Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Έλληνας διπλωμάτης και από τους κορυφαίους πολιτικούς του Εικοσιένα, ο οποίος διατέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός, γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1791 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στις 6 Αυγούστου 1865 στην Αίγινα.
Ήταν παντρεμένος με την Χαρίκλεια Αργυροπούλου και είχαν αποκτήσει 6 παιδιά, ένα από τα οποία ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος διακρίθηκε ως πολιτικός και διπλωμάτης, και τα 4 πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η αδερφή του, Αικατερίνη, είχε παντρευτεί το Σπυρίδωνα Τρικούπη.
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος - Πρόεδρος Εκτελεστικού - |
---|
Έναρξη Θητείας : 13 Ιανουαρίου 1822 |
Λήξη θητείας : 10 Μαΐου 1823 |
Προκάτοχος |
|
Διάδοχος |
|
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος * Πρωθυπουργός * |
Έναρξη Θητείας : 12 Οκτωβρίου 1833 |
Λήξη θητείας : 31 Μαΐου 1834 |
Προκάτοχος |
|
Διάδοχος |
|
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος * Πρωθυπουργός * |
Έναρξη Θητείας : 10 Φεβρουαρίου 1841 |
Λήξη θητείας : 10 Αυγούστου 1841 |
Προκάτοχος |
|
Διάδοχος |
|
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος * Πρωθυπουργός * |
Έναρξη Θητείας : 30 Μαρτίου 1844 |
Λήξη θητείας : 6 Αυγούστου 1844 |
Προκάτοχος |
|
Διάδοχος |
|
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος * Πρωθυπουργός * |
Έναρξη Θητείας : 16 Μαΐου 1854 |
Λήξη θητείας : 22 Σεπτεμβρίου 1855 |
Προκάτοχος |
|
Διάδοχος |
|
Περιεχόμενα
Βιογραφία
Γονείς του ήταν ο λόγιος αξιωματούχος στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες Νικόλαος Μαυροκορδάτος και η Σμαράγδα Καρατζά. Ήταν δηλαδή, απόγονος αριστοκρατικής οικογένειας Φαναριωτών, πολλά μέλη της οποίας υπήρξαν στελέχη της διοίκησης του Τουρκικού κράτους, όπως διερμηνείς και ηγεμόνες των παραδουνάβιων περιοχών. Έλαβε άριστη μόρφωση και μιλούσε γαλλικά, ιταλικά, τούρκικα και αραβικά, καθώς σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στην Πίζα της Ιταλίας, ενώ παρακολούθησε, σύμφωνα με δική του μαρτυρία, μαθήματα οχυρωματικής και πολιορκητικής τέχνης, στη Γενεύη από το στρατηγό Dufour. Εργάστηκε από το 1812, ως γραμματέας του αδελφού της μητέρας του, ηγεμόνα της Βλαχίας, Ιωάννη Καρατζά, τον οποίο ακολούθησε στη Γενεύη, όπου κατέφυγε, για να αποφύγει τις συνέπειες από κατηγορίες που διατύπωσαν στην Πύλη αντίπαλοί του.
Το 1819, μαζί με την οικογένεια Καρατζά, εγκαταστάθηκε στην Πίζα της Ιταλίας, εντάχθηκε στο περιβάλλον του μητροπολίτη Ιγνατίου και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Εκεί έμαθε τα αγγλικά από τη Μαίρη Σέλλευ, στην οποία παρέδιδε μαθήματα αρχαίων ελληνικών και επίσης διάβαζε κείμενα από το χώρο των ιδεών και της πολιτικής, ντυμένος με την παραδοσιακή ανατολίτικη φορεσιά και έβαλε τα φράγκικα όταν ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Παράλληλα έγραψε στα γαλλικά, κείμενο με τίτλο «Συνοπτικά περί Τουρκίας», όπου ανέλυε την κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και προέβλεπε τη διάλυσή της. Ο θείος του τον απέτρεψε από την έκδοσή του, όμως το κυκλοφόρησε, σε περιορισμένο και άγνωστο αριθμό αποδεκτών.
Σε αυτό αναφέρει χαρακτηριστικά για την Τουρκία,
«Πώς να γνωρίζουν την πραγματική κατάσταση μιας χώρας της οποίας η τοπογραφία και ο πληθυσμός δεν είναι καθόλου γνωστά, της οποίας η εσωτερική κατάσταση είναι ένα χάος, ενώ οι εξωτερικές της σχέσεις καλύπτονται ολοκληρωτικά από σκόνη μυστηρίου; Πώς να γνωρίζουν τις δυνάμεις μιας κυβέρνησης η οποία δεν έχει συγκεκριμένο στρατό στη μισθοδοσία της; Πώς να γνωρίζουν τέλος τα οικονομικά, εάν ο ετήσιος προϋπολογισμός, όσο κι αν είναι άγνωστος, ανεβαίνει η κατεβαίνει αναλογικά με τον αριθμό των αποκεφαλισμών και των δημευμένων αγαθών σύμφωνα με την ιδιοτροπία και την αυθαίρετη επιθυμία του αρχηγού;»
Για την εξουσία του βεζύρη, γράφει
«Μερικές φορές συμβαίνει να μη γνωρίζει να διαβάζει ή να γράφει. Μόλις που γνωρίζει να ομιλεί την ίδια του τη γλώσσα και παρά τη χονδροειδή άγνοια βρίσκεται στην κορυφή όλων των υποθέσεων».
Αναλύει επίσης την πληθυσμιακή συγκρότηση της Αυτοκρατορίας
«Με βάση την έννοια του έθνους, ο πληθυσμός της Τουρκίας φτάνει τα είκοσι τρία εκατομμύρια, όπου επτά εκατομμύρια είναι Τούρκοι, έξι εκατομμύρια είναι Έλληνες, δύο εκατομμύρια είναι Σέρβοι, Βλάχοι, Μολδαβοί, ένα εκατομμύριο είναι Αλβανοί, τέσσερα εκατομμύρια είναι Άραβες, και τρία εκατομμύρια είναι Εβραίοι, Τουρκομάνοι και Δρούζοι. Συμπέρασμα: «Το σύνολο των μουσουλμάνων, οπαδών του Μωάμεθ, είναι κάτω από το μισό του συνόλου των κατοίκων. Οι Τούρκοι, ως κυρίαρχο έθνος, δεν αποτελούν ούτε το ένα τρίτο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας τους».
Προτείνει τέλος τη δημιουργία μιας «ελληνικής αυτοκρατορίας», που θα περιλάμβανε την ευρωπαϊκή Τουρκία και τη Μικρά Ασία.
«Δεν είμαστε, αναρωτιούνται, οι πραγματικοί αυτόχθονες αυτής της χώρας; Δεν είμαστε οι φυσικοί κληρονόμοι του εδάφους που ανήκε στους προγόνους μας; (…) Αυτοί οι Ασιάτες κατακτητές δεν έχουν κανένα δικαίωμα ιθαγένειας’ ήρθαν να αποσπάσουν με τη βία εκείνα τα οποία κατείχαμε και δια της βίας εμείς πρέπει να τα ανακτήσουμε» [1]
Τα 10 τελευταία χρόνια της ζωής του παρέμεινε πολιτικά ανενεργός, και ζούσε αποτραβηγμένος στην εξοχική του κατοικία.
