Εθνικότητα

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η εθνικότητα (σύνθετη λέξη από το ουσιαστικό εθνικός + με την προσθήκη της καταλήξεως -ότητα, αγγλικά: nationality), σημαίνει την προέλευση, την καταγωγή από κάποιο έθνος, δηλαδή σηματοδοτεί την ιδιότητα κάποιου να ανήκει σε ορισμένο έθνος ή να κατάγεται από ορισμένο έθνος ἠ ακόμη και την διά του εθνικισμού πολιτικοποιημένη κοινότητα ατόμων που επιδιώκει να μετατραπεί ή να επιβληθεί ως έθνος. Η εθνικότητα προκύπτει από την εθνική συνείδηση. Επί παραδείγματι, οι Έλληνες της, υπό Αλβανική κατοχή, Βορείου Ηπείρου έχουν αλβανική υπηκοότητα ή ιθαγένεια, κατά τα διεθνώς κρατούντα, αλλά ελληνική εθνικότητα. Παρομοιώς, οι κάτοικοι του Βελγίου έχουν βελγική υπηκοότητα ή ιθαγένεια, αλλά όσον αφορά την εθνικότητα είναι Βαλλόνοι ή Φλαμανδοί. Στα παρελθόντα έτη, η εθνικότητα, αποτελούσε κύριο χαρακτηριστικό των κοινοτήτων που επιδίωκαν να οργανωθούν, σε κυριαρχική ομάδα μιας εδαφικής επικράτειας, και να αναγνωριστούν ως έθνος από τη διεθνή κοινωνία. Αν και η εθνικότητα αποκτάται ως ιδιότητα ενός ατόμου από τη γέννηση, στην σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία των περιπτώσεων, εντούτοις ως όρος δεν περιλαμβάνεται, πλέον, στις νομικές έννοιες.

Εθνικότητες

Γενικά στοιχεία

Η εθνικότητα, που χαρακτηρίζει το άτομο από τη γέννηση του και για όλη τη διάρκεια του υπολοίπου της ζωής του, προσδιορίζει τον δεσμό μεταξύ ενός ατόμου και μιας χώρας ή κοινοτήτων που μοιράζονται έθιμα, γλώσσα, ιστορία και δημόσιους οργανισμούς, όπως συμβαίνει στην περίπτωση ορισμένων αυτόνομων κοινοτήτων στην Ισπανία. Συνεπώς σχετίζεται με την ταυτότητα του ατόμου κι όχι, μόνο, με το νομικό καθεστώς του. Το γεγονός ότι ένα άτομο έχει εθνικότητα δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητο ή υποχρεωμένο να ζει μέσα στη γεωγραφική επικράτεια της χώρας του ή να ακολουθεί τους νόμους της, όμως αναφέρεται στην ταυτότητά του, κάτι που συνεπάγεται στενή σχέση με την ιστορία, τις παραδόσεις και, γενικά, τον τρόπο ζωής του. Σε έγγραφο [1] του υπουργείου Εσωτερικών [2] αναφέρεται ότι η «εθνικότητα» είναι ουσιαστικά ιδιότητα και αποτελεί μη νομικό δεσμό ενός ατόμου με το έθνος. Για το λόγο αυτό, όσοι ανήκουν στο ίδιο έθνος ονομάζονται ομογενείς ή ομοεθνείς, ενώ οι υπόλοιποι αλλογενείς ή αλλοεθνείς.

Οι έννοιες «ιθαγένεια» και «υπηκοότητα» του Ελληνικού δικαίου είναι ταυτόσημες ενώ κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει και με τις έννοιες «nationality» και «citizenship» καθώς σε πολλές ξένες εθνικές νομοθεσίες η λέξη «nationality» σημαίνει εθνική καταγωγή, είτε επειδή οι εν λόγω νομοθεσίες δεν διαθέτουν αντίστοιχο με τον ελληνικό όρο για την εθνικότητα είτε γιατί δεν συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τον τελευταίο όρο. Στην εγκύκλιο του υπουργείου των Εσωτερικών αναφέρεται ότι είναι δυνατόν ένας αλλογενής να είναι Έλληνας πολίτης (δηλαδή ημεδαπός), εφόσον, έχει αποκτήσει την Ελληνική ιθαγένεια, ενώ μπορεί να συμβαίνει και το αντίστροφο, δηλαδή ένας Έλληνας ομογενής να είναι αλλοδαπός διότι δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι μία εκ των αρχών που διέπει το δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας και η οποία απορρέει από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο είναι η αρχή της διπλής ή πολλαπλής ιθαγένειας, σύμφωνα με την οποία κάθε άτομο δύναται να έχει περισσότερες από μία ιθαγένειες.

