνες στα γκούλαγκ της Σιβηρίας Εφημερίδα «Η Καθημερινή», 2 Ιουλίου 2006 (ανακτήθηκε στις 20 Μαρτίου 2021, 22:42')
- Τα Σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης
- Παράξενες ιστορίες από τα Γκουλάγκ
Διαβάστε τα λήμματα
Παραπομπές
- ↑ [38.000 Έλληνες στα γκούλαγκ της Σιβηρίας Εφημερίδα «Η Καθημερινή», 2 Ιουλίου 2006, (ανακτήθηκε στις 20 Μαρτίου 2021, 22:42').]
- ↑ [Οι πόλεις των γκουλάγκ Εφημερίδα «Το Βήμα», 14 Μαρτίου 2010.]
- ↑ [«Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ 1918-1956» Ολόκληρο το βιβλίο.]
- ↑ [Το βιβλίο «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ 1918-1956» πρωτοκυκλοφόρησε στα Ελληνικά το 1974 από τις εκδόσεις «Πάπυρος».]