Αριέλ Σαρόν

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αριέλ Σαρόν (γενν.: Ariel (Arik) Scheinerman), Ισραηλινός στρατιωτικός, με το βαθμό του στρατηγού, και στη συνέχεια πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε 11ος Πρωθυπουργός του Ισραήλ την περίοδο από τον Μάρτιο του 2001 ως τον Απρίλιο του 2006, γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1928 στο Κφαρ Μαλάλ της, υπό Βρεττανική εντολή, Παλαιστίνης από γονείς Εβραίους της Λευκορωσίας και πέθανε το Σάββατο 14 Απριλίου 2014 στην περιοχή Ραμάτ Γκαν, της Ιερουσαλήμ, από νεφρική ανεπάρκεια. Ο Σαρόν περισσότερα από οκτώ έτη πριν το θάνατο του βρίσκονταν σε κωματώδη κατάσταση, λόγω μείζονος εγκεφαλικού επεισοδίου το οποίο υπέστη στις 4 Ιανουαρίου 2006. Κηδεύτηκε με δημοσία δαπάνη, στις 16 Απριλίου 2014, και τάφηκε στο αγρόκτημα της οικογένειας Σαρόν, στη Νεγκέβ στο νότιο Ισραήλ.

Αριέλ Σαρόν (אריאל שרון)
Αριέλ Σαρόν.jpeg
Γέννηση: 26 Ιανουαρίου 1928
Τόπος: Κφαρ Μαλάλ, (Παλαιστίνη)
Σύζυγοι: Margalit Zimmerman (απεβίωσε το 1962),
​Lily Zimmerman (απεβίωσε το 2000)
Τέκνα: τρεις (3) γιοί
Υπηκοότητα: Ισραηλινή
Ασχολία: Στρατηγός (ε.α.), Πολιτικός
Θάνατος: 14 Απριλίου 2014
Τόπος: Ραμάτ Γκαν, Ιερουσαλήμ (Ισραήλ)

Είχε παντρευτεί δυο φορές με δυο αδερφές, την Margalit (απεβίωσε το 1962) και τη ​Lily Zimmerman (απεβίωσε το 2000) και είχε αποκτήσει τρεις γιούς, ένας από τους οποίους, ο Γκιλάντ Σαρόν.

Ονομάστηκε «πατέρας των εποικισμών» αφού με τις πολιτικές του, προώθησε τον παράνομο εποικισμό στη Γάζα και αλλού, με σκοπό να αυξήσει το κατεχόμενο από το Ισραήλ έδαφος της Παλαιστίνης. Έχει μείνει γνωστός ως ο Χασάπης της Βηρυττού, για την σφαγή Παλαιστινίων προσφύγων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Σάμπρα και Σατίλα τον Σεπτέμβριο του 1982 την περίοδο της εισβολής του Ισραήλ στο Λίβανο.

Βιογραφία

Οι γονείς του Αριέλ Σαρόν ήταν Εβραίοι της Λευκορωσίας που εγκατέλειψαν την κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση και εγκαταστάθηκαν στην υπό Βρετανική εντολή Παλαιστίνη.

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Ο Σαρόν, που μεγάλωσε σε συνθήκες συνεχούς πολέμου καθώς οι επιθέσεις σε εβραϊκούς οικισμούς ήταν σχεδόν καθημερινές από τις ένοπλες ομάδες των Παλαιστίνιων, άρχισε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία από την εφηβική του ηλικία, όταν μόλις 14 ετών εντάχτηκε στη Χαγκανά, που ξεκίνησε τη δράση της ως σιωνιστική παραστρατιωτική οργάνωση στην υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνη. Η Χαγακανά μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, το 1947, εντάχθηκε στις ένοπλες δυνάμεις του νεοσύστατου κράτους και ανέλαβε εκπαιδευτής των Εβραϊκών Αστυνομικών Μονάδων. Ο Σαρόν συμμετείχε σε όλους τους πολέμους του Ισραήλ (πόλεμο της Ανεξαρτησίας του 1948, τη σφαγή στο χωριό Κίμπια το 1953, στον πόλεμο του Σουέζ το 1956, τον πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967 και τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973), τα επόμενα 25 χρόνια, και διακρίθηκε για τις οργανωτικές του ικανότητες και για τη διορατική στρατιωτική σκέψη του. Τραυματίστηκε δύο φορές και κέρδισε, χάρη στο παρουσιαστικό του αλλά και στις ακραίες μεθόδους του, όχι μόνο τον τίτλο του στρατηγού αλλά και το προσωνύμιο «Μπουλντόζας», και διατέλεσε διοικητής της Σχολής Πεζικού.

