Ευθύμιος Καούδης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Ευθύμιος Καούδης, Έλληνας εθνικός αγωνιστής, αρχηγός της πρώτης ομάδας Κρητικών που εισήλθε στην κατεχόμενη, από τους Τούρκους, Μακεδονία, με σκοπό την ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα, γεννήθηκε το 1866 ή σύμφωνα με άλλη πηγή το 1872, στο χωριό Καλλικράτης, που βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 800 μέτρων στο οροπέδιο των Σφακίων, στη Κρήτη και πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου 1956 στη Θεσσαλονίκη. Η κηδεία του τελέστηκε δημοσία δαπάνη, ο Δήμος Θεσσαλονίκης παραχώρησε δωρεάν τάφο και το Γ' Σώμα Στρατού του απέδωσε τιμές Στρατηγού εν ενεργεία.

Ευθύμιος Καούδης

Βιογραφία

Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Καούδης. Ο Ευθύμιος εγκατέλειψε την γενέτειρα του πριν το 1900 ή το 1903, καθώς κατηγορήθηκε για τη δολοφονία του Βουϊδά, αρχηγού ληστρικής συμμορίας της περιοχής των Σφακίων, ή φοβήθηκε πιθανή βεντέτα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως χτίστης [1]. Στις αρχές του 1903 στο καφενείο του Μαραβελάκη, σε ένα στενό της οδού Σταδίου, κοντά στο κτίριο της Βουλής, στο σημερινό ιστορικό Μουσείο, όπου σύχναζαν αρκετοί Κρήτες των Αθηνών, τον προσέγγισαν οι Ανθυπολοχαγοί Παύλος Μελάς και Γεώργιος Τσόντος Βάρδας, οι οποίοι τον στρατολόγησαν στο σκοπό της απελευθερώσεως της Μακεδονίας.

Μακεδονικός αγώνας

Στις 6 Μαΐου 1903 μετέβη με πλοίο στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τους Λ. Βρανά, Γ. Δικώνυμο και Γ. Πέρρο ή Περάκη, με σκοπό να ταξιδέψουν στην ενδοχώρα της Δυτικής Μακεδονίας και να εξετάσουν τις δυνατότητες να υπάρξει Ελληνική οργανωμένη αντίσταση. Στις 13 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, εντάχθηκε στις ομάδες των ανταρτών μαζί με σώμα 10 Κρητικών [2] και προχώρησε προς την περιοχή Φλώρινας–Καστοριάς, όπου παρέμεινε για δύο μήνες περίπου, δρώντας εναντίον των Βουλγάρων, ενώ τον Αύγουστο του 1903 μεταφέρθηκε με την ομάδα του στο Βόλο και ένα χρόνο αργότερα επέστρεψε στην Ελεύθερη Ελλάδα. Τον Φεβρουάριο του 1904, επανήλθε στη Μακεδονία ως υπασπιστής του Κοντούλη, μέχρι τον Ιούνιο του 1904, περίοδο που συνεργάσθηκε με τον καπετάν Κώττα.