Πολιτική δράση
Λίγους μήνες μετά την έκρηξη της επαναστάσεως, τον Ιούνιο του 1821 σε ηλικία 30 ετών, μ’ ένα υδραίικο πλοίο που ναύλωσε στη Μασσαλία, έφτασε στο Μεσολόγγι. Εκεί συνάντησε τον Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος του ανέθεσε τη διοικητική οργάνωση της Στερεάς Ελλάδας συστήνοντας το τοπικό πολίτευμα, που ονομάστηκε «Καταστατικός Χάρτης Προσωρινής Διοικήσεως της Δυτικής Ελλάδος». Παράλληλα με συνεργάτη τον Θεόδωρο Νέγρη πρωταγωνίστησαν στη σύνταξη της Νομικής Διατάξεως της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος.
Το Δεκέμβριο του 1821, αναδείχθηκε πρόεδρος της Α' Εθνικής Συνέλευσης στην Επίδαυρο και υπέγραψε τη Διακήρυξη της 15ης Ιανουαρίου 1822 για την «ανεξαρτησία του έθνους των Ελλήνων» από τον οθωμανικό ζυγό. Εκλέχθηκε γραμματέας και πρόεδρος του Εκτελεστικού, πρόεδρος της επιτροπής που συνέταξε το πρώτο Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος, με φιλελεύθερους και δημοκρατικούς ιδεολογικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς.
Στη Β' Εθνική Συνέλευση του Άστρους, παρά την έντονη διαφωνία του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, εκλέχτηκε από τις 12 έως τις 14 Ιουλίου 1823, πρόεδρος του Βουλευτικού σώματος αλλά έφυγε για να υπερασπίσει το Μεσολόγγι στη δεύτερη πολιορκία του. Το Φεβρουάριο του 1825 επέστρεψε στην Πελοπόννησο και ανέλαβε τις θέσεις του γραμματέα του Εκτελεστικού και στη συνέχεια του γραμματέα των Εξωτερικών. Με δικές του προσπάθειες εξασφαλίσθηκαν δυο δάνεια από το Λονδίνο και ήταν ο καθοριστικός παράγοντας στη σύναψη και την υπογραφή στις 6 Ιουλίου 1827, της Ιουλιανής Συνθήκης του Λονδίνου. Μετά την απελευθέρωση, ο Ιωάννης Καποδίστριας τον διόρισε μέλος του Γενικού Φροντιστηρίου και η Αντιβασιλεία πρωθυπουργό και υπουργό των Εξωτερικών και των Ναυτικών (1833-1834). Αποσύρθηκε από την κυβέρνηση το 1830, συντάχθηκε με τους Υδραίους και αναδείχθηκε ηγέτης της αντιπολιτεύσεως.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το Σεπτέμβριο του 1831, συντάχθηκε με την παράταξη του Ιωάννη Κωλέττη και διατέλεσε μέλος της Διοικητικής Επιτροπής που κυβέρνησε ως την άφιξη του Όθωνα. Στη διάρκεια της περιόδου της Αντιβασιλείας, διατέλεσε πρεσβευτής στο Λονδίνο, το Μόναχο και το Παρίσι. Έγινε πρωθυπουργός από τις 24 Οκτωβρίου 1833 έως τις 12 Ιουνίου 1834 καθώς και από τις 6 Ιουλίου 1841 έως τις 12 Αυγούστου 1841 και από τις 29 Ιουλίου 1854 έως τις 11 Οκτωβρίου 1955. Προς το τέλος της ζωής του το 1862, εκλέχθηκε πληρεξούσιος Ευρυτανίας στην Εθνοσυνέλευση και διετέλεσε πρόεδρος της επιτροπής σύνταξης του νέου συντάγματος, αλλά έχασε το φως του και αποσύρθηκε σ` ένα κτήμα που είχε στην Αίγινα. Τυφλός και κατάκοιτος, δεν πήρε ενεργό μέρος στις εργασίες της Επιτροπής, διατήρησε όμως το ενδιαφέρον του για τα κοινά καθώς και την πνευματική του διαύγεια έως το θάνατό του.
