Πίνδαρος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Πίνδαρος, κορυφαίος αρχαίος Έλληνας δημιουργός της χορικής ποιήσεως της οποίας καλλιέργησε όλα τα είδη, ύμνους, παιάνες, θρήνους, η φωνή του Μαντείου των Δελφών για περισσότερο από σαράντα χρόνια, γεννήθηκε [1] το 522 ή το 518 π.Χ. στο συνοικισμό Κυνός Κεφαλές της Θήβας, στο σημερινό νομό Βοιωτίας και πέθανε το 438 π.Χ., όπως εκτιμάται από την χρονολόγηση του τελευταίου σωζόμενου ποιήματος του, σε ηλικία ογδόντα ετών, ενώ παρακολουθούσε αγώνες στο Θέατρο ή στο Στάδιο ή στο Γυμναστήριο του Άργους.

Πίνδαρος. [2]

Βιογραφία

Ήταν γιος του Δαΐφαντου, ο οποίος ανήκε στο αρχαίο και αριστοκρατικό γένος των Αιγιδών ένας κλάδος του οποίου εγκαταστάθηκε στη Σπάρτη και από εκεί αποίκισαν τη Θήρα και μετά την Κυρήνη, και της Κλεοδίκης, ενώ ένας από τους αδελφούς του ονομαζόταν Ερμότιμος. Ο Πίνδαρος σπούδασε μουσική από τα μικρά του χρόνια κοντά στον πατέρα του, ο οποίος ήταν φημισμένος μουσικός αυλού στην Θήβα, και ποιητική σύνθεση στο πλευρό του θείου του του Σκοπελίνου, ο οποίος τον δίδαξε την αυλητική και την εγχώρια ποίηση. Ο Πίνδαρος ολοκλήρωσε την εκπαίδευση του στην Αθήνα κοντά στους έξοχους Αθηναίους μουσικούς Αγαθοκλή και Απολλόδωρο και την Αθηναία ποιήτρια Μύρτιδα, ενώ πιθανή φαίνεται και η μαθητεία του κοντά στον Λάσο τον Ερμιονέα.

Στην Αθήνα μελέτησε παλιούς ποιητές, επικούς και λυρικούς, όπως τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αλκμάνα και τον Στησίχορο, ενώ διδάχτηκε την Πυθαγόρεια φιλοσοφία και την τεχνική της χορικής συνθέσεως, όμως εκτός από επιρροές στη μόρφωση του, δεν δέχτηκε καμιά άλλη παρέμβαση στην ιδεολογία του και οι δημοκρατικές απόψεις που επικρατούσαν δεν είχαν καμιά απήχηση στον ίδιο. Ο Πίνδαρος έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Θήβα και στους Δελφούς, όπου το μαντείο του είχε αναθέσει να εκφωνεί ύμνους προς τους Θεούς. Συνήθιζε να παρευρίσκεται στους μεγάλους Πανελλήνιους αγώνες, συνάπτοντας ταυτόχρονα σχέσεις με τους ευγενείς όλων των ελληνικών πόλεων και συχνά συνόδευε τους νικητές αθλητές στην πατρίδα τους, διευθύνοντας τις πομπές υποδοχής τους, τα λεγόμενα «Επινίκια».

Ο Πίνδαρος, κατά την διάρκεια της ζωής του, τιμήθηκε από όλες, σχεδόν, τις ελληνικές πόλεις για τα ποιήματα του και είχε προσκληθεί από βασιλείς και τυράννους στις αυλές τους, ιδιαίτερα από τον Αμύντα της Μακεδονίας, Αρκεσίλαο της Κυρήνης, Θήρωνα του Ακράγαντος και Ιέρωνα των Συρακουσών, όπου έζησε από το 476 μέχρι το 472 π.Χ. και έψαλε την έκρηξη του ηφαιστείου της Αίτνας εκείνου του χρόνου. Η πόλη των Θηβών τον τιμώρησε με πρόστιμο όταν μίλησε τιμητικά για την Αθήνα. Μετά το θάνατο του στο Άργος οι κόρες του μετέφεραν και έθαψαν την τέφρα του στη Θήβα, όπου μέχρι την εποχή του Παυσανία σώζονταν ο τάφος του μέσα στον Ιππόδρομο της Θήβας. Τα ερείπια του σπιτιού του υπήρχαν κοντά στο Ιερό της Μητέρας των Θεών.

