Αίμα

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Το Αίμα είναι γενικό θρεπτικό υγρό με το οποίο γίνεται η ανταλλαγή της ύλης στο σώμα και στον οργανισμό της συντριπτικής πλειοψηφίας των όντων. Με τη λειτουργία της καρδιάς και μέσω των αιμοφόρων αγγείων κυκλοφορεί μέσα στους ιστούς και τα όργανα του σώματος και τα διατηρεί στη ζωή. Στην πολιτική ζωή υπάρχει η αποκαλούμενη αρχή του αίματος που αφορά την εθνικότητα και σε κάποιες περιπτώσεις την απόδοση υπηκοότητος ή ιθαγένειας σε κατοίκους κάποιου κράτους.

Αίμα

Λειτουργίες

Η αξία του αίματος συνίσταται στο ότι μεταφέρει:

  • τις θρεπτικές ουσίες σ' όλα τα μέρη του οργανισμού. Εκεί, όπου πηγαίνει αίμα, υπάρχει και θρέψη, υπάρχει ζωή. Όταν σταματήσει η παροχή αίματος, σταματάει η θρέψη, επομένως και η ζωή
  • οξυγόνο από τους πνεύμονες στους ιστούς και διοξείδιο του άνθρακα από τους ιστούς στους πνεύμονες
  • χρήσιμες ουσίες (ορμόνες κλπ) σ' όλα τα μέρη του σώματος
  • απ' τους ιστούς άχρηστες και βλαβερές ουσίες στα διάφορα όργανα απέκκρισης, όπως τα νεφρά (ούρα), το δέρμα (ιδρώτας) κλπ.

ενώ

  • Χρησιμεύει για την άμυνα του οργανισμού ενάντια στα μικρόβια.

και

  • Ρυθμίζει τη θερμοκρασία του σώματος, γιατί συντελεί στην κανονική κατανομή της θερμότητας στα διάφορα μέρη του σώματος με την κυκλοφορία.

Χαρακτηριστικά

Το χρώμα του αίματος των θηλαστικών, των πτηνών των ερπετών και των ψαριών είναι κόκκινο. Αυτό οφείλεται σε μια κόκκινη χρωστική ουσία, που περιέχει, την αιμοσφαιρίνη (παριστάνεται με τα γράμματα Ηβ, από τη λέξη HEMΟGLΟBΙΝ = αιμοσφαιρίνη). Χρησιμεύει κυρίως για τη μεταφορά του οξυγόνου καθώς όταν ενώνεται με αυτό σχηματίζει την οξυαιμοσφαιρίνη η οποία παρέχει το οξυγόνο της στους ιστούς και προκαλούνται οι οξειδώσεις (καύσεις) μέσα στα κύτταρα. Όταν η οξυαιμοσφαιρίνη χάσει το οξυγόνο της, τότε μετατρέπεται σε αναχθείσα αιμοσφαιρίνη. Αίμα με μεγάλες ποσότητες οξυαιμοσφαιρίνης έχει χρώμα λαμπερό κόκκινο, το αποκαλούμενο αρτηριακό αίμα. Αν περιέχει μικρότερα ποσά οξυαιμοσφαιρίνης, και επομένως μεγαλύτερα αναχθείσης αιμοσφαιρίνης, τότε το χρώμα του είναι σκούρο κόκκινο το γνωστό ως φλεβικό αίμα.

Στα μαλάκια και τα αρθρόποδα το αίμα δεν περιέχει αιμοσφαιρίνη αλλά αιμοκυανίνη και έχει γαλανόλευκη απόχρωση. Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του είναι το ότι έχει γλοιώδη υφή γεγονός που οφείλεται στη συνοχή που έχουν τα μόρια του υγρού του αίματος, δηλαδή του πλάσματος. Η γεύση που έχει το αίμα είναι υφάλμυρη κάτι που οφείλεται στα αλκαλικά άλατα που περιέχει. Το ειδικό του βάρος είναι 1,057 κι είναι λίγο βαρύτερο από ίσο όγκο νερού. Μέσα στον οργανισμό μας κυκλοφορεί μια ποσότητα από 6 περίπου κιλά αίμα, που αποτελεί το 7% όλων των υγρών που περιέχονται στον οργανισμό μας και το 1/12 περίπου του βάρους του ανθρωπίνου σώματος.

