Αδόλφος Χίτλερ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αδόλφος Χίτλερ, [Adolf Hitler], κορυφαίος εθνικοσοσιαλιστής ηγέτης γνωστός με το προσωνύμιο Φύρερ [Führer, Ηγέτης] [1], Αυστριακής καταγωγής Γερμανός πολιτικός, ηγέτης του Εργατικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, [N.S.D.A.P.], ο οποίος από το 1933 έως το 1945 διετέλεσε Καγκελάριος της Γερμανίας και από το 1934 έως το 1945 αρχηγός του Γερμανικού κράτους, του Τρίτου Ράιχ [2], γεννήθηκε στις 6.30, το απόγευμα της 20ης Απριλίου 1889 στην μικρή πόλη Μπραουνάου αμ Ιν, [Braunau am Inn], πάνω στον ποταμό Ίν έξω από το Λιντς στα βόρεια της Αυστρο-Ουγγαρίας, σήμερα της Αυστρίας, ένα χωριό κοντά στα σύνορα με τη Γερμανία και αυτοκτόνησε στις 30 Απριλίου 1945 στο υπόγειο καταφύγιο της Γερμανικής καγκελαρίας, στην πόλη του Βερολίνου.

Στις 29 Απριλίου 1945, παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο, την Εύα Μπράουν, η οποία την επόμενη ημέρα, τον ακολούθησε στο θάνατο, αυτοκτονώντας με κάψουλα υδροκυανίου.

Αδόλφος Χίτλερ (Επίσημο πορτραίτο)
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 20ης Απριλίου 1889
Τόπος: Μπραουνάου αμ Ιν, Λιντς (Αυστρία)
Θάνατος: 30 Απριλίου 1945
Τόπος: Βερολίνο (Γερμανία)
Υπηκοότητα: Γερμανική
Ασχολία: Πολιτικός, Ζωγράφος, Καγκελάριος

Βιογραφία

Ο Χίτλερ και από τις δύο πλευρές της οικογένειάς του κατάγονταν από την περιοχή Βάλντφηρτελ, τη χώρα των Δασών, της κάτω Αυστρίας, όπου ζούσε μία σκληρά εργαζόμενη κοινότητα αγροτοκτηνοτρόφων. Παππούς του Αδόλφου ήταν ο Γιόχαν Χίντλερ, ένας περιπλανώμενος χωρικός που εργάζονταν ως μυλωνάς, αλέθοντας στο χωριό του και στα γύρω χωριά και γιαγιά του η Μαρία Άννα Σικλγκρούμπερ, που το 1837 γέννησε ένα γιο, τον Αλοΐσιο. Οι πρόγονοι του Αδόλφου νομιμοποίησαν τη σχέση τους το 1842, ενώ μέχρι τα σαράντα του χρόνια, ο Αλοΐσιος, ο πατέρας του Αδόλφου Χίτλερ, έφερε το επίθετο της μητέρας του κι είχε ανατραφεί στο σπίτι του θείου του, του Γιόχαν Νέπομακ Χίντλερ. Το 1876, ο θείος του κατόρθωσε να διαγράψει το χαρακτηρισμό «νόθος» στα μητρώα της ενορίας με βάση μια βεβαίωση υπογραμμένη από μάρτυρες, οι οποίοι βεβαίωσαν ότι ο αδελφός του, ο Γιόχαν Χίντλερ, ήταν ο πατέρας του Άλοϊς.

Νεανική ζωή

Γονείς του Αδόλφου, που παντρεύτηκαν το 1885, ήταν ο τελωνειακός υπάλληλος Αλοΐσιος Χίτλερ και η Κλάρα Πελτσλ, [Klara Pölzl], που ήταν ανιψιά και τρίτη γυναίκα του πατέρα του. Ο Αλοΐσιος ήταν συγχρόνως δεύτερος θείος της, λόγω της υιοθεσίας του από τον παππού της Γιόχαν Νέπομουκ Χίτλερ ή Χίντλερ. Ο Αλοΐσιος πέθανε από πνευμονικό οίδημα το 1903, ενώ η Κλάρα πέθανε στις 21 Δεκεμβρίου 1907 στο Λιντς της Αυστρίας από καρκίνο του μαστού και ο τάφος της αποτελεί χώρο συγκεντρώσεως Εθνικιστών και αρνητών του Ολοκαυτώματος των Εβραίων. Ο Αλοΐσιος Χίτλερ είχε δύο ακόμη παιδιά, τον εξώγαμο Αλοΐσιο τον νεότερο και την Ανγκέλα, που ήταν κόρη της δεύτερης γυναίκας του. Ο Αδόλφος που ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας, είχε πέντε ακόμη αδέλφια, τον Γκούσταβ, την Ίντα και τον Ότο, που ήταν μεγαλύτερα από τον ίδιο, τον Έντμουντ που ήταν μικρότερος του και την Πάουλα, που έζησε μέχρι το 1960, ενώ τα άλλα τέσσερα παιδιά πέθαναν από διάφορες αρρώστιες, σε παιδική ηλικία.

Λίγο πριν συμπληρώσει τα έξι του χρόνια, ο Αδόλφος ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στο δημόσιο σχολείο του χωριού Φίσλχαμ και δύο χρόνια αργότερα τον έστειλαν στο σχολείο του μοναστηριού στο Λάμπαχ, καθώς η μητέρα του ήθελε να τον κάνει μοναχό. Κάποια μέρα τον έπιασαν να καπνίζει στον κήπο του μοναστηριού και οι μοναχοί εξαγριωμένοι τον απέβαλαν. Ο Αδόλφος έζησε τα υπόλοιπα παιδικά του χρόνια στο Λέοντίνγκ, σε μία γειτονιά του Λιντς, της πρωτεύουσας της Άνω Αυστρίας, κι είχε ως στόχο του να πραγματοποιήσει καλλιτεχνικές σπουδές. Ώσπου να συμπληρώσει τα έντεκα χρόνια του είχε ανατραφεί ως πιστός Ρωμαιοκαθολικός, και σύμφωνα με τους συγγενείς του αλλά και τη δική του μαρτυρία εκκλησιάζονταν τακτικά.

Μετά το θάνατο του πατέρα του, έφυγε από το Λιντς και πήγε στο δημόσιο γυμνάσιο του Στέυρ, μια σύγχρονη πόλη με πολλές βιομηχανίες ποδηλάτων, αυτοκινήτων και όπλων. Παρέμεινε αδιάφορος για το σχολείο και στο σχολικό του φάκελο υπάρχουν παρατηρήσεις όπως, «Ο Χίτλερ άργησε στο μάθημα», «ο Χίτλερ αναστάτωσε το μάθημα», ή «ο Χίτλερ ξέχασε πάλι το τετράδιο του». Ο ίδιος έγραφε αργότερα ότι «....Μάθαινα μόνο ότι με ευχαριστούσε. ...{...}... Πάνω απ’ όλα, μάθαινα ό,τι θα μου χρησίμευε αργότερα στην καριέρα μου σαν ζωγράφος. Σαμποτάριζα τελείως όσα μαθήματα μου φαίνονταν άχρηστα αναφορικά μ’ αυτό το σκοπό ή που δεν μου άρεσαν. Ο έλεγχος μου αυτής της εποχής, παρουσιάζει ακρότητες...». Παρακολουθούσε με ενδιαφέρον σχέδιο, γυμναστική και ιστορία, ενώ δεν του άρεσαν τα μαθηματικά, τα Γερμανικά, η χημεία, τα θρησκευτικά, η φυσική και η στενογραφία. Τελικά εγκατέλειψε το σχολείο δίχως να αποφοιτήσει.

Το Φεβρουάριο του 1908 μετακόμισε στην Βιέννη όπου προσπάθησε να γίνει δεκτός στην Ακαδημία Τεχνών, ενώ παράλληλα με την ζωγραφική επέδειξε, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, έντονο ενδιαφέρον και για την αρχιτεκτονική, ενώ εργάστηκε ως βοηθός διακοσμητή. Στην πόλη ήρθε σε επαφή με τις φυλετικές θεωρίες του Γιεργκ Λαντζ φον Λίμπενφελς [Jörg Lanz von Liebenfels], τις αντισημιτικές ιδέες του Γκέοργκ Ρίτερ φον Σένερερ [Georg Ritter von Schönerer], Αυστριακού πολιτικού και μεγαλοκτηματία, που ήταν επικεφαλής του Παγγερμανικού Κινήματος, καθώς και του Καρλ Λίγκερ [Karl Luger], του δήμαρχου της Βιέννης. Υπό την επίδρασή τους διαμορφώνεται η ιδέα της «ανώτερης φυλής» (Herrenrasse) που αργότερα θα αποτελέσει πυρηνικό στοιχείο της ιδεολογίας του Εθνικοσοσιαλισμού. Το 1909 κατέληξε να φιλοξενείται σε ένα ίδρυμα αστέγων [Meldemannstraße] και να εξοικονομεί ελάχιστα χρήματα πουλώντας έργα του, ζωγραφικούς πίνακες, στα καταστήματα και τους δρόμους της Βιέννης.

Το 1912, μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, όπου εργάστηκε ευκαιριακά ως ελαιοχρωματιστής, ενώ παράλληλα μελέτησε τα έργα των φιλοσόφων Ζορζ Σορέλ, θεωρητικού του επαναστατικού συνδικαλισμού καθώς και του Φρίντριχ Νίτσε. Τον επόμενο χρόνο κληρονόμησε τα περιουσιακά στοιχεία του πατέρα του και ξεκίνησε τη μελέτη των έργων του φυλετιστή Χιούστον Στούαρτ Τσάμπερλεν [Houston Stewart Chamberlain]. Την ίδια εποχή έκανε αίτηση για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, όμως η αίτηση του απορρίφθηκε καθώς κρίθηκε ακατάλληλος.

