Σπύρος Λούης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Σπυρίδων Λούης, Έλληνας Ολυμπιονίκης του Μαραθώνιου δρόμου στους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896 που έγιναν στην Αθήνα, γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1872 στο Μαρούσι, τότε χωριό του νομού Αττικικοβοιωτίας, και πέθανε στις 26 Μαρτίου ή σύμφωνα με άλλη πηγή στις 25 Μαρτίου 1940 στην Αθήνα, μετά από καρδιακό επεισόδιο που προκλήθηκε από σύντομη αλλά βαριά βρογχίτιδα. Η κηδεία του τελέστηκε στο Μαρούσι, όπου τάφηκε στο δημοτικό κοιμητήριο και ο τάφος του κοσμείται από τους τους πέντε Ολυμπιακούς κύκλους.

Παντρεύτηκε με την Ελένη Κοντού, ψυχοκόρη της μαμής του Αμαρουσίου, της Ασπασίας Τερζοπούλου, και από το γάμο τους γεννήθηκαν τρεις γιοι, ο Παναγιώτης, ο Γιώργος, από τον οποίο απέκτησε δύο εγγονούς, το το Σπύρο και τον Νίκο, και ο Νίκος Λούης, από τον οποίο απέκτησε μια εγγονή, την Ελένη [1].

Σπύρος Λούης
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 12 Ιανουαρίου 1872
Τόπος: Μαρούσι, Αττική (Ελλάδα)
Θάνατος: 26 Μαρτίου 1940
Τόπος: Αθήνα (Ελλάδα)
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Ολυμπιονίκης, Μαραθωνοδρόμος

Βιογραφία

Ο Σπύρος ήταν το 5ο και τελευταίο παιδί οικογένειας αγροτών. Πατέρας του ήταν ο Αθανάσιος Λούης και μητέρα του η Καλομοίρα. Εγκατέλειψε το Δημοτικό σχολείο καθώς ήταν αδύναμος στα γράμματα και πρόλαβε να μάθει ελάχιστα. Έκτοτε εργάζονταν ως νερουλάς, μεταφέροντας νερό στα γύρω χωριά. Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας από το 1893 έως το 1895, την οποία υπηρέτησε στο Τάγμα των Ευζώνων, διακρίθηκε για την ικανότητά του να τρέχει «ταχύτερα από άλογο», και διοικητής του ήταν ο ο συνταγματάρχης Μηχανικού Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, υπασπιστής του Βασιλέως Γεωργίου, μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων και ειδικός έφορος του Μαραθωνίου δρόμου, μετέπειτα υπεύθυνος για τη διοργάνωση των προκριματικών αγώνων διεξαγωγής του Μαραθωνίου. Τη αγώνισμα είχε εισηγηθεί ο Γάλλος φιλόλογος και ακαδημαϊκός Μισέλ Μπρεάλ, [Michel Breal], σε ανάμνηση της διαδρομής του Φειδιππίδη μετά τη Μάχη του Μαραθώνα.

Ολυμπιακοί αγώνες

Ο πρώτος προκριματικός αγώνας έγινε στις 22 Μαρτίου 1896 με νικητή το Χαρίλαο Βασιλάκο, σε χρόνο 3 ώρες και 18 λεπτά, ενώ ο μετέπειτα Ολυμπιονίκης συμμετείχε στους δεύτερους προκαταρκτικούς, δύο εβδομάδες αργότερα και τερμάτισε στην πέμπτη θέση, με νικητή το Δημήτριο Δεληγιάννη. Την Παρασκευή μετά την Ανάσταση εκείνου του έτους, στις 29 Μαρτίου / 10 Απριλίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, πέμπτη μέρα των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, πραγματοποιήθηκε ο Μαραθώνιος δρόμος στον οποίο ο Λούης συμμετείχε με τους φίλους του Γιώργο Λαυρέντη, Λευτέρη Παπασυμεών και Σταμάτη Μασούρα και τους Χαλανδραίους, Βρεττό και Καφετζή. Ο Λούης στήθηκε στην αφετηρία μαζί με ακόμη 16 αθλητές, 12 Έλληνες και 4 αλλοδαπούς, για να συναγωνιστεί στον πρώτο Μαραθώνιο που διοργανώθηκε ποτέ.

