Τζωρτζ Μπάιρον

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γεώργιος-Γκόρντον-Νόελ Μπάιρον, [Lord George Gordon Byron VI], γνωστός στην Ελλάδα ως Λόρδος Βύρων, Άγγλος ποιητής και Φιλέλληνας ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του περασμένου αιώνα, ο οποίος γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788 και πέθανε στις 7/19 Απριλίου 1824 στο Μεσολόγγι. Το 1815 παντρεύτηκε την Άννα-Ισαβέλα Μίλμπανκ, την οποία χώρισε άμεσα και απέκτησαν μία κόρη, την Αυγούστα-Άντα. Σε ένα ταξίδι του στην Ιταλία γνωρίστηκε και ερωτεύθηκε την κουνιάδα του ποιητή Σέλεϊ, και απέκτησε μαζί της τη δεύτερη κόρη του, την Αλέγκρα.

Λόρδος Βύρων

Βιογραφία

Κατάγονταν από αριστοκρατική οικογένεια της Βρετανίας. Πατέρας του ήταν ο Τζον Μπάιρον, πλοίαρχος του αγγλικού Βασιλικού Ναυτικού, και μητέρα του η Κατερίνα Γκόρντον, δεύτερη σύζυγος του, η οποία ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια, ήταν απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του 3ου. Όταν γεννήθηκε οι γονείς του είχαν χωρίσει και ο μεν πατέρας του είχε διαφύγει στη Γαλλία λόγω χρεών, η δε μητέρα του ξόδεψε μεγάλο μέρος της δικής της περιουσίας για την αποπληρωμή των χρεών. Έζησε άσχημα παιδικά χρόνια καθώς ήταν εκ γενετής κουτσός, ενώ έμεινε ορφανός από πατέρα όταν ήταν ακόμα νήπιο, που επηρέασε σημαντικά την ψυχοσύνθεση του.

Ήταν πολύ όμορφος, ευφυής, ριψοκίνδυνος και πολύ γοητευτικός. Μεγαλώνοντας, σπατάλησε εντελώς την προσωπική του περιουσία και με τα χρήματα προίκας εξόφλησε τα χρέη που είχε δημιουργήσει. Η φήμη του ως ποιητή του είχε χαρίσει μια εξαιρετική θέση ανάμεσα στον πνευματικό κόσμο της χώρας του. Αλλά επαναστατικό πνεύμα καθώς ήταν, προκαλούσε με την παράξενη συμπεριφορά του την αντιπάθεια της αριστοκρατίας. Καθώς μεγάλωνε δημιουργούσε ερωτικά έκτροπα, το 1807 δημοσίευσε την ποιητική του συλλογή «Ώρες οκνηρίας», λίγο πριν την ενηλικίωσή του και την κατάληψη της θέσεως του στη Βουλή των Λόρδων.

1ο ταξίδι στην Ελλάδα

Μέσω Πορτογαλίας ταξίδεψε στη Μάλτα και έφτασε στη Ζάκυνθο κατόπιν στην Κεφαλλονιά και στις 26 Σεπτεμβρίου 1909 αποβιβάστηκε στην Πάτρα, και ξεκίνησε το οδοιπορικό του που τον έφερε στην Πρέβεζα, στα Γιάννενα, όπου γνωρίστηκε με τον Αλή πασά, στην Ζίτσα, στο κάστρο του Αλή Πασά στο Τεπελένι, ξανά στην Πρέβεζα, απ’ όπου στις 12 Νοεμβρίου 1809 σε επιστολή που έστειλε στη μητέρα του από την Πρέβεζα, έγραφε, «…Θα πάω τώρα στην Αθήνα να σπουδάσω τα νέα ελληνικά, που διαφέρουν πολύ από τα αρχαία, αν και στις ρίζες τους μοιάζουν...», στο Μεσολόγγι, στην Πάτρα, στο Αίγιο, στην Άμφισσα, στους Δελφούς και στη Θήβα, πριν καταλήξει στην Αθήνα.