1ος Παγκόσμιος Πόλεμος

Το 1914, όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος, απέφυγε να υπηρετήσει τη θητεία του στον Αυστριακό στρατό, εκδηλώνοντας την αντίθεση του στον αυστροουγγρικό πολυεθνικισμό. Στις 16 Αυγούστου 1914 κατατάχθηκε ως εθελοντής σ’ ένα εφεδρικό βαυαρικό σύνταγμα πεζικού και το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου παρασημοφορήθηκε για πρώτη φορά, με τον Σιδηρούν Σταυρό δευτέρας τάξεως. Πολέμησε στις τάξεις του γερμανικού στρατού στο Δυτικό Μέτωπο, στις τάξεις του Συντάγματος Λιστ, έζησε την εμπειρία των χαρακωμάτων και το 1916, τραυματίστηκε στο πόδι, στη μάχη του Σομμ στη βόρεια Γαλλία ανάμεσα στις κωμοπόλεις Μπαπόμ και Λε Μπάρκ, όπου ολόκληρη η ομάδα των αγγελιοφόρων εξολοθρεύτηκε ενώ στις αρχές Μαρτίου του 1917, έχοντας αναρρώσει, επέστρεψε στο μέτωπο. Στα διαλείμματα των μαχών, σκιτσογραφούσε. Τον Οκτώβριο του 1918 τραυματίστηκε νότια του Βέρβικ, στη Φλάνδρα, από αέρια μουστάρδας και διακομίστηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλεως Πάζεβαλκ της Πομερανίας, με προσωρινή απώλεια οράσως και δυνατότητας ομιλίας.

Προήχθη σε υποδεκανέα και στις 4 Αυγούστου του 1918 τιμήθηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό πρώτης τάξεως, μια σπάνια τιμή για έναν χαμηλόβαθμο του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Στρατού, καθώς αιχμαλώτισε έναν αξιωματικό και δεκαπέντε περίπου στρατιώτες του εχθρού, τους οποίους οδήγησε στο επιτελείο του τάγματος του. Στο νοσοκομείο πληροφορήθηκε την παράδοση της Γερμανίας, το πρωί της Κυριακής 10 Νοεμβρίου 1918, όταν ένας ιερέας έφτασε στο νοσοκομείο και τον πληροφόρησε ότι ο Κάιζερ είχε παραιτηθεί και η Γερμανία ανακηρύχθηκε Δημοκρατία. Λέγεται ότι αυτή η τραυματική εμπειρία τον επηρέασε πολλαπλώς καθώς όπως δήλωσε αργότερα κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο απεφάσισε να απαλλάξει την πατρίδα του από τους εχθρούς της. Επίσης υποστηρίζεται ότι ο τραυματισμός του από τα αέρια υπήρξε η αιτία για την κατά πολλούς ανεξήγητη απόφαση του να μην χρησιμοποιήσει κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου τα χημικά αέρια τα διαβόητα tabun και sarin, που διέθετε.

Τον Ιούλιο του 1919 διορίστηκε πράκτορας [Verbindungsmann] και κομάντο αναγνωρίσεως [Aufklärungskommando] των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, [Ράιχσβερ]. Τον Αύγουστο του 1919 ο Χίτλερ, ήταν ένας εκ τους 26 υπεύθυνους προπαγάνδας του γερμανικού στρατού, κι έπιασε δουλειά στο κινητό «Κέντρο Πληροφοριών» των Ενόπλων Δυνάμεων, γυρνώντας σε στρατόπεδα και εκφωνώντας λόγους σε φαντάρους. Στο στρατόπεδο Λέχφελντ εκφώνησε ομιλία σε στρατιώτες που είχαν μόλις γυρίσει από το μέτωπο κι είχαν μολυνθεί από τις ιδέες των μπολσεβίκων. Οι στρατιώτες άκουσαν τις απόψεις του για τον καπιταλισμό, αλλά και για το «ζήτημα των Εβραίων», που σταδιακά έπρεπε να οδηγηθούν σε ένα μεθοδικό και νόμιμο έλεγχο και περιορισμό των δικαιωμάτων τους. Παράλληλα εκλέχθηκε ως ένας από τους αντιπροσώπους του συντάγματος και, με βάση αυτή την εκλογή, έγινε ένα είδος συνδέσμου με την επαναστατική Σοβιετική Κυβέρνηση του Μονάχου του σοσιαλιστή Βαυαρού Πρωθυπουργού Κουρτ Άισνερ [Kurt Eisner].

Αρχηγός του NSDAP

Μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, πείστηκε ότι η ήττα της Γερμανίας οφείλεται στα πλήγματα που δέχτηκε από το μαρξισμό και τον Εβραϊσμό. Θεώρησε απαραίτητη τη διασφάλιση της υπάρξεως του γερμανικού λαού και της απαλλαγής του από τους Εβραίους και τους πολιτικούς. Την ίδια εποχή αποκρυσταλλώνει τις πολιτικές του ιδέες σ' ένα κράμα εθνικισμού και σοσιαλισμού. Οι βαρείς όροι της Συνθήκης των Βερσαλιών του 1919, που υποχρέωσαν την Γερμανία:

  • σε σοβαρές εδαφικές παραχωρήσεις προς όφελος των γειτονικών κρατών,
  • σε υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις,
  • περιόρισαν δραστικά τον στρατό της και

ενέτειναν την απογοήτευση του γερμανικού λαού ο οποίος πληγωμένος θα ζητήσει στο μέλλον αποκατάσταση του ταπεινωμένου εθνικού φρονήματος του, ενώ η πολιτική των Εθνικοσοσιαλιστών κατέτεινε στην αναθεώρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Μετά την αποθεραπεία του ο Αδόλφος εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, όπου συμμετείχε ενεργά στην αποδόμηση της θνησιγενούς Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η οποία αντικατέστησε το Β' Ράιχ χωρίς ποτέ να μπορέσει να διασφαλίσει ομαλές δημοκρατικές συνθήκες στην χώρα. Ήδη, μετά το τέλος του πολέμου παραστρατιωτικές οργανώσεις εθνικιστών και κομουνιστών συγκρούστηκαν στους δρόμους, όπου τα περίφημα «Freikorps», [Ελεύθερα Σώματα»] [3], επικράτησαν των κομμουνιστών. Παράλληλα η συνεχιζόμενη ένταση, η ταπείνωση των Βερσαλιών και η κακή οικονομική κατάσταση σε συνδυασμό με την διάχυτη αντίληψη ότι η Γερμανία προδόθηκε στον πόλεμο ριζοσπαστικοποίησαν την πολιτική σκηνή υποσκάπτοντας την Δημοκρατία της Βαϊμάρης και ευνοώντας την εμφάνιση ακραίων σχηματισμών.

Στις 19 Οκτωβρίου 1919 ο Αδόλφος προσχώρησε σε μία ολιγομελή εθνικιστική πολιτική ομάδα, το «Κόμμα των Γερμανών Εργατών» [D.A.P.] [4], που τα μέλη του συνεδρίαζαν στην πίσω αίθουσα ενός καφενείου στον Μόναχο.
Το κόμμα μετονομάστηκε το 1920 σε «Εργατικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα» [«NSDAP»]. Στις 25 Φεβρουαρίου 1920 ως υπεύθυνος προπαγάνδας ανακοίνωσε την αντισημιτική πολιτική του κόμματος, την οποία αποτελούσαν 25 θέσεις για τα προβλήματα της Γερμανίας. Ο Χίτλερ δήλωσε ότι «Αυτό το πρόγραμμα δεν θα αλλάξει ποτέ» και στις 29 Ιουλίου 1921, αναδείχθηκε αρχηγός του κόμματος, με όπλα την ρητορική δεινότητα και την ισχυρή του προσωπικότητα. Στη συνέχεια έφτιαξε τη σημαία του κόμματος, για την οποία επέλεξε το κόκκινο σαν το βασικό χρώμα της, θέλοντας να ενοχλήσει τους Σοσιαλιστές και τους Κομμουνιστές. Τοποθέτησε μια μαύρη σβάστικα, τον αγκυλωτό σταυρό, σ’ έναν άσπρο κύκλο, ζωντανεύοντας έτσι τα παλιά χρώματα της Αυτοκρατορίας, το μαύρο, το άσπρο και το κόκκινο. Το κόκκινο φόντο σήμαινε αντικαπιταλισμό. Ο άσπρος κύκλος σήμαινε εθνικισμό και ο μαύρος αγκυλωτός σταυρός σήμαινε την ανωτερότητα της Αρείας φυλής. Την ίδια εποχή έγινε εκδότης της κομματικής εφημερίδας «Φόλκισερ Μπέομπαχτερ» ή «Παρατηρητής του Λαού» [Völkischer Beobachter]. Δική του ήταν η έμπνευση να δημιουργηθεί η οργάνωση περιφρουρήσεως, οι «Φαιοχίτωνες» ή «Τάγματα Εφόδου» [«Sturmabteilung» ή «SA»]. Υπό την ηγεσία του το κόμμα αύξησε γρήγορα την δυναμική του στην Βαυαρία, επενδύοντας στον αντισημιτισμό και στην καταγγελία της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Το κίνημα του 1923

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1923 ο Αδόλφος Χίτλερ ανακοίνωσε μια σειρά διαδηλώσεων, στις οποίες θα έπαιρναν μέρος και άλλες εθνικιστικές οργανώσεις της Βαυαρίας. Η εξαγγελία του ανησύχησε τον πρωθυπουργό της Βαυαρίας, Έουχεν Ρίτερ φον Νίλινγκ, που έθεσε την περιοχή του σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και συγκρότησε μία τριμελή επιτροπή με έκτακτες εξουσίες. Την αποτελούσαν ο Γκούσταβ φον Καρ, ο Συνταγματάρχης της Αστυνομίας Χανς φον Ζάισερ και ο Στρατηγός Ότο φον Λόσοφ. Ο Χίτλερ εμπνεύστηκε από την Πορεία προς τη Ρώμη του Μπενίτο Μουσολίνι και των Ιταλών Φασιστών και από κοινού με το στρατηγό Έριχ Λούντεντορφ [Ludendorff] επιχείρησε κίνημα στις 9 Νοεμβρίου στο Μόναχο, που καταγράφηκε στην ιστορία ως «Πραξικόπημα της Μπυραρίας». Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1923 στη μπυραρία «Μπιργκερμπροϊκέλερ» του Μονάχου συγκεντρώθηκαν 3.000 πολίτες της Βαυαρίας για να ακούσουν την ομιλία του Γκούσταβ φον Καρ, μεταξύ τους σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο του κρατιδίου, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Νίλιγκ. Ο Χίτλερ, με 600 επίλεκτα μέλη του κόμματος του, αιφνιδίασε τους συγκεντρωμένους στις 8:30 το βράδυ. Εισέβαλε στην μπυραρία με προτεταμένο το πιστόλι του και αφού πυροβόλησε μια φορά, ανέβηκε σε μια καρέκλα και είπε: «Η εθνική επανάσταση βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι κυβερνήσεις Βαυαρίας και Βερολίνου κατέρρευσαν. Σε λίγη ώρα θα σχηματίσουμε τη δική μας κυβέρνηση».