Απέκτησε για πρώτη φορά εθνική φήμη ως τολμηρός στρατιωτικός διοικητής στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν και δημιούργησε τα σύγχρονα στρατιωτικά πρότυπα του Ισραήλ, με την ίδρυση μιας μυστικής ομάδας τιμωρίας, της «Μονάδας 101». Στα πρώτα χρόνια του Ισραήλ, η «Μονάδα 101» πραγματοποίησε αντίποινα εναντίον Παλαιστίνιων μαχητών πέρα από τις γραμμές εκεχειρίας, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει μελλοντικές εχθρικές επιδρομές στο ισραηλινό έδαφος. Η πιο διαβόητη από τις επιχειρήσεις της ήταν η σφαγή στην Qibya τον Οκτώβριο του 1953, όταν ήταν διοικητής των στρατευμάτων που εισέβαλαν στην Ιορδανία. Το 1956 πολέμησε στην περιοχή του όρους Σινά με την κρίση στο Σουέζ και το 1967 συμμετείχε στον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Στις αρχές της δεκαετίας του '70, ο στρατηγός Σαρόν, διοικητής του νότιου τομέα της χώρας, διευθύνει τον αγώνα κατά των Φενταγίν στη Λωρίδα της Γάζας, την οποία κατέχει το Ισραήλ από το 1967. Κατάρτισε κατάλογο με περισσότερους από εκατό καταζητούμενους Παλαιστίνιους και τους «εξόντωσε» με συνοπτικές διαδικασίες τον ένα μετά τον άλλο. Το 1972 παραιτήθηκε από το στράτευμα, αλλά το 1973, μόλις ξέσπασε ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, επέστρεψε με το βαθμό του αντιστράτηγου. Τα στρατεύματα που διοικούσε εξουδετέρωσαν την 3η Αιγυπτιακή στρατιά και ηγήθηκε της ιστορικής διάβασης του Ισραηλινού Στρατού της Διώρυγας του Σουέζ, γεγονός που σηματοδότησε και το τέλος του πολέμου. Ο Σαρόν αποσύρθηκε ως ήρωας πολέμου και αναμίχθηκε στα πολιτικά δρώμενα του Ισραηλινού κράτους.

Πολιτική σταδιοδρομία / Αξιώματα

Γελοιογραφία του σκιτσογράφου της εφημερίδας "The Independent", Dave Brown, του 2003, όπου ο Αριέλ Σαρόν, εμφανίζεται να καταβροχθίζει μωρά Παλαιστινίων, σε ευθεία αναφορά με τον πίνακα του Φρανσίσκο Γκόγια [«Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του»] [1]

Ο Σαρόν ενεπλάκη στην πολιτική ως συνιδρυτής του κόμματος Λικούντ με το οποίο εξελέγη βουλευτής στην Κνεσέτ, αξίωμα από το οποίο παραιτήθηκε το 1974, όταν ανέλαβε καθήκοντα συμβούλου σε θέματα ασφαλείας του πρωθυπουργού των Εργατικών Γιτζχάκ Ράμπιν. Το 1977, ταυτόχρονα με το σχηματισμό της κυβέρνησης του Χερούτ/Λικούντ υπό τον Μεναχέμ Μπέγκιν, ο Σαρόν ανέλαβε τη θέση του υπουργού Γεωργίας και την προεδρία του συμβουλίου υπουργών για τους εποικισμούς. Στη διάρκεια της θητείας του αύξησε θεαματικά τους εποικισμούς στα Κατεχόμενα. Στη συνέχεια ως υπουργός Κατασκευών και Οικιστικής Επέκτασης, φρόντισε να ξεδιπλωθεί το μεγαλύτερο κύμα Εβραίων εποίκων που εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας από το 1967, όταν το Ισραήλ κατέλαβε τα εδάφη αυτά.

