Εκκλησία της Ελλάδος
Η Εκκλησία της Ελλάδος, που είναι μία από τις δεκαπέντε αυτοκέφαλες Εκκλησίες που συναποτελούν την Ορθόδοξη Εκκλησία, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνες θείο καθίδρυμα, αριθμείται ενδέκατη στην τάξη των πρεσβείων των Εκκλησιών και ως ιδρυτές της θεωρούνται οι μαθητές του Απόστολου Παύλου. Μετα τους Βαλκανικούς πολέμους και ως τις μέρες μας (σ.σ. Νοέμβριος 2022) στα όρια της Ελληνικής επικράτειας συνυπάρχουν δύο εκκλησιαστικές διοικήσεις, αυτή της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και εκείνη των Επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου, δηλαδή οι περιοχές που περιλαμβάνουν τις περιοχές που απελευθερώθηκαν στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, οι οποίες διοικούνται από τη Σύνοδο Ιεραρχών υπό τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
Περιεχόμενα
Μορφή Διοικήσεως
Η διοικητική μορφή της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελεί συνδυασμό του Μητροπολιτικού και του Πατριαρχικού συστήματος σε αναφορά στον παλαιό αποστολικό τρόπο διοικήσεως. Κεφαλή της Εκκλησίας είναι η Σύνοδος των Ιεραρχών και τιμητικά πρόεδρος της Συνόδου είναι ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Η Ελληνική Πολιτεία, με βάση το ισχύον Σύνταγμα, αναγνωρίζει την Εκκλησία της Ελλάδος ως επικρατούσα θρησκεία της Ελλάδας και ο καταστατικός της χάρτης αποτελεί νόμο του κράτους.
Ιστορική αναδρομή
Η ίδρυση της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδος ανάγεται στο έτος 49 μ.Χ. και την πρώτη περιοδεία ιεραποστολής του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος μετά από όραμα που φέρεται να του παρουσιάστηκε στην Τρωάδα, πέρασε στην Ελλάδα όπου ίδρυσε τις πρώτες εκκλησίες στους Φιλίππους, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθο και Αρχαία Νικόπολη. Στην Εκκλησία της Θεσσαλονίκης ο Απόστολος Παύλος απέστειλε τις δύο πρώτες από τις επιστολές του, που είναι τα παλαιότερα κείμενα του Κανόνα της Καινής Διαθήκης. στα π[ρώτα χριστιανικά χρόνια σημαντικό γεγονός αποτέλεσε η επίσκεψη στην Αθήνα του μεγάλου Εκκλησιαστικού Πατέρα και Θεολόγου Ωριγένη ο οποίος βοήθησε στην επίλυση των εσωτερικών ζητημάτων της εκεί τοπικής Εκκλησίας.
Ταυτόχρονα με την έναρξη της παρουσίας του Χριστιανισμού στην Ελλάδα ξέσπασαν διώξεις σε βάρος των πιστών της νέας θρησκείας, γεγονός που αποτέλεσε σημαντικό εμπόδιο στην απρόσκοπτη εξάπλωση της και δημιούργησε, παράλληλα, πλήθος Χριστιανών μαρτύρων. Μεταξύ τους περιλαμβάνονται προσωπικότητες, όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, πρώτος επίσκοπος Αθηνών, ο Θεσσαλονικεύς μεγαλομάρτυς Δημήτριος, ο Λεωνίδας, επίσκοπος Αθηνών και πολλοί άλλοι. Στους διωγμούς έθεσε τέλος ο Μέγας Κωνσταντίνος με το Διάταγμα των Μεδιολάνων. Τον 4ο αιώνα η επικράτεια του Ανατολικού Ιλλυρικού εξαρτάται κανονικά από την Εκκλησία της Ρώμης, ενώ υπάγεται πολιτικά και διοικητικά στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Μετεπαναστατικά χρόνια
Το 1821, η Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, και το 1827, η Γ' της Τροιζήνας, καθόρισαν τους τρόπους και τους κανόνες της προσωρινής λειτουργίας της εκκλησιαστικής διοικήσεως του Ελληνικού κράτους ενώ το 1828 ο εθνικός Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας διόρισε εκκλησιαστική επιτροπή και η Δ' Εθνοσυνέλευση του Άργους, δημιούργησε και εγκατέστησε Γραμματεία Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Παιδείας.
