Μίρτσεα Ελιάντε

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μιρτσέα Ελιάντε, [Mircea Eliade-ˈmirt͡ʃe̯a eliˈade], Ρουμάνος εθνικιστής κι ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους διανοητές του 20ου αιώνα, ιστορικός της θρησκείας, λογοτέχνης, φιλόσοφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, γεννήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου / 13 Μαρτίου 1907 [1] στο Βουκουρέστι και πέθανε στις 22 Απριλίου 1986, από επιπλοκές εγκεφαλικού επεισοδίου, που είχε υποστεί λίγες ημέρες νωρίτερα, στο Σικάγο της πολιτείας του Ιλινόις στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Παντρεύτηκε το 1933, με τη Νίνα Μάρες που προσβλήθηκε από καρκίνο και πέθανε στη Λισσαβόνα, στο τέλος του 1944 και καθώε δεν είχαν αποκτήσει παιδιά, υιοθέτησαν ένα κορίτσι, τη Γκίζα. Το 1946 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο στη Γαλλία, με την Χριστίνα Κοτέσκου, [Christinel Cotescu], Ρουμάνα αυτοεξόριστη.

Μίρτσεα Ελιάντε

Βιογραφία

Ο Μίρτσεα κατάγονταν από Ορθόδοξη Χριστιανική οικογένεια και γονείς του ήταν ο Γκιόρκγι Ηλιάδη, αξιωματικός του στρατού της Ρουμανίας και η νοικοκυρά Γιάννα Βασιλέσκου. Ο Mircea είχε μια αδελφή, την Κορίνα, τη μητέρα του σημειολόγου Sorin Alexandrescu. Η οικογένειά του μετακόμισε στη Ρουμανική πρωτεύουσα το 1914, όπου αγόρασαν σπίτι στην οδό Melodiei, κοντά στην πλατεία Piata Rosetti, όπου έμεινε ως την περίοδο της εφηβείας του και ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στο σχολείο της οδού Mântuleasa. Τον Αύγουστο του 1916 όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Ρουμανία επιτέθηκε στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, όμως οι γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν από τα ανατολικά και κατέλαβαν το Βουκουρέστι, έτσι ο νεαρός Μίρτσεα έζησε τις επιπτώσεις του πολέμου και την κατοχή της πόλεως.

Μετά το τέλος του πολέμου, σπούδασε τη στο Εθνικό Κολέγιο «Spiru Haret», όπου είχε συμμαθητές που αργότερα αναδείχθηκαν στελέχη του Εθνικιστικού Λεγεωναρικού Κινήματος αλλά και γνωστούς, μετέπειτα, Ρουμάνους φιλοσόφους και ιστορικούς. Μαζί με συμμαθητές του πραγματοποίησε το διάπλου του Δούναβη από την Αιγισσό μέχρι την Κασπία, ενώ επιδιδόταν σε ορειβατικές και ναυσιπλοϊκές ασχολίες, παραμελώντας τα μαθήματα του, ενώ εντάχθηκε στις ομάδες Προσκόπων. Ενδιαφέρονταν και μελετούσε συστηματικά, φυσικές επιστήμες, χημεία, εντομολογία και χριστιανικό αποκρυφισμό. Ήταν εξαιρετικά λιτοδίαιτος και περιορίζονταν σε λίγες ώρες ύπνου την ημέρα, σχεδόν τέσσερις ώρες, κι αφιέρωνε τον υπόλοιπό χρόνο του διαβάζοντας λογοτεχνήματα και κοινωνική ανθρωπολογία.

Ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς του ήταν Ονορέ ντε Μπαλζάκ, του οποίου το έργο μελετούσε με προσοχή, ενώ επηρεάστηκε από τον Τζιοβάνι Παπίνι, τον Εθνικιστή κριτικό-λογοτέχνη και τον Σκωτσέζο Τζέημς Τζορτζ Φρέηζερ, άρχισε να μαθαίνει Αγγλικά και της Ιταλικά, εβραϊκά και Περσικά, που τον έφεραν σε επαφή με τον Πέρση ποιητή Σάαντι και το μεσοποτάμιο Έπος του Γιλγαμές, ενώ ασχολήθηκε με τους σωκρατικούς και τους στωικούς φιλοσόφους, καθώς και με τα έργα των Marcilio Ficino και Giordano Bruno.

Το 1921, δημοσίευσε την πρώτη του εργασία με τίτλο

  • «Ο Εχθρός του Μεταξοσκώληκα» και ακολούθησε το έργο
  • «Πως βρήκα τη Φιλοσοφική Λίθο».

