Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Ελληνίδα αγωνίστρια και ηρωίδα της επαναστάσεως του 1821 γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1771 στην Κωνσταντινούπολη στη διάρκεια μιας επισκέψεως της μητέρας της στο φυλακισμένο σύζυγό της. Εκεί τη βάπτισε [1] ο Παναγιώτης Μούρτζινος, ένα δεκάχρονο φυλακισμένο αγόρι, και της έδωσε το όνομα Λασκαρίνα. Πέθανε χτυπημένη από σφαίρα στις 22 Μαΐου 1825 στις Σπέτσες, στη διάρκεια μιας ενδοοικογενειακής διαμάχης και τα οστά της τάφηκαν στον ιδιόκτητο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου.
Το 1788 παντρεύτηκε τον πλοιοκτήτη και καπετάνιο Δημήτριο Γιάννουζα ή Γιαννούγα, με τον οποίο απέκτησε δύο γιους και μία κόρη, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και την Μαρία. Ο Γιαννούγας σκοτώθηκε το 1797 σε μια θαλάσσια συμπλοκή. Το 1801 η Λασκαρίνα παντρεύτηκε το Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη, πατέρα δύο γιών και μιας κόρης από τον πρώτο του γάμο. Ο Μπούμπουλης σκοτώθηκε το 1811 σε ναυμαχία εναντίον των Αλγερινών πειρατών, μεταξύ Μάλτας και Ισπανίας. Από τους δύο γάμους της απόκτησε συνολικά έξι τέκνα, τρία από τον πρώτο, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και τη Μαρία, και άλλα τρία από το δεύτερο, την Ελένη, την Παρασκευή και τον Νικόλαο, ενώ λέγεται ότι είχε κι ένα ακόμη γιο, για τον οποίο δεν είναι γνωστά περισσότερα στοιχεία.
Περιεχόμενα
Βιογραφία
Πρόγονοι
Η Λασκαρίνα ήταν κόρη του Υδραίου πλοίαρχου Σταυριανού Πινότση, ο οποίος πέθανε στις φυλακές της Κωνσταντινουπόλεως όπου ήταν φυλακισμένος για τη συμμετοχή του στα Ορλοφικά και της Παρασκευής (Σκεύω) Κοκκίνη, κόρης πλοιοκτήτη από την Ύδρα. Μετά το θάνατο του πατέρα της, η Λασκαρίνα έζησε ως τα τέσσερα χρόνια της, μαζί με τη μητέρα της, στην Ύδρα. Αργότερα η Παρασκευή Κοκκίνη παντρεύτηκε τον πλοίαρχο Δημήτριο Λαζάρου, γνωστό ως Ορλόφ, από τη συμμετοχή του στα Ορλοφικά, με καταγωγή από τις Σπέτσες. Είχε συνολικά οκτώ ετεροθαλή αδέλφια.
Προσωπική ζωή
Η Λασκαρίνα από το γάμο της με τον πλοίαρχο Δημήτριο Γιάννουζα που είχε καταγωγή από τις Σπέτσες, όμως το 1797 ο σύζυγός της σκοτώθηκε σε ναυτική σύγκρουση με Αλγερινούς πειρατές, ανοιχτά της Ισπανίας. Λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε ο γάμος της με τον Δημήτριο Μπούμπουλη. Ο δεύτερος σύζυγός της σκοτώθηκε σε πολεμική αναμέτρηση με πειρατές ή Γάλλους, το 1811. Ο θάνατός του άφησε τη Λασκαρίνα χήρα δεύτερη φορά αλλά και κάτοχο μίας μεγάλης περιουσίας, καθώς μόνον τα μετρητά (πέραν των πλοίων και των κτημάτων) ανέρχονταν σε 300.000 τάλαρα, δηλαδή ασημένια ισπανικά νομίσματα.