Μνήμη Πίνδαρου

Οι Θηβαίοι τον αποκαλούσαν «ο αετός των Θηβών» και τον σύγκριναν με το πολύβουο ρέμα του ποταμού, όμως σύγχρονοι ποιητές όπως ο εθνικιστής Έζρα Πάουντ γράφει γι' αυτόν: «"Αετός της Θήβας" -άπαγε! Ένας καταραμένος ρήτορας τις περισσότερες φορές… Το πιο πολυβραβευμένο φουσκωμένο άντερο όλων των εποχών». Ο Πίνδαρος υπήρξε ηθικολόγος και θρησκευόμενος. Αξίες του αποτελούσαν το κάλλος, η ομορφιά, η ειλικρίνεια και η αποστροφή από την κολακεία. Κύριες αρετές θεωρούσε την ευσέβεια και την σωφροσύνη.

Εξαιτίας της φήμης του Πινδάρου, το σπίτι του αποτελούσε ένα από τα αξιοθέατα των αρχαίων Θηβών και ο Αρριανός αναφέρει ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, ως ένδειξη σεβασμού και αποδόσεως τιμής στον ποιητή, το εξαίρεσε από την καταστροφή με την οποία τιμώρησε το 335 π.Χ. την υπόλοιπη πόλη, καθώς ο Πίνδαρος είχε συνθέσει εγκώμια για τον Αλέξανδρο Α΄ της Μακεδονίας. Τον γενικότερο θαυμασμό που έτρεφε ο αρχαίος κόσμος για το έργο του, τον διατυπώνει επιγραμματικά ο Λατίνος ποιητής Οράτιος με τους στίχους του: «Όποιος Βάζει στο νου του να ξεπεράσει τον Πίνδαρο, στηρίζεται σε κεροκόλλητα φτερά, φτιαγμένα από τον Δαίδαλο. Η μοίρα του είναι να δώσει τ’ όνομά του σε πέλαγο με διάφανα νερά». Οι Αθηναίοι τον είχαν τιμήσει ορίζοντας τον πρόξενο και μετά τον θάνατον του, του έστησαν μπρούτζινο άγαλμα. Οι δε Θηβαίοι του είχαν επιβάλλει πρόστιμο, επειδή εγκωμίασε εχθρική πόλη, την Αθήνα, αλλά αργότερα έκτισαν ναό κοντά στο σπίτι του, για να τον τιμήσουν.

Εργογραφία

Ο Πίνδαρος είναι ο μοναδικός λυρικός ποιητής που η παράδοση έσωσε μεγάλο μέρος του έργου του. Η περίοδος της ακμής του φτάνει μέχρι το 450 π.Χ. περίπου. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από εκθαμβωτικές μεταφορές, εκφραστικότατες περιφράσεις και προσωπικό λεξιλόγιο που καταπλήσσει. Το πρώτο σωζόμενο έργο του χρονολογείται στα 498 και το τελευταίο στα 446, επομένως το κεντρικό γεγονός της πενηντάχρονης πορείας του ήταν οι Περσικοί πόλεμοι, οι οποίοι δεν τον συγκίνησαν πνευματικά. Έγραψε ένα τεράστιο αριθμό ποιημάτων τα οποία είχαν ταξινομηθεί από τους Αλεξανδρινούς συγγραφείς σε δέκα επτά βιβλία. Η ποίηση του Έγραψε ύμνους, προς τιμή των θεών, παιάνες, προς τιμή του Απόλλωνα, διθυράμβους, άσματα που θεωρούνταν μέρος των λατρευτικών εκδηλώσεων προς τιμή του Διόνυσου, προσόδια, συνθέσεις ικεσίας ή ευχαριστίας, στην πομπή προς κάποιο ιερό, παρθένια, χορός κοριτσιών σε δωρικές περιοχές, υπορχήματα, χορικά άσματα, με ορχηστικά χαρακτηριστικά, εγκώμια, με δοξαστικό περιεχόμενο, θρήνους, επιτάφια άσματα και Επινίκια, που είναι τα μόνα σωζόμενα έργα του, ενώ από τα υπόλοιπα διασώθηκαν μόνο μερικά κομμάτια.

