Ερνστ Ζούντελ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Ερνστ Ζούντελ (Γερμανικά: Ernst Christof Friedrich Zündel) ήταν διάσημος εκδότης, συγγραφέας, πολιτικός, ειρηνιστής και αναθεωρητής, γνωστός κυρίως για την ακούραστη δραστηριότητά του ως εκδότης - ιστορικός αναθεωρητής του Ολοκαυτώματος και ακτιβιστής των πολιτικών δικαιωμάτων των Γερμανών στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος αν και διαδήλωνε την πίστη του στον εθνικοσοσιαλισμό και τον θαυμασμό του στον Αδόλφο Χίτλερ ως πολιτικού ηγέτη, ισχυριζόταν ότι δεν ήταν αντισημίτης και ότι δε συμμεριζόταν τις πολιτικές των εθνικοσοσιαλιστών έναντι των Εβραίων [1]. Γεννήθηκε στις 25 Απριλίου 1939 στο Calmbach της Βάδης-Βυρτεμβέργης στο νοτιοδυτικό τμήμα της Γερμανίας και πέθανε [2] το Σάββατο 5 Αυγούστου του 2017, συνεπεία καρδιακού εμφράγματος, στο Bad Wildbad όπου βρίσκεται το πατρογονικό του σπίτι.

Ernst Christof Friedrich Zündel
Ερνστ Ζούντελ.jpg
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 25 Απριλίου 1939
Τόπος: Calmbach, Βιτεμβέργη, Γερμανικό Ράιχ
Σύζυγοι: Janick Larouche (1960 - 1975)
Irene Margarelli (1996 - 1997)
Ingrid Zündel (2001 - 2017)
Τέκνα: Pierre, Hans
Υπηκοότητα: Γερμανική
Ασχολία: Gραφίστας, εκδότης, συγγραφέας
Θάνατος: 5 Αυγούστου 2017
Τόπος: Bad Wildbad, Βάδη-Βιτεμβέργη, Γερμανία

Το 1960 παντρεύτηκε τη Janick Larouche, Καναδή γαλλικής καταγωγής, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Pierre το 1961 και τον Hans το 1967. Σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε το 1996 και χώρισε τον επόμενο χρόνο με την Ελληνικής καταγωγής Irene Margarelli (Ειρήνη Μαργαρέλλη) ενώ το 2001 παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο με την Ingrid Zündel με την οποία έζησε ως τον θάνατο του.

Βιογραφία

Ο Ζούντελ σε ηλικία 19 ετών, προκειμένου να αποφύγει τη στράτευση, μετανάστευσε και εγκαταστάθηκε στον Καναδά, όπου σπούδασε σχέδιο και διαφήμιση και στη συνέχεια ξεκίνησε να εργάζεται ως γραφίστας και διαφημιστής. Το 1961 μετακόμισε στο Μόντρεαλ όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τον φασίστα δημοσιογράφο και εκδότη Έιντριεν Αρκάντ [Adrien Arcand], ίσως το πιο επιδραστικό φιλοναζιστικό πρόσωπο στον Καναδά εκείνη την περίοδο. Υπό την καθοδήγηση του Arcand, άρχισε να διαβάζει επιμελώς για τον αναθεωρητισμό του Ολοκαυτώματος. Το ζήτημα τον συνάρπασε τόσο ώστε άφησε την προσοδοφόρα καριέρα του και αφιερώθηκε για το υπόλοιπο της ζωής του στο μεγάλο έργο, όπως έλεγε πάντα, της αποκατάστασης της άδικα σπιλωμένης αξιοπρέπειας του γερμανικού λαού. Έγινε ευρύτερα γνωστός τη δεκαετία του 1980 με τη δημοσίευση βιβλίων και φυλλαδίων που αρνούνταν ή αμφισβητούσαν πτυχές του Ολοκαυτώματος που είχαν γίνει αποδεκτές από τους κομφορμιστές ιστορικούς.