Στις 27 Μαρτίου του 1833 ο Μάουρερ, ορισμένος αρμόδιος από την Αντιβασιλεία του Όθωνα για τα Εκκλησιαστικά θέματα, συγκρότησε Νομοπαρασκευαστική επιτροπή κληρικών και λαϊκών, με πρόεδρο τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Σκοπός της Επιτροπής ήταν η εκπόνηση οριστικού σχεδίου διοικήσεως και με βάση τη γνωμοδότηση της ο αντιβασιλέας Μάουρερ και ο ιερωμένος Θεόκλητος Φαρμακίδης συνέταξαν τον Καταστατικό Χάρτη για τη διοίκηση της Εκκλησίας, ο οποίος όμως δεν επικυρώθηκε ποτέ. Οι ίδιοι συνέταξαν και κείμενο βασιλικού διατάγματος για την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με ταυτόχρονη απόσπασή της από την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Στις 25 Ιουλίου του ίδιου χρόνου επικυρώθηκε από το βασιλιά Όθωνα το βασιλικό διάταγμα με τον τίτλο «Διακήρυξις περί της Ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος» και διορίστηκε η πρώτη πενταμελής Διαρκής Σύνοδος Ιεραρχών. Η «Διακήρυξις» αυτή αποτελεί τον πρώτο Καταστατικό Χάρτη της νεοσύστατης Εκκλησίας, η οποία ως το 1852 διοικήθηκε ουσιαστικά από την Πολιτεία.
Η ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, μονομερής ενέργεια καθώς δεν υπήρχε η συγκατάθεση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, εξόργισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο διέκοψε την κανονική κοινωνία με την Ελλαδική εκκλησία, όμως απέφυγε να την κηρύξει σχισματική. Μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1844 η Εθνοσυνέλευση επικύρωσε τον Καταστατικό Χάρτη στον οποίο επέφερε ελάχιστες αλλαγές. Στα 1850 οι ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος απηύθυναν επιστολή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ζητώντας την ανακήρυξη αυτοκεφαλίας και στις 29 Ιουνίου 1850 το Πατριαρχείο εξέδωσε τον Συνοδικό Τόμο ανακηρύξεως, όμως αρνήθηκε να αναγνωρίσει το διάστημα μεταξύ των ετών 1833-1850 ως κανονικό χρόνο αυτοκεφάλου διοικήσεως. Το 1864, όταν τα Επτάνησα συνενώθηκαν πολιτικά με την Ελλάδα το 1864 ακολούθησε και η εκκλησιαστική ένωση τους σύμφωνα με τον Τόμο που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενώ το ίδιο συνέβη με τις Μητροπόλεις της Θεσσαλίας και ενός τμήματος της Ηπείρου, το 1882, όταν απελευθερώθηκαν οι δύο περιοχές.
Οι Νέες Χώρες
Με τους Βαλκανικούς Πολέμους απελευθερώθηκαν προαιώνια Ελληνικά εδάφη και στην Ελληνική επικράτεια προστέθηκαν νέες ομάδες πληθυσμών, έτσι διαμορφώθηκαν δύο εκκλησιαστικές διοικήσεις. Αυτή της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος κι εκείνη των Επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου στις νεοαπελευθερωθείσες περιοχές με κύριο μοχλό διοικήσεως τη Σύνοδο Ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως η οποία όρισε επικεφαλής τον τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο (Αλεξιάδης).
Το 1927 με νόμο της Ελληνικής πολιτείας και δύο Πράξεις, μια από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και μία από την Εκκλησία της Ελλάδος το 1928, επιχειρήθηκε η διευθέτηση του ζητήματος των αποκαλούμενων Νέων Χωρών. Έτσι παραχωρήθηκαν «επιτροπικώς» οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών στην Εκκλησία της Ελλάδος, όμως παρέμειναν πνευματικά στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου. Έκτοτε οι Μητροπολίτες αυτών των περιοχών μνημονεύουν τον Πατριάρχη ως προκαθήμενο της Εκκλησίας κατά τη Θεία Λειτουργία και, ενώ εκλέγονται από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Ελλάδος, όμως ο Πατριάρχης έχει λόγο στην εκλογή τους και μπορεί να διαγράψει υποψηφίους από τον κατάλογο που του υποβάλλεται. Το καθεστώς αυτό προκαλεί, κατά καιρούς, προστριβές μεταξύ των δύο εκκλησιών, και το Πατριαρχείο κατηγορεί, συχνά, την Εκκλησία της Ελλάδος για αθέτηση των υποχρεώσεών της και αγνωμοσύνη προς την «Μητέρα Εκκλησία», ενώ η Εκκλησία της Ελλάδος, από την πλευρά της, κατηγορεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη για ανάμιξη στα εσωτερικά της και προσπάθεια επιβολής εμπίστων του στις υπό την δικαιοδοσία του Μητροπόλεις.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- [Εκκλησία της Ελλάδος]
- [Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος Ecclesia.gr, facebook.com]]
- [Οι ιστότοποι των Μητροπόλεων Εκκλησία της Ελλάδος]
- [Ραδιοφωνικός Σταθμός Εκκλησίας της Ελλάδος]