Τα Επινίκια ήταν ύμνοι που εξυμνούσαν τους νικητές των αγώνων και απαγγέλλονταν από τον χορό, συνήθως στο τόπο της νίκης ή κατά την διάρκεια τελετής προς τιμήν του νικητού, μετά την επιστροφή του στο σπίτι. Περιείχαν 14 Ολυμπιακές, 12 Πύθια, 11 Νεμέα και 8 Ίσθμια ωδές. Τα ποιήματα του Πίνδαρου χαρακτηρίζονται από μεγαλειότητα σκέψεως, έκφραση, μέτρο και αρμονική σκέψη και περιέχουν έντονα θρησκευτικά συναισθήματα. Η γλώσσα του είναι η λογοτεχνική δωρική, αναμειγνύει όμως αιολικά και επικά γλωσσικά στοιχεία, είναι η γλώσσα του έπους και δεν πρόκειται για μία ομιλούμενη διάλεκτο, αλλά για ένα καλλιτεχνικό κατασκεύασμα με έντονο προσωπικό ύφος. Ωστόσο, από αυτό το εκτενές έργο του μόνο τα νικητήρια ποιήματα του «Ολυμπιονίκες», «Ισθμιονίκες», «Πυθιονίκες» και «Νεμεονίκες» έχουν διασωθεί πλήρως, μερικά αποσπάσματα ενός διθυράμβου για την έκλειψη ηλίου το 463 π.Χ και δυο χαριτωμένα τραγούδια για τις Ιερόδουλες της Κορίνθου και τον Θεόξενο.

Ο Πίνδαρος έγραψε χορικά αρκετών τύπων, που σύμφωνα με τους βιογράφους της ύστερης αρχαιότητας αυτές οι ωδές ταξινομήθηκαν από τους λόγιους της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας σε είδη:

  • «Ύμνοι», 1 βιβλίο,
  • «Παιάνες», 1 βιβλίο,
  • «Διθύραμβοι», 2 βιβλία,
  • «Προσόδια», 1 βιβλίο,
  • «Παρθένια», 3 βιβλία, [Περί των νεαρών γυναικών],
  • «Υπορχήματα», 1 βιβλίο, [Υποστηρικτικά χορού],
  • «Εγκώμια», 1 βιβλίο,
  • «Θρήνοι», 1 βιβλίο,
  • «Επινίκια», 4 βιβλία.

Από αυτό το εκτενές corpus μόνον οι επινίκιες ωδές έχουν διασωθεί πλήρεις. Οι υπόλοιπες είναι γνωστές μόνον από παραπομπές άλλων συγγραφέων ή σπαράγματα παπύρων που ανακαλύφθηκαν στην Αίγυπτο.

  • «Ολυμπιόνικοι»,
  • «Νεμεόνικοι»,
  • «Πυθιόνικοι»,
  • «Ισθμιόνικοι».

Πλήρη μετάφραση του πινδαρικού έργου με πλούσια σχόλια εκπόνησε ο Παναγής Λεκατσάς στο έργο του «Πίνδαρος, μετάφραση και ερμηνευτικά», 2η έκδοση, εκδόσεις «Δίφρος», που κυκλοφόρησε το 1960 στην Αθήνα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Ο Πίνδαρος αναφέρει ότι η γέννησή του συνέπεσε με τη γιορτή των Πυθίων [Vita Ambrosiana, frgm. 193], αλλά δεν είναι σίγουρο αν πρόκειται για τα Πύθια του 522 ή του 518 π.Χ.]
  2. [Προτομή του ποιητή στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης Ιταλίας.}