Ιστορική αναδρομή

Η εθνικότητα, ως έννοια και εφαρμοστέα πρακτική, έπεται του εθνικισμού και είναι παράγωγο κι αποτέλεσμα του ενώ έπεται και της ιδέας του συγκεκριμένου έθνους στο οποίο αναφέρεται ως ιδιότητα του ατόμου. Προκειμένου να υπάρξει η εθνικότητα επιβάλλεται να έχουν προϋπάρξει τα κοινωνικά σύνολα που ορίζονται ή και αυτοορίζονται ως έθνος και εξαρτά την υπόσταση της από την ιδέα του έθνους. Συχνό είναι το φαινόμενο η εθνικότητα να θεσμίζεται βάσει άλλων κριτηρίων, όπως η θρησκεία, οι κοινοί μύθοι και παραδόσεις. Υπάρχουν έθνη που βρίσκονται σε διασπορά, όπως και έθνη που δεν έχουν επικράτεια, καθώς είτε υποδουλώθηκαν είτε μετά από διαδοχή κρατών παρέμειναν στη νέα κρατική οντότητα που δημιουργήθηκε.

Στην Ευρώπη υπάρχουν κράτη, όπως η Ελβετία, οι πολίτες της οποίας ανήκουν στο αυτό έθνος ενώ ομιλούν τρεις διαφορετικές γλώσσες ενώ υπάρχουν και κράτη στα οποία διαβιούν διάφορες εθνότητες, οι Καταλανοί και οι Βάσκοι στην Ισπανία ή και μειονότητες σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ασίας, που είτε ομιλούν την αυτή γλώσσα είτε όχι, είτε ασπάζονται το αυτό θρήσκευμα είτε διαφορετικό, όπου το βουλητικό στοιχείο της κάθε εθνότητας να ανήκει και σε διαφορετικό έθνος καθίσταται εμφανές. Βασική αρχή του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου για τη διαμόρφωση ιθαγένειας, ήταν και είναι η αρχή των εθνοτήτων:«chaque nation un État, chaque État une nation». Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, η ιθαγένεια θα πρέπει να συμπίπτει με την εθνικότητα ούτως ώστε να επιτυγχάνεται η εθνική ομοιογένεια του κράτους.

Στο διεθνές επίπεδο, ο ορισμός και η αναγνώριση μιας εθνικότητας κατέστη στις μέρες μας (σ.σ. Νοέμβριος 2022) αποτέλεσμα πολιτικής διαπραγματεύσεως. Είναι πλέον ο συσχετισμός των δυνάμεων που η άτυπη αυτή διαπραγμάτευση άλλοτε καταλήγει στην υπεξαίρεση, άλλοτε στην απάρνηση, και άλλοτε στην κατάφαση της εθνικής ταυτότητας ολόκληρων εθνών καθώς τίθενται προϋποθέσεις, αναλόγως, με το ποια και πόσα είναι τα έθνη που αντιτίθενται ή υπερασπίζουν και πόση είναι η πολιτική τους ισχύ. Αν η διεθνής κοινωνία αναγνωρίσει την ύπαρξη μιας εθνικότητας, αναγνωρίζει ταυτοχρόνως και το δικαίωμά της να υπάρξει ως έθνος, και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα της να δημιουργήσει και να λειτουργήσει ως εθνικά οργανωμένο κράτος. Ο Ο.Η.Ε., εμμέσως πλην σαφώς, αναγνωρίζει εθνότητες και γλώσσες, αφού στην καρτέλα κάθε κράτους-μέλους του οργανισμού καταγράφεται και το όνομα της εθνότητας και της γλώσσας.

Τρόπος κτήσεως

Η κτήση της εθνικότητος επέρχεται κατά τη στιγμή της γεννήσεως. Ορισμένες χώρες επιτρέπουν την κληρονομικότητα ή την απόκτηση της εθνικότητας, ακόμη και στην περίπτωση που το άτομο δεν γεννήθηκε εντός της εθνικής επικράτειας. Τα κριτήρια για την απόκτηση της είναι δύο:

  • - Η αρχή του αίματος («ius sanguinis»), δηλαδή το άτομο κληρονομεί την εθνικότητα των γονέων του ανεξάρτητα από τον τόπο που γεννιέται, εντός της χώρας του ή μακριά απ' αυτήν.

Στην περίπτωση αυτή η εθνική συνείδηση μεταδίδεται συνήθως από τον γονέα προς το τέκνο λόγω καταγωγής το οποίο, ανατρεφόμενο μέσα στη συγκεκριμένη οικογένεια, ακολουθεί τα εθνικά γνωρίσματα της οικογένειάς του. Στην περίπτωση αυτή η ιθαγένεια συμπίπτει με την εθνικότητα.