Ένα λεπτό πριν από τις πέντε το απόγευμα ο Λούης εισήλθε στο Παναθηναϊκό Στάδιο τερματίζοντας πρώτος, μπροστά στα μάτια δεκάδων χιλιάδων θεατών, μεταξύ τους ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος. Ο Λούης τερμάτισε πρώτος διατρέχοντας τα 40 και όχι 42 χιλιόμετρα και 195 μέτρα, απόσταση που καθορίσθηκε το 1908 από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή, [Δ.Ο.Ε.], σε χρόνο 2 ωρών, 58 πρώτων λεπτών και 50 δευτερολέπτων. Ο βασιλιάς Γεώργιος τον ρώτησε τι δώρο θα ήθελε για την επιτυχία του και ο Λούης ζήτησε μια σούστα και έναν όνο για να μεταφέρει νερό στα σπίτια. Στη γενέτειρα του Λούη, στο Μαρούσι στήθηκε ολοήμερο γλέντι και την Κυριακή 31 Μαρτίου ο Λούης παρακάθησε σε επίσημο πρόγευμα που παρέθεσε ο βασιλιάς Γεώργιος στα Ανάκτορα, όπου παρουσιάσθηκε με στολή εύζωνα και με τη συνοδεία του υπερήλικα πατέρα του, εντυπωσιάζοντας με την προφορά και την απλοϊκότητα του.

Η απονομή των μεταλλίων στους νικητές έγινε την Τετάρτη, 3 Απριλίου 1896, ημέρα λήξεως των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Σπύρος Λούης έλαβε κλαδί ελιάς και ασημένιο μετάλλιο, καθώς τότε δεν προβλεπόταν χρυσό μετάλλιο, ενώ ο δεύτερος νικητής, ο Χαρίλαος Βασιλάκος τιμήθηκε με ένα δάφνινο στεφάνι. Για τη νίκη του τιμήθηκε πολλαπλά, όπως έγραψε εφημερίδα της εποχής, «Ο κύριος Κυπαρίσσης πρόεδρος της συντεχνίας αργυροχρυσοχόων, του πρόσφερε μία χρυσή αλυσίδα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κύριος Τζιβανόπουλος ένα δαχτυλίδι, ο καφεπώλης Δημήτριος Μπαβέας δωρεάν καφέδες για ένα χρόνο, ο Παύλος Αθανασίου 100 οκάδες κρασί, η ξενοδόχος Δήμητρα Βιβή δωρεάν φαγητό εφόρου ζωής, οι Σιδηρόδρομοι Αττικής δωρεάν εισιτήριο εφόρου ζωής, ο Μιχαήλ Βόδας μια κυνηγετική καραμπίνα και η εταιρεία Σίνγκερ μία ραπτομηχανή», όμως αρνήθηκε να δεχθεί το ποσό των 10.000 φράγκων που έδιναν στον νικητή.

Μετέπειτα ζωή

Ο φερόμενος ως δεύτερος νικητής του Μαραθωνίου, ο Χαρίλαος Βασιλάκος, Μανιάτης με καταγωγή από το Λυγερέα Γυθείου, εκμυστηρεύτηκε αργότερα: «...Όταν μπήκα στο στάδιο και τερμάτισα, γινόταν τέτοιο πανδαιμόνιο που δεν μπορώ να το περιγράψω. Ξαφνικά με πλησίασε κάποιος και με συγχάρηκε για τη δεύτερη θέση που κατέλαβα. Εγώ κεραυνοβολημένος γύρισα και του είπα. Μα πως είναι δυνατόν; Αφού δε με προσπέρασε κανείς. ...{...}... Όταν μπήκα στα αποδυτήρια πήγα αμέσως και βρήκα τον Λούη. Του είπα ότι αυτό που έκανε ήταν άτιμο. Επειδή όμως δεν θέλω να αμαυρώσω την ημέρα ούτε να χαλάσω τους πανηγυρισμούς που γίνονται έξω, δεν θα κάνω ένσταση. Εσένα ας σε κρίνη ο Θεός» [2].

Ο Λούης, παρά τις πιέσεις και τις προκλήσεις από τους Βασιλάκο και Σπυρίδωνα Μπελόκα, ουδέποτε έτρεξε πάλι σε αγώνα οιασδήποτε αποστάσεως. Το 1926, ο Λούης κατηγορήθηκε άδικα, καταδικάστηκε για πλαστογραφία στρατιωτικών εγγράφων και φυλακίστηκε για περισσότερο από ένα χρόνο. Έζησε την υπόλοιπη ζωή του στο Μαρούσι, όπου εργάστηκε ως αγρότης, κηπουρός, νερουλάς, στο πλάι του κάρου του διακρίνονταν η επιγραφή «Ύδωρ Αμαρουσίου. Σπ. Λούης Oλυμπιονίκης», και αργότερα ως αγροφύλακας. Σύμφωνα με διήγηση του Λούη το κάρο για την μεταφορά του νερού του το αγόρασε ο εθνικός ευεργέτης Ανδρέας Συγγρός, στον οποίο ο παπάς του χωριού είπε να χτίσει στον Λούη ένα σπίτι. Ο Λούης αργότερα πούλησε το κάρο του, εργάστηκε ως αγροφύλακας κι ύστερα αγόρασε ξανά κάρο και πούλαγε νερό στην Αθήνα.