Τον Αύγουστο του 1904 ο Δημήτριος Καλαποθάκης του πρότεινε τη δημιουργία σώματος το οποίο θα σταλεί στη Μακεδονία και ο Καούδης επάνδρωσε ένα σώμα από δεκαπέντε οπλίτες [3]. Στις 11/24 Αυγούστου ο Καούδης ξεκίνησε από το λιμάνι του Πειραιά και αποβιβάστηκε στο Βόλο, όπου στις 16/29 Αυγούστου, τον συνάντησε ο Καλομενόπουλος, εκπρόσωπος του Μακεδονικού Κομιτάτου στη Θεσσαλία και στις 18 Αυγούστου/1η Σεπτεμβρίου πέρασε τα σύνορα κι έφτασε στο Ελευθεροχώρι. Το βράδυ της 20ης Αυγούστου/2ας Σεπτεμβρίου αναχώρησε από το Κουτσικό με οδηγό τον Απόστολο Αγακίδη και δια μέσω Χοριβού, έφτασε την Κυριακή 22 Αυγούστου/4 Σεπτεμβρίου στο Κωσταράζι όπου έμεινε μέχρι το βράδυ της επόμενης μέρας. Στο Κωσταράζι ο δάσκαλος του χωριού Πανταζής Χρυσοστομίδης γνώρισε τον Καούδη με τον Ντίνα Στεργίου και του σύστησε να τον πάρει στο σώμα του. Το βράδυ της 23ης Αυγούστου/5ης Σεπτεμβρίου το Σώμα του Καούδη ξεκίνησε από το Κωσταράζι και δια μέσω της Μονής Τσιριλόβου έφτασαν στο Λέχοβο, όπου κατέλυσαν στο σπίτι του Ζήση Δημουλιού.

Σις 14 Σεπτεμβρίου 1904 ο Καούδης με το σώμα του εισήλθε στο χωριό Ζέλοβο, όπου συναντήθηκε με τους αδερφούς Αναστάσιο και Φίλιππο Στέφο, στο σπίτι των οποίων φιλοξενήθηκαν και αποθήκευσαν οπλισμό. Οι Ζελοβίτες όμως, παρά τις διαβεβαιώσεις του Παύλου Κύρου για τον Καούδη, δυσπιστούσαν και δεν τους επέτρεψα τη διαμονή στο χωριό τους. Ο Τραϊανός Λιαντζάκης, προύχοντας του χωριού, μετέβη στο Μοναστήρι και πήρε τη διαβεβαίωση από τον Έλληνα πρόξενο, Δημήτριο Καλλέργη ότι ο Καούδης ενεργούσε βάσει οδηγιών των Ελληνικών αρχών. Στις 18 Σεπτεμβρίου, στη μάχη του Τριγώνου [Όστιμα], ο Καούδης κατέφερε πλήγμα στα Σώματα των Βουλγάρων, ενώ μετά το θάνατο του Παύλου Μελά στις 13 Οκτωβρίου 1904, ανέλαβε προσωρινά τη διοίκηση των Ελληνικών Σωμάτων ανταρτών στη Δυτική Μακεδονία.