Σπουδές & Πανεπιστημιακή καριέρα

Το 1925, ξεκίνησε σπουδές Ιστορίας στο τμήμα Φιλοσοφίας και Γραμμάτων στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. Το 1927 ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου συναντήθηκε με το Τζιοβάνι Παπίνι και το Τζουσέππε Τούτσι, μελετητή ασιατικών θρησκειών, που ήταν μέλη του Ιταλικού Φασιστικού Κόμματος και το 1928 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο. Ως φοιτητής γνώρισε τον Νάε Ιονέσκου, Εθνικιστή υπαρξιστή φιλόσοφο, Πανεπιστημιακό καθηγητή στο μάθημα της Λογικής, ενώ τα επόμενα χρόνια ταξίδεψε στην Αίγυπτο. Τα ίδια χρόνια ο μαχαραγιάς του Kassimbazar, επιχορηγούσε Ευρωπαίους φοιτητές προκειμένου να σπουδάσουν στην Ινδία, κι ο Ελιάντε εξασφάλισε μια χορηγία για τέσσερα χρόνια. Το 1928 ταξίδεψε Καλκούτα, όπου παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα θρησκειολογίας στο πανεπιστήμιο της Καλκούτας στις Ινδίες, ενώ στα Ιμαλάια έζησε σε βουδιστικό μοναστήρι και συγκέντρωσε υλικό για τους «Ashrams», τις θρησκευτικές κοινότητες ζωής και εργασίας ανύπαντρων, ένα είδος τάγματος της Almora, Hardwar και Rishikesh. Στις Ινδίες είχε καθηγητή τον Σουρεντρανάθ Ντασγκούπτα, [Superdranath Dasgupta], που είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Cambridge στην Αγγλία και έμαθε τη Σανσκριτική και δύο βεδικές διαλέκτους που επιβιώνουν στα βουδιστικά κείμενα, ενώ ασχολήθηκε και με την Ινδική φιλοσοφία και ήρθε σε επαφή και με τον Μαχάτμα Γκάντι και τις πρωτοβουλίες του εναντίον των αποικιοκρατών.

Το 1931 διέκοψε τις σπουδές και επέστρεψε στη Ρουμανία, για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και το 1933 υπέβαλε με επιτυχία τη διδακτορική του διατριβή, με θέμα τη Γιόγκα, στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου. Η διατριβή δημοσιεύτηκε το 1936 στο Παρίσι με τίτλο «Essai sur les origines de la mystique indienne», [«Δοκίμιο για την καταγωγή του ινδικού μυστικισμού»] και το 1977, αναδημοσιεύτηκε με τίτλο, «Γιόγκα, αθανασία και ελευθερία». To 1933 εκλέχθηκε καθηγητής στην έδρα της ινδικής φιλοσοφίας και της γενικής ιστορίας των θρησκειών στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου και τις ακαδημαϊκές περιόδους 1936 και 1937, δίδαξε Μεταφυσική, μετά από τιμητική πρόσκληση του Νάε Ιονέσκου.

Εθνικιστική δράση

Δημοσίευε άρθρα εναντίον του μοντερνισμού στον ακαδημαϊκό τύπο και για το λόγο αυτό, τον προσέγγισε ο Pamfil Şeicaru, δημοσιογράφος και εκδότης της καθημερινής εφημερίδας «Cuvântul», [«Ο Λόγος»], στην οποία αρθρογραφούσε ο Νάε Ιονέσκου. Η εφημερίδα υποστήριζε τις θέσεις του Εθνικιστικού Κινήματος «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ», [«Leginnea Arhanghelului Mihail»], που έγινε γνωστή ως η «Σιδηρά Φρουρά», στην οποία ηγούνταν ο Κορνέλιου Ζελέα Κοντρεάνου. Την περίοδο αυτή, ο Μίρτσεα Ελιάντε, αυτοπροσδιοριζόταν ως ανθρωπιστής και υποστήριζε τους νεωτεριστές χριστιανοδημοκράτες του κέντρου, ενώ συχνά ήταν επικριτικός με τους Εθνικιστές, καθώς ήταν μέλος του λογοτεχνικού κύκλου «Κριτήριον», στον οποίο συμμετείχαν ο ποιητής Καμίλ Πετρέσκου, ο Μπέλου Ζίλμπερ στέλεχος του Ρουμανικού Κομμουνιστικού κόμματος, ο Ευγένιος Ιονέσκο και ο Εβραϊκής καταγωγής θεατρικός συγγραφέας, Μιχαήλ Σεμπαστιάν. Ο Ζίλμπερ, επιχειρούσε να χρησιμοποιήσει τον Ελιάντε για να διεισδύσει στην εφημερίδα «Cuvântul», όμως σταδιακά και όσο ο κύκλος τοποθετούνταν πολιτικά, επικράτησαν οι Εθνικιστικές απόψεις του Νάε Ιονέσκου, γνωστές με τον όρο «Τραϊσμός».