Εκτός από τη ραδιοφωνική του εκπομπή Μια φωνή ελευθερίας και την υπεράσπισή του στις δίκες που υποκινήθηκαν εναντίον του από το εβραϊκό λόμπι, έμεινε στην ιστορία για τη δημοσίευση μιας διευρυμένης έκδοσης του κλασικού βιβλίου του Richard Harwood, "Did Six Million Really Die?". Η δημοσίευση αυτού του έργου είχε ήδη στο παρελθόν κοστίσει τη ζωή στον λαμπρό Γάλλο αναθεωρητή Φρανσουά Ντυπρά, και για τον λόγο αυτό, ο Ζούντελ έγινε στόχος πολλών δολοφονικών επιθέσεων, απειλών θανάτου, καταστροφής της δημόσιας εικόνας του και μιας μακράς εκστρατείας νομικής παρενόχλησης. Το 1977 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο "Samizdat Publishers", και εξέδωσε διάφορα βιβλία, όπως το «Ο Χίτλερ που αγαπάμε και γιατί» και το «Πέθαναν πραγματικά έξι εκατομμύρια;», μια διευρυμένη με τις απόψεις και άλλων επιφανών αναθεωρητών, έκδοση του έργου του Richard Harwood.

Έζησε στο Τορόντο και το Μόντρεαλ μέχρι το 2001, όταν μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου παντρεύτηκε την Ingrid Rimland. Το 2003, οι Ηνωμένες Πολιτείες τον απέλασαν στον Καναδά για υποτιθέμενη παραβίαση της νομοθεσίας περί μετανάστευσης. Η καναδική κυβέρνηση τον συνέλαβε αμέσως μετά την άφιξή του και τον έθεσε υπό κράτηση μέχρι το 2005, ώσπου ένας δικαστής έκρινε ότι αποτελούσε "απειλή για την εθνική ασφάλεια". Μετά την απόφαση αυτή, απελάθηκε στη Γερμανία και φυλακίστηκε για 5 χρόνια για εγκλήματα σκέψης που χαρακτηρίστηκαν ως "άρνηση του Ολοκαυτώματος" ή "προώθηση του φυλετικού μίσους".

Οι Δίκες

Οι δυο δίκες έληξαν σε μόλις 2 και 4 μήνες αντίστοιχα, αλλά ήταν ό,τι πιο κοντινό υπήρξε σε μια συζήτηση πλήρους κλίμακας για το Ολοκαύτωμα. Για πρώτη φορά, φερόμενοι ως επιζώντες του Ολοκαυτώματος και ιστορικοί τέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο και ερωτήθηκαν κριτικά και ενόρκως σχετικά με τους ισχυρισμούς και τις απόψεις τους. Για να αντιμετωπίσει τη νομική μάχη στην οποία οδηγήθηκε, ο Zündel, με συνήγορο τον Νταγκ Κρίστι, παρέταξε μια μεγάλη ομάδα αναθεωρητών μελετητών και ιστορικών, νομικών εμπειρογνωμόνων, ερευνητών, μηχανικών κ.ά., οι οποίοι συγκέντρωσαν συντριπτικά στοιχεία από την ιστορική καταγραφή του Ολοκαυτώματος που καταρρίπτουν την επίσημη εκδοχή του Ολοκαυτώματος. Μάρτυρες υπεράσπισης ήταν, μεταξύ άλλων, οι Ρομπέρ Φωρισόν, Ντέιβιντ Ίρβινγκ, Μαρκ Βέμπερ, Βίλχελμ Στέϊγκλιχ και Τίις Κριστόφερσεν. Μεταξύ των σημαντικότερων συνεισφορών ήταν η Έκθεση Leuchter, η οποία συντάχθηκε από τον ειδικό σε θέματα εκτελέσεων Fred A. Leuchter μετά από ένα ταξίδι του στην Πολωνία, όπου είχε την ευκαιρία να ερευνήσει και να συλλέξει δείγματα από τους υποτιθέμενους θαλάμους αερίων του στρατοπέδου εργασίας του Άουσβιτς.