Ποιοτική σύσταση αίματος

Το αίμα αποτελείται από ένα υγρό μέρος που λέγεται πλάσμα και από έμμορφα συστατικά (δηλ. συστατικά που έχουν ορισμένη μορφή), που είναι τα ερυθρά αιμοσφαίρια, τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια. Τα έμμορφα συστατικά αιωρούνται μέσα στο πλάσμα.

Αιμοποιητικά όργανα

Αιμοποιητικά αποκαλούνται τα όργανα στα οποία παράγονται τα έμμορφα συστατικά του αίματος, κυρίως τα ερυθρά και τα λευκά αιμοσφαίρια. Το κυριότερο αιμοποιητικό όργανο είναι ο ερυθρός μυελός των οστών. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια παράγονται στον ερυθρό μυελό των οστών. Για την παραγωγή τους είναι απαραίτητη η ύπαρξη ποσοτήτων σιδήρου (γιατί αυτός περιέχεται μέσα στην αιμοσφαιρίνη), όπως επίσης βιταμίνης Β12. Τα λευκά αιμοσφαίρια παράγονται στα λεμφογάγγλια σπλήνα, αμυγδαλές, ερυθρό μυελό των οστών κλπ.

Εκτός από τα αιμοποιητικά όργανα υπάρχουν και όργανα στα οποία καταστρέφονται στα ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια. Αυτά είναι κυρίως η σπλήνα και το δικτυοενδοθηλιακό σύστημα (ΔΕΣ). Η σπλήνα βρίσκεται στο αριστερό και πάνω μέρος της κοιλότητας της κοιλιάς και αποτελεί όργανο στο οποίο αποθηκεύεται ένας μεγάλος αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων. Επίσης παράγει λεμφοκύτταρα (μια από τις μορφές των λευκών αιμοσφαιρίων). Ειδικά κύτταρα που βρίσκονται διασκορπισμένα σε διάφορα όργανα αποτελούν στο σύνολό τους το καλούμενο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα. Τέτοια κύτταρα υπάρχουν στο συκώτι (κύτταρα του Κούπφερ), στη σπλήνα, στους λεμφαδένες, στο μυελό των οστών και αλλού. Τα κύτταρα του ΔΕΣ καταστρέφουν μικρόβια επιβλαβείς ουσίες, ξένα σώματα και παράγουν αντισώματα. Το ΔΕΣ αποτελεί τον τόπο της καταστροφής των ερυθρών και των αιμοπεταλίων. Γενικά, πρόκειται για χρήσιμο σύστημα που προστατεύει τον οργανισμό.

Πήξη αίματος

Η πήξη είναι η άμυνα του οργανισμού, ώστε να μη χάνουμε αίμα όταν τραυματιζόμαστε. Αν εξαιτίας ενός τραύματος χυθεί αίμα από τα αγγεία τότε αυτό πήζει μέσα σε 6-10 λεπτά. Η πήξη του αίματος είναι όμως εξαιρετικά πολύπλοκος μηχανισμός, που όμως στις βασικές γραμμές του, συντελείται με την εξής διαδικασία:
Στο αίμα υπάρχει η προθρομβίνη, ένα ένζυμο πήξεως αδρανές, η οποία με την επίδραση ιόντων ασβεστίου και της θρομβοπλαστίνης, που ελευθερώνεται με τη καταστροφή των αιμοπεταλίων, μόλις το αίμα βγει απ' τα αγγεία, μετατρέπεται σ' ένα δραστικό ένζυμο, τη θρομβίνη. Αυτή με τη σειρά της μετατρέπει το ινωδογόνο, το λεύκωμα του πλάσματος, σε ινώδες. Το ινώδες μαζί με τα έμμορφα συστατικά του αίματος, ερυθροκύτταρα, λευκοκύτταρα και αιμοπετάλια, σχηματίζει τον πλακούντα, δηλαδή το πηγμένο αίμα. Ο πλακούντας περικλείει όλο το υγρό μέρος του αίματος, μετά όμως από λίγο ζαρώνει και τότε βγαίνει από αυτόν ένα υγρό, που λέγεται ορός. Στο αίμα μπορεί να υπάρχει η ηπαρίνη, που σε ελάχιστα ποσά εμποδίζει το πήξιμο του αίματος. Εάν το αίμα δεν πήζει καθόλου, σημαίνει ότι υπάρχει αιμοφιλία, μια πάθηση κληρονομική. Άτομα που πάσχουν από αυτή είναι δυνατό, αν τραυματιστούν, να καταλήξουν εξαιτίας συνεχούς αιμορραγίας. Η αιμοφιλία μεταδίνεται κληρονομικά από τη γέννηση μόνο στα άρρενα μέλη μιας οικογένειας.