Προπολεμική δραστηριότητα

Το 1935, για πρώτη φορά, ο Ελιάντε ήλθε σε επαφή με τους εθνικιστές Λεγεωνάριους, γοητεύτηκε από τον επαναστατικό τους ασκητισμό και δημοσίευσε το βιβλίο με τίτλο «Πνευματικό Οδοιπορικό», στο οποίο εστίαζε στην σύνδεση του Εθνικιστικού ακτιβισμού και του λατρευτικού πνευματισμού των Λεγεωνάριων. Η οικονομική κρίση των επόμενων χρόνων και τα πολιτικά αδιέξοδα του Φιλελευθερισμού και του Μαρξισμού, έστρεψαν τον Ελιάντε, οριστικά προς τον Εθνικισμό, ενώ παράλληλα, κορύφωσε την κριτική του εναντίον του Κομμουνισμού και του Καπιταλισμού. Το 1936, τιμήθηκε από την Κοινότητα των Ρουμάνων Συγγραφέων, όμως το 1937 τον κατηγόρησαν ότι με τα έργα του «Η Δεσποινίς Χριστίνα» και «Ίζαμπελ και τα Ύδατα του Διαβόλου», προωθούσε την πορνογραφία και έχασε τη θέση του στο Πανεπιστήμιο. Ο Ελιάντε υπέβαλε μήνυση κατά του υπουργείου Παιδείας, διεκδικώντας αποζημίωση ενός λέι, ενώ στο δικαστήριο, υποστήριξε ότι και τα δύο βιβλία του, βασίζονταν στην Ρουμανική παράδοση, λέγοντας, «...με κατηγόρησαν για δεισιδαιμονία....{...}... τους απέδειξα ...{...}... την ύπαρξη του πονηρού μέσα από την πραγματικότητα του κακού. Αν ο διάβολος ήταν μια ψευδαίσθηση, μια αφηρημένη έννοια, ένας φόβος, μια παρωχημένη αντίληψη, ένας μύθος, τότε το κακό θα ήταν αέρινο και ανάλαφρο, το κακό δεν θα έπαιρνε σάρκα και οστά....{...}... Η σάρκα μου, σάρκα εύρωστου πληβείου, συνθλίβεται από το κοινό μέτρο και τις υποδιαιρέσεις του. Η ελευθερία μου είναι ανάβαση –προς οποιοδήποτε σημείο....». Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αθωωτική και επέστρεψε στη θέση του στο Πανεπιστήμιο.

Ένταξη στη Σιδηρά Φρουρά

Το 1937, τάχθηκε δημόσια και ξεκάθαρα υπέρ της «Σιδηράς Φρουράς» και του Κορνέλιου Ζελέα Κοντρεάνου, [Corneliu Codreanu], καθώς όπως έγραψε στο επίσημο έντυπο της, «...Χρειαζόμαστε μια επανάσταση με στόχο την δημιουργία μιας νέας Ρουμανίας. Η Λεγεώνα δύναται να συμφιλιώσει τη Ρουμανία με τον Θεό...». Η υποστήριξη του προς τον Κοντρεάνου, προκάλεσε την οργή του Ζίλμπερ, που τον κατηγόρησε δημόσια ως «..πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών...», έχοντας και την υποστήριξη του Μιχαήλ Σεμπαστιάν. Την περίοδο αυτή, ο Ελιάντε, εντάχθηκε ως μέλος στο κόμμα «Όλα για την Πατρίδα», [«Totul pentru Tara»], την πολιτική πτέρυγα της «Σιδηράς Φρουράς», πήρε μέρος στην εκλογική του εκστρατεία στην επαρχία Πραχόβα της Βλαχίας και έφερε σε επαφή τον Κοντρεάνου με τον Ιταλό Εθνικιστή διανοούμενο, Ιούλιο Έβολα, ο οποίος ταξίδεψε στην Ρουμανία. Ο Έβολα γνωρίστηκε με τον Κορνήλιο Κοντρεάνου και εντυπωσιάστηκε από την προσωπικότητά του, αλλά και από το κίνημα του οποίου ηγούνταν, έγραψε άρθρα τόσο για τον χαρακτήρα του Λεγεωναρικού κινήματος που συνένωνε ασκητικά και πολεμικά ιδεώδη με τον εθνικισμό, όσο και για τον τραγικό θάνατο του Κοντρεάνου. Ο Ελιάντε, ο οποίος αντάλλασσε επιστολές με τον Έβολα για τα επόμενα έτη και στα τέλη του 1937, με την ιδιότητα του μορφωτικού ακόλουθου της Ρουμανικής κυβερνήσεως, ταξίδεψε στην Οξφόρδη και το Βερολίνο.