Ο Ερνστ Ζούντελ είχε υποσχεθεί ότι η δίκη του θα ήταν η δίκη της Νυρεμβέργης της πολιτικά ορθής ιστοριογραφίας, το Στάλινγκραντ των θαλάμων αερίων. Η εξέλιξη αυτών των δύο μακροχρόνιων δικών τον δικαίωσε, παρόλο που οι ένορκοι, "καθοδηγούμενοι" από τον δικαστή να θεωρήσουν το Ολοκαύτωμα ως αποδεδειγμένο γεγονός "το οποίο κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να αμφισβητήσει", τον έκριναν τελικά ένοχο. Ο Zündel έχει ήδη κερδίσει. Ο ίδιος αλλά και η έκθεση Leuchter άφησαν βαθύ σημάδι στην ιστορία- και οι δύο θα μνημονεύονται για πολλά χρόνια ακόμη. [3]

Η Δίκη του 1985

Το 1984, η Sabina Citron, πρόεδρος της "Ένωσης Μνήμης του Ολοκαυτώματος", υποκίνησε βίαιες διαδηλώσεις εναντίον του Ζούντελ στον Καναδά. Τότε, το σπίτι του δέχτηκε επίθεση, η επιχείρησή του υπέστη σημαντικές απώλειες αφού του αρνήθηκαν ακόμη και το δικαίωμα να λαμβάνει αλληλογραφία από την καναδική ταχυδρομική υπηρεσία. Το τελευταίο του δημιούργησε διάφορα γραφειοκρατικά προβλήματα με τράπεζες, κρατικούς φορείς, πελάτες και προμηθευτές, οι οποίοι απαιτούσαν συγκεκριμένη διεύθυνση για τις συναλλαγές τους.[4] Το πρόβλημα μπόρεσε να λυθεί μόνο μετά από ένα χρόνο δικαστικών διαδικασιών. Στο πλαίσιο αυτό, ο γενικός εισαγγελέας του Οντάριο υπέβαλε μήνυση κατά του Zündel για διανομή πληροφοριών που, κατά τη γνώμη του, ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδείς, αναφερόμενος στο βιβλίο "Did Six Million Really Die?" του Richard Harwood.

Το εβραϊκό λόμπι στον Καναδά συγκέντρωσε τους πιο διάσημους "ειδικούς" και "μάρτυρες" του Ολοκαυτώματος για αυτή τη δίκη. Ο ιστορικός Raul Hilberg συμφώνησε να καταθέσει, όπως και ο "επιζών" του Ολοκαυτώματος και νούμερο ένα μάρτυρας, Rudolf Vrba. Για πρώτη φορά, ένας δικηγόρος υπεράσπισης είχε την ευκαιρία να εξετάσει κριτικά έναν υποτιθέμενο μάρτυρα του Ολοκαυτώματος. Ο Χίλμπεργκ δεν μπόρεσε να δώσει στοιχεία ούτε για την ύπαρξη σχεδίου εξόντωσης, ούτε για εντολή του Άντολφ Χίτλερ, ούτε για γενική οδηγία, ούτε για προϋπολογισμό για το γιγαντιαίο εγχείρημα της γενοκτονίας. Ούτε ο Hilberg, ο κορυφαίος τότε "ειδικός του Ολοκαυτώματος", είχε ζητήσει τεχνική εμπειρογνωμοσύνη για τους υποτιθέμενους θαλάμους αερίων, ούτε για τα κρεματόρια, ούτε μπορούσε να προσκομίσει ή είχε διαβάσει κάποια έκθεση αυτοψίας που να αποδεικνύει τουλάχιστον το θάνατο ενός κρατουμένου από δηλητηριώδες αέριο.

Ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, η προσοχή στράφηκε στους αυτόπτες μάρτυρες, στην προκειμένη περίπτωση στους Εβραίους Arnold Friedman και Dr. Rudolf Vrba. Καθώς η αντεξέταση του Christie γινόταν όλο και πιο διεξοδική, ο "αυτόπτης μάρτυρας" Friedman τελικά παραδέχτηκε ότι προσωπικά δεν είχε δει τίποτα, αλλά το γνώριζε από φήμες και - αυτά ήταν τα λόγια του - το είχε ακούσει από ανθρώπους που θεωρούσε αξιόπιστους. [3]

Με τον Φρίντμαν να έχει απαξιωθεί, το βάρος της απόδειξης έπεσε εξ ολοκλήρου στον Vrba, στον οποίο δεν άρεσε αυτός ο πρωτοφανής τρόπος ανάκρισης των "επιζώντων" του Ολοκαυτώματος. Ο Dr. Vrba ήταν η κύρια πηγή για το Συμβούλιο Πολεμικών Προσφύγων του 1944 (που δημοσιεύθηκε από τον διαβόητο Πρόεδρο Ρούσβελτ). Καθώς η ανάκριση προχωρούσε, ο αριθμός των ανακριβειών, των λαθών και των ψεμάτων για τα οποία ο Vrba δεν μπορούσε να βρει ικανοποιητική εξήγηση γινόταν όλο και πιο εμφανής. Το βιβλίο του, "I cannot forgive" (στο οποίο, υποτίθεται, ότι εξιστορούνται οι αναμνήσεις του από την παραμονή του στο Άουσβιτς) ήταν τελικά, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος μια λογοτεχνική περιγραφή της προσωπικής του εμπειρίας, που δεν ήταν απαραίτητο να αντικατοπτρίζει πλήρως και απολύτως την ιστορική αλήθεια.

Η δίκη διήρκεσε 7 εβδομάδες. Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε 15 μήνες φυλάκιση.[5]

Η Δίκη του 1988

Η υπεράσπιση του Ζούντελ κατέθεσε αμέσως έφεση, η οποία έγινε αποδεκτή αν και για όχι όλους τους λόγους που το έγγραφο επικαλούνταν - τον Ιανουάριο του 1987 από το πενταμελές Εφετείο του Οντάριο. Σύμφωνα με το εφετείο ο δικαστής Hugh Locke δεν επέτρεψε στην υπεράσπιση να έχει λόγο στη διαδικασία επιλογής των ενόρκων και οι ένορκοι δεν είχαν ενημερωθεί σωστά για το επιδικαζόμενο ζήτημα.

Η νέα δίκη διεξήχθη στο Τορόντο από τα μέσα Ιανουαρίου μέχρι τις αρχές Μαρτίου του 1988. Ο νέος δικαστής, ο Ronald Thomas, κατ΄αρχήν απαγόρευσε στα ΜΜΕ να είναι παρόντα κατά τη διάρκεια της δίκης, με αποτέλεσμα η διαδικασία να μην καλυφθεί εκτενώς, όπως στην προηγούμενη δίκη. Η απόφαση αυτή ανακούφισε τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας, αφού δεν θα ήταν υποχρεωμένοι πλέον να έρχονται αντιμετώποι με διαφορετικές απόψεις. Δεύτερον και κυριώτερο, ο δικαστής αποφάσισε να εκδώσει «δικαστικη γνωστοποίηση» ότι δηλαδή το δικαστήριο δέχεται a priori το Ολοκαύτωμα, σαν αυταπόδεικτο γεγονός. Έχοντας ως δεδομένο ότι οι Εβραίοι δολοφονήθηκαν μαζικά από τους Γερμανούς, το μόνο που θα μπορούσε να συζητηθεί ήταν ο σκοπός και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν.[6]