Στις 7/20 Νοεμβρίου 1904, βρίσκονταν στο Kωσταράζι της Καστοριάς, όπου συναντήθηκε και υποδέχθηκε στη Μακεδονία, το σώμα των Κρητών του Γεωργίου Κατεχάκη [4], τους οποίους απέστειλε η Ελληνική κυβέρνηση και το «Μακεδονικό Κομιτάτο», όπως είχε ζητήσει, ήδη από το 1902, με επιστολή του [5] προς τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη, ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, τότε Δεσπότης Καστοριάς. Στις 12 προς 13 Νοεμβρίου 1904, το αντάρτικο Σώμα του, μαζί με το Σώμα του Γεωργίου Κατεχάκη, εισέβαλαν στο χωριό Σκλήθρο [Ζέλενιτς] κι επιτέθηκαν σε σπίτι, όπου γινόταν γάμος σημαντικού στελέχους της «Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης» [«Ε.Μ.Ε.Ο.»], με την παρουσία του αρχικομιτατζή Κόλε Αντρέεφ. Στη μάχη που επακολούθησε τα δύο αντάρτικα σώματα, σύνολο τριάντα πέντε αντάρτες, πέτυχαν να εξοντώσουν 47 Βούλγαρους κομιτατζήδες μαζί με τον αρχηγό τους και δύο αξιωματικούς, αλλά και να σπείρουν τον τρόμο στη βουλγαρική οργάνωση της περιοχής. Στη μάχη στο Σκλήθρο αναφέρονται συχνά αντιεθνικιστές και φιλοσκοπιανοί, κάνοντας λόγο για το «Ματωμένο Γάμο», εμπλέκοντας τους προγόνους από την πλευρά της μητέρας του, του Χρήστου Σαρτζετάκη, Αρεοπαγίτη που διατέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Μετά τη μάχη το Σώμα του μαζί με κείνο του Κατεχάκη, ακολουθώντας τη διαδρομή μέσω Λοσνίτσης [Γέρμα]-Βογατσικού και Κωσταραζίου, έφθασε στις 17 Νοεμβρίου εις την Μονή Τσιριλόβου. Από εκεί επικοινώνησαν με το Μητροπολίτη Καστοριάς, ο οποίος απέστειλε πλοιάρια εις την Ανατολική όχθη τής λίμνης, τα οποία τους παρέλαβαν και τους μετέφεραν στην δυτική όχθη, κοντά στους Μανιάκους [6]. Στη συνέχεια πεζοί βάδισαν προς την Μονή Αγίου Νικολάου Σλίβενης [Κορομηλιά] και με ολονύκτια πορεία, έφθασαν στις 25 Νοεμβρίου εις το Ζέλοβο [Ανταρτικό]. Το χειμώνα του 1904-05 έδρασε σε χωριά της περιοχής των Κορεστίων ενώ στις 25 Μαρτίου 1905 συμμετείχε στην επίθεση που οργάνωσε ο Γεώργιος Τσόντος Βάρδας κατά της Ζαγορίτσανης (σημερινή ονομασία: Βασιλειάδα). Στα τέλη Αυγούστου έδρασε ξανά στην περιοχή των Κορεστίων, όμως στα τέλη Οκτωβρίου συγκρούστηκε με το Βάρδα και συνέχισε τη δράση του στα χωριά του Περιστερίου. Έμεινε στο Περιστέρι έως το Πάσχα του 1906, με μια διακοπή κατά το Μάρτιο που πήγε για λίγο χρονικό διάστημα στα Κορέστια και στις 23 Απριλίου 1906 η ομάδα του συγκρούστηκε με τον τουρκικό στρατό στο Κρατερό. Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα έγινε γνωστός ως «Γερο–Καούδης» λόγω της ηλικίας αλλά και ως διάκριση στην Επανάσταση του 1895-97 στην Κρήτη.

Μετά το Μακεδονικό αγώνα

Το 1912 πήγε στη Σάμο όπου συμμετείχε στους εθνικούς αγώνες έως τις 23 Σεπτεμβρίου 1912, που ύστερα από αρκετές μάχες με τον τουρκικό στρατό, το νησί απελευθερώθηκε. Μετά την απελευθέρωση έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Μακεδονίας κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, συμμετέχοντας στα «Σώματα Ελλήνων Προσκόπων», ενώ στις 11 Οκτωβρίου πήρε μέρος στην κατάληψη της Σιάτιστας. Την επόμενη μέρα συγκρούστηκε με τον τουρκικό στρατό και κινήθηκε προς την πόλη των Γρεβενών, όμως τραυματίστηκε στη γέφυρα της Σμίξης κι ως το τέλος του Α' Βαλκανικού Πολέμου έμεινε μακρυά από στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Στα 1915, συμμετείχε στο Κίνημα της Εθνικής άμυνας του Ελευθέριου Βενιζέλου. Η προσωρινή κυβέρνηση προκειμένου να αντιμετωπίσει την τεράστια έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού στον υπό σύσταση στρατό της, προχώρησε σε μαζικές και άμεσες μονιμοποιήσεις εφέδρων, ως μόνιμων αξιωματικών και υπαξιωματικών του Τακτικού της στρατού, κυρίως όσων προέρχονταν από τις τάξεις των Μακεδονομάχων. Για το σκοπό αυτό έδωσε μια σειρά από κίνητρα δημοσιεύοντας το διάταγμα «Περί παραχωρήσεως κτημάτων εν Μακεδονία εις τους μετασχόντας του Εθνικού Αγώνος», στο οποίο ανταποκρίθηκαν ελάχιστοι Έλληνες της Μακεδονίας, όμως εντάχθηκαν μαζικά οι Κρήτες που είχαν πάρει μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα, μεταξύ τους και ο Καούδης, ο οποίος μαζί με τους Παύλο Γύπαρη, Γεώργιο Βολάνη και άλλους, εντάχθηκαν, με διάταγμα [7], στις τάξεις των αξιωματικών του Στρατού με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού.

