Γκέρμαρ Ρούντολφ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Ο Γκέρμαρ Ρούντολφ συλλέγει δείγματα από το κρεματόριο ΙΙ του Άουσβιτς-Μπιρκενάου

Ο Γκέρμαρ Ρούντολφ (Germar Rudolf) Γερμανός χημικός, ερευνητής και συγγραφέας της αναθεωρητικής άποψης του Ολοκαυτώματος των Εβραίων η πιο γνωστή μελέτη του οποίου είναι είναι η «Έκθεση Ρούντολφ» σχετικά με τους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς, γεννήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1964 στο Limburg an der Lahn.

Ο Ερνστ Ζούντελ έχει πει γι' αυτόν ότι μοιάζει με έναν σύγχρονο Γαλιλαίο, που κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει τα επιστημονικά γεγονότα και τις δικές του επιστημονικές δοκιμές και ευρήματα [1].

Βιογραφία

Σπούδασε χημεία στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, απ' όπου αποφοίτησε το 1989 ως Diplom-Chemist, που είναι συγκρίσιμο με το διδακτορικό δίπλωμα των ΗΠΑ. Από το 1990 έως το 1993 εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης [2]. Παράλληλα και στον ελεύθερο χρόνο του, ο Ρούντολφ ερευνούσε το ζήτημα των θαλάμων αερίων του Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Τα πορίσματα της μελέτης του, τα δημοσίευσε στην επονομαζόμενη «Έκθεση Ρούντολφ». Η δημοσίευση της έκθεσης είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί αυστηρά μέτρα διωγμού στη Γερμανία, τα επόμενα χρόνια. Για να ξεφύγει από τις διώξεις, εγκαταστάθηκε στη Βρετανία αλλά όταν η Γερμανία ζήτησε από τη βρετανική κυβέρνηση να τον εκδώσει, έφυγε το 1999 για τις ΗΠΑ.

Εκεί ζήτησε πολιτικό άσυλο και το 2004 παντρεύτηκε μια Αμερικανίδα πολίτη. Το 2005, οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τον γάμο του Ρούντολφ ως έγκυρο και δευτερόλεπτα αργότερα τον συνέλαβαν και τον απέλασαν πίσω στη Γερμανία, όπου μπήκε στη φυλακή για 44 μήνες για τα επιστημονικά του συγγράμματα. Ορισμένα από τα συγγράμματα για τα οποία τιμωρήθηκε είχαν δημοσιευθεί ενώ ο Ρούντολφ διέμενε στις ΗΠΑ, όπου οι δραστηριότητές του ήταν και είναι απολύτως νόμιμες. Δεδομένου ότι δεν είναι εγκληματίας σύμφωνα με την αμερικανική νομοθεσία, κατάφερε να μεταναστεύσει μόνιμα στις ΗΠΑ το 2011.

Ο Ρούντολφ, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βρετανία, ίδρυσε έναν μικρό αναθεωρητικό εκδοτικό οίκο με υλικό στη γερμανική γλώσσα, τον "Castle Hill Publishers", και τον πολύγλωσσο ιστότοπο vho.org, ο οποίος μέσα σε λίγα χρόνια ξεπέρασε σε μέγεθος και επισκεψιμότητα άλλους αναθεωρητικούς ιστότοπους. Τα χρόνια της παραμονής του στις ΗΠΑ επέκτεινε τις εκδοτικές του δραστηριότητες με αγγλόφωνο υλικό, ξεκινώντας, για παράδειγμα, τη περίφημη σειρά "Holocaust Handbooks" [3].

«Έκθεση Ρούντολφ» και διώξεις

Αφού τελείωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 1983 στο Ρέμσαϊντ, ο Ρούντολφ σπούδασε χημεία στη Βόννη και ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1989. Ως φοιτητής,υπήρξε μέλος σε καθολικές αδερφότητες. Υπήρξε προσωρινός υποστηρικτής του CSU/CDU (Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας), αλλά τελικά κατέληξε στο ακροδεξιό Die Republikaner (REP) λόγω της πιο πατριωτικής πολιτικής του.