Τον Χίτλερ πλαισίωναν ο Χέρμαν Γκέριγκ, ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και ο Ρούντολφ Ες, ηγετικά στελέχη του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Οι εθνικοσοσιαλιστές κράτησαν ως ομήρους τους Βαυαρούς πολιτικούς, ενώ κλείδωσαν σ' ένα δωμάτιο της μπυραρίας τους Καρ, Ζάισερ και Λόσοφ και τους απείλησαν ότι αν δεν ενωθούν με τους πραξικοπηματίες θα τους εκτελέσει. Οι τρεις αξιωματούχοι υπέκυψαν. Επιστρέφοντας στη μεγάλη αίθουσα, το ανακοίνωσαν στους 3.000 παρευρισκόμενους και εκφώνησαν λόγους υπέρ του Χίτλερ. Στους εξεγερμένους εθνικιστές προσχώρησε ο στρατηγός Λούντεντορφ, ήρωας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ ο Χίτλερ εγκατέλειψε την μπυραρία για να επιβλέψει την εξέλιξη της επιχειρήσεως. Στις 10:30 το βράδυ ο Λούντεντορφ απελευθέρωσε τον Καρ και τους συνεργάτες του. Τα γεγονότα της «Μπιργκερμπροϊκέλερ» έγιναν γνωστά στις αρχές και οργανώθηκε επιχείρηση καταστολής την οποία ανέλαβε ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Βαυαρίας Φραντς Ματ, συντηρητικός και πιστός καθολικός. Γύρω στις 3 το πρωί της 9ης Νοεμβρίου αναφέρθηκαν τα δύο πρώτα θύματα από πλευράς των εξεγερθέντων, όταν προσπάθησαν να επιτεθούν σε στρατώνα στο Μόναχο. Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου ο Καρ ανακοίνωσε ότι η υποστήριξή του προς τους εθνικιστές αποτέλεσε προϊόν βίας. Τότε ο Λούνεντορφ έριξε την ιδέα να καταλάβουν το Υπουργείο Αμύνης και 2000 εθνικιστές υπό την καθοδήγηση του Χίτλερ ανέλαβαν την επίθεση. Από την ανταλλαγή των πυροβολισμών έχασαν τη ζωή τους 14 εθνικιστές και 4 στρατιώτες, ενώ ο Χίτλερ και ο Γκέριγκ τραυματίστηκαν ελαφρά.

Φυλάκιση & Αποφυλάκιση

Στις 12 Νοεμβρίου 1923 ο Αδόλφος Χίτλερ συνελήφθη και κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία. Πολλοί εθνικιστές διέφυγαν στην Αυστρία, ενώ ανεστάλη η κυκλοφορία της εφημερίδος «Λαϊκός Παρατηρητής», Φόλκισερ Μπέομπάχτερ, του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Το αρχηγείο του κόμματος παραβιάστηκε, τα βιβλία και το ταμείο του κατασχέθηκαν. Στη φυλακή ο Χίτλερ άρχισε απεργία πείνας και για δώδεκα μέρες αρνήθηκε να πάρει τροφή, ώσπου τον έπεισαν οι συναγωνιστές του να αλλάξει την απόφαση του. Η δίκη του άρχισε στις 26 Φεβρουαρίου 1924 στο Κρίγκσουλε, ένα παλιό κτίριο στο οποίο λειτουργούσε μία σχολή εκπαιδεύσεως αξιωματικών, στα προάστια του Μονάχου. Στο εδώλιο μαζί με τον Χίτλερ, ήταν ο Έριχ Λούντεντορφ, ο Φρικ, ο Ερνστ Ρεμ και ο Ρούντολφ Ες. Ο Αδόλφος καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε ετών, από τα οποία εξέτισε μόνο 8 μήνες, από τον Απρίλιο έως το Δεκέμβριο του 1924 στις φυλακές Λάντσμπεργκ αμ Λεχ, και ήταν η παρουσία του στην δίκη που τον κατέστησε γνωστό στους εθνικιστικούς κύκλους. Διαρκούσης της παραμονής του στην φυλακή Λάντσμπεργκ της Βαυαρίας, υπαγόρευσε στους συναγωνιστές του, αρχικά στον Εμίλ Μόρις και στη συνέχεια στον Ρούντολφ Ες, το βιβλίο

  • «Ο Αγών μου», [«Mein Kampf», «Μάιν Καμπφ»], που αποτελεί την ιδεολογική του κατάθεση, του οποίου οι βασικές αρχές τηρήθηκαν απαρέγκλιτα με την ανάληψη της εθνικής εξουσίας.

Η άνοδος

Η αποφυλάκιση του συνέπεσε με την σχετική σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού κάτι που βεβαίως δεν ευνοούσε τους εθνικοσοσιαλιστές. Στις εκλογές της 4ης Μαΐου 1924, οι οποίες ήταν οι πρώτες που συμμετείχε το κόμμα, συγκέντρωσε ποσοστό 6,5% όμως απέτυχε να εκλέξει βουλευτές και τον επόμενο χρόνο ο Χίτλερ αποποιήθηκε την αυστριακή υπηκοότητα κι έζησε ως το 1932, δίχως υπηκοότητα. Το 1925, ο Χίτλερ ζούσε σε σπίτι στο Όμπερζαλτσμπεργκ πάνω από το χωριό Μπέρχτεσγκάντεν στα Αυστριακά σύνορα. Εκείνη την εποχή εγκαταστάθηκε στο σπίτι η ετεροθαλής αδελφή του η Αγγέλα Ράουμπαλ, που είχε μείνει χήρα, καθώς και η κόρη της, που είχε κι αυτή το όνομα Αγγέλα αλλά την φώναζαν Γκέλι [Geli Raubal]. Αυτή δακτυλογραφούσε τα κείμενα του «Θείου Αλφ» και τον βοηθούσε στην πολιτική του δουλειά. Μερικά χρόνια αργότερα ο Χίτλερ μετακόμισε σε ένα μεγάλο πολυτελές διαμέρισμα στην οδό Πριντς Ρεγκέντεν στο Μόναχο, μαζί με την ετεροθαλή αδελφή του και την ανιψιά του. Στα χρόνια που ακολούθησαν διατυπώθηκαν υπόνοιες ότι ο Αδόλφος και η Γκέλι, που αυτοκτόνησε στις 18 Σεπτεμβρίου 1931 με μια σφαίρα στην καρδιά, διατηρούσαν ερωτικές σχέσεις.

Τον Αύγουστο του 1927 οι εθνικιστές πραγματοποίησαν την πρώτη τους κομματική συγκέντρωση. Στις εκλογές της 20ης Μαΐου 1928 το ποσοστό του κόμματος υποχώρησε στο 2,6%, ενώ στις εκλογές της 14ης Σεπτεμβρίου 1930 το ποσοστό τους εκτινάχθηκε στο 18,3%, όμως ανάλογη ενίσχυση γνώρισαν και οι κομμουνιστές, οι παραστρατιωτικές οργανώσεις των οποίων συγκρούονταν συχνά με τα εθνικιστικά S.A., [Τάγματα Εφόδου], του Έρνστ Ρομ. Η δεινή οικονομική κρίση που έπληξε την Γερμανία το 1930, επακόλουθο του αμερικανικού κραχ τον Οκτώβριο του 1929, άνοιξε τον δρόμο για την εξουσία σε δυνάμεις κινούμενες στα άκρα του πολιτικού φάσματος και η ισχύς των εθνικιστών σταδιακά εδραιώνεται. Στις εκλογές του 1930 το Εθνικιστικό κόμμα απέσπασε περί τα τέσσερα εκατομμύρια ψήφους και κατέλαβε 107 έδρες στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας. Στις αρχές του 1932 ο Χίτλερ απέκτησε τη γερμανική υπηκοότητα και στις 22 Φεβρουαρίου 1932 υπέβαλλε υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές, στις οποίες το κόμμα κατέλαβε τη δεύτερη θέση, όμως στο δεύτερο γύρο επανεκλέχθηκε ο Χίντεμπουργκ, συγκεντρώνοντας 19 εκατομμύρια ψήφους έναντι 13,5 του Χίτλερ και 4 του Τέλμαν, γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας.

Τρεις μέρες μετά, ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ διέλυσε τις εθνικιστικές οργανώσεις, τα S.A. και τα SS. Παράλληλα οι μάχες στους δρόμους των Γερμανικών πόλεων είναι καθημερινές. Το N.S.D.A.P. ανέφερε 17 νεκρούς και πάνω από 2.500 τραυματίες το 1930, 42 νεκρούς και 6.300 τραυματίες το 1931, ενώ οι αντίστοιχοι αριθμοί για το τελευταίο έτος προτού ο Χίτλερ καταλάβει την εξουσία είναι 84 νεκροί και 9.715 τραυματίες εθνικιστές. Η κομμουνιστική οργάνωση «Ερυθρά Βοήθεια», που ασχολούνταν με τη νομική βοήθεια των κομμουνιστών υπολόγιζε τα δικά της θύματα σε 44 νεκρούς το 1930, 52 το 1931 και 75 μόνο στο πρώτο μισό του 1932, ενώ οι τραυματίες για τα έτη 1930 και 1931 ανέρχονται σε 18.000 πολίτες. Στις 4 Ιουνίου 1932 προκηρύχθηκαν εκλογές για την 31η Ιουλίου του ίδιου έτους και λίγες μέρες αργότερα νομιμοποιήθηκαν ξανά οι SA και οι SS. Στις εκλογές οι εθνικιστές συγκέντρωσαν το 37,80% του συνόλου των ψήφων, το οποίο αντιστοιχούσε σε 13.700.000 ψηφοφόρους και 240 έδρες στη Βουλή, οι κομμουνιστές 89, το Κέντρο και οι σοσιαλδημοκράτες παρέμειναν στα ίδια επίπεδα ενώ τα άλλα κόμματα ουσιαστικά εξαφανίζονται.