Το 1816 οι Τούρκοι επιχείρησαν να κατάσχουν την περιουσία της, καθώς το 1806 τα πλοία του συζύγου της μετείχαν υπό ρωσική σημαία στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο. Για να διεκδικήσει τα δικαιώματά της μεταβαίνει με το πλοίο της «Κοριέζος», στην Κωνσταντινούπολη, όπου συναντήθηκε με το Ρώσο πρεσβευτή Στρογκάνωφ, ζήτησε την προστασία του και του υπενθύμισε ότι τα πλοία της έφεραν τη ρωσική σημαία, βάσει της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, της 21ης Ιουλίου 1774. Παράλληλα, του επέδειξε επιστολή του ναυάρχου Σενιάρ, ο οποίος πιστοποιούσε τις υπηρεσίες του συζύγου της και πως ο εκλιπών είχε παρασημοφορηθεί για τις υπηρεσίες του από τους Ρώσους, οι οποίοι του απένειμαν τον τίτλο του πλοιάρχου του ρωσικού αυτοκρατορικού στόλου και αυτόν του επίτιμου Ρώσου πολίτη. Ο Πρέσβης για να αποφύγει τη σύλληψή της Λασκαρίνας από τους Τούρκους τη φυγάδευσε στην Κριμαία, σε ένα αγρόκτημα που της παραχώρησε ο Τσάρος Αλέξανδρος Α', όπου έζησε περίπου 3 μήνες. Τελικά, με τη βοήθεια της Βαλιντέ, της μητέρας του Σουλτάνου, που έπεισε το γιό της, Μαχμούτ Β' και υπόγραψε ειδικό φιρμάνι, εξασφάλισε και διέσωσε την περιουσία της.
Προεπαναστατικά
Στην Κωνσταντινούπολη το 1819 ή σύμφωνα με άλλη πηγή το 1819, ήρθε σε επαφή με τους Φιλικούς και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Αν και η μύησή της αμφισβητείται, διότι οι γυναίκες δε γίνονταν δεκτές στην Εταιρεία, αν αυτή συνέβη την κατέστησε, ίσως, τη μόνη γυναίκα που μυήθηκε, στο χαμηλότερο βαθμό μυήσεως.
Όταν επέστρεψε στις Σπέτσες έγινε μέτοχος σε αρκετά καράβια ενώ παράγγειλε τη ναυπήγηση του πλοίου «Αγαμέμνων», με μήκος 48 πήχεις, [περίπου 34 μέτρα], εξοπλισμένο με 18 κανόνια, για το οποίο δαπάνησε 25.000 δίστηλα, το οποίο καθελκύστηκε το 1820 καθώς και άλλα τρία μικρότερα πλοία. Η ναυπήγηση του πλοίου συνιστούσε ολοκάθαρη παραβίαση της τουρκικής απαγορεύσεως για την απόκτηση τέτοιου είδους σκαφών από τους υπόδουλους Έλληνες. Το γεγονός καταγγέλθηκε στους Τούρκους, όμως η Μπουμπουλίνα δωροδόκησε τον Τούρκο επιθεωρητή ο οποίος πήγε στο νησί και πέτυχε την εξορία όλων όσων την κατήγγειλαν.
Επανάσταση 1821
Η έκρηξη της Επαναστάσεως βρήκε την Μπουμπουλίνα «πεντηκοντούτιδα, ωραίαν, αρειμάνιον ως αμαζόνα, επιβλητικήν καπετάνισσαν, προ της οποίας ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρει», όπως έγραψε ο δημοσιογράφος και ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων. Στις 13 Μαρτίου 1821, ύψωσε στο πλοίο τη σημαία της, τον αετό με την άγκυρα και τον Φοίνικα. Ο αετός με τα φτερά προς τα κάτω συμβολίζει το σκλαβωμένο Έθνος, που θα αναγεννηθεί όπως ο Φοίνικας, με τη βοήθεια του Nαυτικού που συμβολίζει η άγκυρα. Το λάβαρο αυτό, το είχε εμπνευσθεί από το αντίστοιχο των βυζαντινών αυτοκρατόρων Κομνηνών. Στη συνέχεια επικεφαλής οκτώ πλοίων έπλευσε στο Ναύπλιο και συμμετείχε στον αποκλεισμό του. Αποβιβάστηκε στους Μύλους όπου το εκεί ελληνικό στρατόπεδο τελούσε υπό διάλυση, μετά από τις πρώτες αποτυχίες. Η Λασκαρίνα ανέλαβε την τροφοδοσία των πολιορκητών και την ενίσχυσή τους με το ένοπλο σώμα που συντηρούσε και αποτελείτο από νησιώτες. Στην πόλη αυτή, έλαβε μέρος σε σύσκεψη προκρίτων και οπλαρχηγών, κατά την οποία πρότεινε τη συστηματικότερη πολιορκία του Ναυπλίου.