Ολοκληρώνοντας τις μεταπτυχιακές του σπουδές μετά την υποχρεωτική στρατιωτική του θητεία, απασχολήθηκε προσωρινά στο "Max Planck Institute for Solid State Research" στη Στουτγάρδη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγραψε μια εργασία με τίτλο «Έκθεση σχετικά με τον σχηματισμό και την επαληθευσιμότητα των ενώσεων κυανίου στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς» για λογαριασμό του δικηγόρου Hajo Herrmann, πρώην πιλότου της Luftwaffe. Το 1994, και αφού η έκθεσή του προκάλεσε την προσοχή των μέσων ενημέρωσης, καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του με το Ινστιτούτο και απολύθηκε. Το 1996, το Πανεπιστήμιο της Στουτγκάρδης απαίτησε από τον Ρούντολφ να ανακαλέσει την αίτησή του για την τελική εξέταση του διδακτορικού του, διαφορετικά το Πανεπιστήμιο θα την αρνιόταν, καθιστώντας τη διδακτορική του διατριβή άχρηστη. Η νομική βάση γι' αυτό ήταν ένας γερμανικός νόμος που επιτρέπει στα πανεπιστήμια να αρνούνται ή να ανακαλούν ακαδημαϊκά πτυχία σε περίπτωση που ο εν λόγω υποψήφιος έχει χρησιμοποιήσει τα ακαδημαϊκά του διαπιστευτήρια ή τις γνώσεις του για τη διάπραξη εγκλήματος. Ο Ρούντολφ απέσυρε την αίτησή του.

Ο δικηγόρος Herrmann χρησιμοποίησε την έκθεση του Ρούντολφ για την υπεράσπιση του Otto Ernst Remer, ενός πρώην αξιωματικού της Βέρμαχτ που κατηγορούνταν για υποκίνηση μίσους (Volksverhetzung), ποινικό αδίκημα κατά το γερμανικό δίκαιο. Αν και ο Ρούντολφ γνώριζε από την αρχή ότι το έργο του θα συνδεόταν δημόσια με ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο άτομο, επέμεινε ότι ακόμη και ένα άτομο τόσο περιφρονημένο από το ευρύ κοινό όσο ο Ρέμερ είχε δικαίωμα σε νομική υπεράσπιση.

Μεταξύ άλλων, η έκθεση αναφέρει ότι, αφού συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν δείγματα από τους τοίχους διαφόρων κτιρίων του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς, στα δείγματα που ελήφθησαν από τους θαλάμους αερίων βρέθηκαν μόνο ασήμαντα και μη αναπαραγώγιμα ίχνη ενώσεων κυανίου. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με δείγματα που πήρε από άλλες τοποθεσίες, όπου το υδροκυάνιο (Zyklon B) χρησιμοποιήθηκε για μη ανθρωποκτονικούς σκοπούς (θάλαμοι απολυμάνσεως, απολυμαντικά πολιτικά κτίρια όπως εκκλησίες). Η έκθεση αυτή έχει αναλυθεί κριτικά από τον Richard Green και τον Jamie McCarthy στο "The Holocaust History Project" [4] μεταξύ άλλων. Ο Ρούντολφ έχει επανειλημμένα απαντήσει σε αυτές και άλλες κριτικές, για παράδειγμα στην αγγλική έκδοση της έκθεσής του [5].

Τόσο το 1994 όσο και το 1995, ο Ρούντολφ εκδιώχθηκε από τα διαμερίσματα που νοίκιαζε, αφού δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης είχαν αναφερθεί σε αστυνομικές έρευνες στα σπίτια του. Το 1995 ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ που αποκάλυψε την ταυτότητα του εργοδότη του οδήγησε στην άμεση καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Την ίδια χρονιά ο Ρούντολφ αποβλήθηκε από τις καθολικές αδελφότητες με την αιτιολογία ότι παραβίασε τις αρχές της αδελφότητάς με τις δημοσιεύσεις του για την άρνηση του Ολοκαυτώματος.