Η πολιτική αγωγή συνεισέφερε στη δίκη δυο μόνο μάρτυρες: Στη θέση του Χίλμπερτ ως ειδικού (που αρνήθηκε να ξανα-παρουσιαστεί στο δικαστήριο για να αντιμετωπίσει ακόμα μια φορά τον Κρίστι) κατέθεσε ο Κρίστοφερ Μπράουνινγκ. Ο Μπράουνινγκ, ιστορικός ειδικός επί του Ολοκαυτώματος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Pacific Lutheran της Τακόμα στην Ουάσινγκτον προσπάθησε να πείσει ότι η προσπάθεια εξόντωσης των Εβραίων ήταν ένα επιστημονικά τεκμηριωμένο γεγονός. Το γεγονός ότι ο Μπράουνιγκ υποστηριζόταν οικονομικά στις έρευνές του από το Ισραήλ ενώ τα βιβλία του δημοσιεύονταν από το Simon Wiesenthal Center Annual λέει πολλά για το είδος της μαρτυρίας του.[3]
Ο άλλος εμπειρογνώμονας ήταν ο Charles Biedermann, Ελβετός πολίτης, αντιπρόσωπος της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ) και, κυρίως, διευθυντής της Διεθνούς Υπηρεσίας Εντοπισμού (ITS) στο Arolsen της Δυτικής Γερμανίας.

Η υπεράσπιση από την πλευρά της, κατέβαλε μια μεγάλη προσπάθεια να τεκμηριώσει σε όλα τα επίπεδα όσα γράφονταν στο επίδικο φυλλάδιο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Ditlieb Felderer που παρουσίασε περίπου 380 διαφάνειες από το Άουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα στην Πολωνία, τον Μαρκ Βέμπερ, του προχώρησε σε διευκρινίσεις για διάφορες πτυχές του Ολοκαυτώματος, ιδίως για τα Einsatzgruppen, τον Τζούνταρ Ρούντολφ που ασχολήθηκε με το γκέτο του Λοτζ και τις επισκέψεις των αντιπροσώπων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στα τέλη του 1941 στο Άουσβιτς, το Μάιντανεκ και άλλα στρατόπεδα, τον Thies Christophersen επικεφαλή μιας γεωργικής ερευνητικής επιχείρησης στην περιοχή του Άουσβιτς το 1944 και συχνός επισκέπτης του Μπιρκέναου, τον Emil Lachout ο οποίος σχολίασε το περίφημο "Έγγραφο Μίλερ"[7], τον Udo Walendy που περιέγραψε τις πολλές πλαστογραφίες που είχε ανακαλύψει σε φωτογραφίες και έγγραφα φρικαλεοτήτων του πολέμου και άλλοι.

Ο Ζούντελ (δεξιά) μαζί με τους Fred A. Leuchter (κέντρο), Robert Faurisson (αριστερά) και Ditlieb Felderer (πίσω), προετοιμάζοντας την υπεράσπισή του για τη δίκη του 1988.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο επίτευγμα ήταν η μελέτη (γνωστή ως Έκθεση Λόχτερ Leuchter reports) και η κατάθεση του Φρεντ Λόχτερ. Το 1988, ο Ζούντελ ζήτησε απ’ τον Φρεντ Λόχτερ [8] να επισκεφθούν την Πολωνία για να εξετάσουν τους «τόσο προβεβλημένους θαλάμους αερίων» στα τρία στρατόπεδα συγκέντρωσης Άουσβιτς, Μπίρκενάου και Μαϊντάνεκ. Το συμπέρασμα αυτής της πρώτης αναφοράς του Λόχτερ ήταν σαφές: Ποτέ δεν υπήρξαν τέτοιοι θάλαμοι αερίων σ’ αυτά τα τρία στρατόπεδα [9]

Μετά από 17 ώρες διαβουλεύσεων, οι ένορκοι έκριναν τον Ζούντελ ένοχο. Την επόμενη ημέρα ο δικαστής Thomas τον καταδίκασε σε εννέα μήνες φυλάκιση και δήλωσε ότι οι ένορκοι τον θεώρησαν φανατικό, ένοχο για τη διάδοση του μίσους στην κοινότητα, αν και δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι κάποια συγκεκριμένα τμήματα της κοινότητας είχαν μολυνθεί από αυτό το δηλητήριο. Μπήκε στη φυλακή Don του Τορόντο στις 5 Φεβρουαρίου 1990. Δύο χρόνια αργότερα, ωστόσο, τον Αύγουστο του 1992, το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά έκρινε ότι ο νόμος κατά της δημοσίευσης ψευδών ειδήσεων ήταν αντισυνταγματικός και η κυβέρνηση σταμάτησε τη διαδικασία απέλασης του Ζούντελ.