Το 1919, ο Καούδης υπηρετούσε στο Τάγμα του Βλαχόπουλου, που είχε στρατοπεδεύσει στα ανάκτορα του Ντολμά Μπαξέ στην Κωνσταντινούπολη και διατέλεσε Φρούραρχος στο Φανάρι. Η κυβέρνηση Βενιζέλου, με υπουργό Στρατιωτικών το Γεώργιο Κονδύλη, του απένειμε τον βαθμό του Λοχαγού, με ειδικό νόμο που ψήφισε. Από το 1927, ήταν ενεργό μέλος της εθνικής οργανώσεως «Ο Παύλος Μελάς» [8], στη Θεσσαλονίκη και συνέβαλε ενεργά στη σύνταξη της επετηρίδας των Μακεδονομάχων. Στη διάρκεια της κατοχής, προκειμένου να αποφύγει πράξεις αντεκδικήσεως από μέρους των Βουλγάρων, εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη και εγκαταστάθηκε αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια στην Κρήτη, όμως μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη όπου έζησε μέχρι το θάνατο του

Μνήμη Καούδη

Το 1996, το «Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα» εξέδωσε, με επιμέλεια του Άγγελου Χοτζίδη τα απομνημονεύματά του της περιόδου από τα 1903 έως τα 1907, με τον τίτλο,

  • «Ευθύμιος Καούδης. Ένας Κρητικός αγωνίζεται για τη Μακεδονία», το οποίο αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για τη ζωή, τη δράση του της περιόδου από το 1903 έως το 1907, αλλά και τα γεγονότα της ίδιας περιόδου στην Αθήνα και στην Μακεδονία.