Ως υπουργός Άμυνας (1981-1983) επιμελήθηκε, στα τέλη Απριλίου 1982, την εφαρμογή της ισραηλο-αιγυπτιακής συνθήκης ειρήνης, με την οποία ολοκληρώθηκε η απομάκρυνση των ισραηλινών στρατευμάτων από το Σινά, όμως λίγες ημέρες νωρίτερα είχε προχωρήσει με τα ισραηλινά στρατεύματα στην ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης Γιαμίτ. Την περίοδο της Ισραηλινής εισβολής στο Λίβανο, ο Σαρόν υπήρξε η καταλυτικά κινητήρια δύναμη πίσω από την απόφαση της κυβέρνησης Μπέγκιν να εισβάλει, τον Ιούνιο του 1982, στο γειτονικό με το Ισραήλ κράτος, μια στρατιωτική επιχείρηση στη διάρεκαι της οποίας σκοτώθηκαν εκατοντάδες (και άμαχοι) Λιβανέζοι. Όντας πεπεισμένος ότι «οι Άραβες καταλαβαίνουν μόνο τη γλώσσα της δύναμης», ο Σαρόν ήταν αποφασισμένος να απωθήσει από τον νότιο Λίβανο την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), η οποία για χρόνια βομβάρδιζε τις βόρειες πόλεις του Ισραήλ και πραγματοποιούσε διασυνοριακές επιδρομές εναντίον αμάχων ισραηλινών από τις βάσεις της στο νότιο Λίβανο.

Ο Σαρόν, υπεύθυνος για την επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Ειρήνη για τη Γαλιλαία», οδήγησε τα στρατεύματά του έως λίγο έξω από τη Βηρυτό, η Ο.Α.Π. ξεριζώθηκε από το Λίβανο και οι επιθέσεις εναντίον του βόρειου Ισραήλ μειώθηκαν, ενώ τα μέλη της P.L.O. και προσωπικά ο Γιασέρ Αραφάτ εκδιώχθηκαν από το Λίβανο. Ως υπεύθυνος των επιχειρήσεων της εισβολής ο Σαρόν εξαπάτησε την τότε Ισραηλινή κυβέρνηση σχετικά με τους στόχους της επιχείρησης και έκλεισε τα μάτια στη ανθρωποσφαγή στα προσφυγικά στρατόπεδα σφαγή στη Σάμπρα και τη Σατίλα. Το διήμερο από τις 16 έως τις 18 Σεπτεμβρίου του 1982, 2.500 αμάχων σφαγιάστηκαν στα συγκεκριμένα προσφυγικά στρατόπεδα, λίγο έξω από τη Βηρυτό, από παραστρατιωτικές δυνάμεις Λιβανέζων Χριστιανών Φαλαγγιτών που συνεργάζονταν με τις δυνάμεις του Ισραήλ και οι οποίοι επιθυμούσαν να εκδικηθούν τη δολοφονία του ηγέτη τους, Μπασίρ Τζεμαγιέλ.

Ο Σαρόν απαλλάχθηκε των καθηκόντων του και το θέμα άρχισε να ερευνάται. Από την επίσημη στρατιωτική έρευνα που διατάχθηκε προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες, ο Σαρόν έμεινε με το στίγμα του ανθρώπου που ήταν έμμεσα υπεύθυνος για τις δολοφονίες. Τον επόμενο χρόνο, το 1983, ισραηλινή εξεταστική επιτροπή διαπίστωσε ότι ο Σαρόν έφερε προσωπική ευθύνη για την αποτυχία να αποτρέψει τη θηριωδία λόγος για τον οποίο απομακρύνθηκε από τη θέση του [2].