Σύμφωνα με τον Αντρέ Μωρουά, έναν από τους κορυφαίους βιογράφους του «Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την πόλη και, περισσότερο κατακτητές παρά διοικητές, την είχαν εγκαταλείψει στην τύχη της. Στο μεγάλο καφενείο, κοντά στο παζάρι, έβλεπες τους αγάδες καθισμένους σταυροπόδι να καπνίζουν τους ναργιλέδες τους και να γελούν. Μια τουρκική φρουρά ήταν εγκατεστημένη στην Ακρόπολη». Στην Αθήνα έμεινε από τα Χριστούγεννα του 1809 έως τον Μάρτιο του 1810, αρχικά στο σπίτι της Θεοδώρας Μακρή, χήρας ενός Άγγλου υποπρόξενου, που για τη μεγαλύτερη από τις τρεις κόρες της, την Τερέζα, ένοιωσε φλογερό έρωτα και συνέθεσε το ποίημα του με τίτλο «Κόρη των Αθηνών». Στις 5 Μαρτίου 1810 πριν συνεχίσει το ταξίδι του για τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, έγραψε στην Τερέζα μέσα από το ποίημα του
«Κόρη των Αθηνών! φεύγω πια.
Όταν θα 'σαι μόνη, σκέψου με, γλυκιά.
Αν κι εγώ στην Κωνσταντινούπολη πετώ,
η Αθήνα κρατάει την καρδιά μου και το λογικό.[1]

Στις 3 Μαΐου 1810 διέπλευσε κολυμπώντας σε μία ώρα και δέκα λεπτά τον Ελλήσποντο. Επέστρεψε στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου και διάλεξε για κατοικία του το Μοναστήρι των Καπουτσίνων [2], δίπλα στο μνημείο του Λυσικράτη στην Πλάκα, που λειτουργούσε ως πανδοχείο και σχολείο. Στις 31 Ιουλίου 1810 έγραψε σε ένα φίλο του, «…Έχω σχεδόν πολιτογραφηθεί Αθηναίος, γιατί μένω κυρίως στην Αθήνα όταν δεν είμαι στις δημοσιές…{…}…για ποικιλία κάνω πότε πότε εκδρομές στον Μαραθώνα, το Σούνιο, την κορυφή του Υμηττού και τον Μοριά». Η θέα του λεηλατημένου από το Λόρδο Έλγιν μνημείου του Παρθενώνα, του ενέπνευσε το ποίημα «Η Κατάρα της Αθήνας», ενώ θλιβόταν για την παρακμή της Ελλάδας και έγραφε «Ελλάς ωραία! Λείψανο θλιβερό αξίας που έχει δύσει!», όμως όπως έγραψε στο ποίημα «Τα νησιά της Ελλάδος», έλπιζε πως
«Βουνά τον πλατύ Μαραθώνα κοιτάνε
και κείνος κοιτάει τη θάλασσα πέρα
κι εγώ πώς μπορούσε ονειρεύομαι
να 'ναι Ελεύθερη πάλι η Ελλάδα μια μέρα!».
Σε επιστολή στη μητέρα του στις 2 Φεβρουαρίου 1811, αποκάλυπτε ότι, «…Ένα φιρμάνι από την Πύλη μου επιτρέπει να συνεχίσω προς Ιερουσαλήμ και Αίγυπτο, κι έτσι θα επισκεφθώ τις πυραμίδες και την Παλαιστίνη πριν γυρίσω…», όμως τελικά στις 22 Απριλίου 1811 αναχώρησε από την Αθήνα με προορισμό την Αγγλία.

