Κυρός
Η λέξη (ο) κυρός ή (ο) κύρης [1], σημαίνει κύριος ή πατέρας. Στην εκκλησιαστική γλώσσα χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός για κληρικούς που έχουν αποδημήσει, ως κυρίους και πνευματικούς πατέρες, προκειμένου να τους διακρίνει από τους ζώντες και αποκτά τη σημασία «ο κάποτε Κύριος» [2], καθώς ο κοιμηθείς δεν είναι πλέον Κύριος του εαυτού του.
Προέλευση/Σημασία
Προέρχεται από τη λέξη (ο) κύρος και σχηματίζεται με μεταβίβαση του τόνου από την παραλήγουσα στη λήγουσα [κύρος και κυρός, πρβλ. γραμματικά ή μορφολογικά παρώνυμα: νόμος & νομός, βλ. προσέτι τονικά παρώνυμα πάπ(π)ας & παπ(π)άς]. Κύρος και Κυρός ονομάζουν οι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Σοφοκλής και άλλοι, το όριο.
Η λέξη έχει τις έννοιες:
- - Κυρίαρχος, εξουσιαστής, ηγεμόνας, άρχοντας, δηλαδή κύρης πολλών ανθρώπων. Η έκφραση «Μέγας Κύρης» ήταν τίτλος του ηγεμόνα των Αθηνών στην περίοδο της φραγκοκρατίας.
- - αφεντικό, κύριος,
- - κάτοχος, ιδιοκτήτης, ο κύρης της οικίας,
- - κυβερνήτης (πλοίου): του κατέργου τον κύρην,
Σε παλαιότερους χρόνους αποτελούσε τιμητική προσηγορία ή προσφώνηση αυτοκρατόρων, εκκλησιαστικών ή κοσμικών αρχόντων, καθώς και ιερωμένων. Από το ουσιαστικό [το] κύρος, που σημαίνει ισχύς, εξουσία, πρβλ. και κύριο όνομα ο Κύρος, παράγεται το επίθετο κύριος, που δηλώνει «τον έχοντα κύρος, τον κυριαρχούντα, τον ισχυρόν, τον δεσπόζοντα και κατ' ακολουθίαν τον κάτοχον, τον ιδιοκτήτην».
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Ποια η διαφορά του «κυρός» από το «κύριος» analogion.com[]
Παραπομπές
- ↑ [Η λέξη κύρης απαντάται κυρίως στο κρητικό και κυπριακό τοπικό γλωσσικό ιδίωμα και χρησιμοποιείται αντί της λέξεως πατέρας, όπως στο μεσαιωνικό ελληνικό ποιητικό στίχο: «κι ανέθρεψέν το η μάνα ντου δίχως κυρού κανάκι» Βιτσέντζου Κορνάρου, Ο Ερωτόκριτος β΄ 598. Επίσης γνωστή είναι η Ελληνική παροιμία «κατά μάννα, κατά κύρη, κατά γυιό και θυγατέρα».]
- ↑ Τι σημαίνει η λέξη Κυρός.