Ιθαγένεια

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η ιθαγένεια [1] ως νομικός και πολιτικός όρος δηλώνει το δεσμό που συνδέει το άτομο ως πολίτη με το κράτος στο οποίο ανήκει, τον πολίτη ενός κράτους που προέρχεται απευθείας από προηγούμενες γενιές, ή αλλιώς τον γηγενή μιας γεωγραφικής Επικράτειας. Η ιθαγένεια, σύμφωνα με τον Ελληνικό νόμο, δηλώνει την ιδιότητα του πολίτη ενός κράτους και τα δικαιώματα που αυτή συνεπάγεται, είναι η νομική σχέση, ο θεσμικός-νομικός δεσμός που διατηρεί ένα άτομο με τη χώρα στην οποία ανήκει, στη χώρα δηλαδή της οποίας είναι υπήκοος. Ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει το νομικό και πολιτικό δεσμό που συνδέει το άτομο ως πολίτη ενός κράτους με το κράτος αυτό, δηλώνει ότι κάποιος είναι πολίτης μιας χώρας, δηλαδή ότι υπακούει στους νόμους και τους κανόνες της. Ο υπήκοος μιας χώρας, ο κάτοχος της υπηκοότητος, δικαιούται να κατέχει διαβατήριο της χώρας αυτής.

Γενικά στοιχεία

Στην Ελλάδα έπαυσε να γίνεται διάκριση μεταξύ ιθαγένειας και υπηκοότητας, γεγονός που σημαίνει ότι οι δύο λέξεις χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημες, δηλαδή σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Σε έγγραφο [2] του υπουργείου Εσωτερικών [3] αναφέρεται ότι η «εθνικότητα» είναι ουσιαστικά ιδιότητα και αποτελεί μη νομικό δεσμό ενός ατόμου με το έθνος. Για το λόγο αυτό, όσοι ανήκουν στο ίδιο έθνος ονομάζονται ομογενείς ή ομοεθνείς, ενώ οι υπόλοιποι αλλογενείς ή αλλοεθνείς.

Πλέον, οι όροι-έννοιες «ιθαγένεια» και «υπηκοότητα» του Ελληνικού δικαίου είναι ταυτόσημες ενώ κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει και με τις έννοιες «nationality» και «citizenship» καθώς σε πολλές ξένες εθνικές νομοθεσίες η λέξη «nationality» σημαίνει εθνική καταγωγή, είτε επειδή οι εν λόγω νομοθεσίες δεν διαθέτουν αντίστοιχο με τον ελληνικό όρο για την εθνικότητα είτε γιατί δεν συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τον τελευταίο όρο. Στην εγκύκλιο του υπουργείου των Εσωτερικών αναφέρεται ότι είναι δυνατόν ένας αλλογενής να είναι Έλληνας πολίτης (δηλαδή ημεδαπός), εφόσον, έχει αποκτήσει την Ελληνική ιθαγένεια, ενώ μπορεί να συμβαίνει και το αντίστροφο, δηλαδή ένας Έλληνας ομογενής να είναι αλλοδαπός διότι δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι μία εκ των αρχών που διέπει το δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας και η οποία απορρέει από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο είναι η αρχή της διπλής ή πολλαπλής ιθαγένειας, σύμφωνα με την οποία κάθε άτομο δύναται να έχει περισσότερες από μία ιθαγένειες.

Συμπεράσματα

Παλαιότερα η Ελληνική υπηκοότητα δεν σηματοδοτούσε αυτομάτως την Ελληνική εθνικότητα. Αυτό συνήθως συνέβαινε όταν ο γάμος αλλοδαπής με Έλληνα οδηγούσε στην αυτόματη κτήση της Ελληνικής ιθαγένειας από την αλλοδαπή έγγαμη γυναίκα. Αντιθέτως ο γάμος Ελληνίδος με αλλοδαπό οδηγούσε αυτόματα στην απώλεια της ελληνικής της υπηκοότητος ενώ προβλέπονταν απώλεια της Ελληνικής υπηκοότητος από το εκτός γάμου γεννηθέν τέκνο Ελληνίδος, από τη στιγμή που το αναγνώριζε ο αλλοδαπός του πατέρας. Στις περιπτώσεις αυτές καθίσταται φανερό πόσο ευμετάβλητο στοιχείο ήταν και είναι η υπηκοότητα και ότι αυτή δεν σημαίνει, αλλά ούτε και σήμαινε εδώ και πολλές δεκαετίες, Ελληνική εθνικότητα καθώς άτομα έχαναν την υπηκοότητα τους γινόμενοι πλέον αλλοδαποί, και «αλλοδαποί» κατά την εθνικότητα την αποκτούσαν, γινόμενοι πλέον Έλληνες πολίτες.

Η ελληνική υπηκοότητα δεν εκφράζει την αρχή του αίματος (ius sanguinis), αλλά σηματοδοτεί απλώς το ότι κάποιος γεννήθηκε από Έλληνα γονέα. Για παράδειγμα πολλοί ομογενείς του εξωτερικού μπορεί να δηλώνουν ότι έχουν ελληνική εθνικότητα, μιας και αισθάνονται Έλληνες, αλλά μπορεί να μην έχουν την υπηκοότητα μιας και μπορεί να γεννήθηκαν και να μεγάλωσαν στο εξωτερικό και να μην έχουν καμία νομική σχέση με την χώρα καταγωγής τους. Η διαφορά της εθνικότητας σε σχέση με την υπηκοότητα είναι ότι η πρώτη βασίζεται στη σχέση ενός ατόμου με τον πολιτισμό και τις ηθικές αξίες ή τα έθιμα του τόπου απ' όπου προέρχεται η οικογένεια του, ενώ η υπηκοότητα έχει να κάνει καθαρά με τη νομική του σχέση με ένα κράτος. Πλέον, ο τρόπος με τον οποίον ο γονέας έχει αποκτήσει την υπηκοότητα είναι αδιάφορος καθώς το παιδί του είναι Έλληνας από τη γέννησή του.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. [Η λέξη, ο όρος, ιθαγένεια προέρχεται από τις λέξεις ιθύς, που σημαίνει ευθύς, και γένος, χαρακτηρίζει αυτόν που προέρχεται απευθείας από προηγούμενες γενιές, ή αλλιώς τον γηγενή μιας περιοχής.]
  2. [Εγκύκλιος υπουργείου Εσωτερικών, ΤΟ 2013, με τίτλο: Παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τον εννοιολογικό προσδιορισμό των όρων «ιθαγένεια», «υπηκοότητα» και «εθνικότητα».]
  3. [Κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και υπουργό Εσωτερικών τον Ευρυπίδη Στυλιανίδη.]