Ομάδες αίματος-Μεταγγίσεις

Για να δώσει κανείς αίμα σε άρρωστο που κινδυνεύει, πρέπει το αίμα του να είναι κατάλληλο. Δηλαδή το αίμα του δότη να μη συγκολλάται (πήζει) μέσα στο αίμα του δέκτη. Αλλιώς είναι δυνατό, η μετάγγιση του αίματος, όπως λέγεται η μέθοδος αυτή, αντί για καλό, να προκαλέσει ακόμα και το θάνατο του άρρωστου. Αυτό οφείλεται στο ότι τα ερυθρά αιμοσφαίρια περιέχουν ειδικές ουσίες, που λέγονται συγκολλητινογόνα. Αυτά είναι τα Α και Β. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια ενός ανθρώπου μπορούν να έχουν τα συγκολλητινογόνα Α και Β ή μόνο Α ή μόνο Β ή κανένα απ' αυτά. Επίσης στον ορό του αίματος υπάρχουν ειδικές ουσίες που λέγονται συγκολλητίνες και που είναι οι α και β. Στον ορό του αίματος ενός ανθρώπου μπορεί να υπάρχει συγκολλητίνη α ή β ή α και β ή να μην υπάρχουν οι παραπάνω συγκολλητίνες. Η συγκολλητίνη α αντιδρά με το συγκολλητινογόνο Α και η συγκολλητίνη β με το συγκολλητινογόνο Β. Αν επομένως σε μια μετάγγιση αίματος ο ορός του ασθενούς (δέκτη) έχει συγκολλητίνες (α ή β α και β), τότε αυτές θα συγκολλήσουν τα αιμοσφαίρια του δότη (εξαιτίας του ότι στα αιμοσφαίρια αυτά υπάρχουν συγκολλητινογόνα Α ή Β και β). Στην περίπτωση αυτή τα συγκολλημένα αιμοσφαίρια μπορεί να προκαλέσουν και το θάνατο ακόμη του άρρωστου.

Έτσι οι άνθρωποι χωρίζονται σε διάφορες ομάδες ΑΒ Α, Β, και Ο. Η ομάδα Ο μπορεί να δώσει αίμα στις ομάδες Ο, Α, Β και ΑΒ. Η ομάδα Α μπορεί να δώσει αίμα στις ομάδες Α και ΑΒ. Η ομάδα Β μπορεί να δώσει αίμα στις ομάδες Β και ΑΒ. Η ομάδα ΑΒ μπορεί να δώσει αίμα στην ομάδα ΑΒ. Επομένως, η ομάδα Ο είναι πανδότης, γιατί τα αιμοσφαίρια της δεν έχουν συγκολλητινογόνα και έτσι δεν μπορούν να συγκολληθούν απ' τις συγκολλητίνες του πλάσματος οποιουδήποτε δέκτη. Η ομάδα ΑΒ είναι πανδέκτης, γιατί ο ορός της δεν έχει συγκολλητίνες και έτσι μπορεί να δεχτεί αίμα οποιασδήποτε ομάδας χωρίς να συγκολλήσει τα αιμοσφαίρια του μεταγγιζόμενου αίματος. Στις μεταγγίσεις προτιμούμε να δίνουμε στον άρρωστο αίμα της ίδιας μ' αυτόν ομάδας και, μόνο αν δεν υπάρχει καταφεύγουμε σε άλλες κατάλληλες ομάδες αίματος. Οι ομάδες αίματος μεταβιβάζονται κληρονομικά απ' τους πρόγονους στους απόγονους. Εκτός από τις ομάδες αίματος, στις μεταγγίσεις πρέπει να παίρνεται υπόψη και ένας άλλος παράγοντας, που λέγεται παράγοντας Ρέζους, γιατί ανακαλύφτηκε πρώτα στα ερυθροκύτταρα του πίθηκου Ρέζους Μακάους. Τα 85% των λευκών ανθρώπων έχουν τον παράγοντα αυτό, δηλαδή είναι Ρέζους θετικοί και τα 15% δεν τον έχουν, δηλαδή είναι Ρέζους αρνητικοί.