Επιστροφή στην Αγγλία

Εγκαταλείποντας την Ελλάδα, σύμφωνα με τον επιφανή Αμερικανό Βυρωνιστή Leslie Marchand, «…είχε σχηματίσει συγκεκριμένες απόψεις, οι οποίες επρόκειτο να καθορίσουν τον χαρακτήρα του και την ορμή του φιλελληνισμού του ως το τέλος της ζωής του». Στην Αγγλία ο Μπάιρον δημοσίευσε το ποίημα «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ», όπως έλεγε ο ίδιος, τον έκανε διάσημο σε μια νύχτα. Στις 27 Φεβρουαρίου 1812 έκανε την πρώτη του ομιλία στη Βουλή των Λόρδων και μόνος αυτός καταψήφισε νομοσχέδιο που προέβλεπε τη θανατική ποινή για τους εξεγερμένους κλωστοϋφαντουργούς του Νότιγχαμ, που έχαναν τις δουλειές τους από τις μηχανές, που τους αντικαθιστούσαν στις γραμμές παραγωγής. Αυτό βέβαια προκάλεσε τη συμπάθεια των φτωχών. Εξαιτίας των χρεών του και της συμπεριφοράς του, γιατί είχε διαφορετικές αντιλήψεις για την ηθική από εκείνες που επικρατούσαν στην εποχή του, αναγκάστηκε να φύγει από την Αγγλία και να πάει στις Βρυξέλλες και από κει στη Γενεύη. Η συντηρητική Αγγλία τον αντιμετώπιζε σαν καταραμένο, για τα ερωτικά του σκάνδαλα και τις φιλελεύθερες απόψεις του. Αηδιασμένος από τους ανθρώπους γύρω του, αυτοεξορίστηκε στην Ιταλία το 1816 και εργάστηκε για την απελευθέρωσή της μαζί με τους καρμπονάρους.

Επιστροφή στην Ελλάδα & Θάνατος

Το 1823 ιδρύθηκε το «Φιλελληνικό Κομιτάτο» του Λονδίνου, το οποίο τον εξέλεξε ως αντιπρόσωπό του στην Ελλάδα και του ζήτησε να πάει στην επαναστατημένη περιοχή. Δέχτηκε και τον Ιούλιο του 1823 αναχώρησε με τον «Ηρακλή», το πλοίο του, γεμάτο πυρομαχικά, τρόφιμα και φάρμακα, έφτασε στο Αργοστόλι τον Αύγουστο. Ενώ βρισκόταν στην Κεφαλληνία, με πόνο ψυχής έβλεπε τον εμφύλιο πόλεμο, τις διχόνοιες και τα μίση ανάμεσα στους Έλληνες και στα γράμματα που του έστελναν οι διάφοροι αγωνιστές να κατέβει στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, αποκρινόταν, «Εφόσον συνεχίζεται ο εμφύλιος σπαραγμός, είμαι υποχρεωμένος να παραμείνω στην Κεφαλληνία». Όταν όμως κατάλαβε ότι ο ελληνικός αγώνας περνούσε μεγάλη κρίση και ότι ο εμφύλιος αυτός πόλεμος θα κατέστρεφε ότι μέχρι τότε με μεγάλες θυσίες είχαν πετύχει, αναγκάστηκε να πάρει ενεργό μέρος και να πάει στο Ναύπλιο. Στο μεταξύ πήρε γράμμα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και πείστηκε να δώσει 4.000 λίρες στους αντιπροσώπους της ελληνικής αποστολής που πήγαινε στο Λονδίνο. Τον ίδιο καιρό πήρε επιστολή και από το Μάρκο Μπότσαρη που τον θερμοπαρακαλούσε να πάει στο Μεσολόγγι. Εκεί του επιφύλαξαν μεγάλη και τιμητική υποδοχή, ενώ η ελληνική κυβέρνηση τον διόρισε γενικό αρχηγό του αγώνα. Στις 6 Ιανουαρίου του 1824 αποβιβάστηκε στο Μεσολόγγι και άρχισε τη συνεργασία του με τον Μαυροκορδάτο.
«Αν τα νιάτα σου λυπάσαι,
γιατί θέλεις πλειό να ζης;
Της τιμής εδώ είν' ο τόπος,
άξιος δείξου μαχητής.
Ζήτα και εύρε ανδρείου μνήμα
κι αν ζητήσης θα το βρης
κοίτα γύρω, πιάσε θέση,
στάσου εκεί ν' αναπαυθής».