Ο Λούης ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο, όπου μετέφερε τον κότινο, το Ολυμπιακό σύμβολο της Ελλάδος, ως επίσημος αντιπρόσωπος της Ελλάδας, κι αυτή ήταν η τελευταία του δημόσια εμφάνιση. Στο Βερολίνο τιμήθηκε ιδιαίτερα από τον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος τον κάλεσε στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936. Τα πλάνα της εμφανίσεως του έχουν καταγραφεί στην ταινία της Λένι Ρίφενσταλ, «Ολυμπία: H γιορτή των εθνών», η οποία αναφέρεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936, στο Βερολίνο. Στην ταινία μπροστά από το Λούη, πηγαίνουν ένα κοριτσάκι που κρατάει την ταμπέλα με το όνομα της χώρας μας στη Γερμανική γλώσσα [Griechenland] και ο σημαιοφόρος με την ελληνική σημαία, και ακολουθεί ο Λούης, με άσπρη φουστανέλα και σκούρο γιλέκο, κρατώντας ένα φουντωτό κλαδί ελιάς στο δεξί του χέρι.

Ο σακχαρώδης διαβήτης από τον οποίο υπέφερε η σύζυγος του και οι εργασιακές ατυχίες, οδήγησαν τον Λούη σε οικονομική ένδεια. Η εργασία του αγροφύλακα δεν του πρόσφερε μεγάλο εισόδημα και η θεραπεία της συζύγου του τον υποχρέωσε να πωλήσει μεγάλο μέρος της κτηματικής περιουσίας που είχε λάβει ως προίκα από το γάμο του με την Ελένη Κοντού. Στα 1938, τιμήθηκε με ισόβια σύνταξη που του παραχώρησε η κοινότητα Αμαρουσίου Αττικής και έζησε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του απομονωμένος, έχοντας να αντιμετωπίσει την ασθένεια της συζύγου του και βοηθώντας τις οικογένειες των παιδιών και των εγγονών του.

Διακρίσεις

Η έκφραση «έγινε Λούης» η οποία χρησιμοποιείται έκτοτε, χαρακτηρίζει την ταχύτητα κάποιου. Στην είσοδο της πόλεως του Αμαρουσίου υπάρχει από το 2008, το άγαλμα του, ενώ ο Δήμος διοργανώνει αγώνες στη μνήμη του [3]. Στο κτίριο της παλιάς ΕΥΔΑΠ δίπλα στον ηλεκτρικό σταθμό Αμαρουσίου φιλοξενείται το λαογραφικό μουσείο «Σπύρος Λούης», το οποίο φιλοξενεί προσωπικά αντικείμενα του Μαραθωνοδρόμου, ανάμεσα τους και συγχαρητήριες επιστολές για τη νίκη του από ολόκληρο τον κόσμο. Οι φάκελοι των επιστολών είναι σχισμένοι γιατί κλέφτες έμπαιναν στο σπίτι του για να κλέψουν τα γραμματόσημα που έχουν μεγάλη αξία, αφού χρονολογούνται από το 1896.

Η Ελληνική πολιτεία τον τίμησε δίνοντας το όνομα του σε διάφορους αθλητικούς χώρους, όπως το Στάδιο στο Μαρούσι όπου διεξήχθησαν οι Ολυμπιακοί αγώνες του 2004, και δρόμους, όπως η περιφερειακή λεωφόρος που περιτρέχει το Ολυμπιακό Στάδιο, ενώ η φορεσιά με το σκούρο γιλέκο και την άσπρη φουστανέλα με την οποία νίκησε τον πρώτο και μοναδικό του αγώνα φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο των Αθηνών. Ο Μαραθώνιος δρόμος του έγινε κινηματογραφική ταινία, το 1962, στην οποία συμμετείχε και η Τζέιν Μάνσφιλντ, με τίτλο «Συνέβη στην Αθήνα», [«It Happened in Athens»] [4]. Στο Μόναχο, το όνομα του Λούη φέρει η λεωφόρος «Spiridon-Louis-Ring», από την οποία είναι προσβάσιμο το εκεί Ολυμπιακό Πάρκο.

Στη μνήμη του κινηματογραφήθηκε ντοκιμαντέρ, του σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή, παραγωγής 2004 του Δήμου Αμαρουσίου, με πρωτοβουλία του τότε δημάρχου Παναγιώτη Τζανίκου, με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, στο πλαίσιο του προγράμματος Ειρήνης και Πολιτισμού του Δήμου Αμαρουσίου, το οποίο απέσπασε το πρώτο βραβείο «Guirlande d' Honneur 2004» του Διεθνούς Φεστιβάλ «Sports Movies», που πραγματοποιήθηκε από τις 29 Οκτωβρίου έως 3 Νοεμβρίου 2004, στο Μιλάνο. Το 2012, η ιταλική εταιρεία «Vibram» κυκλοφόρησε ένα μοντέλο αθλητικών παπουτσιών με την ονομασία «Spyridon LS», προς τιμή του Λούη.

