Κολεγιακοί

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Οι κολεγιακοί [λατ. Collegiani] ήταν χριστιανική καθολική (αιρετική) εκλεκτική θρησκευτική ομάδα, η οποία εμφανίστηκε δυναμικά στην Ολλανδία στις αρχές του 17ου αιώνος. Το κίνημα προήλθε κυρίως από τις τάξεις των αρμινιανών και των αναβαπτιστών της Ολλανδίας και ονομάστηκαν «Κολεγιακοί» [ολλανδικά Collegianten] από τα «κολέγια», όπως αποκαλούσαν τις συναθροίσεις για μελέτη της Βίβλου των κατά τόπους ομοφρόνων τους.

Ιστορική αναδρομή

Απαρχή

Οι απαρχές του κινήματος των κολεγιακών ανάγονται στο 1587 όταν ο απόφοιτος του πανεπιστημίου του Λέιντεν Ιάκωβος Αρμίνιος [Γιάκομπ Χάρμενσεν] πήγε στο Άμστερνταμ για να βρει εργασία. Μετά τις εξαετείς σπουδές του, που επακολούθησαν, κοντά στον Γάλλο προτεστάντη θεολόγο Θεόδωρο Βέζα, τον διάδοχο του προτεστάντη μεταρρυθμιστή Ιωάννη Καλβίνου, στην Ελβετία, ο Αρμίνιος επέστρεψε στο Άμστερνταμ όπου έγινε δεκτός ως πάστορας. Σύντομα προέκυψε μια έριδα που αφορούσε ένα θεμελιώδες δόγμα του καλβινισμού, τον προκαθορισμό, καθώς ορισμένα μέλη της τοπικής εκκλησίας θεωρούσαν σκληρό και άδικο έναν Θεό, που προκαθόριζε ότι ορισμένοι άνθρωποι θα είχαν την προοπτική της σωτηρίας και άλλοι την αιώνια καταδίκη. Αν και η καλβινιστική παράταξη ανέμενε ότι ο Αρμίνιος θα εξέλεγχε τους διαφωνούντες, εκείνος συντάχθηκε μαζί τους, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις και ως τα τέλη του 16ου αιώνος το Άμστερνταμ είχε διαιρεθεί στα δύο.

Σύντομα η σύγκρουση έλαβε πανολλανδικές διαστάσεις μεταξύ των συντηρητικών λεγόμενων «παραινετικών», ονομασία που έλαβαν από την επίσημη απάντηση που έστειλαν στην πολιτεία, όπου εξηγούσαν τους λόγους της διαφοροποιήσεως τους, και των υπόλοιπων καλβινιστών προτεσταντών που αποδέχονταν το δόγμα του προκαθορισμού, οι οποίοι αποτελούσαν την πλειονότητα και είχαν την υποστήριξη του Ολλανδικού στρατού. Το 1618 κλήθηκε ένα εθνικό συμβούλιο, η προτεσταντική σύνοδος της Δορδρέχτης [Ντορτ], η οποία κατέληξε ότι οι παραινετικοί θα έπρεπε είτε να υπογράψουν ότι θα έπαυαν να κηρύττουν τις ιδέες τους είτε να φύγουν από την Ολλανδία. Η πλειονότητα προτίμησε την εξορία, ενώ τα αξιώματά τους καταλήφθηκαν από καλβινιστές.