Έδρα της δράσης του είχε το Μεσολόγγι και συχνά έλεγε, «...Ήρθα εδώ να βοηθήσω την αναγέννηση ενός λαού που σου κάνει τιμή νάσαι φίλος του». Από τα χρήματα που είχε, ξόδεψε πολλά, για να οχυρώσει την ηρωική πολιτεία. Προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντίθετες παρατάξεις, για να μπορέσει να οργανώσει την άμυνά της. Οι συμβουλές του και οι υπηρεσίες του στάθηκαν πολύτιμες στις κρίσιμες εκείνες στιγμές. Στις 30 Μαρτίου 1824 ανακηρύχθηκε δημότης της πόλης του Μεσολογγίου, ενώ 50 ανδρείοι Σουλιώτες αποτελούσαν την τιμητική σωματοφυλακή του. Στις 9 Απριλίου, ενώ βρισκόταν στα περίχωρα του Μεσολογγίου, τον έπιασε δυνατή βροχή και όταν επέστρεψε στην πόλη, δυνατά ρίγη και πυρετός τον έριξαν στο κρεβάτι. Οι γιατροί τον συμβούλεψαν να φύγει το γρηγορότερο από εκεί, γιατί το υγρό κλίμα του Μεσολογγίου δυσκόλευε τη θεραπεία και την ανάρρωση του, αλλά ο Βύρων αρνήθηκε να αναχωρήσει. Έτσι η κατάστασή του χειροτέρεψε, όμως έλεγε ότι «Όσο μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, πρέπει να μείνω πιστός στον Αγώνα. Εδώ είναι μια υπόθεση που αξίζει εκατομμύρια ανθρώπους σαν και μένα».

Ξεψυχώντας ψιθύριζε το όνομα της κόρης του Άντας και της αγαπημένης του Ελλάδας, «Σου έδωσα τον καιρό μου, την περιουσία μου, την υγεία μου, τώρα σου δίνω και τη ζωή μου. Τι άλλο μπορούσα περισσότερο να κάνω;». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του ανθρώπου που ο θάνατός του βύθισε σε πένθος όλους τους Έλληνες, που θρήνησαν το θάνατό του, ενώ η κυβέρνηση όρισε επίσημο πένθος 21 ημερών. Ο Διονύσιος Σολωμός, θρηνώντας το θάνατό του, έγραψε το περίφημο ποίημά του, «Ωδή εις τον θάνατον του λόρδου Μπάυρον»,
«Λευτεριά για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί
κι έλα σίμωσε και κλάψε
εις του Μπάιρον το κορμί».

Εργογραφία

Στην Αγγλία οι ποιητικές του συλλογές είχαν προκαλέσει ανάμεικτα αισθήματα. Άλλοι αναγνώριζαν το Βύρωνα ως έναν μεγάλο ποιητή και μια μεγάλη ποιητική μεγαλοφυΐα, αλλά άλλοι δεν του συγχωρούσαν τα σφάλματά του και τον θεωρούσαν βλάσφημο και επαναστάτη. Το όνομα του Βύρωνα είναι στενά δεμένο με την Ελληνική ιστορία και οι Έλληνες οφείλουν σ' αυτόν μεγάλο σεβασμό, αφοσίωση και ευγνωμοσύνη. Αγάπησε την Ελλάδα σαν δεύτερη πατρίδα του και προσέφερε γι' αυτήν, όχι μόνο πολλά χρόνια αγώνων και θυσιών, αλλά και την ίδια τη ζωή του. Στα ταξίδια του εμπνεύστηκε τις περίφημες ποιητικές του συλλογές:

  • «Μάνφρεντ»,
  • «Ο Αιχμάλωτος του Σιγιόν» και
  • «Το τρίτο τραγούδι του Τσάιλντ Χάρολντ».

Τα ποιήματα του τα χαρακτηρίζει η ορμή και το πάθος και μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Ο «Γκιαούρης», ο «Δον Ζουάν», η «Πολιορκία της Κορίνθου» είναι από τα ωραιότερα έργα του. Ο περίφημος «Κουρσάρος», όταν τυπώθηκε πουλήθηκε σε μια μόνο μέρα σε 14.000 αντίτυπα. Αγάλματα του έχουν στηθεί στο Μεσολόγγι και στην Αθήνα και οι Έλληνες, αν και πέρασαν περισσότερα από 150 χρόνια από το θάνατό του, εξακολουθούν να τιμούν την μνήμη του μεγάλου Άγγλου φιλέλληνα και ποιητή.

Παραπομπές

  1. [μετάφραση-απόδοση: Μάριος-Βύρων Ραίζης]
  2. [Έγραψε σε επιστολή του «…Μένω στο Μοναστήρι των Καπουτσίνων, μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου τον ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη, ε, κύριε, αυτό θα πει τοπίο, αυτό θα πει γραφικότητα!», 20 Ιανουαρίου 1811.]