Το 1996 το κόμμα Λικούντ υπό τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου επανέρχεται στη διακυβέρνηση του Ισραήλ. Ο εκλεγμένος πρωθυπουργός ζητά από τον Σαρόν να ενταχθεί στην κυβέρνηση και το 1998 τον τοποθετεί στο υπουργείο Εξωτερικών. Τον Μάιο του 1999 ο Νετανιάχου εξαναγκάζεται να παραιτηθεί από την ηγεσία του κόμματος Λικούντ, υπό το βάρος κατηγοριών για διαφθορά και στην ηγεσία του κόμματος αναδεικνύεται ο Σαρόν. Στις 28 Σεπτεμβρίου του 2000, ενώ η Ισραηλινή κυβέρνηση του Εχούντ Μπαράκ διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με την Παλαιστηνιακή ηγεσία, ο Σαρόν πραγματοποίησε επίσκεψη στο Όρος του Ναού (Χαράμ αλ-Σαρίφ για τους μουσουλμάνους), μια περιοχή στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, την οποία οι μουσουλμάνοι θεωρούν αποκλειστικά δική τους, καθώς σε αυτή βρίσκεται το τέμενος Αλ-Ακσά, ο τρίτος ιερότερος τόπος του Ισλάμ, μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα. Ο χώρος είναι εξ ίσου ιερός και για τους Εβραίους, καθώς εκεί βρίσκονται τα θεμέλια του ναού του Σολομώντα. Η επίσκεψη του Σαρόν αποτέλεσε αφορμή για απίστευτης εκτάσεως ταραχές, που εξαπλώθηκαν σε όλη την Παλαιστίνη και πήραν τη μορφή εξέγερσης ενώ η ειρηνευτική διαδικασία κατέρρευσε. Ο Σαρόν ισχυρίστηκε πως ο λόγος της επίσκεψης του σε ένα χώρο που είναι ανοικτός μόνο σε μουσουλμάνους ήταν να μεταφέρει το μήνυμα της ειρήνης και, σύμφωνα με την άποψη του, το ξέσπασμα της βίας ήταν προμελετημένο και βασιζόταν σε σχέδιο του Γιασέρ Αραφάτ.

Πρωθυπουργός

Το 2001 η κυβέρνηση του Εχούντ Μπαράκ κατέρρευσε και στο Ισραήλ προκηρύχθηκαν εκλογές, της 6ης Φεβρουαρίου 2011, τις οποίες επικράτησε το κόμμα Λικούντ. Η πρωθυπουργική θητεία του Σαρόν ξεκίνησε με μια μεγάλη νίκη επί του Εχούντ Μπάρακ, απόρροια της εμπρηστικής επίσκεψής του στο Όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ, εν μέσω των ειρηνευτικών συνομιλιών Ισραήλ-Παλαιστινίων στο Καμπ Ντέιβιντ. Η επίσκεψη του Σαρόν αποτέλεσε τη σπίθα που πυροδότησε τη δεύτερη παλαιστινιακή Ιντιφάντα (εξέγερση), η οποία στοίχισε τη ζωή χιλιάδων Ισραηλινών και Παλαιστινίων τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Το ίδιος έτος ως πρωθυπουργός πλέον, μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να υψώσει το αποκαλούμενο Τείχος της Ντροπής ενός τείχους 700 χιλιομέτρων, που διαχώριζε το Ισραήλ από τη Δυτική Όχθη, στην οποία εισέβαλαν τα Ισραηλινά άρματα, περικυκλώνοντας και αποκλείοντας τον Γιασέρ Αραφάτ. Σταδιακά εξώθησε από αρκετές περιοχές τους Παλαιστίνιους ενώ η κατασκευή του τείχους συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, με ενισχύσεις και επεκτάσεις, που είχαν ως σκοπό να δημιουργήσουν ένα άτρωτο «εβραϊκό οχυρό». Το τείχος και ο φυσικός διαχωρισμός που αυτό δημιούργησε χώρισε, τότε, τους Παλαιστινίους σε τρία μέτωπα:

  • την Παλαιστινιακή Αρχή, που ελέγχονταν από την Φατάχ, και διατηρούσε υπό τον έλεγχο της την Δυτική Όχθη,
  • την Λωρίδα της Γάζας που σταδιακά ελέγχθηκε από την Χαμάς, και
  • την ορφανή Ανατολική Ιερουσαλήμ που προσπαθεί έκτοτε να επιβιώσει υπό ισραηλινή κατοχή.

Το 2003 ο Σαρόν επικράτησε στις εκλογές και εκλέχθηκε εκ νέου Πρωθυπουργός. Τον Αύγουστο του 2005, ο Σαρόν πρωταγωνίστησε στην ιστορική απεμπλοκή του Ισραήλ από τη Λωρίδα της Γάζας, η οποία βρισκόταν υπό στρατιωτική κατοχή από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967. Ο ξεριζωμός 8.500 Ισραηλινών εποίκων από τον Σαρόν -για δεκαετίες η πιο ένθερμη βάση υποστήριξής του- άνοιξε ένα ιστορικό χάσμα στο πολιτικό τοπίο του Ισραήλ. Αν και η πλειονότητα του ισραηλινού κοινού υποστήριξε το σχέδιο αποδέσμευσης, ο Σαρόν δέχτηκε έντονη κριτική από πολλά μέλη του Λικούντ.

Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Σαρόν αποχώρησε από το κόμμα που είχε βοηθήσει στη δημιουργία του περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα. Ίδρυσε ένα νέο κεντρώο κόμμα, το Kadima (Εμπρός), το οποίο φιλοξενούσε πρώην πολιτικούς του Λικούντ καθώς και πολιτικούς του Εργατικού Κόμματος, όλοι τους ενωμένοι πίσω από το όραμα του Σαρόν να επιδιώξουν μια άλλη μονομερή αποχώρηση- αυτή τη φορά από τη Δυτική Όχθη. Στις 4 Ιανουαρίου του 2006 και ενώ η επανεκλογή του εθεωρείτο σίγουρη ο Σαρόν υπέστη ισχυρό αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο και το υπουργικό συμβούλιο τον κήρυξε ανίκανο να ασκήσει τα καθήκοντά του, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά στην ιστορία του Ισραήλ. Στις εκλογές που ακολούθησαν το Καντίμα, το κεντρώο κόμμα που ο ίδιος είχε σχηματίσει, επικράτησε. Την αρχηγία του κόμματος ανέλαβε ο στενός του σύμμαχος Εχούντ Ολμέρτ, που αναδείχθηκε πρωθυπουργός στα μέσα του 2006 με την ταυτόχρονη ανάδειξη του Καντίμα σε πρώτο κόμμα στην Κνεσέτ.

Κρίσεις για την πολιτική του εποικισμού/αποικισμού α

Ο Σαρόν αρνήθηκε ρητά να αποδεχθεί ότι ο πόλεμος του 1948 που ίδρυσε το Ισραήλ είχε τελειώσει. Σύμφωνα με τον αναλυτή Mikhael Warschawski, ο Σαρόν υποστήριζε την άποψη ότι τα σύνορα είναι εκεί όπου οι Ισραηλινοί φυτεύουν το τελευταίο δέντρο ή οργώνουν το τελευταίο αυλάκι. Ήταν μια φιλοσοφία δημιουργίας αλλαγών και νέων πραγματικοτήτων μέσω τολμηρής δράσης- στην πράξη περιελάμβανε την αφαίρεση όσο το δυνατόν περισσότερης γης από τους Παλαιστίνιους. Σύμφωνα με τον ισραηλινό κοινωνιολόγο Baruch Kimmerling στόχος του Σαρόν ήταν να δημιουργήσει συνθήκες που «θα μείωναν τις προσδοκίες των Παλαιστινίων, θα συνέτριβαν την αντίστασή τους, θα τους απομόνωναν, θα τους έκαναν να υποταχθούν σε οποιαδήποτε ρύθμιση πρότειναν οι Ισραηλινοί και τελικά θα προκαλούσαν την εθελοντική μαζική μετανάστευσή τους».