Το 1995, καταδικάστηκε σε 14 μήνες φυλάκιση από το περιφερειακό δικαστήριο της Στουτγάρδης εξαιτίας της Έκθεσης, καθώς η άρνηση του Ολοκαυτώματος αποτελεί έγκλημα στη Γερμανία. Ο Ρούντολφ απέφυγε τη φυλακή καταφεύγοντας στην Ισπανία, την Αγγλία και τελικά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε το 2006.

Εν τω μεταξύ, οι ποινικές έρευνες συνεχίστηκαν στη Γερμανία. Τον Αύγουστο του 2004, το περιφερειακό δικαστήριο του Μανχάιμ κατάσχεσε έναν τραπεζικό λογαριασμό σε μια προσπάθεια να κατασχέσει το 55% του κύκλου εργασιών της επιχείρησης του Ρούντολφ από τα έτη 2001 έως 2004 (περίπου 214.000 ευρώ- τότε, ωστόσο, ο λογαριασμός περιείχε περίπου 5.000 ευρώ μόνο). Ο Ρούντολφ και οι συνεργάτες του είχαν κερδίσει αυτά τα χρήματα από την πώληση εκδόσεων που απαγορεύονται στη Γερμανία, παρόλο που η επιχείρηση του Ρούντολφ ήταν εγκατεστημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ, όπου η δραστηριότητα αυτή ήταν και είναι νόμιμη.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 2004, ο Ρούντολφ παντρεύτηκε μια Αμερικανίδα και απέκτησε παιδί. Παρ' όλα αυτά, οι αιτήσεις του για άσυλο στις ΗΠΑ απορρίφθηκαν τον Νοέμβριο του 2004 του ίδιου έτους με την αιτιολογία ότι η αίτησή του ήταν επιπόλαιη και αστήρικτη. Ο Ρούντολφ άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής, με αποτέλεσμα το ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ στην Ατλάντα να αρνηθεί στις αρχές του 2006 ότι η αίτησή του ναι μεν δεν ήταν επιπόλαιη αλλά ωστόσο δεν είχε επαρκή επιχειρηματολογία . Ενώ η υπόθεση ασύλου εκκρεμούσε ακόμη, συνελήφθη στις 19 Οκτωβρίου 2005, δευτερόλεπτα μετά την πιστοποίηση του γάμου του ως γνήσιου και έγκυρου.

Τελικά οι υπηρεσίες μετανάστευσης αποφάνθηκαν ότι ο Ρούντολφ δεν είχε δικαίωμα να υποβάλει αίτηση παραμονής με την οικογένειά του. Στις 14 Νοεμβρίου 2005, απελάθηκε στη Γερμανία [6] όπου κατά την άφιξή του συνελήφθη από τις αστυνομικές αρχές. Στις 15 Μαρτίου 2007, το περιφερειακό δικαστήριο του Μανχάιμ καταδίκασε τον Ρούντολφ σε δύο χρόνια και έξι μήνες φυλάκιση για υποκίνηση μίσους, δυσφήμιση νεκρών και συκοφαντική δυσφήμιση. Ο Ρούντολφ καθώς και η εισαγγελία αποδέχθηκαν την ετυμηγορία.

Το βιβλίο του "Διαλέξεις για το Ολοκαύτωμα" κατασχέθηκε και διατάχθηκε η καταστροφή τους, δηλαδή: η καύση τους σε αποτεφρωτήρες απορριμμάτων υπό την επίβλεψη της αστυνομίας. Το αρχικό αίτημα της εισαγγελίας για κατάσχεση 214.000 ευρώ μειώθηκε σε 21.000 ευρώ, το συνολικό τζίρο από τις πωλήσεις του προηγούμενου βιβλίου [7]

Παραπομπές