Στις 14 Ιουλίου 1938, ο βασιλιάς της Ρουμανίας Κάρολος ο Β’, διέταξε την καταστολή των δραστηριοτήτων της Σιδηράς Φρουράς και ακολούθησε η σύλληψη των μελών της, μεταξύ τους και του Ελιάντε, ο οποίος στοχοποιήθηκε από τον Αρμάντ Καλινέσκου, τότε πρωθυπουργό της Ρουμανίας, ως ο εμπνευστής της προπαγάνδας των Λεγεωνάριων και αναγκάστηκε να διακόψει τη δημοσίευση της στήλης «Οι Αρχές του Λεγεωναρισμού» στην εφημερίδα «Vremea», [«Καιροί»]. Ο Ελιάντε κρατήθηκε για τρεις εβδομάδες, στη διοίκηση της κρατικής ασφάλειας, [«Siguranta Statului], όπου επιχειρούσαν με κάθε μέσο, δίχως επιτυχία, να τον πείσουν να αποποιηθεί τη σχέση του και να αποκηρύξει τη «Σιδηρά Φρουρά». Στη συνέχεια μεταφέρθηκε και κρατήθηκε στο αυτοσχέδιο καταυλισμό πολιτικών κρατουμένων στην περιοχή Μιερκουρέα Κιούκ, [«Miercurea-Ciuc»], όπου παρουσίασε προβλήματα υγείας, που εκδηλώθηκαν με αιμόπτυση και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, νοσηλεύτηκε στην κλινική της πόλης Μοροένι, [Moroeni]. Απελευθερώθηκε στις 12 Νοεμβρίου του 1938, ενώ στις 30 του μήνα εκτελέστηκε ο Κορνέλιου Ζελέα Κοντρεάνου, ο ηγέτης της «Σιδηράς Φρουράς», μαζί του και δεκατρείς Λεγεωνάριοι. Μετά την αποφυλάκιση του ο Μίρτσεα παρουσίασε το θεατρικό έργο «Ιφιγένεια», που περιέχει αυτούσιες φράσεις και παραγράφους από τα άρθρα που αφιέρωσε στους νεκρούς Λεγεωνάριους, οι οποίοι θυσιάστηκαν στον Ισπανικό Εμφύλιο, μεταξύ τους ο Ίον Μότα υπαρχηγός της Σιδηράς Φρουράς και ο Βασίλ Μαρίν, οι οποίοι σκοτώθηκαν τον Ιανουάριο του 1937, στο Μέτωπο της Μαδρίτης. Δύο μήνες μετά την αποφυλάκιση του Ελιάντε, συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1939, ο Νάε Ιονέσκου που κρατήθηκε στο στρατόπεδο στην περιοχή Μιερκουρέα Κιούκ, από όπου αποφυλακίστηκε με σοβαρό καρδιακό πρόβλημα και πέθανε τον Μάρτιο του 1940.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Τον Απρίλιο του 1940, ο Ελιάντε διορίστηκε μορφωτικός ακόλουθος στη Μεγάλη Βρετανία, με τη βοήθεια του Alexandru Rosetti, όμως μετά τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της με τη Ρουμανία, διορίστηκε από την «Σιδηρά Φρουρά», μορφωτικός σύμβουλος και εκπρόσωπος τύπου της Ρουμανικής πρεσβείας στην Πορτογαλία, ως διπλωμάτης του Εθνικού Λεγεωναρικού Κράτους, που από τις 6 Σεπτεμβρίου 1940 έως τις 23 Ιανουαρίου 1941, συγκυβερνούσε με τον Ίον Αντωνέσκου. Τον Ιανουάριο του 1941, όταν ο στρατηγός Αντωνέσκου, έχοντας την πίεση και τη συμπαράσταση του Βασιλιά της Ρουμανίας, ανέστειλε τα πολιτικά δικαιώματα των Λεγεωνάριων και κήρυξε παράνομη την Σιδηρά Φρουρά, έγινε η η πρεμιέρα της τραγωδίας «Ιφιγένεια», στο Εθνικό Θέατρο Βουκουρεστίου. Οι Λεγεωνάριοι εξεγέρθηκαν, διεκδικώντας τα πολιτικά τους διακαιώματα και το Βουκουρέστι, πνίγηκε στο αίμα. Το 1942 στην Πορτογαλία, ο Ελιάντε ήλθε σε επαφή με την κυβέρνηση των Εθνικιστών του «Estado Novo», [«Εστάδο Νουόβο»-«Νέο Κράτος»] και προσωπικά με τον Αντόνιο Σαλαζάρ, [Antonio de Oliveira Salazar], ο οποίος σε συνάντηση τους στις 7 Ιουλίου 1942, του ζήτησε να μεταφέρει μήνυμα στον Αντωνέσκου να αποσύρει τον Ρουμανικό στρατό από το Ανατολικό Μέτωπο. Η ενέργεια θεωρήθηκε ύποπτη και ο Ελιάντε έγινε στόχος της Γκεστάπο, διότι θεωρήθηκε σύνδεσμος της Πορτογαλίας με την Ρουμανία.