μετά τις δίκες

Το 1994, ο Ζούντελ υπέβαλε αίτηση για την καναδική υπηκοότητα. Αλλά μετά από αντιρρήσεις της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ασφαλείας του Καναδά αναπτύχθηκε μια περίπλοκη δικαστική διαμάχη. Ένας δικαστής αποφάνθηκε υπέρ του Zundel, αλλά ένα εφετείο ανέτρεψε την απόφαση αυτή. Οι ελιγμοί συνεχίστηκαν μέχρι τον Δεκέμβριο του 2000, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά αρνήθηκε να εκδικάσει άλλες εφέσεις του Ζούντελ. Σε εκείνο το σημείο, πριν οι καναδικές αρχές καταφέρουν να τον απελάσουν, μετακόμισε στο Pigeon Forge του Τενεσί, όπου παντρεύτηκε την επί μακρόν φανατική υποστηρίκτριά του, Ίνγκριντ Ρίμλαντ. Για χρόνια, ήταν υπεύθυνη της ιστοσελίδας Zundelsite.org. Τον Φεβρουάριο του 2003, η Υπηρεσία Μετανάστευσης και Πολιτογράφησης των ΗΠΑ (INS) συνέλαβε τον Ζούντελ στο Τενεσί για (μικρο)παράβαση της νομοθεσίας περί μετανάστευσης (δεν παρέστη σε μια απαιτούμενη ακρόαση) και απελάθηκε πίσω στον Καναδά. Φοβούμενος την απέλαση στη Γερμανία και την επακόλουθη δίωξη για εγκλήματα μίσους, ο Ζούντελ υπέβαλε αίτηση για καθεστώς πρόσφυγα στον Καναδά, αλλά η καναδική Υπηρεσία Πληροφοριών Ασφαλείας εξέδωσε "πιστοποιητικό εθνικής ασφάλειας" εναντίον του λόγω των σχέσεών του με ομάδες λευκής υπεροχής. Το πιστοποιητικό κατέστησε τον Ζούντελ μη επιλέξιμο για το καθεστώς του πρόσφυγα και επέβαλε την απέλασή του. Ο Ζούντελ πολέμησε τη διαταγή στα δικαστήρια επί δύο χρόνια, αλλά κρίθηκε ότι αποτελούσε απειλή για την ασφάλεια του Καναδά. Απελάθηκε τον Μάρτιο του 2005 στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας, όπου συνελήφθη αμέσως.

Απέλαση, δίκη & φυλάκιση στη Γερμανία

Ο Ζούντελ βρέθηκε πίσω στη Γερμανία μια από τις χώρες όπου όσοι κατηγορούνται για εγκλήματα σκέψης δεν έχουν την παραμικρή πραγματική πιθανότητα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους έναντι των - συνήθως αβάσιμων - κατηγοριών που τους αποδίδονται. Στη Γερμανία ο Ζούντελ αντιμετώπισε πλήθος κατηγοριών μεταξύ των οποίων και η χρήση «ψευδοεπιστημονικών» μεθόδων προς διαστρέβλωση της ιστορίας του Ολοκαυτώματος, για διάδοση προκατειλημμένων απόψεων, για δυσφήμηση και συκοφαντία, για βεβήλωση της μνήμης των νεκρών, κυρίως όμως για την άρνηση του Ολοκαυτώματος, καθώς υποστήριζε ότι τα στρατόπεδα υπήρξαν μία εβραϊκή συνωμοσία προκειμένου να αποσπαστούν, συστηματικά, χρηματικά ποσά από τη μεταπολεμική Γερμανία, λόγοι για τους οποίους οι Γερμανικές δικαστικές Αρχές απάγγειλαν βαρύ κατηγορητήριο εις βάρος του Ζούντελ, στηριγμένο κυρίως σε 14 έντυπα έργα του αλλά και δημοσιεύσεις του στο Διαδίκτυο.