Δημιουργία

Στο χωριό Βάρμοντ [Warmond], πλησίον του Λέιντεν, δεν έγινε δεκτή η αντικατάσταση του τοπικού πάστορα από έναν καλβινιστή ούτε καν και ενός παραινετικού διακόνου, που επέστρεψε με κίνδυνο της ζωής του το 1620. Οι τοπικοί χριστιανοί διεξήγαγαν ήδη τις χριστιανικές συνάξεις τους, αυτές που ονομάστηκαν μετέπειτα «κολέγια», κρυφά και χωρίς την παρουσία κάποιου κληρικού. Οι συνθήκες που προέκυψαν μάλλον παρά οι δογματικές αρχές φαίνεται ότι οδήγησαν στον σχηματισμό των κολεγιακών. Ο Χέισμπερτ φαν ντερ Κόντε υπερασπίστηκε τη θέση ότι αυτή η εκκλησιαστική δομή χωρίς τάξη κληρικών προσήγγιζε περισσότερο την πρωτοχριστιανική πρακτική απ’ ότι συνέβαινε με τις παραδοσιακές εκκλησίες που χειροτονούσαν ανεπάγγελτους. Όταν ο Κόντε και οι ομόφρονες του μετέφεραν τη διεξαγωγή των συνάξεων τους στο γειτονικό χωριό Ρέινσμπερχ [Rijnsburg], τους αποκάλεσαν «Ρέινσμπερχερς», όμως σταδιακά όταν επήλθε σχετική ηρεμία και διαλλακτικότητα, οι συναθροίσεις των κολεγιακών συγκέντρωναν χριστιανούς ποικίλων αντιλήψεων, όπως οι παραινετικοί, οι μενονίτες και οι σοκινιανοί, αλλά και άλλους φιλελεύθερους ερευνητές. Στις αρχές της δεκαετίας του 1660 ο Εβραίος αποσυνάγωγος φιλόσοφος Μπαρούχ Σπινόζα ενώθηκε με τις ομάδες μελέτης των κολεγιακών, όπως συνέβη επίσης με τον παιδαγωγό Ιωάννη Αμώς Κομένιο και τον ζωγράφο Ρέμπραντ.

Θέσεις -Ανάπτυξη -Παρακμή

Στις πεποιθήσεις τους οι κολεγιακοί έδιναν έμφαση στην πολυφωνία και τη διαλλακτικότητα με συνέπεια να μην υπάρχουν σαφώς καθορισμένα δόγματα και τελετουργίες. Αναγνώριζαν την αναγκαιότητα του βαπτίσματος, το οποίο τελούσαν με πλήρη κατάδυση στο νερό, συνδέονταν μεταξύ τους με κάποιες θεμελιώδεις πεποιθήσεις και θεμέλιο της πίστεως τους θεωρούνταν η Αγία Γραφή. Ορισμένοι, επηρεασμένοι από θέσεις των σοκινιανών, υποστήριζαν ότι το δόγμα της Αγίας Τριάδας είναι παράλογο και ψευδές. Πίστευαν ότι η χριστιανική εκκλησία εξέπεσε τους μετέπειτα αιώνες, καθώς ενεπλάκη με την πολιτική, θεωρούσαν ότι η προτεσταντική μεταρρύθμιση δεν ολοκληρώθηκε επαρκώς και μάλιστα ότι επιδείνωσε την κατάσταση με τα μίση και τις συγκρούσεις που προκάλεσε. Απέρριπταν την τάξη των κληρικών, ασκούσαν την «ελεύθερη προφητεία» στις συνάξεις τους και θεωρούσαν τις επικρατούσες εκκλησίες ως εκκοσμικευμένες και διεφθαρμένες. Ορισμένοι κολεγιακοί συγγραφείς υποστήριξαν ότι η Βασιλεία του Θεού θα αποκατασταθεί πάνω στη γη, ενώ φαίνεται ότι συμμερίζονταν διαδεδομένες εσχατολογικές απόψεις της εποχής σχετικά με τη συντέλεια του κόσμου.

Στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνος οι κολεγιακοί αποτέλεσαν μια από τις πιο ισχυρές θρησκευτικές δυνάμεις της Ολλανδίας, όμως η σύγκρουση μεταξύ των κολεγιακών όσον αφορά τον ρόλο της ανθρώπινης λογικής και τη σχέση της με τη θεϊκή αποκάλυψη καθώς και η αυξανόμενη διαλλακτικότητα μεταξύ των προτεσταντών οδήγησε το κίνημα τους σε σταδιακή παρακμή. Ως τα τέλη του 18ου αιώνος οι εναπομείναντες κολεγιακοί απορροφήθηκαν κατά κύριο λόγο από τους μενονίτες και από άλλες αιρετικές καθολικές χριστιανικές ομάδες, ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα μαρτυρούνται κάποια εναπομείναντα μέλη του κινήματος στην Ολλανδία και στο Αννόβερο.

Πηγή

  • Παύλος Δ. Βασιλειάδης, «Κολεγιακοί», ΜΟΧΕ τόμος 10ος, σελίδα 129η.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι