Χριστόδουλος Παμπλέκης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης, γνωστότερος ως Χριστόδουλος ο Ακαρνάν ή Χριστόδουλος Ευσταθίου, αλλά και ως Χριστόδουλος Αρτινός, που ανήκει στη δεύτερη γενιά του Ελληνικού Διαφωτισμού, γεννήθηκε το 1733, στον οικισμό Επάνω Χώρα στο χωριό Μπαμπίνη της επαρχίας Ξηρομέρου στο σημερινό νομό Αιτωλοακαρνανίας και πέθανε τον Αύγουστο του 1793, σε νοσοκομείο της Λειψίας στη Γερμανία. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε στις 4 Αυγούστου στον Ορθόδοξο ναό της Λειψίας.

Παμπλέκης Χριστόδουλος

Βιογραφία

Πατέρας του Χριστόδουλου ήταν ο Ευστάθιος Παμπλέκης, από την περιοχή του Ολύμπου που παντρεύτηκε την κόρη του Τρυπογιώργου, το γένος Γατσή, στη Μπαμπίνη. Ο Χριστόδουλος έμεινε ορφανός από μητέρα σε νεαρή ηλικία ενώ παράλληλα ασθένησε από ευλογιά, η οποία τον τύφλωσε στο αριστερό του μάτι και τον σημάδεψε στο πρόσωπο μετατρέποντας την όψη του σε αποκρουστική. Το 1740 ο πατέρας του είχε αιματηρή συμπλοκή με τους Τούρκους και διέφυγε στον Όλυμπο, παίρνοντας μαζί του και τον επτάχρονο γιο του, όπου όμως τον συνέλαβαν και τον έγδαραν ζωντανό.

Σπουδές

Ο Χριστόδουλος παρακολούθησε το Δημοτικό σχολείο Λιτόχωρου, με την επιμέλεια ενός Λιτοχωρίτη με το όνομα Καλλίας, στη συνέχεια το σχολαρχείο στη Ραψάνη της Λάρισας και ύστερα γράφτηκε στην Αθωνιάδα Ακαδημία στο Άγιο Όρος, με δάσκαλο τον Ευγένιο Βούλγαρη. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στα μαθηματικά, ενώ χρίστηκε μοναχός, διατηρώντας το βαφτιστικό του όνομα. Το 1756 αναμίχθηκε στις διαμάχες των Κολλυβάδων και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χερσόνησο του Αγίου Όρους. Ιδιαίτερα στοιχεία για τη ζωή του στο διάστημα από το 1756 έως το 1781 δεν υπάρχουν. Τη δεκαετία 1760-1770, πιθανόν βρέθηκε στην περιοχή του Ολύμπου όπου δίδασκε, όπως προκύπτει από την «Ακολουθία» του Δημητρίου Γοβδελά.

Στην Ευρώπη

Το πότε έφυγε για την Ευρώπη δεν είναι ακριβώς γνωστό, όμως το 1781, αναφέρεται ότι σπουδάζει στη Βενετία, και εργάζεται ως καθηγητής φιλοσοφίας και στη συνέχεια στη Γαλλία και το Παρίσι, όπου έγραψε το πρώτο του βιβλίο, «Η αληθής πολιτική». Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου και εργάσθηκε ως δάσκαλος και συνέχισε τις σπουδές του μελετώντας φιλοσοφία, θεολογία και μαθήματα θετικών επιστημών. Το 1786 εξέδωσε το φιλοσοφικό σύγγραμμά του «Περί φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών, μεταφυσικών, πνευματικών και Θείων» και λίγο πριν το θάνατό του λόγω των προκλήσεων που δεχόταν από εκκλησιαστικούς παράγοντες κατέφυγε στην Πέστη της Ουγγαρίας και συνέχεια στη Λειψία της Σαξονίας, και ασχολήθηκε με φιλοσοφικές μελέτες και με τη διδασκαλία. Το 1791 άρχισε πολεμική εναντίον των θέσεων του από την Ορθόδοξη Εκκλησία και κυκλοφόρησε με επιμέλεια του Αθανασίου Ψαλίδα μια επιστολή του Ευγένιου Βούλγαρη, με την οποία κατέκρινε το έργο «Περί φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών, μεταφυσικών, πνευματικών και Θείων» και καταδίκασε το έργο του ως «συμπίλημα αποτρόπαιων και δύστηνων βιβλιαρίων».

Ο αφορισμός του

Στις αρχές του 1793, κυκλοφόρησε σάτιρα με τίτλο «Ακολουθία ετεροφθάλμου και αντιχρίστου Χριστοδούλου του εξ Ακαρνανίας». Συγγραφέας της ήταν ο συμμαθητής του στην Αθωνιάδα Διονύσιος, επίσκοπος Πλαταμώνος, και εκδόθηκε στην Τεργέστη με την επιμέλεια του Δημητρίου Γοβδελά, από τη Ραψάνη, ανιψιού του Διονύσιου, όπου τον αποκαλεί «χοιρόδουλον…..τετυφλωμένον……όνειδος του χριστιανικού πληρώματος, αίσχος της αμωμήτου ημών πίστεως». Η σάτιρα, πραγματικός λίβελος, περιέχει κατηγορίες για τους γονείς και την γενέτειρα του. Η επίσημη εκκλησία δεν αποδέχθηκε ποτέ το κείμενο και έκανε λόγο για φανατικό, ο οποίος εξετράπη, ενώ σε ξυλογραφία που σώζεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, απεικονίζεται ιπτάμενος διάβολος να απευθύνεται στον μονόφθαλμο λόγιο λέγοντας του «Συνέλαβες πόνον και έτεκες ανομίαν…». Στην κριτική απάντησε λίγο πριν το θάνατό του, με την επιστολή του «Απάντησις, Ανωνύμου προς τους άφρονας αυτού κατηγόρους επ’ ονομασθείσα περί θεοκρατίας, ότι άπας ο λόγος περί τούτων στρέφει». Στην απάντησή του, που περιλαμβάνει την «Ακολουθία», διατρανώνει το θαυμασμό του για τις ιδέες του διαφωτισμού, ασκεί δριμύτατη κριτική στους επικριτές του, κατηγορώντας τους για βαριά οικονομικά και ηθικά παραπτώματα, και γράφει μεταξύ άλλων,

«…κάτω εις την αμπελικήν του μοναστηρίου, όχι μόνον έτρωγες και έπινες, ουδέ μόνον ετραγώδεις και εχόρευες με τας λύρας, αλλά και σαρίκι γυναικείον έβανες εις την κεφαλήν σου, και πιστολιαίς έριπτες περιπατών με τους πόδας γυμνούς έως τα γόνατα….οι καλόγκαιροι εφώναζον και σας πουτ…του σχολείου…….οι καλόγκαιροι εφώναζον και ημάς τους ιδίους πουτ…και πούσ…, το οποίον ημείς δεν το καταδεχόμεθα……Διά τούτο εδιώχθην κύριε Ντελή Δήμο (δια να μην είπω άγιε απόστολε) και όχι μόνον εγώ….όσοι δεν ευχαριστούντο εις τας ασελγείας, ακολασίας….» [1].

Τα δύο αυτά έργα, η «Ακολουθία» και η «Απάντησις» κατά τον ερευνητή Γεώργιο Μπαρμπαρούση δεν υπάρχουν στην αρχική τους έκδοση και μας είναι γνωστά γιατί περιέχονται στη δεύτερη έκδοση της «Ακολουθίας». Οι μαθητές του συμπλήρωσαν και ολοκλήρωσαν την «Ακολουθία», μετά το θάνατό του και προέκυψε ένα βίαιο αντικληρικό κείμενο που απέρριπτε τη χριστιανική θρησκεία, και καταδίκαζε τη συμπεριφορά των λειτουργών της. Τελικά στις 12 Νοεμβρίου 1793 με αφορμή το έργο αυτό, αφορίστηκε μετά θάνατο, από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ΄ και το κείμενο του αφορισμού αναθεμάτιζε όχι μόνο τον συγγραφέα του έργου και τους αναγνώστες του, αλλά ακόμη και τον ιερέα που έψαλλε στη νεκρώσιμη ακολουθία του, αναφέροντας, «Ούτος ο παμμίαρος όλην εκπιών την κύλικα των αιρέσεων…πολύμορφον θηρίον γενόμενος ή πολυσύνθετον τέρας….την άπειρον ουσίαν αρχήν του παντός εδανείσθη από τον παλαιόν Αναξίμανδρον τον Μιλήσιον και από τον νεώτερον Σπινόζαν…..τα θολερά και δυσώδη αυτών εκροφήσαντος νάματα…».

Όσα ακολούθησαν

Η διαμάχη για το αν ήταν ορθή ή λανθασμένη η απόφαση της εκκλησίας να τον αφορίσει, εξακολουθεί να διαιρεί τους ερευνητές και μελετητές, των οποίων οι απόψεις διχάζονται, καθώς η πλευρά της εκκλησίας τον κατηγορεί για φιλοτουρκισμό και για να τεκμηριώσει την άποψή της, καταφεύγει σε αποσπάσματα από την «Θεοκρατία», όπου έγραφε

«[τον αρχιερέα των πελοποννησίων] ο πασιάς αφ’ ου τον έσχισεν, εις τέσσαρα κομμάτια, ων δικαιότατος κριτής, επρόσταξε τους δημίους να τα περιφέρωσιν εις απάσας τας οδούς και πλατείας της πόλεως, δια να τα ίδη ο λαός και να δοξάση τον παντοδύναμον...» [2]

Δικαιότατος ως ο βεζίρης, φρονιμώτατος και δικαιότατος, μωρώτατοι αρχιερείς, εβόησεν, τρώγετε τα κρέατα των χριστιανών, ως κρέατα αμνών, και πίνετε το τούτων αίμα» [3].

Και σε άλλο σημείο δεν άφησε αλώβητη ούτε την Ιερουσαλήμ, «σε πωλούσι και αυτοί οι σιναΐται, οι αγιοταφίται εις τους αυτών ταξιδιώτας» έγραφε

και αναρωτιέται, αποκαλύπτοντας την ταυτότητά του, τη δική του και των οπαδών του,

«Το σύμβολον της πίστεως, διατί δεν προσθέτωσιν και αυτόν [ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟΝ] εις τούτο, δια να ομολογούμεν, ότι καθώς πιστεύομεν εις ένα θεόν, ούτω πιστεύομεν και εις ένα διάβολον» [4] [5].

Μύθος

Στη Μπαμπίνη συζητιέται πολλά χρόνια μετά το θάνατό του, και στο «Χρονικό της Μπαμπίνης» διαβάζουμε ότι,

«Το ορφανό του Στάθη Παμπλέκη, ο Χριστόδουλος, απ’ την Απάνω Χώρα, ανιψιός του Στέφου Γατσή, πήγε στο Άγιο Όρος σχολείο και έγινε μεγάλος άνθρωπος. Γι’ αυτόν μου μίλησε και ο Νίκος Μαυρομμάτης, ο γιατρός και ο [Δημήτριος] Αινιάν, που πέρασαν απ’ εδώ με τον [Γεώργιο] Καραϊσκάκη».

Το έργο του

Συνοπτικά

Ο Παμπλέκης διακρίθηκε για τις νεωτεριστικές αντιλήψεις του και την κριτική που άσκησε στα κείμενα της Αγίας Γραφής, ενώ ήταν επηρεασμένος από τις πολιτικές ιδέες του Γάλλου Μπαμπέφ. Δε δέχεται την εκκλησιαστική εκδοχή της θρησκείας και καταδίκασε τις απόψεις του Πυρρωνισμού ως διαλυτικές για την κοινωνική ζωή, προσεγγίζει την εκδοχή του πανθεϊστικού δεϊσμού, ο οποίος δέχεται το Θεό ως αρχιτέκτονα, όχι όμως κυβερνήτη του κόσμου και θεωρεί την Εκκλησία ανθρώπινο κατασκεύασμα, ώστε άνθρωποι να κάθονται στο Θείο θρόνο. Το έργο του περιείχε επιχειρήματα της νεότερης μεταφυσικής για την ύπαρξη του Θεού και επιχειρούσε να κριτικάρει τη θρησκεία. Δεν ήταν άθεος, αλλά αθεϊστής και επηρεασμένος άμεσα από τον Καρτέσιο, το Λάιμπιντς, το Λόκ και το Βόλφ. Στόχος του ήταν η επαναφορά της θρησκείας στην αξιοπρέπεια και την αναβίωση του αυθεντικού νοήματος του χριστιανισμού, γι' αυτό καταδικάζει την αυθεντία και τη δεισιδαιμονία και κηρύσσει την πίστη στον ορθό λόγο και την ελευθερία του πνεύματος, απορρίπτει τον πανθεϊσμό του Spinoza, αν και χαρακτηρίστηκε ως οπαδός του, όπως και την αθεΐα του Holbach και δέχεται δύο είδη θεότητας:

  • την υπερφυσική,

που έχει ως πηγή μόνο τη Θεία Αποκάλυψη και

  • τη φυσική,

τη γνώση που αποκτάμε με το νου μας και καλλιεργούμε με την επιστήμη.

Εργογραφία

  • «Αληθής Πολιτική», το 1781 στη Βενετία,

Στην ουσία πρόκειται για μετάφραση του έργου του F. Du Callieres «La veritable politique dew personnes de qualite» [Paris 1722] στο οποίο έχει προστεθεί το «Προοίμιον» και εκτενείς υποσημειώσεις, ακόμη και για θέματα φυσικής φιλοσοφίας. Αναφέρεται και στην Ορθοδοξία γράφοντας «Η εδική μας θρησκεία είναι σεβάσμιος για την αρχαιότητά της, καθαρά για τα ήθη της, υψηλή δια τα μυστήριά της και θεία δια την ιδίαν αυτής αρχή».

  • «Περί φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών, μεταφυσικών, πνευματικών και θείων» το 1786 στη Βιέννη, [Διαβάστε το ΕΔΩ]

το οποίο αποτελεί μετάφραση λημμάτων της γαλλικής «Encyclopedie» με ορισμένες προσθαφαιρέσεις στις βιβλιογραφικές σημειώσεις, στα κύρια ονόματα και στην απόδοση των προτάσεων. Σε αυτό παρουσιάζει τις φιλοσοφικές θέσεις διανοητών, όπως του Gassendi και του Descartes. Εγκωμιάζει το Βολταίρο και τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ, κατηγορεί αυτούς που κατακρίνουν τα συγγράμματά τους, υποστηρίζει ότι τα πολεμούν από άγνοια, ενώ κάνει βίαιη και αθυρόστομη κριτική στον ορθόδοξο κλήρο, φθάνοντας μέχρι την απόρριψη των βασικών δογμάτων της χριστιανικής θρησκείας.

  • «Απάντησις, Ανωνύμου προς τους άφρονας αυτού κατηγόρους επ’ ονομασθείσα περί θεοκρατίας, ότι άπας ο λόγος περί ταύτην στρεύει αρετής ου κατισχύσει ποτέ κακία», το 1793 στη Λειψία.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

  • «Χριστόδουλος Παμπλέκης Ακαρνάν», Γεράσιμος Η. Παπατρέχας, [Μονογραφία 1997, Έκδοση Κοινότητος Μπαμπίνης]

Παραπομπές

  1. [ Ιώσιπος Μοισιόδακας «Απολογία», επιμ. Ά. Αγγέλου, σ.οθ΄]
  2. [«Περί Θεοκρατίας», σελίδες 131,133]
  3. [«Περί Θεοκρατίας», ό.π. σελ. 163]
  4. [«Περί Θεοκρατίας», ό.π. σελ. 142]
  5. Άνθιμος Πατριάρχης [Μ.Κ.Ο. Ρωμιοσύνη 30 Μαΐου 2010]