Στην αρχή της πολιτικής του καριέρας, ο Σαρόν χρησιμοποίησε διάφορες χαμηλές κυβερνητικές θέσεις για να επεξεργαστεί το μεγάλο του όραμα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 δημιούργησε αποκλειστικές εβραϊκές κοινότητες κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής για να σβήσει υπέρ των Ισραηλινών τη φυσική διάκριση μεταξύ του Ισραήλ και της Δυτικής Όχθης και να φέρει τους οικισμούς «πίσω στο Ισραήλ». Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό του Ισραήλ, επινόησε όλο και πιο εφευρετικά σχέδια αρπαγής της γης για να διασφαλίσει ότι η μεγάλη παλαιστινιακή μειονότητα του Ισραήλ δεν θα μπορούσε να ζήσει στις περισσότερες περιοχές της χώρας και αναγκαστικά θα μετανάστευε. Αποκλειστικές κοινότητες μόνο για Εβραίους έγιναν μέρος ενός ανανεωμένου προγράμματος εξιουδαϊσμού στη Γαλιλαία και τη Νεγκέβ, που συμβολίζεται από το τεράστιο ιδιωτικό ράντσο που έχτισε για τον εαυτό του στη Νεγκέβ. Μια πρόταση του Σαρόν το 2003 για την απαλλοτρίωση των Βεδουίνων από τα πατρογονικά τους εδάφη ήταν η γενεσιουργός αιτία του σχεδίου Prawer [3], που υιοθετήθηκε από τον Νετανιάχου - αν και αναβλήθηκε προσωρινά λόγω έντονων διαμαρτυριών- για να αναγκάσει δεκάδες χιλιάδες Βεδουίνους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Μετά από χρόνια βοήθειας για την ίδρυση οικισμών στα κατεχόμενα εδάφη, ο Σαρόν αντιτάχθηκε σθεναρά στην υπογραφή των ειρηνευτικών συμφωνιών του Όσλο το 1993. Πέντε χρόνια αργότερα, καθώς πλησίαζαν οι συνομιλίες για το τελικό καθεστώς, παρότρυνε τους νεαρούς εποίκους να «τρέξουν και να αρπάξουν όσες περισσότερες κορυφές λόφων μπορούν» σε μια προσπάθεια να ματαιώσουν κάθε ελπίδα παραχώρησης παλαιστινιακού κράτους. Η διαταγή του γέννησε περισσότερα από 100 λεγόμενα «φυλάκια», οι φανατικοί κάτοικοι των οποίων - γνωστοί ως «η νεολαία των λόφων» - είναι σήμερα υπεύθυνοι για την εκστρατεία τρόμου, η οποία εκδιώκει σιγά σιγά τους Παλαιστίνιους από το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Όχθης, συγκεντρώνοντάς τους στις πόλεις.