Τον Σεπτέμβριο του 1943 ταξίδεψε στη Γαλλία, όπου συναντήθηκε με διανοούμενους που υποστήριζαν το καθεστώς του Βισύ όπως ο Ζωρζ Ντυμεζίλ, [George Dumézil], Εθνικιστής φιλόλογος και θρησκειολόγος. Του προτάθηκε να διδάξει στο πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, όμως δεν το επέλεξε, διότι πίστευε ότι μπορούσε να προσφέρει περισσότερα σαν διπλωμάτης καταμεσής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε ταξίδι που πραγματοποίησε στο Βερολίνο, συναντήθηκε με τον Γερμανό εθνικιστή Καρλ Σμιτ, φιλόσοφο και πολιτειολόγο, ενώ στην Κόρδοβα της Ισπανίας, συναντήθηκε με τους φιλόσοφους Χοσέ Ορτέγκα Γκασσέτ και Ευγένιο Ντ’ Ορς. Λίγο μετά το θάνατο της συζύγου του στο τέλος του 1944, στη Λισαβόνα από καρκίνο της μήτρας, αναζήτησε τρόπο να επιστρέψει στη Ρουμανία που κατέρρεε, «...είτε σαν στρατιώτης, είτε σαν μοναχός...» και ματαίωσε την προσπάθεια του, μόνο όταν έμαθε ότι οι Σοβιετικοί πέρασαν τα σύνορα της Ρουμανίας. Αυτή την περίοδο αναζήτησε καταφύγιο στα αντικαταθλιπτικά, το όπιο και την μεθαμφεταμίνη, αν και όπως προκύπτει από δικές του σημειώσεις, έκανε χρήση περιστασιακή οπίου από την εποχή των ταξιδιών του στην Καλκούτα.

Μεταπολεμική δραστηριότητα

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1945 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, όπου ήρθε σε επαφή με τον Ζωρζ Ντυμεζίλ, ο οποίος τον πρότεινε για τη θέση του καθηγητή Θρησκευτικών σπουδών στη Πρακτική Σχολή Ανωτέρων Σπουδών, [Ecole des Hautes Etudes], στο Παρίσι, όπου και εκλέχθηκε, ενώ άρχισε να γράφει κυρίως στα γαλλικά κι έδωσε διαλέξεις σε θέματα θρησκευτικής ιστορίας στη Σορβόνη και σε άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Παρά την αρνητική έκβαση του πολέμου για τους Εθνικιστές, συνεχίζει να εκφράζεται πολιτικά, δημοσιεύοντας στο ρουμανόγλωσσο περιοδικό «Luceafărul», [«Εωσφόρος»], ενώ το 1948 αρθρογραφούσε στην εφημερίδα «Critique», [«Κριτική»]. Το 1949, συνεργάστηκε με τον ψυχολόγο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ και συμμετείχε στα συνέδρια του κύκλου «Έρανος», ενώ έγραψε και δημοσίευσε κείμενα στο περιοδικό «Ανταίος», του Ερνστ Γιούνγκερ. Παράλληλα μελέτησε τις εργασίες του Ρενέ Γκενόν και άρχισε ξανά την αλληλογραφία του με τον Ιούλιο Έβολα, υποστηρίζοντας τις θεωρίες της Παραδοσιαρχίας.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής

Τον Οκτώβριο του 1956, μετά από πρόσκληση του Joachim Wach, οι δυο τους θεωρούνται οι ιδρυτές της «σχολής του Σικάγου», που ουσιαστικά καθόρισε την μελέτη των θρησκειών για το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, για μια σειρά διαλέξεων κι έκτοτε μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Μετά το θάνατο του Wach πριν αρχίσουν οι διαλέξεις, ο Ελιάντε διορίστηκε ως αντικαταστάτης του και το 1964, εκλέχθηκε Καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκειών, διδάσκοντας ως καθηγητής Θρησκειολογίας, στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Εκεί έγραψε τον πρώτο τόμο του έργου του «Αιώνια Επιστροφή», το οποίο προκάλεσε τεράστια εντύπωση στους ακαδημαϊκούς κύκλους κι έγινε εκδοτική επιτυχία, πραγματοποιώντας αλλεπάλληλες εκδόσεις και ξεπερνώντας σε πωλήσεις τις 100.000 αντίτυπα. Το 1966, εκλέχθηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών κι Επιστημών και το 1968, δίδαξε θρησκευτική ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Santa Barbara στην πολιτεία της Καλιφόρνια. Το 1977, του απονεμήθηκε το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας Μπορντιν και το 1985 ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα, από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον (1985)