Με τους εθνικοσοσιαλιστές να αποτελούν την μεγαλύτερη δύναμη στο Κοινοβούλιο ο δρόμος για την Καγκελαρία ήταν πλέον ανοιχτός. Ο Χίτλερ διαπραγματεύεται με τον Φον Πάπεν την είσοδο των εθνικιστών στην κυβέρνηση απαιτώντας τη θέση του καγκελαρίου, όμως ο Φον Πάπεν διαλύει εκ νέου το κοινοβούλιο και στις εκλογές που διεξάγονται στις 6 Νοεμβρίου 1932, οι εθνικιστές έχασαν 23 έδρες συγκεντρώνοντας ποσοστό 33,10%. Ο Φον Πάπεν υπέβαλε την παραίτηση του όμως συνέχισε να κυβερνά μέχρι να βρεθεί ο αντικαταστάτης του. Ο στρατηγός Σλάιχερ που κατέχει τα περισσότερα υπουργεία δεν είναι κατάλληλος. Ο Φον Πάπεν που συναντήθηκε με τον Χίτλερ πίεσε στη συνέχεια τον Χίντεμπουργκ να ορίσει καγκελάριο τον Χίτλερ και τον ίδιο αναπληρωτή καγκελάριο.

Καγκελάριος

Η κατ' εξακολούθηση αδυναμία σχηματισμού κυβερνήσεως από τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας οδήγησαν στις 30 Ιανουαρίου του 1933 στην ανακήρυξη του Χίτλερ σε Καγκελάριο της χώρας. Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ στις 9 το βράδυ της 17ης Φεβρουαρίου του 1933, που υπέστη ζημιές 1.000.000 μάρκων και για τον οποίο κατηγορήθηκε ένας 24χρονος Ολλανδός κομουνιστής, ονόματι Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε [Marinus van der Lubbe]. Σύμφωνα με την Αστυνομία, ο βαν ντερ Λούμπε είχε βάλει φωτιά σε 23 διαφορετικά σημεία του Ράιχσταγκ, χρησιμοποιώντας σπίρτα, ρούχα, πετσέτες και κουρτίνες. Την επόμενη μέρα η Αστυνομία συνέλαβε τον Έρνστ Τόργκλερ, επικεφαλής των Κομμουνιστών στο Ράιχσταγκ, τον Γκεόργκι Δημητρώφ, έναν επιφανή Βούλγαρο Κομμουνιστή και δύο ακόμα Βούλγαρους Κομμουνιστές, τον Βασίλη Τάνεφ και τον Σίμων Ποπώφ. Στη δίκη που ακολούθησε ο Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε, παραδέχθηκε ότι άναψε τη φωτιά, βρέθηκε ένοχος, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό στην αυλή των φυλακών του Λάιπτσιχ.

Ο εμπρησμός του Κοινοβουλίου επέτρεψε στο Χίτλερ να ζητήσει από το Γερμανό καγκελάριο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ να αναστείλει τις πολιτικές ελευθερίες και την ελευθερία του τύπου, έτσι την επόμενη μέρα ο Χίτλερ κήρυξε τη χώρα σε «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης». Στις 20 Φεβρουαρίου 1933, κι ενώ είχαν προκηρυχθεί ήδη οι εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, μετά από πρόσκληση του Γκέρινγκ, περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομηχάνους της Γερμανίας, συναντήθηκαν στο Βερολίνο. Παρών στη συνάντηση ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ που ανακοίνωσε την πρόθεση του να αποκτήσει τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γερμανίας, να διαλύσει το κοινοβουλευτικό σύστημα και να αποκαταστήσει τη δύναμη της Βέρμαχτ. Είπε μάλιστα πως «.....οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια...».

Στις εκλογές που ακολούθησαν ο Χίτλερ πέτυχε ολοκάθαρη νίκη, αύξησαν τον αριθμό των αντιπροσώπων τους στο κοινοβούλιο από 196 σε 228, και τις ψήφους τους από 11.737.000 σε 17.277.200, συγκεντρώνοντας ποσοστό 43.9% των ψήφων. Στις έδρες των Εθνικοσοσιαλιστών προστέθηκαν οι 52 των μετριοπαθών Εθνικιστών Γερμανών και οι 83 του καθολικού Κέντρου και με τη συμμαχία τους ο Αδόλφος Χίτλερ σχημάτισε κυβέρνηση. Στη συνέχεια εδραίωσε την πολιτική του κυριαρχία με την περίφημη «Πράξη Εξουσιοδοτήσεως» [«Ermachtigungsgesetz» ή «νόμος αποτροπής κινδύνου για το λαό και το Ράιχ»] της 23ης Μαρτίου 1933, η οποία του επέτρεπε κατ' ουσίαν να κυβερνά χωρίς να λογοδοτεί στην Βουλή, κατά παράβαση του Συντάγματος. Την επομένη καταργήθηκαν οι 81 έδρες του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Ο Χίτλερ που δεν διέθετε την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 στη Γερμανική βουλή, η οποία απαιτείται για την ψήφιση αυτού του νόμου, ενεργοποιεί την εξουσία που απέκτησε με το Αναγκαστικό Διάταγμα και διατάσσει τη σύλληψη όλων των βουλευτών του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, [K.P.D. 81 άτομα] και πολλών βουλευτών του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, [S.P.D.].

Τον Απρίλιο του 1933, η Γερμανική κυβέρνηση οργάνωσε μποϊκοτάζ των εβραϊκών καταστημάτων και με μια σειρά διαταγμάτων που στηρίζονται στις βούλες του Πάπα Ιννοκέντιου Ι’ κατά των Εβραίων, οι Εβραίοι στις 7 Απριλίου, βάση του νόμου για την αναδιοργάνωση των Δημοσίων Υπηρεσιών, αποκλείονται από τη δυνατότητα να προσλαμβάνονται στο Γερμανικό δημόσιο και παράλληλα απολύθηκαν όσοι ήταν ήδη υπάλληλοι του κράτους. Σύντομα τα υπόλοιπα κόμματα απαγορεύτηκαν και τα εργατικά συνδικάτα συνενώθηκαν σε ένα υπό τον έλεγχο των Γερμανών Εθνικιστών. Το 1934 ο Χίτλερ, διαθέτοντας την στήριξη της πλειοψηφίας του γερμανικού λαού, συγκέντρωσε με διάταγμα τις εξουσίες του εκλιπόντος Χίντεμπουργκ στο πρόσωπό του κι έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος της γερμανικής πολιτικής σκηνής.

Την 1η Ιουλίου 1933, καθιερώθηκε η «Δωρεά για τον Αδόλφο Χίτλερ της γερμανικής οικονομίας» [Adolf-Hitler-Spende der deutschen Wirtschaft] μες τον οποίο όλες οι επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν να πληρώνουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό από τα κέρδη τους στο NSDAP, έτσι ως το 1945 συγκεντρώθηκαν περίπου 700 εκατομμύρια μάρκα. Στο δημοψήφισμα της 19ης Αυγούστου 1933, το γερμανικό έθνος επικύρωσε τη μεταβίβαση εξουσιών στο πρόσωπο του Χίτλερ με τη συντριπτική πλειοψηφία του 89,93% από το 95,7% του εκλογικού σώματος που πήρε μέρος στο δημοψήφισμα, ή 86,06% όλου του εκλογικού σώματος. Η ανάγκη του Χίτλερ να συνεργαστεί με τις προϋπάρχουσες πολιτικές δομές τον έφερε αντιμέτωπο με τα πανίσχυρα Τάγματα Εφόδου που τον βοήθησαν αποφασιστικά στην άνοδό του στην εξουσία. Τα σοσιαλιζουσών αποχρώσεων S.A. αποτελούσαν εμπόδιο τόσο στην προσωπική ηγεμονία του Φύρερ όσο και στις προσπάθειες συνεννοήσεως του με την συντηρητική γερμανική ελίτ. Στις 30 Ιουνίου 1934, εκκαθαρίστηκαν περίπου 200 πολιτικοί, μεταξύ τους η ηγεσία των S.A., των Ταγμάτων Εφόδου, ο επικεφαλής τους Ερνστ Ρεμ, ο μόνος άνθρωπος που έως τότε μιλούσε στον Χίτλερ στον ενικό, καθώς και ο πρώην στρατηγός και καγκελάριος φον Σλάιχερ. Η επιχείρηση, γνωστή ως «η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» ή «το πραξικόπημα του Ρεμ», έγινε με συνδυασμένη δράση του αρχηγού των S.S. Χάινριχ Χίμλερ και του Χέρμαν Γκέρινγκ. Στις 2 Αυγούστου 1934 πέθανε ο πρόεδρος Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και το 1935, με τη θέσπιση των Φυλετικών «νόμων της Νυρεμβέργης», απαγορεύθηκε ο γάμος και οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων.