Ατυχήματα μπορεί να συμβούν, αν δεν υπολογιστεί ο παράγοντας Ρέζους, στις εξής περιπτώσεις:

  • Σε άτομα στα οποία έγινε μια πρώτη μετάγγιση και στα οποία μια δεύτερη μετάγγιση μπορεί να είναι θανατηφόρα
  • Στις γυναίκες στις οποίες γίνεται μετάγγιση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.
  • Στις γυναίκες που γέννησαν ήδη το πρώτο τους παιδί και στις οποίες μετά από λίγο γίνεται μετάγγιση.
  • Στα έμβρυα λόγω του παράγοντα Ρέζους μπορεί να προκληθεί μια πολύ σοβαρή πάθηση που λέγεται ερυθροβλάστωση των εμβρύων.

Αναφέρεται στην περίπτωση που η μητέρα είναι Ρέζους αρνητική, ο πατέρας Ρέζους θετικός και το έμβρυο επίσης Ρέζους θετικό. Στην περίπτωση αυτή τα αιμοσφαίρια του εμβρύου συγκολλούνται και προκαλείται ο θάνατός του. Μπορεί να σωθεί μόνο, αν γεννηθεί ζωντανό και γίνει αλλαγή του αίματός του (αφαιμαξομετάγγιση) με αίμα Ρέζους αρνητικό.

Ροή αίματος

Η κυκλοφορία του αίματος γίνεται με την καρδιά και τα αγγεία.

Μεγάλη & μικρή κυκλοφορία

Ο μηχανισμός με τον οποίο γίνεται η κυκλοφορία του αίματος, ανακαλύφτηκε, το 1928, από τον Άγγλο Χάρβεϋ. Σήμερα γνωρίζουμε πως ότι το αίμα φεύγει από την αριστερή κοιλία με την αορτή και από εκεί με κλάδους, διαρκώς μικρότερους, φέρεται σ' όλα τα μέρη του σώματος. Από τις διακλαδώσεις αυτές αρχίζουν τριχοειδή αγγεία που συνενώνονται σε μεγαλύτερα και τέλος σχηματίζουν φλέβες. Πολλές φλέβες συνενώνονται και σχηματίζουν μεγαλύτερες και τελικά με την άνω κοίλη φλέβα και με την κάτω κοίλη φλέβα το φλεβικό αίμα επανέρχεται στο δεξιό κόλπο. Από το δεξιό κόλπο το αίμα πηγαίνει στη δεξιά κοιλία και απ' αυτή με την πνευμονική αρτηρία (που λέγεται αρτηρία, αλλά στην πραγματικότητα έχει αίμα φλεβικό, δηλ. βρώμικο) φέρεται στους πνεύμονες. Από τους πνεύμονες το αίμα με τις πνευμονικές φλέβες (που λέγονται φλέβες, αλλά στην πραγματικότητα φέρουν αίμα αρτηριακό, δηλ. καθαρό) μεταφέρεται στον αριστερό κόλπο.

  • Μεγάλη κυκλοφορία: Αριστερή κοιλία › Τριχοειδή › Άνω και κάτω κοίλες φλέβες › Δεξιός κόλπος.
  • Μικρή κυκλοφορία: Δεξιά κοιλία › Πνευμονική αρτηρία › Πνεύμονες › 5- 6 Πνευμονικές φλέβες › Αριστερός κόλπος.

Το αρτηριακό αίμα φεύγει από την καρδιά με την αορτή, δίνει θρεπτικά συστατικά και οξυγόνο σ' όλο τον οργανισμό και έπειτα με πολύ λιγότερο οξυγόνο και με τα άχρηστα προϊόντα της ανταλλαγής της ύλης (όπως το διοξείδιο του άνθρακα), επιστρέφει στην καρδιά ως φλεβικό αίμα. Στη συνέχεια, πριν ξαναρχίσει τον ίδιο κύκλο, περνάει υποχρεωτικά από τους πνεύμονες, για να καθαριστεί, να πάρει οξυγόνο και να διώξει το διοξείδιο του άνθρακα, δηλαδή να μετατραπεί από φλεβικό σε αρτηριακό αίμα. Ο καθαρισμός του αίματος γίνεται και σε άλλα όργανα, κυρίως στα νεφρά.