  • - Το δικαίωμα στη γη («Ius soli»), όπου η εθνικότητα καθορίζεται ανάλογα με την περιοχή όπου γεννήθηκε το άτομο.

Σε σχεδόν όλες τις κρατικές νομοθεσίες υπάρχουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες χορηγείται υπηκοότητα σε αλλοδαπά πρόσωπα που διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα και τις προϋποθέσεις για να την αποκτήσουν, ιδίως μέσω του θεσμού της πολιτογραφήσεως. Έτσι ένα άτομο μπορεί να αποκτήσει την εθνικότητα μιας χώρας στην οποία δεν γεννήθηκε το ίδιο με διαφορετικά μέσα, όπως:

  • - Ύστερα από μακρύ διάστημα παρομονής μέσα στη γεωγραφική επικράτεια ενός έθνους και έχοντας επιδείξει τον οφειλόμενο σεβασμό και την ενδεδειγμένη υπακοή στους νόμους του.
  • - Με δεσμό γάμου, τρόπος με τον οποίο μπορεί να αποκτήσει την εθνικότητα του ατόμου με τον ή την οποία έχει παντρευτεί.

Κάθε κυρίαρχο κράτος ορίζει στο σύνταγμά του ποιοι λόγοι υπάρχουν για την απώλεια της εθνικότητος ενός μέλους του. Έτσι ένα άτομο το οποίο για κάποιους λόγους, ενδεικτικά αν η οικογένεια του μετανάστευσε όταν το άτομο αυτό ήταν σε πολύ μικρή ηλικία, είναι δυνατόν να απωλέσει την εθνικότητα του και στη συνέχεια να προχωρήσει στην υλοποίηση των συνθηκών εκείνων που θα του επιτρέψουν να για να ανακτήσει την εθνικότητα της χώρας στην οποία γεννήθηκε ή γεννήθηκαν οι γονείς του.

Ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας περιέχει διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες αποκτάται η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη από αλλοδαπά φυσικά πρόσωπα, καθώς και αυτές με τις οποίες χάνεται, ενώ προβλέπει και την περίπτωση που κάποιος Έλληνας να θελήσει να την αποποιηθεί με την θέληση του. Συχνά, στις περιπτώσεις επαγγελματιών αθλητών, η εθνικότητα ορίζεται από την σημαία με την οποία συμμετέχει σε επαγγελματικές διοργανώσεις και από τις αναγνωρισμένες διαδικασίες ενώ διέπεται από τις Αρχές που ορίζει η εκάστοτε διεθνής ομοσπονδία για λογαριασμό της οποίας διεξάγεται ο αγώνας.

Συμπεράσματα

Παλαιότερα η Ελληνική υπηκοότητα δεν σηματοδοτούσε αυτομάτως την Ελληνική εθνικότητα σε κάθε περίπτωση. Αυτό συνήθως συνέβαινε όταν ο γάμος αλλοδαπής με Έλληνα οδηγούσε στην αυτόματη κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από την αλλοδαπή έγγαμη γυναίκα. Αντιθέτως ο γάμος Ελληνίδος με αλλοδαπό οδηγούσε αυτόματα στην απώλεια της ελληνικής της υπηκοότητος ενώ προβλέπονταν απώλεια της Ελληνικής υπηκοότητος από το εκτός γάμου γεννηθέν τέκνο Ελληνίδος, από τη στιγμή που το αναγνώριζε ο αλλοδαπός του πατέρας. Στις περιπτώσεις αυτές καθίσταται φανερό πόσο ευμετάβλητο στοιχείο ήταν και είναι η υπηκοότητα και ότι αυτή δεν σημαίνει, αλλά ούτε και σήμαινε εδώ και πολλές δεκαετίες, Ελληνική εθνικότητα καθώς άτομα έχαναν την υπηκοότητα τους γινόμενοι πλέον αλλοδαποί, και «αλλοδαποί» κατά την εθνικότητα την αποκτούσαν, γινόμενοι πλέον Έλληνες πολίτες. Η ελληνική υπηκοότητα δεν εκφράζει την αρχή του αίματος (ius sanguinis), αλλά σηματοδοτεί απλώς το ότι κάποιος γεννήθηκε από Έλληνα, στην υπηκοότητα, γονέα. Ο τρόπος με τον οποίον ο γονέας την έχει αποκτήσει είναι αδιάφορος καθώς το παιδί του είναι Έλληνας από τη γέννησή του.

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. [Εγκύκλιος υπουργείου Εσωτερικών, ΤΟ 2013, με τίτλο: Παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τον εννοιολογικό προσδιορισμό των όρων «ιθαγένεια», «υπηκοότητα» και «εθνικότητα».]
  2. [Κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και υπουργό Εσωτερικών τον Ευρυπίδη Στυλιανίδη.]