Στην πολιτική του δράση ο Χίτλερ επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη της οικονομίας που επιτεύχθηκε με την εκτέλεση δημοσίων έργων και την ενίσχυση της πολεμικής βιομηχανίας. Οι κινήσεις αυτές μείωσαν την ανεργία που μάστιζε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, πείθοντας τους Γερμανούς για την καταλληλότητα του, ενώ παράλληλα έδωσε έμφαση στον συγχρονισμό της κοινωνίας με τις εθνικοσοσιαλιστικές αρχές. Η εξωτερική του πολιτική πρέσβευε κατ' αρχάς την αναθεώρηση της συνθήκης των Βερσαλλιών και την πρόσκτηση για το Γ' Ράιχ «ζωτικού χώρου», [Lebensaum], για την ανάπτυξή του. Στις 16 Μαρτίου 1935 επανέφερε την καταργηθείσα από τη συνθήκη των Βερσαλιών υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, ενώ παράλληλα εξόπλισε και αναδιοργάνωσε τον γερμανικό στρατό, το ναυτικό και την αεροπορία. Έναν χρόνο αργότερα, επωφελούμενος της στάσεως των Δυτικών που ευνοούσαν πολιτικές κατευνασμού της γερμανικής ισχύος, ανακατέλαβε την αποστρατιωτικοποιημένη Ρηνανία και στήριξε τους εθνικιστές του Φρανθίσκο Φράνκο στον Ισπανικό Εμφύλιο, μετατρέποντας την Ισπανία σε πεδίο δοκιμής των δυνατοτήτων του γερμανικού στρατού.

Προετοιμασία / 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος

Το 1935 ο γερμανικός στρατός μετονομάστηκε από «Reichswehr» σε «Wehrmacht» και ορκίστηκε πίστη στον Χίτλερ, ο οποίος ανέλαβε πρόεδρος του Γερμανικού κράτους και έκτοτε έφερε τον τίτλο «Ηγέτης και Καγκελάριος» [«Fuhrer und Reichskanzler»], ενώ το 1938 ανέλαβε και την αρχηγία του Γερμανικού στρατού. Στις 9 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου εκδηλώθηκαν αυθόρμητες εκδηλώσεις αντιεβραϊκής λαϊκής οργής, τη γνωστή ως «Νύχτα των Κρυστάλλων». Το 1938 τα γερμανικά στρατεύματα πέρασαν τα σύνορα της Αυστρίας, προσαρτώντας τη χώρα στο Γ' Ράιχ. Στη Βιέννη τον περίμεναν ο Βόλφραμ φον Σίβερς, επικεφαλής του Εθνικοσοσιαλιστικού Γραφείου Αποκρυφισμού, ο ταγματάρχης Βάλτερ Μπουχ, νομικός εμπειρογνώμονας, υπεύθυνος για τη διάλυση των τεκτονικών ομάδων στη Γερμανία και ο Ερνστ Καλτερμπρούνερ. Τον Οκτώβριο του 1938 η Ιερή λόγχη μεταφέρθηκε μαζί με τους άλλους θησαυρούς με επίσημη τελετή στη Νυρεμβέργη, όπου εκτέθηκαν στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης.

Ο Αδόλφος Χίτλερ συζητά με τον Μέγα Ναύαρχο Καρλ Ντένιτς και τον Μπενίτο Μουσολίνι, κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνάντησης μεταξύ των δυο ηγετών, στις 22 Ιουλίου 1944, λίγες ώρες μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Χίτλερ.

Ο Χίτλερ πέτυχε να συνάψει συνθήκη ειρήνης και μη επιθέσεως με τη Σοβιετική Ένωση στις 23 Αυγούστου 1939, το αποκαλούμενο και σύμφωνο «Μολότωφ-Ρίμπεντροπ», το οποίο σε μυστικό συμπληρωματικό πρωτόκολλο, προέβλεπε τη διαίρεση της Ανατολικής Ευρώπης, συγκεκριμένα της Πολωνίας και της Ρουμανίας, σε μια γερμανική και μια σοβιετική «σφαίρα συμφερόντων». Μετά την απόρριψη από την Πολωνία των γερμανικών προτάσεων σχετικά με την Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ και τον Πολωνικό Διάδρομο ο Χίτλερ διέταξε επίθεση, την 1η Σεπτεμβρίου 1939 στις 04.45 το πρωί διέταξε τη Βέρμαχτ να εισβάλλει στην Πολωνία ξεκινώντας τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τον αιματηρότερο πόλεμο στην ανθρώπινη Ιστορία. Οι πρώτες βολές του πολέμου ερρίφθησαν πιθανότατα από το ακροβολισμένο έξω απ' το Ντάντσιχ γερμανικό θωρηκτό «Σλέβιγκ Χολστάιν». Οι ταχυκίνητες γερμανικές δυνάμεις κατέβαλαν σχετικά εύκολα την αντίσταση των γενναίων αλλά ακολουθούντων απαρχαιωμένα πολεμικά δόγματα Πολωνών που η χώρα τους κατέρρευσε στρατιωτικά και κατακτήθηκε μέσα σε 18 μέρες. Βάσει του μυστικού συμπληρωματικού πρωτοκόλλου του Σύμφωνου Μολότωφ–Ρίμπεντροπ, ο Σοβιετικός Στρατός κατέλαβε την ανατολική Πολωνία στις 17 Σεπτεμβρίου 1939, ενώ η τελευταία αντίσταση προεβλήθη στην Βαρσοβία, η οποία βομβαρδίστηκε ανηλεώς. Λίγο αργότερα ο Ιωσήφ Στάλιν διέταξε επίθεση κατά της Φινλανδίας, όπου το χειμώνα του 1939-1940 υπέστη αρχικά βαριές ήττες και τελικά, ο Στάλιν ήλθε σε συμφωνία ανακωχής με τη Φινλανδία.

Ο Χίτλερ ανέλαβε την αρχιστρατηγία των γερμανικών δυνάμεων και μετά από μια σειρά στρατιωτικών επιτυχιών, βασισμένων κυρίως στην τακτική του «αστραπιαίου πολέμου» [blitzkrieg], η Γερμανία είχε υπό τον έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Τις αρχικές επιτυχίες του Γερμανικού στρατού διαδέχτηκαν, τον Δεκέμβριο του 1941 η αναχαίτιση του 22 μόλις χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα, οι ήττες στο Στάλινγκραντ, στο Ελ Αλαμέιν, ενώ είχε προηγηθεί η είσοδος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στον πόλεμο. Τελικά το 1943, επήλθε η συνθηκολόγηση των γερμανικών στρατευμάτων στη Βόρεια Αφρική και ακολούθησε η απόβαση των Συμμάχων τον ίδιο χρόνο στη Σικελία]και το 1944 στη Νορμανδία. Παρά την κατάρρευση της Ιταλίας και τον απαγχονισμό του Μπενίτο Μουσολίνι, η Γερμανία εξακολούθησε την αντίσταση της.

Τον Αύγουστο του 1941, ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα στο οποίο υποβλήθηκε ο Χίτλερ έδειξε αρχή αρτηριοσκληρύνσεως και σταδιακά, ανέπτυξε τη νόσο του Πάρκινσον. Το 1944 παρουσίασε τρέμουλο στο αριστερό του πόδι και τα ηλεκτροκαρδιογραφήματα αποκάλυψαν ότι η κατάσταση της καρδιάς του χειροτέρευε, ενώ εκείνη την εποχή δεν υπήρχε αποτελεσματική θεραπεία για τη νόσο του Πάρκινσον.

Η δυσαρέσκεια των στρατιωτικών προς το πρόσωπό του Χίτλερ, εκδηλώθηκε με τις δύο εις βάρος του δολοφονικές απόπειρες, η πρώτη στις 13 Μαρτίου 1943, ενώ στις 20 Ιουλίου 1944 σημειώθηκε δεύτερη απόπειρα δολοφονίας του από τον συνταγματάρχη Κλάους φον Στάουνφερμπεργκ, που τοποθέτησε βόμβα στην αίθουσα συσκέψεων του Γερμανικού στρατηγείου, στο λεγόμενο Λημέρι του Λύκου, ένα από τα αρχηγεία του Χίτλερ. Η έκρηξη προκάλεσε ρήξη τυμπάνων στον Χίτλερ, με αποτέλεσμα να εμφανίσει μια ελαφρά αστάθεια. Ωστόσο, ήταν σε θέση να επιβάλλεται- τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ετοιμαζόταν πυρετωδώς για την επίθεση των Αρδεννών και διατηρούσε τον έλεγχο του στρατού. Οι πρωταίτιοι της απόπειρας οι στρατηγοί, Λούντβιχ Μπεκ και Ρούντολφ Σμουντ, ο συνταγματάρχης Μετζ και ο υπολοχαγός Βέρνερ φον Χέφεν, είτε αυτοκτόνησαν είτε εκτελέστηκαν. Ύστερα από την απόπειρα του Ιουλίου του 1944, ο Χίτλερ ξεκίνησε την περιστασιακή χρήση κοκαΐνης, την οποία λάμβανε σε δύο μορφές: ως αλοιφή, με συγκέντρωση κοκαΐνης 10%, την οποία έβαζε τακτικά στα ρουθούνια του, και ως σκόνη, την οποία εισέπνεε δύο φορές την ημέρα.

Το τέλος του

Στις αρχές του 1945 όταν οι Σύμμαχοι άρχισαν να βαδίζουν προς το Βερολίνο ο Χίτλερ αποσύρθηκε στο καταφύγιό του στο Μέγαρο της Καγκελαρίας. Η Εύα Μπράουν ήταν πιστή στον Χίτλερ μέχρι θανάτου, και αυτή η άνευ όρων πίστη ήταν που εκτιμούσε περισσότερο από όλα ο Φύρερ σε εκείνη αφού όπως έλεγε και ο ίδιος: «Μόνο η κα Μπράουν και ο Γερμανικός Ποιμενικός μου είναι πιστοί και ανήκουν σε μένα». Στις αρχές Απριλίου του 1945, η Εύα Μπράουν μετακόμισε στο Βερολίνο, όπου εγκαταστάθηκε στο θωρακισμένο καταφύγιο στα υπόγεια της Καγκελαρίας, και δήλωσε ότι θα παραμείνει κοντά στον Αδόλφο Χίτλερ. Στις 22 Απριλίου ο Χίτλερ αποδέσμευσε ένα μεγάλο μέρος του προσωπικού του καταφυγίου τους και διέταξε τον Γιούλιους Σάουμπ, τον επικεφαλής υπασπιστή του, να καταστρέψει με φωτιά όλα τα προσωπικά του έγγραφα, είτε βρίσκονταν στην καγκελαρία, είτε στο καταφύγιο, είτε στο Μόναχο.