Το όνομα του έχει δοθεί στην πλατεία Στρεμπενιώτη ή πλατεία Καούδη στην περιοχή του Ντεπώ, στη Θεσσαλονίκη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Σύμφωνα με τη περιγραφή που δίνει ο συναγωνιστής του Κώστας Κλειδής, ο Καούδης «....δεν ήταν κοντός ούτε ψηλός. Λίγο μαυριδερός, στραβοκάνης, όλο νεύρο, φαινόταν αμέσως, διαόλου γέννα και δυνατός. Ούτε αδύνατος, ούτε φαρδύς, μουστάκι μαύρο, φαρδύ και μακρύ, αξύριστος, αχτένιστος, με μάτια μικρά και μισόκλειστα…».]
  2. [Το σώμα αποτελούσαν οι Ευθύμιος Καούδης, αρχηγός, Γεώργιος Πέρρος, Γεώργιος Μακρής, Λαμπρινός Βρανάς, Γεώργιος Ζουρίδης, Γεώργιος Στρατινάκης, Ευστράτιος Μπονάτος, Εμμανουήλ Καντουνάτος, Νικόλαος Λουκάκης, και Γεώργιος Σεϊμένης.]
  3. [Το σώμα αποτελούσαν οι Ευθύμιος Καούδης, αρχηγός, Παύλος Κύρου, υπαρχηγός από το χωριό Ανταρτικό Φλώρινας, Στυλιανός Κλειδής, Εμμανουήλ Σκουντρής, Αριστείδης Νύσταρης, Ιωάννης Καλογεράκης, Ιωάννης Σεϊμένης, Σίμος Στογιάννης ή Ιωαννίδης από τα Έλωνα Φλωρίνης, Σταύρος Ζούλης, Ιωάννης Σιμανίκας, Χρήστος Λευκαρουδάκης, Θ. Λίτσης, Δημήτριος Σπανόπουλος, Σωτήρης Χατζηδάκης και μαζί τους ήταν ο οδηγός τους Απόστολος Αγακίδης, γιος του γιατρού Αγακίδη, που καταγόταν από το χωριό Τσοτύλι Καστοριάς.]
  4. [«....Οι....Κρήτες ους σας στέλλωμεν είναι τέλειοι τύποι πολεμιστών, γενναίοι, ευφυείς, τολμηροί, αποφασιστικοί, φιλόδοξοι και έχοντες αναπτυγμένο εθνικό αίσθημα, είμαι βέβαιος ότι θα ενισχύσωσι καταπληκτικώς τον αγώνα σας».] Απόσπασμα από την απαντητική επιστολή του αρχηγού Παύλου Μελά στις 11 Ιουνίου 1903, στον Δεσπότη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος με δική του επιστολή είχε ζητήσει βοήθεια σε οπλισμό και αντάρτες.
  5. [«.....Στείλτε μου πενήντα παλικάρια, πενήντα Κρητικούς να τους ενώσω με τους δικούς μου. Θα καταρτίσω έτσι 20 Σώματα και θα μοιράσω από τον Αλιάκμονα ως το Μορίχοβο και το Μοναστήρι, τη Φλώρινα, το Όστροβο (Άρνισσα), Σέτινα, Βλάδοβο (Άγρας), Βοδενά (Έδεσσα) και Καρατζόβα. Ο καιρός είναι κατάλληλος για δράση. Ένα σωρό πρόκριτοι, ιερείς, και διδάσκαλοι είναι μυημένοι και οι οπλαρχηγοί περιμένουν ενίσχυση από την Ελλάδα. Ο ερχομός των παλικαριών από κάτω (Κρήτη) θα δώσει κουράγιο στους δικούς μου, θα εμποδίσει την αποσκίρτηση τους και θα φοβίσει τους Βουλγάρους….»] Απόσπασμα από την επιστολή του Γερμανού Καραβαγγέλη, τότε Δεσπότη Καστοριάς στον πρωθυπουργό της Ελλάδος Αλέξανδρο Ζαΐμη.
  6. [«Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα», έκδοσις Γενικό Επιτελείο Στρατού, Αθήναι 1979.]
  7. [Η κατάταξη τους έγινε με το Διάταγμα 2615 της 28ης Μαΐου 1917, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Γεωργίου Τσόντου-Βάρδα, φάκελλος 12.]
  8. [Η «Εθνική οργάνωσις Παύλος Μελάς» ιδρύθηκε στα τέλη του Αυγούστου 1927 στη Θεσσαλονίκη. Ιδρυτικά της μέλη ήταν Μακεδονομάχοι και απόγονοι Μακεδονομάχων, οι οποίοι εξέλεξαν πρόεδρο της τον μετέπειτα βουλευτή Θεσσαλονίκης, Γκαίτε Τζοβαρόπουλο. Η οργάνωση τον Ιούνιο του 1928, πραγματοποίησε συνέδριο Μακεδονομάχων στην Έδεσσα. Μετά το τέλος του συνεδρίου εκδόθηκε ψήφισμα με το οποίο οι σύνεδροι καθόριζαν τις ανταμοιβές που ζητούσαν από το Ελληνικό κράτος, όπως, προίκες, συντάξεις, εκτάσεις γης και δάνεια ή αστική περιουσία, προνομιακή μεταχείριση των παιδιών τους στις προσλήψεις στο Δημόσιο, άδειες οπλοφορίας και περιπτέρων.] «Βουλευτές και Καπετάνιοι: Πελατειακές σχέσεις στη Μεσοπολεμική Μακεδονία», σελίδες 326η-327η].