Κατά διαστήματα ταξίδεψε εκτός Ηνωμένων Πολιτειών, κυρίως για τη συμμετοχή του σε συνέδρια σχετικά με την Ιστορία των Θρησκειών, όπως το 1960, στο Μάρμπουργκ και το 1970, όταν επισκέφθηκε τη Σουηδία και τη Νορβηγία. Διατέλεσε διευθυντής των θρησκειολογικών περιοδικών, «Zamolxis-Revue des etudes religieuses» από το οποίο κυκλοφόρησαν τρεις τόμοι, «Antaios», «History of Religions», [«Ιστορία των Θρησκειών»], «The Journal of Religion», [«Η επιθεώρηση της θρησκείας»], και υπήρξε εκδότης της δεκαεξάτομης «Encyclopedia of Religion», των εκδόσεων Macmillan.

Γενικές απόψεις

Ο Ελιάντε θεωρούσε ότι το νερό, «...είναι fons et origo, η παρακαταθήκη όλων των δυνατοτήτων της ύπαρξης προηγείται κάθε μορφής και φέρει κάθε δημιουργία...». Υποστήριζε ότι ως τις μέρες μας έχει φθάσει ένας σημαντικός αριθμός δοξασιών, μύθων, τελετουργικών και τέχνεργων σχετικών με τη γη, τις θεότητες της και το αρχέτυπο της μεγάλης μητέρας [2] κι ότι ο μύθος είναι συχνά αφήγηση της ανθρώπινης προέλευσης ή της δημιουργίας του κόσμου και την ίδια στιγμή μια ιερή εξιστόρηση, ενώ οι Ελληνικοί μύθοι στη σύγχρονη αλλά και στη διαχρονική τους διάσταση, αποτελούν κρυμμένες βαθιές αλήθειες. Εμπνέονταν από την Ελληνική ιστορία και θεωρούσε ότι:

«...Ο Οδυσσέας είναι το πρότυπο του ανθρώπου, όχι μόνο του σύγχρονου, αλλά ακόμη και του ανθρώπου του μέλλοντος, επειδή αντιπροσωπεύει, τον τύπο του «παγιδευμένου» ταξιδευτή. Το ταξίδι του είναι ένα ταξίδι προς το κέντρο, προς την Ιθάκη, δηλαδή προς τον εαυτό του...{...}...θρυλικά έμειναν τα βάσανα και οι «δοκιμασίες» του Οδυσσέα, κι όμως κάθε επιστροφή στην εστία «αξίζει» την Οδύσσεια για την Ιθάκη, και αυτό αποδεικνύει πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει παρά μόνο σ’ ένα χώρο ιερό, στο Κέντρο...» [3] 

Σημείωνε επίσης, ότι το λυκόφως των ειδώλων και η πτώση των θεών της γερμανικής μυθολογίας στοιχειώνουν τους λόγους του Αδόλφου Χίτλερ και του Ιωσήφ Γκαίμπελς.

Το τέλος του

Στη διάρκεια της παραμονής του Ελιάντε αρχικά στη Γαλλία και στη συνέχεια στο Σικάγο, το κομμουνιστικό καθεστώς της Ρουμανίας, μέσω των εφημερίδων του, κυρίως όμως από τις στήλες της εφημερίδος «Romania Libera», έγραφε ότι ήταν ο «....ιδεολόγος της Σιδηράς Φρουράς, εχθρός της εργατικής τάξης και απολογητής της δικτατορίας του Salazar...», ενώ η μυστική αστυνομία τον κατηγορούσε, άλλοτε ως πρώην πράκτορα της «Γκεστάπο» και άλλοτε της «Ιντέλιτζενς Σέρβις», όμως όταν το καθεστώς Τσαουσέσκου, απομακρύνθηκε από την επιρροή της Σοβιετικής Ενώσεως, προσπάθησε να τον προσεταιριστεί, δίχως να το πετύχει. Το 1970 τον επισκέφθηκε στο Σικάγο ο Ρουμάνος ποιητής Adrian Paunescu, στον οποίο ο Ελιάντε παραχώρησε συνέντευξη και λίγο καιρό αργότερα, ο Εθνικιστής Ρουμάνος συγγραφέας Eugen Barbu αλλά και ο φίλος του Constantin Noica, ο οποίος είχε απελευθερωθεί από τη φυλακή. Ο Ελιάντε είχε σχεδόν πεισθεί να επιστρέψει στη Ρουμανία, όμως πείστηκε από Ρουμάνους εξόριστους διανοούμενους, όπως ο Virgil Ierunca και η Monica Lovinescu να απορρίψει τις προτάσεις του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Κομμουνιστικό προτάσεις. Αντίθετα με ότι υπολόγιζε το Κομμουνιστικό καθεστώς, ο Ελιάντε υπέγραψε δήλωση διαμαρτυρίας για τα κατασταλτικά μέτρα που επέβαλλε το καθεστώς Τσαουσέσκου, ενώ το 1984, ο Ρουμάνος ανθρωπολόγος Andrei Oișteanu, περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο η Μυστική αστυνομία, τον πίεσε δίχως επιτυχία, να προσπαθήσει να επηρεάσει για λογαριασμό της τον Ελιάντε.