Στις 29 Απριλίου ο Αδόλφος παντρεύτηκε την Εύα Μπράουν στο καταφύγιο της Καγκελαρίας. Ο γάμος ήταν πολιτικός και η νύφη φορούσε ένα μαύρο φόρεμα. Την ίδια ημέρα υπέδειξε ως διάδοχό του τον ναύαρχο Καρλ Ντένιτς και στις 30 Απριλίου 1945 λίγο μετά τις 3:30' το μεσημέρι, κλείστηκαν με την Εύα Μπράουν σ' ένα δωμάτιο του καταφυγίου, όπου πήραν [5] με χάπια υδροκυανίου, ενώ ο Χίτλερ αυτοκτονεί βάζοντας την κάννη του περιστρόφου του στο στόμα.

Ο Rochus Misch ο τελευταίος μάρτυρας του τέλους του Αδόλφου Χίτλερ στις 30 Απριλίου του 1945, έχει διηγηθεί στο B.B.C., «...Ξαφνικά άκουσα κάποιον να φωνάζει στην ακόλουθο του Χίτλερ: «Linge, Linge, νομίζω ότι συνέβη». Εκείνοι είχαν προφανώς ακούσει κάποιον πυροβολισμό, εγώ όχι. Ο προσωπικός γραμματέας του Χίτλερ, Martin Bormann διέταξε να γίνει ησυχία. Όλοι άρχισαν να ψιθυρίζουν. ...{...}... Ο Bormann διέταξε να ανοίξει η πόρτα. Είδα τον Χίτλερ σωριασμένο με το κεφάλι του στο τραπέζι. Η Eva Brown κείτονταν στον καναπέ με το κεφάλι της στραμμένο προς εκείνο. Είχε τα γόνατα σφιχτά στο στήθος. Φορούσε ένα βαθύ μπλε φόρεμα με λευκούς φραμπαλάδες. Δε θα το ξεχάσω ποτέ...». Τα πτώματα τους αφού αποτεφρώθηκαν με πρωτοβουλία του Μάρτιν Μπόρμαν, και στη συνέργεια των Έριχ Κέμπκα, προσωπικού οδηγού του Χίτλερ, Ότο Γκίνσε, επιλοχία των S.S., Χάιντς Λίγκε, υπηρέτη του καταφυγίου και μερικούς στρατιώτες της προσωπικής φρουράς του Χίτλερ, θάφτηκαν σε κρατήρα από βόμβα έξω από το καταφύγιο. Οι Σοβιετικοί στρατιώτες που εισέβαλαν στο καταφύγιο πήραν την τέφρα τους και τη μετέφεραν στην Ανατολική Γερμανία, κοντά στο Μαγδεμβούργο, μαζί με τα πτώματα των μελών της οικογένειας του Ιωσήφ Γκαίμπελς, που είχαν αυτοκτονήσει, με τον ίδιο τρόπο.

Η είδηση του θανάτου του Χίτλερ στην αμερικανική στρατιωτική εφημερίδα "The Stars & Stripes"

Την 1η Μαΐου, ο θάνατος του Χίτλερ ανακοινώθηκε από το Γερμανικό ραδιοφώνου και οι πολίτες άκουσαν ότι ο Φύρερ τους είχε πέσει μαχόμενος μέχρι την τελευταία του ανάσα κατά των μπολσεβίκων και υπέρ της Γερμανίας. Στις 16 Ιουλίου του 1945 ο Ουίστον Τσόρτσιλ επισκέφθηκε το Βερολίνο και την καγκελαρία, όπου στάθηκε στο σημείο που είχαν βρεθεί τα πτώματα του Χίτλερ και της Μπράουν και σχημάτισε το σήμα της νίκης. Οι σωροί του Χίτλερ και της Εύας Μπράουν φυλάχτηκαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν με προσωπική απόφαση του Γιούρι Αντρόποφ, τότε αρχηγού της K.G.B., της Σοβιετικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, και μετέπειτα Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενώσεως, απορρίφθηκαν στον ποταμό Έλβα. Διασώθηκαν το κρανίο και η οδοντοστοιχία της σορού του Αδόλφου Χίτλερ, από την οποία ο οδοντίατρος του Χίτλερ, πραγματοποίησε την αναγνώριση και την ταυτοποίηση του νεκρού αρχηγού του Γ' Γερμανικού Ράιχ, τη δεκαετία του 1990.

Συγγραφικό έργο

Ο Αδόλφος Χίτλερ έγραψε και δημοσίευσε τα βιβλία:

  • «Ο Αγών μου», [«Mein Kampf», «Μάιν Καμπφ»], που αποτελεί την ιδεολογική του κατάθεση, του οποίου οι βασικές αρχές τηρήθηκαν απαρέγκλιτα με την ανάληψη της εθνικής εξουσίας.

Είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, ένα αυτοβιογραφικό και ένα πολιτικό, τα οποία μέχρι το 1930 εκδίδονταν ξεχωριστά. Ο 1ος τόμος του εκδόθηκε τον Ιούλιο του 1925, από τον εθνικιστικό εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις Εερ» [«Eher Verlag»] που διεύθυνε ο Μαξ Άμαν, στον οποίο οφείλεται ο τίτλος «Mein Kampf» αντί του αρχικού «Τεσσεράμισι χρόνια αγώνας εναντίον ψεμάτων, βλακείας και δειλίας», που επέλεξε ο ίδιος ο Χίτλερ. Ο τόμος, είχε περίπου 400 σελίδες, διατιμήθηκε 12 μάρκα. Ο δεύτερος τόμος, που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 1926, γράφτηκε στο Μπερχτεσγκάντεν, τον τόπο της παραθεριστικής κατοικίας του Αδόλφου. Το εκδοτικό δικαίωμα του βιβλίου κατείχε, ως τις 31 Δεκεμβρίου 2015, η κυβέρνηση του κρατιδίου της Βαυαρίας καθώς ο μοναδικός κληρονόμος του Χίτλερ, ο μικρανεψιός του Πέτερ Ράουμπαλ, είχε αποποιηθεί των σχετικών δικαιωμάτων. Η κυβέρνηση της Βαυαρίας, σε συμφωνία με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Βερολίνου, απαγορεύει την έκδοση του βιβλίου στη Γερμανία και βάζει εμπόδια στις διεθνείς εκδόσεις του.

Κυρίαρχο ζήτημα του έργου είναι η «καθαρότητα της φυλής» και η «φυλετική υπεροχή», ενώ διακηρύσσεται ότι, «...Η ανθρωπότητα είναι μοιρασμένη σε τρεις ομάδες: τους δημιουργούς πολιτισμού, που είναι μόνο οι Άριοι ή Βόρειοι (και ειδικά, οι Γερμανοί), τους φορείς πολιτισμού, όπως οι Γιαπωνέζοι, και τους καταστροφείς του πολιτισμού, όπως οι Εβραίοι και οι Νέγροι… Η ισότητα των φυλών δεν υπήρξε ποτέ σκοπός της φύσης. Οι φυλές δεν είναι ίσες, όπως και τα άτομα δεν είναι ίσα. Μερικοί γεννιούνται ανώτεροι από άλλους… Οι Γερμανοί, ως η ισχυρότερη φυλή του κόσμου, θα πρέπει να κυβερνήσουν τις κατώτερες φυλές της γης...».

  • «Δεύτερο βιβλίο», το οποίο σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Ίρβινγκ, «.... είναι η φωνή του Χίτλερ που δίνει μια πολύ καλή ιδέα για τις προθέσεις και τα σχέδιά του.» Το βιβλίο κυκλοφορεί στα Ελληνικά από εθνικιστικό εκδοτικό οίκο [6].

Όπως γράφει ο Αδόλφος Χίτλερ «...Οι Σπαρτιάτες ήταν κάποτε σε θέση να θεσπίσουν ένα τόσο σοφό μέτρο χωρίς τις σημερινές ψευδο-ευσυγκίνητες αστικές ανοησίες. Η εξουσία έξι χιλιάδων Σπαρτιατών πάνω σε τριακόσιους πενήντα χιλιάδες είλωτες διανοείται μόνο απ’ τα επακόλουθα της ανώτερης φυλετικής αξίας των Σπαρτιατών. Αυτό όμως ήταν αποτέλεσμα της συστηματικής φυλετικής προστασίας· άρα η Σπάρτη θα πρέπει να θεωρείται ως το πρώτο Φυλετικό Κράτος. ...{...}... Είμαι Γερμανός εθνικιστής. Αυτό σημαίνει ότι διακηρύσσω την εθνικότητά μου. Όλες οι σκέψεις και οι ενέργειές μου ανήκουν σε αυτή. Είμαι σοσιαλιστής. Δεν αναγνωρίζω καμμία τάξη και κοινωνική περιουσία, εκτός από αυτή της κοινωνίας του Λαού, που αποτελείται από ανθρώπους συνδεδεμένους μέσω αίματος, ενωμένους από μία γλώσσα και υποκείμενοι στην ίδια μοίρα..».