Ο Ζούντελ, που εμφανίστηκε ήρεμος στη δικαστική αίθουσα κατά την έναρξη της διαδικασίας, η οποία άρχισε την Τρίτη 8 Νοεμβρίου του 2005 στο Μανχάιμ της πρώην Δυτικής Γερμανίας, αρνήθηκε εξ αρχής τις κατηγορίες και υπεραμύνθηκε του δικαιώματός του στην ελεύθερη έκφραση. Παράλληλα, αμφισβήτησε τη συνταγματικότητα της νομοθεσίας βάσει της οποίας παραπέμφθηκε στη Δικαιοσύνη. Στη διάρκεια της δίκης του τον υπερασπίστηκε δημόσια ο γνωστός Εβραίος αντισιωνιστής Πολ Άιζεν, από την ομάδα βιτρίνα της ΟΑΠ, «Μνήμη του Ντέιρ Γιασίν» (Deir Yassin Remembered). Ο Ζούντελ καταδικάστηκε στη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή, δηλαδή σε πενταετή κάθειρξη, για “υποκίνηση μίσους”, ένα αδίκημα που συμπεριλαμβάνει την άρνηση του Ολοκαυτώματος και του αριθμού των θυμάτων του, έπειτα από μια μακρά και ταραχώδη ακροαματική διαδικασία. Για τις απόψεις του και μόνο ο Ζούντελ καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών ενώ στην ίδια δίκη καταδικάστηκε [10] σε ποινή φυλακίσεως τριάμισι ετών και η τότε συνήγορος του, η η Σίλβια Στολτς (Sylvia Stolz) η οποία μεταξύ άλλων υποστήριξε, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ότι η αναφερόμενη ως εξολόθρευση των Εβραίων της Ευρώπης αποτελεί ...το πιο μεγάλο ψέμα στην ιστορία του κόσμου... Φυλακίστηκαν και οι δύο, η Στολτς εξέτισε την ποινή που της επιβλήθηκε και αποφυλακίστηκε όπως και ο Ζούντελ ο οποίος αποφυλακίστηκε τον Μάρτιο του 2010.

Εκδοτική & συγγραφική δραστηριότητα

Ο Ζούντελ έγραφε, για δεκαετίες, κείμενα αρνήσεως του άποκαλούμενου Ολοκαυτώματος, ενώ τύπωσε πολλά άλλα κείμενα της ίδιας ιδεολογικής κατεύθυνσης στον εκδοτικό οίκο τον οποίο ίδρυσε το 1977.

  • The Hitler We Loved and Why.

Το 120 σελίδων βιβλίο, που εκτυπώθηκε από τον εκδότη George Dietz και διανεμήθηκε από τις εκδόσεις του την εταιρεία White Power Publications (WPP) στο Reedy της Δυτικής Βιρτζίνια, έχει δημοσιευθεί με όνομα συγγραφέα το Christof Friedrich. Όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο Ζούντελ, σε συνέντευξη του στο CBC, αυτός και ο συγγρεφέας Christof Friedrich ήταν το ίδιο πρόσωπο, ομολογία που προκάλεσε μια σειρά από ποινικές διώξεις σε βάρος του.