Τα τελευταία χρόνια πριν το θάνατο του, έγινε στόχος επικριτικών επιθέσεων με παράλληλες αναφορές στην Εθνικιστική του δράση και ιδεολογική τοποθέτηση. Πάσχοντας από αρθρίτιδα, έπαψε να είναι συγγραφικά δραστήριος και απομακρύνθηκε από τον ακαδημαϊκό κόσμο. Στο τέλος του 1985, μια πυρκαγιά κατέστρεψε μέρος του γραφείου του στη Θεολογική σχολή Meadville Lombard όπου μελετούσε, καθώς και σημαντικό κομμάτι του αρχειακού του υλικού. Στις αρχές Απριλίου του 1986, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο που του στέρησε την ικανότητα του να συνομιλεί και πέθανε λίγες ημέρες αργότερα στο νοσοκομείο Bernard Mitchell. Το σώμα του αποτεφρώθηκε στο Σικάγο, και η τελετή της κηδείας πραγματοποιήθηκε στο παρεκκλήσι του Πανεπιστημίου Rockefeller. Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο του Oak Woods.

Εργογραφία

Ο Ελιάντε έγραψε διηγήματα φαντασίας, θεατρικά έργα, μονογραφίες, άρθρα σε εγκυκλοπαίδειες και περιοδικά, ημερολόγια και μία αυτοβιογραφία. Έργα του έχουν μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες, όπως στην Γαλλική, Αγγλική, Γερμανική, Ισπανική, Ιταλική, Πορτογαλική, Ολλανδική, Δανική, Σουηδική, Πολωνική, Ιαπωνική και Ελληνική. Διακρίνονταν για την τεράστια πολυμάθεια του, γνώριζε άριστα πέντε γλώσσες, ρουμανικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και αγγλικά, ενώ μπορούσε να διαβάσει σε τρεις ακόμη γλώσσες, εβραϊκά, περσικά και σανσκριτικά. Μετά το θάνατο του εκλέχθηκε μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας Επιστημών.

Ο Αμερικανός σκηνοθέτης Φράνσις Φορντ Κόπολα το 2005, κινηματογράφησε στη Ρουμανία την ταινία «Youth Without Youth», [«Νεότητα Χωρίς Νεότητα»], με πρωταγωνιστή τον Τιμ Ροθ, ενώ συμμετέχει ο γνωστός Ρουμάνος ηθοποιός Κρίστι Γιάκομπ. Η ταινία βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Μίρτσεα Ελιάντε, η οποία τον ενέπνευσε ώστε να αποφασίσει να σκηνοθετήσει μετά από εννιά χρόνια σκηνοθετικής αποχής από τον κινηματογράφο. Στο έργο ο Μίρτσεα Ελιάντε, μπλέκει το φυσικό με το υπερφυσικό, την επιστήμη με το όνειρο και την ιστορία με το μύθο, λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Έγραψε και δημοσίευσε μεταξύ άλλων, τα έργα,

  • «Ο Εχθρός του Μεταξοσκώληκα»,
  • «Πως βρήκα τη Φιλοσοφική Λίθο»,
  • «Νύχτα στη Βεγγάλη», ρομάντζο, με θέμα την καθημερινότητά του στις Ινδίες,
  • «Η Δεσποινίς Χριστίνα», στο έργο του περιγράφει την παράδοξη ιστορία μιας όμορφης νεαρής κοπέλας που πέθανε στα είκοσί της χρόνια κι επέστρεψε στη ζωή και στο περιβάλλον της, ώστε να ζήσει τον έρωτα.
  • «Ίζαμπελ και τα Ύδατα του Διαβόλου», το 1929, μυθιστόρημα στο οποίο αναλύει την ανήθικη συμπεριφορά, εκφράζοντας για πρώτη φορά, την ιδέα της παρουσίας του ιερού μέσα στο βέβηλο.
  • «Πνευματικό Οδοιπορικό», στο οποίο εστιάζει στην σύνδεση του Εθνικιστικού ακτιβισμού και του λατρευτικού πνευματισμού των Λεγεωνάριων.
  • «Ιφιγένεια», θεατρικό έργο, το Δεκέμβριο του 1938.