Μνήμη Αδόλφου Χίτλερ

Το αμερικανικό περιοδικό «Time» τον ανακήρυξε «Άνδρα του έτους 1938», όμως δεν τιμήθηκε ανάλογα, καθώς το πρόσωπό του δεν δημοσιεύθηκε στο εξώφυλλο. Στα δώδεκα χρόνια που κυβερνούσε, τα ιδεώδη του δε γνώρισαν απήχηση μόνο στους υποστηρικτές του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, αλλά σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού. Άλλωστε οι δηλώσεις του δεν επιδέχονταν καμία παρερμηνεία, αφού έλεγε ότι «...Δεν ήλθα στον κόσμο για να κάνω τους ανθρώπους καλύτερους, αλλά για να χρησιμοποιήσω τις αδυναμίες τους... Ακόμη και αν δεν κατακτήσουμε τον κόσμο, θα τον σύρουμε στην καταστροφή μαζί μας και δεν θα αφήσουμε κανέναν να θριαμβεύσει επάνω στη Γερμανία». Ως προσωπικότητα ήταν γοητευτικός και φιλικός. Αν και η γενικότερη εξωτερική του εμφάνιση δεν έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, όμως διέθετε μια παράξενη δύναμη στο βλέμμα του, κάποιο είδος υπνωτιστικής δυνάμεως που γοήτευε εκατομμύρια Γερμανών, αγαπούσε τη μουσική, του άρεσε να παίζει με τα παιδιά και μιλούσε ήρεμα με τους φίλους του. Ζούσε λιτά, ο ίδιος δεν κάπνιζε, αλλά και κανείς δεν τολμούσε να καπνίσει μπροστά του, δεν έπινε αλκοόλ, απέφευγε τον καφέ και το τσάι, δεν έτρωγε ποτέ κρέας και συχνά αρκούνταν σε μια ομελέτα, ενώ του άρεσε να καταναλώνει γλυκά.

Στις 7 Μαΐου 1945 παραδόθηκαν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στη Νορβηγία και στις 8 Μαΐου δημοσιεύθηκε, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Άφτεν-πόστεν», η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία στη χώρα, δίστηλη φωτογραφία του Χίτλερ, που τη συνόδευε νεκρολογία, με την υπογραφή του εθνικιστή Νορβηγού συγγραφέα Κνουτ Χάμσουν. «Δεν είμαι άξιος να εγκωμιάσω δυνατά τον Αδόλφο Χίτλερ, μα ούτε, εξάλλου ταιριάζουν συναισθηματισμοί για τη ζωή και το έργο Του. Ήταν ένας μαχητής, ένας μαχητής για την Ανθρωπότητα κι ένας Απόστολος του Ευαγγελίου για τα Δικαιώματα όλων των Λαών. Ήταν μια ανακαινιστική μορφή υψηλότατου επίπεδου, μα η ιστορική Του μοίρα ήταν πως έδρασε σε μια εποχή ωμότητας χωρίς προηγούμενο, που τελικά Τον συνέτριψε. Έτσι ατενίζει ο κοινός δυτικοευρωπαίος τον Αδόλφο Χίτλερ. Εμείς δε, οι στενοί οπαδοί Του, σκύβουμε το κεφάλι μπρος στη σορό Του.».

Σύμφωνα με τον Rochus Misch, που υπηρέτησε ως τηλεφωνητής στο Βερολίνο, ο Χίτλερ διέθετε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ και «...είχε ένα μικρό σημειωματάριο με ανέκδοτα.» Ο γραφικός χαρακτήρας του ήταν άψογος, όμως η πραγματική του ικανότητα ήταν στην πολιτική και στο να πείθει με τον λόγο του το ακροατήριο και αναδείχθηκε σε έναν από τους πλέον πειστικούς ρήτορες της ανθρώπινης ιστορίας. Αγαπούσε τη μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ που ήταν ο μοναδικός μουσικοσυνθέτης που αναγνώριζε και οι μεγαλειώδεις τευτονικές του όπερες τον συγκινούσαν βαθιά και τις παρακολουθούσε ακούραστα, όμως ξεχώριζε και αγαπούσε, λόγω θεματολογίας, την όπερα «Πάρσιφαλ», της οποίας κεντρικό σημείο αποτελεί ο θρύλος του Αγίου Δισκοπότηρου. Η πολιτική παρουσία του Χίτλερ προκάλεσε πνευματική επανάσταση, καθώς κατανόησε από νωρίς τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η φυλή στην ιστορία, στην κοινωνία και στον πολιτισμό. Διακήρυξε σε όλον τον κόσμο την σημασία και την αναγκαιότητα της φυλής, θέτοντας σκοπό της ζωής του να εφαρμόσει πρακτικά τις ιδέες του, ώστε να επιφέρει πνευματική αναγέννηση στην ανθρωπότητα.

Πολλές γυναίκες έπαιξαν ρόλο στη ζωή του, όπως η Γκέλι Ράουμπαλ, η Μάγδα Κουάντ, ερωμένη και μετέπειτα σύζυγος του Γιόζεφ Γκαίμπελς, η Χελένε Μπέχσταϊν, της οικογένειας των κατασκευαστών πιάνων, που τον έβαλε στους υψηλούς κοινωνικούς κύκλους και τον βοήθησε να μαζέψει χρήματα για το Κόμμα. Επίσης η Βίνιφριντ Βάγκνερ, κόρη του μουσικοσυνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ, ήταν η μεγάλη φίλη του που τον θαύμαζε. Ακόμη, η Λένι Ρίφενσταλ, που σκηνοθετούσε ταινίες από τις κομματικές συγκεντρώσεις της Νυρεμβέργης και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936, η Γιούνιτι Μίτφορντ, μία από τις περίφημες «Αδελφές Μίτφορντ», η αριστοκράτης Βρετανή που ο Χίτλερ αποκάλεσε «...τέλειο δείγμα άριας γυναίκας...» και μια από τις αδελφές της, η Νταϊάνα, είχε παντρευτεί τον επικεφαλής των Βρετανών εθνικιστών, τον σερ Όσβαλντ Μόσλεϋ, στενή φίλη της οικογένειας του Ριχάρδου Βάγκνερ, η οποία προσπάθησε να αυτοκτονήσει για χάρη του, αλλά και η Εύα Μπράουν, που ήταν η μόνη που έγινε γυναίκα του.

Μυστικισμός & Θρησκευτικές απόψεις

Στενή υπήρξε η σχέση του Χίτλερ και της ηγετικής ομάδας του Γ' Ράιχ με τον αποκρυφισμό και τις διάφορες εσωτερικές δοξασίες καθώς η εμφάνιση του Χίτλερ στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας και στη συνέχεια η άνοδος του στην εξουσία συνοδεύτηκαν από την αναζωπύρωση ενός εθνικού μυστικισμού. Ο Χίτλερ δεν προσπάθησε ποτέ να κρύψει τη σχέση του με το απόκρυφο και το μυστήριο. Γνώσεις που σχετίζονταν με το έθνος, τη θρησκευτική πίστη, την Ιστορία, τη γεωπολιτική και τον αποκρυφισμό αποτελούσαν βασικά συστατικά της προσωπικότητάς του. Στην κατεύθυνση αυτή χρησιμοποιήθηκαν σύμβολα, γνωστά για τη δυναμική τους, όπως το αρχαιοελληνικό σύμβολο της καλοτυχίας, η σβάστικα, και ο αετός της Ρώμης, τα οποία υποστηρίχθηκαν από τον τρίχρωμο συνδυασμό (κόκκινο, λευκό και μαύρο), και δημιούργησαν μια μυστηριακή ατμόσφαιρα. Ο Χίτλερ ταν βαθύς γνώστης της Ιστορίας, είχε αποστασιοποιηθεί ενσυνείδητα από τη Χριστιανική θρησκεία και υποστήριζε ότι ήταν εντεταλμένος να πετύχει στην κάθαρση και την αναγέννηση του γερμανικού έθνους.

Στο Λιντς μελέτησε έργα όπως η «Θεία Κωμωδία» του Δάντη και ο «Φάουστ» του Γκαίτε, όμως αργότερα ήλθε σε επαφή με το έργο του πεσιμιστή φιλοσόφου Σοπενάουερ αλλά και του Φρειδερίκου Νίτσε, από τους οποίους επηρεάστηκε, ιδιαίτερα από το βιβλίο «Ο κόσμος ως βούληση και ιδέα» του Σοπενάουερ. Το συγκεκριμένο βιβλίο το είχε μαζί του μέχρι το τέλος του, στο υπόγειο καταφύγιο της Καγκελαρίας στο Βερολίνο. Είχε ασπαστεί την άποψη του Νίτσε ότι η θέληση οδηγεί στη δύναμη, ενώ απεχθάνονταν τη σταύρωση και τη θυσία του Ιησού, την οποία ο Σοπενάουερ είχε χαρακτηρίσει ως «την προσωποποίηση της άρνησης θέλησης για ζωή». Ο Χίτλερ πίστευε ότι η παθητική αντίσταση δεν έχει κανένα νόημα, ενώ η δύναμη της θελήσεως αποτελεί την κινητήριο ενέργεια του σύμπαντος και είναι συνώνυμη της ζωής. Στα ενδιαφέροντα του περιλαμβάνονταν η μελέτη της αρχαίας Ρώμης, οι ανατολικές θρησκείες, η γιόγκα, ο αποκρυφισμός, ο υπνωτισμός και η αστρολογία, ενώ θεωρούσε το Χριστιανισμό μια θρησκεία κατάλληλη «...για σκλάβους, για αδύναμους και για τα κατακάθια των φυλετικών αποβλήτων».

Περίεργη κι ανεξερεύνητη είναι η σχέση προσωπικά του Χίτλερ, αλλά και όσων σχετίζονται με τη δημιουργία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, με την αποκρυφιστική οργάνωση «Θούλη». Λέγεται ότι η κεντρική επιτροπή και η πλειοψηφία των μελών του νέου Γερμανικού Εργατικού Κόμματος, από το οποίο προήλθε αργότερα το Εθνικοσοσιαλιστικό, υπήρξαν μέλη της «Θούλης», στην οποία συμμετείχαν ιατροί, δικηγόροι, επιστήμονες, βιομήχανοι, στρατιωτικοί, δικαστικοί και πλούσιοι αστοί της Γερμανίας. Μεταξύ τους περιλαμβάνονταν ο Χίμλερ, ο συγγραφέας Ντίτριχ Έκαρτ [Dietrich Eckart], ο Ρόζενμπεργκ και ο Χαουσχόφερ, οι οποίοι αποτέλεσαν τον ιδεολογικό πυρήνα της νέας τάξεως πραγμάτων και εκπόνησαν το δόγμα της άριας υπεροχής.