Κύπελλο Σπύρου Λούη

Η ιστορία του απασχόλησε εκ νέου τον κόσμο, όταν στις 18 Απριλίου 2012, ο Αγγλικός οίκος δημοπρασιών Κρίστις, [Christie's], δημοπράτησε [5] [6] το Ασημένιο κύπελλο, που κέρδισε με τη νίκη του, προσφορά του Γάλλου φιλέλληνα Μισέλ Μπρεάλ, [Michel Jules Alfred Bréal]. Το κύπελλο είναι κατασκευασμένο από καθαρό ασήμι, φέρει στο άνω περίζωμα την επιγραφή «OΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ 1896 ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΝ ΑΘΛΟΝ ΕΔΩΚΕ ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΡΕΑΛ» και την κατώτερη ζώνη του κοσμεί παράσταση «πτηνῶν ἱπταμένων καί φυτῶν ὑδροβίων», τα οποία αναφέρονταν στα γνωστά από την αρχαιότητα έλη της πεδιάδας του Μαραθωνίου.

Το «Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» σε ανακοίνωσή που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του [7] στις 18 Απριλίου 2012, ανέφερε «Το Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» ανακοινώνει ότι απέκτησε το Ασημένιο Κύπελλο που εμπνεύστηκε και σχεδίασε ο Michel Bréal, για τον Πρώτο Μαραθωνιονίκη, τον Έλληνα Σπύρο Λούη, και το οποίο του απονεμήθηκε κατά τους πρώτους Σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, στην Αθήνα, το 1896».

Σύμφωνα με ανακοίνωση το Κύπελλο από το Σεπτέμβριο του 2012 θα βρίσκεται στο μουσείο της Ακροπόλεως Αθηνών [8], και θα συνοδεύει από ενημερωτικό, οπτικοακουστικό και έντυπο υλικό, ενώ το Ίδρυμα θα προσπαθήσει να βρει και άλλους ασφαλείς χώρους που θα μπορούσαν ενδεχομένως να το φιλοξενήσουν ως το 2015 που θα εκτεθεί πλέον μόνιμα στο Κέντρο Πολιτισμού «Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος», αφού πρώτα το Κύπελλο θα παραχωρηθεί στο Ελληνικό Δημόσιο και θα είναι ανοιχτό και δωρεάν προσβάσιμο στο κοινό.

Κρίσεις

Ο βαρώνος Πιερ ντε Κουμπερτέν γράφει «Ο Σπύρος Λούης ήταν ένας θαυμάσιος βοσκός, ντυμένος με τη λαϊκή φουστανέλα, ξένος προς τις μεθόδους της επιστημονικής προπόνησης. Προετοιμάστηκε με νηστεία και προσευχή και θρυλείται ότι πέρασε την τελευταία νύχτα μπροστά στις άγιες εικόνες κάτω από το φως των λαμπάδων...».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Σπύρος Λούης, 1ος Ολυμπιονίκης Μαραθωνοδρόμος 1896. Λαογραφικό Μουσείο Αμαρουσίου.
  2. Η κίβδηλη νίκη του Σπύρου Λούη.
  3. Αγώνες δρόμου «Σπύρος Λούης» Δήμος Αμαρουσίου.
  4. [Η ταινία που προβλήθηκε το 1962, ήταν παραγωγή της 20th Century Fox, της οποίας πρόεδρος από το 1942 ήταν ο Σπύρος Σκούρας. Σκηνοθέτης ήταν ο Άντριου Μάρτον. Τους βασικούς ρόλους είχαν η Τζέιν Μάνσφιλντ (ως Ελένη Κώστα), ο Τραξ Κόλτον (ως Σπύρος Λούης), ο Νίκος Μινάρδος (ως ανθυπολοχαγός Αλέξης Μινάρδος), η Ξένια Καλογεροπούλου (ως Χριστίνα Γκράτσου), η Λίλι Βαλέντι (μητέρα του Λούη) και ο Τίτος Βανδής (πατέρας του Λούη), ενώ η μουσική είναι του Μάνου Χατζιδάκι.]
  5. Σπύρος Λούης: «Μακάρι να μπορούσα να κρατήσω το κύπελλο» Εφημερίδα «Το Βήμα»
  6. Προς 545.000 ευρώ πωλήθηκε το κύπελλο του Σπύρου Λούη
  7. Κύπελλο Σπύρου Λούη Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος».
  8. Στο μουσείο της Ακροπόλεως το κύπελλο του Σπύρου Λούη