Το έργο είναι διασκευή της αρχαιοελληνικής τραγωδίας «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», στην οποία ο Ελιάντε συμφωνεί με την θεώρηση του Αισχύλου, παρουσιάζοντας την Ιφιγένεια ως ενσυνείδητο μάρτυρα για το καλό της Πατρίδας.

  • «Θερινό Όνειρο», το 1948, νουβέλα,
  • «Αιώνια Επιστροφή»,
  • «Γιόγκα, αθανασία και ελευθερία», το 1977.

Ελληνικές μεταφράσεις

Στην ελληνική γλώσσα έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορήσει τα έργα του Ελιάντε:

  • «Κόσμος και ιστορία Ο μύθος της αενάου επαναλήψεως», μετάφραση Θεμ. Λαζάκη, Αθήνα, 1966, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, μετάφραση Στρατής Ψάλτου, το 1999,
  • «Σαμανισμός», μετάφραση Ιφιγένεια Μποτηροπούλου, εκδόσεις «Χατζηνικολή», Αθήνα, 1978,
  • «Γιόγκα», μετάφραση Έλση Τσούτη, εκδόσεις «Χατζηνικολή», Αθήνα, 1980,
  • «Πραγματεία πάνω στην ιστορία των θρησκειών», μετάφραση Έλση Τσούτη, εκδόσεις «Χατζηνικολή», Αθήνα, 1981,
  • «Η νύχτα της Βεγγάλης», εκδόσεις «Αρσενίδης», μετάφραση Μαρίνα Λώμη, το 1988,
  • «Στον ίσκιο ενός κρινολούλουδου», εκδόσεις «Χατζηνικολή», μετάφραση Λήδα Παλλαντίου, το 1988,
  • «Εικόνες και σύμβολα», εκδόσεις «Αρσενίδης», μετάφραση Άγγελος Νίκας, το 1988,
  • «Λεξικό των θρησκειών», εκδόσεις «Χατζηνικολή», μετάφραση Ευάγγελος Γαζής, το 1992,
  • «Αλχημεία: Το κλειδί των μυστηρίων», εκδόσεις «Αρχέτυπο», επιμέλεια Παντελής Γιαννουλάκης-Στέφανος Ελμάζης, Ιανουάριος 1998,
  • «Δεκαεννέα τριαντάφυλλα», Εκδόσεις «Καστανιώτης», μετάφραση Γκάμπριελ Ανδρόνε, το 1999,
  • «Ίζαμπελ και τα ύδατα του διαβόλου», εκδόσεις «Λαγουδέρα», μετάφραση Λίλα Κονομάρα, το 2001,
  • «Το ιερό και το βέβηλο», εκδόσεις «Αρσενίδης», μετάφραση Νίκος Δεληβοριάς, το 2002,
  • «Το εσωτερικό φως», εκδόσεις «Αρμός», μετάφραση Κυριακή Λέκκα-Μαραγκουδάκη, Απρίλιος 2003,
  • «Η δεσποινίς Χριστίνα», εκδόσεις «Διώνη», μετάφραση Μαρία Χύμου-Μαρινέσκου, το 2004,
  • «Το μυστήριο του Δόκτωρος Χονιχμπέργκερ», εκδόσεις «Γαβριηλίδης»,
  • «Ο σαμανισμός και οι αρχαϊκές τεχνικές της έκστασης», εκδόσεις «Χατζηνικολή», το 2009.

Διαβάστε τα λήμματα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Το Ιουλιανό ημερολόγιο ίσχυε στη Ρουμανία έως το 1924, όταν αντικαταστάθηκε από το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Οι γονείς του δήλωσαν τη γέννηση του στις 24 Φεβρουαρίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο ή στις 9 Μαρτίου, ώστε να συμπέσει με τη γιορτή των Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας και ο Ελιάντε δήλωνε αυτή την 9η Μαρτίου ως γενέθλια μέρα του.]
  2. [Η Μεγάλη Μητέρα, [Great Mother], ή αλλιώς Μητέρα Γη, [Earth Mother], είναι μητριαρχικό αρχετυπικό μοντέλο που επαναλαμβάνεται σε διάφορες μυθολογίες ανά τον κόσμο.]
  3. [Μιρτσέα Ελιάντε, «Εικόνες και σύμβολα. Το συλλογικό υποσυνείδητο», σελίδα 71η.]