Κατά τη διαδρομή της η αορτή δίνει διάφορους κλάδους, με τους οποίους μεταφέρεται το αίμα στην καρδιά, το συκώτι, τα νεφρά κλπ. Η καρδιά που τροφοδοτεί με αίμα όλα τα όργανα του σώματος, έχει και αυτή ανάγκη να δέχεται αίμα για τη θρέψη της, διαφορετικά η λειτουργία της θα σταματήσει. Έτσι, απ' την αρχή της αορτής, φεύγουν οι στεφανιαίες αρτηρίες που εξασφαλίζουν τη θρέψη της καρδιάς. Οι κλάδοι των στεφανιαίων αρτηριών δεν διακλαδώνονται αρκετά μεταξύ τους. Γι' αυτό, αν αποφραχτεί κάποιος κλάδος από αυτούς, τότε η περιοχή της καρδιάς, που τρέφεται απ' αυτόν, νεκρώνεται. Αυτό είναι το λεγόμενο έμφραγμα.

Το συκώτι δέχεται 2 ειδών αγγεία. Εκεί καταλήγει η ηπατική αρτηρία (που προέρχεται απ' την αορτή) που είναι αγγείο τροφικό και χρησιμεύει για τη θρέψη των κυττάρων του συκωτιού και η πυλαία φλέβα, που σχηματίζεται από φλέβες που προέρχονται από το στομάχι, τα έντερα, το πάγκρεας και τη σπλήνα. Η πυλαία φλέβα είναι αγγείο λειτουργικό, μεταφέρει στο συκώτι ουσίες που απορροφήθηκαν από το έντερο και που χρησιμεύει για τις βιοχημικές επεξεργασίες (αντιδράσεις) που γίνονται μέσα στα κύτταρα του συκωτιού (όπως με την πυλαία φλέβα μεταφέρεται γλυκόζη, που μεταφέρεται στο συκώτι σε γλυκογόνο, επίσης αμινοξέα, από τα οποία συντίθενται λευκώματα κλπ.) Το κυρίως φλεβικό αίμα φεύγει από το συκώτι με τις ηπατικές φλέβες που συνδέονται με την κάτω κοίλη φλέβα. Τα νεφρά δέχονται αίμα από τη νεφρική αρτηρία που προέρχεται από την αορτή. Το αίμα αυτό καθαρίζεται προσεκτικά από τις άχρηστες και βλαβερές ουσίες, που μαζί με το περισσευούμενο νερό συγκεντρώνονται μέσα σε λεπτά σωληνάρια που καταλήγουν στον ουρητήρα.

Καρδιακός Παλμός

Κατά την κυκλοφορία του αίματος η καρδιά κάνει διάφορες συσπάσεις. Πρώτα συσπώνται οι κόλποι (ηρεμούν οι κοιλίες), κατόπιν συσπώνται οι κοιλίες (ηρεμούν οι κόλποι) και τέλος ηρεμούν και οι κόλποι και οι κοιλίες. Μια τέτοια κίνηση λέγεται καρδιακός παλμός. Επομένως σε κάθε καρδιακό παλμό περιλαμβάνονται τρεις φάσεις:

  • Συστολή των κόλπων.
  • Συστολή των κοιλιών.
  • Διαστολή ή παύλα (ηρεμία των κόλπων και των κοιλιών).

Κατά τη συστολή των κόλπων, το αίμα φέρεται στις κοιλίες. Κατά τη συστολή των κοιλιών, το αίμα δεν παλινδρομεί προς τους κόλπους, γιατί απαγορεύουν αυτό η τριγλώχιν βαλβίδα για το δεξιό κόλπο και η διγλώχιν βαλβίδα για τον αριστερό. Επίσης στη φάση αυτή το αίμα έχει να υπερνικήσει την αντίσταση άλλων βαλβίδων (σιγμοειδείς βαλβίδες) που βρίσκονται στην αρχή της πνευμονικής αρτηρίας και στην αρχή της αορτής. Όταν κατά τη συστολή των κοιλιών, στη δεδομένη στιγμή, η πίεση του αίματος μέσα σ' αυτές γίνει πολύ μεγάλη, τότε υπερνικιέται η αντίσταση των σιγμοειδών βαλβίδων το αίμα πηγαίνει από τη δεξιά κοιλία προς την πνευμονική αρτηρία και από την αριστερή κοιλία στην αορτή. Περίπου 70 κυβ. εκ. αίματος σε κάθε συστολή των κοιλιών πηγαίνουν στην πνευμονική αρτηρία και 70 κυβ. εκ. αίματος στην αορτή. Κατά τη διαστολή ή παύλα ηρεμούν (αναπαύονται) και οι κόλποι και οι κοιλίες.