Στρατιωτική δράση
Το 1822 ανέλαβε την αρχηγία της εκστρατείας στην Ήπειρο, όμως μετά την ήττα στο Πέτα στις 4 Ιουλίου 1822, για την οποία ευθύνεται κυρίως η πολεμική του απειρία, πήγε στο Μεσολόγγι και ασχολήθηκε με την οχύρωση του. Για τη συμμετοχή του στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, το βουλευτικό στις 31 Ιανουαρίου 1823, τον ανακήρυξε άξιο της ευγνωμοσύνης της πατρίδας. Η τελευταία πολεμική εμπλοκή του πραγματοποιήθηκε στη Σφακτηρία το 1825, όπου πολέμησε εναντίον του Ιμπραήμ.
Πολιτικές θέσεις
Υπήρξε από τις σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες της Επανάστασης και ο ηγετικός του ρόλος τον οδήγησε σε έντονες διαφωνίες και αντιπαραθέσεις με άτομα και ομάδες καθώς επεδίωξε την υποστήριξη της Αγγλίας, όμως η σύγκρουση του με τον, ήταν εκείνη που καθόρισε τη στάση ζωής του. Σε όλη τη διάρκεια της Επαναστάσεως διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική πολιτική ζωή, ενώ σημαίνοντες ξένοι παράγοντες τον θεωρούσαν ως το «μόνο άξιο λόγου πολιτικό». Είχε εξ αρχής στόχους την επέκταση της Επαναστάσεως, την οργάνωση και πολιτική ενοποίηση των εξεγερμένων τόπων και τη συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας στο πλαίσιο μιας ενιαίας κεντρικής «Εθνικής Διοικήσεως». Αναδείχθηκε ηγέτης του «αγγλικού» κόμματος καθώς εκτιμούσε ότι η Αγγλία, λόγω των συμφερόντων της θα μπορούσε να αποβεί στρατηγικός σύμμαχος της Ελλάδας. Με την ιδιότητά του ως αρχηγού του «αγγλικού» κόμματος ζήτησε από τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας George Canning να αντιδράσει στο Ρωσικό σχέδιο για τη δημιουργία τριών αυτόνομων ηγεμονιών στην Ελλάδα και να πρωταγωνιστήσει στην ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Έγραψαν
Ο Millingen το 1831 έγραψε γι' αυτόν «Είχε ωραίο κεφάλι, μεγάλο σε αναλογία με το σώμα του. Και μεγάλωνε περισσότερο με τα ανάκατα ριγμένα μαύρα μαλλιά και τις πλούσιες φαβορίτες. Τα παχειά φρύδια και το μεγάλο μουστάκι έδιναν μια άγρια, ρομαντική έκφραση στα χαρακτηριστικά του. Έδειχνε ευφυής, οξυδερκής και φιλόδοξος άνθρωπος.
Τα μεγάλα ασιατικά μάτια του, όλο φωτιά και εξυπνάδα, φανέρωναν καλοσύνη. Το βλέμμα του, ωστόσο, δεν αποκάλυπτε ευθύτητα. Είχε κάτι σαν αναποφασιστικότητα και ταραγμένη συστολή που τον εμπόδιζε να κοιτάξει κάποιον κατά πρόσωπο.
Ήταν κοντός και με εμφάνιση διόλου επιβλητική, μεγάλο ελάττωμα στα μάτια ενός ημιπολιτισμένου λαού. Δεν έδινε μεγάλη σημασία στην ενδυμασία. Έτσι, ακόμα και οι ξένοι πρόσεξαν τη μειονεκτική αντίθεση ανάμεσα στην απλή ευρωπαϊκή φορεσιά και τον ταξιδιωτικό μανδύα του, και τις μεγαλόπρεπες και κατακόσμητες στολές των καπεταναίων.»
Εξωτερικές συνδέσεις
- Επιστολή Μαυροκορδάτου προς George Canning Άρθρο στο Βήμα
Παραπομπές
- ↑ [Πηγή: «Τα καπάκια», Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις «Καστανιώτης»]