Παύλος Ηλία Νικολαΐδης
Ο Παύλος Ηλία Νικολαΐδης, γνωστός ως καπετάν Ρακοβίτης, Έλληνας εθνικός αγωνιστής και σημαντικός οπλαρχηγός του Μακεδονικού αγώνος, γεννήθηκε το 1877 στο χωριό τότε Ράκοβο και σήμερα Κρατερό του νομού Φλωρίνης, όπου δολοφονήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1910 από απόσπασμα στρατιωτών κατ' εντολή των Νεοτούρκων.
Βιογραφία
Πατέρας του Παύλου ήταν ο Ηλίας Νικολαΐδης [1]. Το 1905 ο Παύλος συνεργάστηκε με τον Ευθύμιο Καούδη με το σώμα του οποίου, έδρασε στην περιοχή του Περιστερίου και συγκρούστηκε δύο φορές με Βούλγαρους κομιτατζήδες στο Κρατερό, ενώ στη συνέχεια εντάχθηκε ως υπαρχηγός στο σώμα του Γεώργιου Δικώνυμου Μακρή. Το 1906 ο Μακρής τραυματίστηκε σοβαρά σε μάχη με Οθωμανούς στο Μεγάροβο Πελαγονίας και ο ο Παύλος Ρακοβίτης ανέλαβε την αρχηγία του σώματος, καθώς κρίθηκε ο πιο άξιος να αντικαταστήσει τον Κρητικό οπλαρχηγό. Επικεφαλής του σώματος έδρασε ως οπλαρχηγός σε όλη την περιοχή της Φλώρινας, στα Κορέστια και στην Πελαγονία.
Συνεργάστηκε επίσης με τον Γεώργιο Τσόντο, γνωστό ως καπετάν Βάρδα και τον Ιωάννη Καραβίτη σε διάφορες επιχειρήσεις αλλά και στη στρατολόγηση νέων εθελοντών από την περιοχή. Το σώμα Καραβίτη, κοντά στο χωριό Μπούκοβο, λίγο έξω από το Μοναστήρι, είχε αψιμαχίες με τουρκικά αποσπάσματα, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του Ρακοβίτη. Ακολούθως ολόκληρο το σώμα βρέθηκε στο χωριό Βελουσίνα, όπου κατέλυσε στο σπίτι του εφημερίου του χωριού. Γράφει [2] ο Καραβίτης: «πολύ πρωί ειδοποιώ εις το Κέντρο να μου στείλει ιατρό και εν ολίγοις εκθέτω τα διατρέξαντα. Κατά το απόγευμα φθάνει ο εκ Κλεισούρας ιατρός Λργυρόπουλος (πατέρας του φαρμακοποιού Γ. Αργυρόπουλου, εγκατεστημένου εν Φλωρίνη). Έπλυνε και εκαθάρισε τες πληγές του καπετάν Παύλου και μου άφησε αρκετή ποσότητα σουμπλιμέ, βαμβάκι, γάζες και επιδέσμους να τον περιποιούμεθα μόνοι μας και αναχώρησε πάραυτα, πριν πάρουν είδηση οι Τούρκοι και τον ερωτήσουν πού επήγε και πού ήταν. Εις τοιαύτην περίτττωσιν θα έλεγε ότι επεσκέφθη τον ασθενή παπα-Ηλία, εις τον οποίο άφησε και μερικά σκονάκια διά του λόγου το ασφαλές»
Μετά τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνος ο Νικολαΐδης κατέφυγε για λόγους της προσωπικής του ασφαλείας στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα. Στη διάρκεια της εκεί παραμονής του ήρθε σε ρήξη με Βούλγαρους μετανάστες, δολοφόνησε δύο και αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Μακεδονία, ως λαθρεπιβάτης γιατί καταζητούνταν για το φόνο τους.
Το τέλος του
Στις 4 Οκτωβρίου του 1910 ο Νικολαΐδης δολοφονήθηκε στο Κρατερό από Οθωμανικό απόσπασμα κατ' εντολή των Νεοτούρκων, αν και είχε χορηγηθεί αμνηστία σε όλους όσοι είχαν εμπλακεί στον Μακεδονικό Αγώνα, ο οποίος είχε στο μεταξύ λήξει. Τη δολοφονία του Παύλου Νικολαΐδη ακολούθησαν αυτές του Πέτρου Περδίκα, στις 13 Οκτωβρίου 1908 στη Σιάτιστα, του Γκόνου Γιώτα στα Γιαννιτσά, του Γεωργίου Καραϊσκάκη στη Στρώμνιτσα, και άλλων. Με αυτές οι Νεότουρκοι επιδίωκαν την εξόντωση όλων των σημαντικών στελεχών και οπλαρχηγών του Μακεδονικού Αγώνα.
Μνήμη Παύλου Νικολαΐδη
Το 1960 στήθηκε προτομή του Παύλου Ρακοβίτη στο χωριό του, Κρατερό Φλώρινας, όπου το 1999, ιδρύθηκε ο Φιλεκπαιδευτικός, Φυσιολατρικός και εξωραϊστικός σύλλογος Κρατερού «Παύλος Ρακοβίτης». Ο Νικολαΐδης, γενναίος και αποφασιστικός χαρακτήρας, ήταν γνωστός στο χωριό του και ως Τρελοπαύλος, για τον ατίθασο χαρακτήρα του αλλά και λόγω του ότι έπινε υπερβολικά και τότε γίνονταν επικίνδυνος. Στάθηκε αμείλικτος με τους Βουλγαρίζοντες, στους οποίους προκαλούσε τρόμο, γεγονός που τον οδήγησε στη δημιουργία προσωπικών εχθρών. Ως οπλαρχηγός του σώματος του Γ. Μακρή, απέσπασε πολλές φορές χρήματα από τους συγχωριανούς του για την ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνος, ενέργειες που τον έφεραν σε ρήξη με το Ελληνικό κέντρο. Ο Βάρδας σημειώνει [3] πως ο Ρακοβίτης ήταν βαρήκοος χωρίς καμία αμφιβολία, αφού μετά από ένα περίπου χρόνο αντάρτικης ζωής, μιλούσε πολύ δυνατά χωρίς να το αντιλαμβάνεται
Παραπομπές
- ↑ [Ο Ηλίας Νικολαΐδης, ο πατέρας του Παύλου, δολοφονήθηκε στις 8 Οκτωβρίου του 1907 στο Ράκοβο, από ομάδες 200 Βουλγάρων κομιτατζήδων των Τράικο, Άτσεφ, Τζόλε Στόιτσεφ και Λεόντεφ. Οι Βούλγαροι αντάρτες επιτέθηκαν στο χωριό τη στιγμή που οι περισσότεροι Έλληνες άντρες έλλειπαν στην αγορά του Μοναστηρίου και αφού έκαψαν 70 σπίτια, δολοφόνησαν 3 γέροντες. Πολλοί από τους κομιτατζήδες ήταν από το χωριό Μπούφι και από άλλα γειτονικά της περιοχής. Σύμφωνα με ελληνικό προξενικό έγγραφο, μετά την επίθεση το χωριό είχε μεταβληθεί σε «σωρό ερειπίων». Τα ελληνικά ανταρτικά σώματα θέλανε να πραγματοποιήσουν επίθεση εναντίον του, για την καταστροφή του Κρατερού, αλλά δεν το επιχείρησαν, γιατί εκεί υπήρχε πάντα ισχυρή Τουρκική στρατιωτική φρουρά.]
- ↑ [Καραβίτης, σελίδες 746-747.]
- ↑ [Βάρδας, 1907, σελίδα 703.]