Θεωρίες συνωμοσίας

Γύρω από το θάνατο του ηγέτη της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, αναπτύχθηκαν μια σειρά από θεωρίες. Τον Οκτώβριο του 2011, η αγγλική εφημερίδα «Sun» δημοσίευσε την περίληψη ενός βιβλίου, οι συγγραφείς του οποίου υποστηρίζουν, βασισμένοι σε διαβαθμισμένα έγγραφα και άλλες ιατροδικαστικές έρευνες, ότι βρήκαν αποδείξεις που επιβεβαιώνουν ότι ο Αδόλφος μαζί με τη σύντροφό του Εύα Μπράουν διέφυγαν στην Αργεντινή [7] όπου μέχρι τον θάνατό του το 1962, ζούσε ελεύθερος. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες του επέτρεψαν να διαφύγει με αντάλλαγμα την πρόσβαση στα μυστικά της πολεμικής τεχνολογίας των Ναζί και παράλληλα ότι το κρανίο που είχαν στην κατοχή τους οι Ρώσοι ως το κρανίο του Χίτλερ, ανήκει σε μία γυναίκα.

Συλλογές έργων τέχνης

Ήταν συλλέκτης έργων τέχνης και στη συλλογή του ανήκαν περίπου 45 πίνακες, μεταξύ τους το «Ενθύμιο του Στάλινγκραντ» του Φραντς Άιχορστ, του ζωγράφου που προτιμούσε, τριάντα γλυπτά, μια πινακίδα και πολλά δώρα, τα οποία είχαν θεωρηθεί λάφυρα πολέμου της πρώην Τσεχοσλοβακίας. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η συλλογή μεταφέρθηκε στο τσεχικό μοναστήρι Βίσι Μπροντ, στα νότια της χώρας, μαζί με τις συλλογές του Γερμανοεβραίου τραπεζίτη Φριτς Μανχάιμερ και της οικογένειας Ρότσιλντ. Μετά τον πόλεμο οι Αμερικανοί έφεραν στο Μόναχο τόσο τη συλλογή του Μανχάιμερ, που είχε περάσει στα χέρια του Χίτλερ το 1941, τόσο και εκείνη των Ρότσιλντ, η οποία είχε κατασχεθεί στη Βιέννη το 1938. Επτά πίνακες από αυτούς που περιλαμβάνονταν στη συλλογή έργων τέχνης βρέθηκαν [8] σε τσεχικό μοναστήρι στο Ντόκσανι, στις 25 Φεβρουαρίου 2012, από το συγγραφέα Γίρι Κούτσαρ.

Η γενέτειρα του

Τις τελευταίες δεκαετίες η πόλη όπου γεννήθηκε καταβάλει προσπάθειες να απαλλαγεί από το βάρος της μνήμης του και στο τέλος του 2013, δημιουργήθηκε μια ανοικτή διαδικτυακή πλατφόρμα στην οποία δημοσιεύονται επιστημονικά θεμελιωμένα, ιστορικά, πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά και κοινωνικά δεδομένα, με στόχο να αντικρουστούν οι αρνητικές προκαταλήψεις. Η πρωτοβουλία του δήμου δέχθηκε έντονη κριτική από το «Δίκτυο οργανώσεων κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας» του ομόσπονδου κρατιδίου της Άνω Αυστρίας που επιρρίπτει στους ιδρυτές της μια αποσιώπηση του εξτρεμισμού, επισημαίνοντας ότι το καθάρισμα της εικόνας της γενέθλιας πόλεως του Χίτλερ, κινδυνεύει από την μονόπλευρη επιχειρηματολογία και προπαγάνδα. Ο εκπρόσωπος του Δικτύου, Ρόμπερτ Άιτερ, δήλωσε ότι, '«...το Μπράουναου δεν είναι πόλη ναζιστών, ωστόσο υπάρχει στην πόλη, όπως και σε άλλες περιοχές της χώρας μια ανθούσα σκηνή ακροδεξιών και...{...}... αντί για ένα γυάλισμα της εικόνας της θα πρέπει να υπάρξει μια ανοικτή και κριτική αντιπαράθεση, καθώς η συνειδητοποίηση και η καταπολέμηση επίκαιρων ακροδεξιών τάσεων δεν μπορεί να αντικατασταθεί μόνον με την αλλαγή των ονομάτων κάποιων οδών, με εκείνα κάποιων αντιστασιακών κατά του ναζισμού...».

Το σπίτι που γεννήθηκε

Ο Χίτλερ γεννήθηκε στο σπίτι με την κίτρινη πρόσοψη στο Μπραουνάου, όμως έζησε εκεί μόνο λίγες εβδομάδες, πριν η οικογένεια του μετακομίσει σε άλλο σπίτι στην ίδια πόλη και στη συνέχεια μετακομίσουν οριστικά από το Μπραουνάου, όταν ο Χίτλερ ήταν 3 ετών. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η αυστριακή κυβέρνηση το νοίκιαζε και το είχε μετατρέψει σε κέντρο για άτομα με ειδικές ανάγκες, όμως το 2011 η ιδιοκτήτριά του Γκερλίντε Πόμερ και η κυβέρνηση ήρθαν σε σύγκρουση, μετά την άρνηση της ιδιοκτήτριας του να δώσει τη συγκατάθεσή της για εργασίες ανακαινίσεως. Την Παρασκευή 14 Μαΐου 2016 η κυβέρνηση της Αυστρίας κατέθεσε νόμο με το οποίον επιδιώκει να κατασχεθεί το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Αδόλφος Χίτλερ, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η πιθανότητα να μετατραπεί σε τόπο προσκυνήματος. Σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών της Αυστρίας, το οποίο νοικιάζει το κτίριο από το 1972, επί πολλά χρόνια κατέβαλε προσπάθειες να το αγοράσει από την ιδιοκτήτριά του, όμως οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν αίσιο τέλος. Πλέον, ο μοναδικός τρόπος για να περιέλθει το σπίτι στο κράτος είναι η απαλλοτρίωση του, με την καταβολή αποζημιώσεως στην ιδιοκτήτριά του, το ύψος της οποίας δεν έχει γίνει γνωστό.

«Ο Αγών μου»

Το έργο μέχρι το 1939 είχε μεταφραστεί σε 11 γλώσσες και είχε πουλήσει περισσότερα από 5.200.000 αντίτυπα. Τον Ιανουάριο του 2015 κυκλοφόρησε στη Γερμανία, 70 χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα και τη λήξη των πνευματικών δικαιωμάτων, το βιβλίο «Ο Αγών μου» [9] [10], σε μια σχολιασμένη έκδοση του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου, που περιλαμβάνει 3.700 υποσημειώσεις που κατευθύνουν την ανάγνωση των 2.000 σελίδων του. Το Σεπτέμβριο του 2015, έκανε πρεμιέρα στο Kunstfest της Βαϊμάρης η παράσταση θεάτρου-ντοκουμέντο των Rimini Protokoll, «Adolf Hitler: Mein Kampf, vol. 1 & 2» που προβλήθηκε και στην Αθήνα, στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών. Μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το «Mein Kampf» είχε κυκλοφορήσει σε 12,5 εκατομμύρια αντίτυπα.

Εξωτερικές συνδέσεις

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. [Η λέξη Φύρερ [Führer, από το ρήμα führen που σημαίνει καθοδηγώ] χαρακτηρίζει: ένα άτομο που έχει την ύψιστη θέση σε μια ιεραρχία ενός συγκεκριμένου συστήματος στην κοινωνία, δηλαδή ηγέτης, καθοδηγητής ή ένα άτομο που χρησιμοποιεί την ειδική του γνώση για να οδηγήσει ή να καθοδηγήσει, καθώς και ένα σύγγραμμα που χρησιμεύει για καθοδήγηση.]
  2. [Η λέξη «Ράιχ» σημαίνει αυτοκρατορία. Το Πρώτο Ράιχ ήταν η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία διάρκεσε από το 800 έως το 1806, το Δεύτερο Ράιχ ήταν η Αυτοκρατορία που δημιούργησε ο Όττο φον Βίσμαρκ, με διάρκεια από το 1871 έως το 1918.]
  3. [Τα Freikorps προέκυψαν από τους στρατιώτες που επέστρεψαν από τα μέτωπα του πολέμου. Οι ομάδες αυτές αποτελούνταν από ακραιφνείς εθνικιστές που θεωρούσαν τον μαλθακό κοινοβουλευτισμό των άκαπνων Γερμανών «εκεί πίσω στην πατρίδα», η θεωρία του «πισώπλατου μαχαιρώματος», ως την αληθινή αιτία της ήττας και της ταπεινωτικής ειρήνης που ακολούθησε. Οι στρατιώτες αυτοί βίωσαν στα χαρακώματα την «υπερταξική κοινότητα του αίματος και της φυλής» [«Fronterlebnis»], βιώνοντας τον πόλεμο ως μια ενδιαφέρουσα και επικίνδυνη περιπέτεια [«Kriegserlebnis»] στον αντίποδα της βαρετής και εκφυλισμένης ζωής των αστικών στρωμάτων.
  4. [Το «Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» [D.A.P.] είχε ιδρυθεί από τον εργάτη Άντον Ντρέξλερ [Anton Drexler] και το δημοσιογράφο Καρλ Χάρερ [Karl Harrer]. Είχε ως κύριους άξονες της πολιτικής του την αντίθεση του στην παρουσία ξένων στη Γερμανία, τον Φυλετισμό και τον αντισημιτισμό.]
  5. Αδόλφος Χίτλερ και Εύα Μπράουν: Η αυτοκτονία μία μέρα μετά το γάμο τους
  6. [Αδόλφος Χίτλερ-Δεύτερο βιβλίο Το βιβλίο στον ιστότοπο των εκδόσεων «Έκτωρ».]
  7. Φυγάς ο Αδόλφος Χίτλερ; Εφημερίδα «Real.gr».
  8. Βρέθηκαν οι χαμένοι πίνακες του Χίτλερ Hellas on the Web
  9. «Ο Αγών μου» Ολόκληρος ο 1ος τόμος του βιβλίου στα Ελληνικά.
  10. «Ο Αγών μου» Ολόκληρος ο 2ος τόμος του βιβλίου στα Ελληνικά.