Το 2005 ωστόσο η απόφασή του να αποσύρει περίπου 7.000 Εβραίους εποίκους, καθώς και τους στρατιώτες που τους προστατεύουν, από τη Λωρίδα της Γάζας, στη λεγόμενη απομάκρυνση, τον μετέτρεψε, για τα δυτικά μέσα ενημέρωσης τουλάχιστον, από γεράκι του πολέμου, σε περιστέρι της ειρήνης.
Ο Warschawski λέει ότι η απομάκρυνση σηματοδότησε μια στρατηγική αλλαγή στη σκέψη του Σαρόν, η οποία εξακολουθεί να επηρεάζει την προσέγγιση του Ισραήλ στα κατεχόμενα εδάφη. "Ο Σαρόν αποδέχθηκε τελικά ότι οι Παλαιστίνιοι δεν μπορούσαν να εξαφανιστούν. Ήθελε ένα Μεγάλο Ισραήλ, αλλά κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να εκδιώξει τους Παλαιστίνιους για να το πετύχει. Κατάλαβε επίσης, προσθέτει ο Klein, ότι το Ισραήλ δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά να διατηρήσει, μακροπρόθεσμα, μια άμεση επανακατάληψη της Δυτικής Όχθης - είτε από την άποψη του οικονομικού κόστους είτε από το αναμενόμενο τίμημα σε ζωές στρατιωτών. Αντ' αυτού, επινόησε αυτό που ο Warschawski αποκαλεί «μοντέλο ελβετικού τυριού». «Αντιμετώπισε την περιοχή σαν ένα μεγάλο κομμάτι ελβετικού τυριού, με το Ισραήλ ως τυρί και τους Παλαιστίνιους ως τρύπες. Όσα κομμάτια δεν τον ενδιέφεραν μπορούσαν να ανήκουν στους Παλαιστίνιους». Τελικά, η διαβίωση των Παλαιστινίων θα οριοθετηθεί σε μια σειρά από θύλακες, εγκρίνοντας και ξεκινώντας την κατασκευή ενός «διαχωριστικού φράγματος» από χάλυβα και σκυρόδεμα μήκους 700 χιλιομέτρων στη Δυτική Όχθη. Το τείχος που ξεκίνησε επεκτάθηκε δραματικά τα επόμενα χρόνια και μετατράπηκε σε μια σειρά από οχυρώσεις - από νέα εγχειρήματα κατασκευής τειχών, όπως η πρόσφατη προσπάθεια διαχωρισμού του Ισραήλ από την Αίγυπτο, μέχρι συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας, όπως ο Σιδηρούς Θόλος - σχεδιασμένα να μετατρέψουν το Ισραήλ σε ένα άτρωτο εβραϊκό φρούριο.

Η κατοχή συνεχίστηκε αλλά από μακριά [4]. Αυτός ο διαχωρισμός υπονόμευσε βαρύτατα τον παλαιστινιακό εθνικισμό. Ο φυσικός διαχωρισμός έχει διαιρέσει χρήσιμα το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα, με την ελεγχόμενη από τη Φατάχ, «Παλαιστινιακή Αρχή» να είναι ονομαστικά υπεύθυνη για τη Δυτική Όχθη, τη Γάζα να διοικείται από τη Χαμάς και μια ορφανή Ανατολική Ιερουσαλήμ να αγωνίζεται υπό την εχθρική ισραηλινή κυριαρχία [5].

Το τέλος του

Στις 18 Δεκεμβρίου 2005, στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ο Σαρόν υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Οι γιατροί του συνέστησαν να ξεκουραστεί και να επιστρέψει στο νοσοκομείο για καρδιακό καθετηριασμό στις 5 Ιανουαρίου 2006. Παρά τις ιατρικές συμβουλές και παροτρύνσεις ο Σαρόν επέστρεψε αμέσως στα πρωθυπουργικά καθήκοντα του. Στις 4 Ιανουαρίου 2006, και ενώ οι εκτιμήσεις τον έφεραν ως σίγουρο νικητή και εκ νέου πρωθυπουργό, υπέστη αιμορραγικό εγκεφαλικό και σε κωματώδη κατάσταση, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση από την οποία επιδεινώθηκε η κατάσταση της υγείας του. Στη συνέχεια νοσηλεύτηκε, αρχικά, σε νοσοκομείο της Ιερουσαλήμ πριν μεταφερθεί στη μονάδα μακράς θεραπείας, στο κέντρο Σέμπα, του νοσοκομείου Τελ Χασόμερ κοντά στην Ιερουσαλήμ. Με εξαίρεση την περίοδο μίας σύντομης διακοπής για κατ’ οίκον νοσηλεία, παρέμεινε έκτοτε σε αυτή τη μονάδα. Οι οικείοι του ανέφεραν ότι λίγες φορές άνοιξε τα μάτια του και κούνησε τα δάχτυλά του. Τις τελευταίες μέρες πριν το θάνατο του, η κατάσταση του καρδιαγγειακού συστήματος, αλλά και των υπόλοιπων οργάνων του, είχε επιδεινωθεί σταδιακά και ο Σαρόν φαίνεται ότι παρέμεινε αδιάλειπτο κώμα ως το θάνατο του [6].