Πράγματι πολλές φορές αναλογίζεται κανείς πώς είναι δυνατό η καρδιά να κτυπάει, να πάλλεται σε μια ολόκληρη ζωή χωρίς να κουράζεται. Αυτό οφείλεται στο ότι η καρδιά αναπαύεται περισσότερο χρόνο από όσο εργάζεται, γιατί, όταν συστέλλονται οι κόλποι, οι κοιλίες αναπαύονται (ηρεμούν). Επίσης, όταν συστέλλονται οι κοιλίες, οι κόλποι αναπαύονται. Τέλος, κατά τη διαστολή αναπαύονται και οι κόλποι και οι κοιλίες. Γενικά υπολογίζεται ότι η καρδιά αναπαύεται περισσότερο χρόνο απ' όσο δουλεύει. Κατά τη διαστολή ή παύλα, η καρδιά γεμίζει ξανά με αίμα. Έτσι βρίσκεται και πάλι γεμάτη από αίμα για να συνεχίσει τη λειτουργία της Ο σφυγμός Σε κάθε συστολή της αριστερής κοιλίας φεύγουν 70 κυβ. εκ. αίματος που πηγαίνουν στο χώρο που υπάρχει στην αρχή της αορτής. Αλλά η αορτή είναι ήδη γεμάτη με αίμα. Επομένως, για να βρουν θέση αυτά τα 70 κυβ. εκατοστόμετρα αίματος, τεντώνεται το ελαστικό τοίχωμα της αορτής. Έτσι, ο χώρος που βρίσκεται στην αρχή της αορτής, πλαταίνει και βρίσκει θέση η νέα ποσότητα του αίματος.

Το τέντωμα όμως αυτό του ελαστικού τοιχώματος, δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ. Το τοίχωμα έπειτα από λίγο ξαναγυρίζει στη θέση του. Έτσι γεννιέται ένα κύμα (ο σφυγμός), που μεταδίνεται κατά μήκος του ελαστικού τοιχώματος των αρτηριών. Η ταχύτητα μετάδοσης του σφυγμού είναι μεγαλύτερη της ταχύτητας ροής του αίματος (7 μέτρα ανά δευτερόλεπτο, ενώ η ταχύτητα ροής του αίματος είναι 30 εκατοστόμετρα ανά δευτερόλεπτο). Κάθε σφυγμός αντιστοιχεί προς ένα καρδιακό παλμό. Κατά μέσο όρο έχουμε 70 καρδιακούς παλμούς ανά λεπτό και επίσης 70 σφύξεις ανά λεπτό. Σφυγμό έχουν μόνο οι αρτηρίες. Οι φλέβες δεν έχουν. Αυτό συμβαίνει, γιατί το κύμα σφυγμού εξασθενεί και τελικά εξασφαλίζεται έτσι, ώστε να μην παρατηρείται πια στις φλέβες. Το σφυγμό μπορούμε να τον αισθανθούμε στις άκρες των δακτύλων στις επιφανειακές αρτηρίες και συνήθως στον καρπό του χεριού.

Πίεση αίματος

Ως πίεση του αίματος αναφέρεται η δύναμη που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αγγείων. Όταν λέμε πίεση εννοούμε συνήθως την αρτηριακή πίεση. Η αρτηριακή πίεση μετριέται με ειδικά όργανα που λέγονται σφυγμομανόμετρα. Όταν λέμε ότι ένα άτομο έχει π.χ. πίεση 12, σημαίνει ότι το αίμα ασκεί πίεση πάνω στο τοίχωμα της αρτηρίας ίση προς 120 χιλιοστόμετρα στήλης υδραργύρου, αλλά για συντομία λέμε απλώς 12. Όταν η πίεση είναι μεγαλύτερη του 16, τότε λέμε ότι το άτομο "έχει πίεση", δηλ. πάσχει από υπέρταση (όπως στις περιπτώσεις αρτηριοσκληρώσεως).