Μνήμη Ερνστ Ζούντελ

Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου εκατοντάδες μη πολιτικά ορθοί τίτλοι βιβλίων απομακρύνθηκαν από τις βιβλιοθήκες ενώ, επίσης, μια σειρά σημαντικοί μυθιστοριογράφοι και βασικοί κοινωνικοί και πολιτικοί επιστήμονες, των οποίων τα έργα πηγαίνουν ενάντια στο ρεύμα των κυρίαρχων πολιτικών ιδεών, είτε παραμερίστηκαν ή και εξαφανίστηκαν πλήρως. Τα έργα διανοητών και συγγραφέων που έδειξαν συμπάθεια στις ιδέες του εθνικοσοσιαλισμού, όπως ο Κνουτ Χάμσουν, ο Έζρα Πάουντ, ο Ρομπέρ Μπραζιγιάκ, έχουν εξαφανιστεί, ενώ άλλοι, όπως ο Ρώσος εθνικιστής λογοτέχνης Αλεξάντρ Σολζενίτσιν - του οποίου τα βιβλία ήταν απαγορευμένα σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη μέχρι το 1990 – ή όπως οι ιστορικοί αναθεωρητές Ντέιβιντ Ίρβινγκ και τέλος ο Έρνστ Ζούντελ, αντιμετωπίστηκαν ως εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου.

Ο Ζούντελ ίσως ο σημαντικότερους εκδότες αντισημιτικού και εθνικοσοσιαλιστικού υλικού, αρνητής και μια από τις πιο γνωστές φιγούρες στους κόλπους των αρνητών του Ολοκαυτώματος, ο πολιτικός κρατούμενος εκδότης και ιστορικός, εξέτισε περισσότερα από επτά χρόνια φυλάκισης σε τρεις διαφορετικές χώρες σε δύο διαφορετικές ηπείρους. Λίγες ημέρες μετά την αποφυλάκιση του παραχώρησε συνέντευξη στον Jeff Rense η οποία μεταδόθηκε, για πρώτη φορά, στις 13 Μαΐου 2010. Το θάνατο του γνωστοποίησε, την ίδια ημέρα, η αδελφή του στο γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων (DPA).

Δείτε επίσης

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Ernst Zundel on CNN (01:38)]
  2. [Έφυγε από τη ζωή ο ιστορικός αναθεωρητής Ερνστ Ζούντελ]
  3. 3,0 3,1 3,2 The Zündel Trials (1985 and 1988)
  4. εφ. "The Globe and Mail", 28 Φεβρουαρίου 1985
  5. https://www.museumoftolerance.com/education/archives-and-reference-library/online-resources/simon-wiesenthal-center-annual-volume-6/annual-6-chapter-7.html#15
  6. Alain Goldschläger: "The Trials of Ernst Zündel", σελ.123
  7. Το επονομαζόμενο "Έγγραφο Μίλερ", με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1948, αποκάλυπτε ότι ήδη από τότε οι συμμαχικές εξεταστικές επιτροπές είχαν απορρίψει τις ιστορίες για ανθρωποκτόνους θαλάμους αερίων σε μια ολόκληρη σειρά στρατοπέδων.
  8. [Ο Φρεντ Λόχτερ μηχανικός που ζούσε στη Βοστόνη ήταν ειδικός στον σχεδιασμό και την κατασκευή μονάδων εκτελέσεως για τα αμερικάνικα σωφρονιστήρια. Ένα από τα ιδιαίτερα καθήκοντά του ήταν η μοντερνοποίηση του θαλάμου αερίων στο σωφρονιστήριο του Τζέφερσον Σίτι του Μιζούρι. Το 1989 επισκέφθηκε τη Δυτική Γερμανία και την Αυστρία για να εξετάσει τους αναφερόμενους ως «θαλάμους αερίων» στα στρατόπεδα Νταχάου, Μαουτχάουζεν και στο κάστρο του Χάρτχάιμ. Το συμπέρασμα της αναφοράς του υπήρξε σαφές: Ποτέ δεν υπήρχαν θάλαμοι αερίων με σκοπό την εξόντωση ανθρώπων σε αυτά τα τρία μέρη.]
  9. [Φρεντ Λόχτερ, Νταχάου – Μαουτχάουζεν – Χαρτχάιμ. Η δεύτερη αναφορά Λόχτερ.]
  10. [Γερμανίδα δικηγόρος φυλακίσθηκε για άρνηση του Ολοκαυτώματος]