Η σορός του τέθηκε σε δημόσιο προσκύνημα στην Κνεσέτ, ωσ το απόγευμα της Κυριακής, έξι τοπική ώρα, όπου την επομένη ημέρα, στις 09:30 το πρωί της Δευτέρας, πραγματοποιήθηκε η επίσημη νεκρώσιμη τελετή στην κεντρική πλατεία του κτιρίου [7]. Το φέρετρο του ήταν τοποθετημένο πάνω σε ένα βάθρο. Ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο τότε πρόεδρος Σιμόν Πέρες και μέλη της οικογένειας του Σαρόν εκφώνησαν επικήδειους λόγους. Την ελληνική κυβέρνηση εκπροσώπησε ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας Δημήτρης Αβραμόπουλος. Στην κηδεία του, η οποία τελέστηκε με στρατιωτικές τιμές, οκτώ στρατηγοί του ισραηλινού στρατού μετέφεραν το φέρετρό του, το οποίο ήταν τυλιγμένο με την ισραηλινή σημαία, ενώ ψάλλονταν προσευχές. Η σορός μεταφέρθηκε με στρατιωτική αυτοκινητοπομπή στο ράντσο του Σαρόν όπου οι Ισραηλινοί στρατηγοί κατέβασαν το φέρετρο στον τόπο ταφής του, δίπλα στον τάφο της δεύτερης συζύγου του, και το κάλυψαν με χώμα.

Σημειώσεις

  • Έποικος ονομάζεται αυτός που μεταναστεύει με τη θέλησή του σε μια νέα πατρίδα. Ο έποικος επιλέγει να ζήσει σύμφωνα με το σύστημα που βρίσκει στη χώρα στην οποία εγκαθίσταται και δεν είναι υποχρεωτικό ότι συνεχίζει να έχει επαφές με το χώρο καταγωγής του. . Αυτό τον διαφοροποιεί από τον άποικο ο οποίος μεταφέρει μαζί του το σύστημα διακυβέρνησης, τη θρησκεία και τα λοιπά έθιμα της πατρίδας του, έχει πάντα επαφή με το μητροπολιτικό κέντρο και δε σχεδιάζει την ενσωμάτωσή του με τους λαούς που συναντά επί τόπου. Επιπλέον, ο έποικος μπορεί να είναι και ένας μόνο άνθρωπος (άτομο), ενώ η ύπαρξη αποίκων προϋποθέτει την ίδρυση ή ύπαρξη αποικίας (και συνεπώς ο αποικισμός είναι πάντα ομαδική δραστηριότητα). Με βάση αυτά τα στοιχεία, η εγκατάσταση των Ισραηλινών στην Παλαιστίνη αλλά και η περαιτέρω εγκατάστασή τους σήμερα σε παλαισταινιακούς οικισμούς με σκοπό την μετατροπή των οικισμών αυτών σε ισραηλινούς, είναι πράξη αποικιοκρατική. «Το Ισραήλ δημιουργήθηκε το 1948 με τον βίαιο εκτοπισμό σχεδόν 800.000 Παλαιστινίων και την καταστροφή περισσότερων από 530 πόλεων και χωριών. Αυτή η προμελετημένη εθνοκάθαρση είναι γνωστή ως al-Nakba, «Η Καταστροφή». Από τότε, το Ισραήλ έχει εφαρμόσει ένα καθεστώς αποικιοκρατίας, απαρτχάιντ και κατοχής πάνω στον παλαιστινιακό λαό.» [8].

Πηγές

Παραπομπές