Παράλληλα τροφοδοτούσε το πολιορκούμενο Άργος, όπου στο τέλος του Απριλίου σε μια έφοδο των Τούρκων υπό τον Κεχαγιάμπεη, παρά τον Χάραδρο ποταμό (Ξεριά), σκοτώθηκε ο γιος της Γιάννης Γιάννουζας. Ο Ολλανδός Tairbout de Marigny γράφει [2] ότι έτρεξε για να περισώσει τα λείψανα του γιου της, γιατί οι Τούρκοι είχαν κόψει το κεφάλι του.
«Προσπαθεί, ανάμεσα στα πτώματα, να τον αναγνωρίσει και με το ίδιο της το χέρι θυσιάζει τρεις Τούρκους στο βωμό του. Η ίδια η Μπουμπουλίνα ενημέρωσε τη Διοίκηση των Σπετσών για το θλιβερό γεγονός με αυτά τα λόγια: “Ο γιος μου είναι νεκρός αλλά το Άργος έμεινε στα χέρια μας’’ (…) Ύστερα από την υποχώρηση των Τούρκων έκοψε μερικά κομμάτια από την ενδυμασία των σκοτωμένων Τούρκων και τα φύλαξε ως κειμήλια».
Πήρε μέρος στον αποκλεισμό της Μονεμβασίας. Τον Σεπτέμβριο του 1821, λίγο προ της αλώσεως της Τριπολιτσάς, βρέθηκε στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη και ήταν μεταξύ των πρώτων που εισήλθαν στην απελευθερωμένη πόλη. Η Μπουμπουλίνα, μετά από παράκληση της συζύγου του Χουρσίτ, ανέλαβε τη φύλαξη των χαρεμιών του Χουρσίτ Πασά, τα οποία αντηλλάγησαν με οικογένειες αιχμάλωτων αγωνιστών, αργότερα. Επίσης, πήρε μέρος στη δεύτερη πολιορκία του Ναυπλίου και πολέμησε σε διάφορες επιχειρήσεις και συγκρούσεις της Πελοποννήσου.
Κατάληψη του Ναυπλίου
Μετά τις 30 Νοεμβρίου 1822 όταν αλώθηκε το Ναύπλιο, εγκαταστάθηκε εκεί, στην έδρα της προσωρινής κυβέρνησης, και έζησε έως τα μέσα του 1824, όταν η κυβέρνηση Κουντουριώτη υπερίσχυσε του Συνασπισμού των Κοτζαμπάσηδων και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου. Τότε διώχθηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Αφορμή ήταν η τοποθέτησή της στο πλευρό του φυλακισμένου στον Προφήτη Ηλία, μοναστήρι της Ύδρας, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με τον οποίο ήταν συμπέθεροι, από το γάμο της κόρης της Ελένης με τον Πάνο Κολοκοτρώνη, γιο του Θεόδωρου. Οι κυβερνητικοί στρατιώτες σκότωσαν στις 13 Νοεμβρίου 1824 τον γαμπρό της, ήταν φρούραρχος του Ναυπλίου, και από την ίδια αφαίρεσαν το κομμάτι γης που της είχαν δώσει για τις υπηρεσίες της στον Αγώνα. Το Υπουργείο Αστυνομία τη συνέλαβε δύο φορές με εντολή να φυλακιστεί και υπάρχει έγγραφη διαμαρτυρία της προς το τότε Βουλευτικό Σώμα, στα Γενικά Αρχεία του κράτους.
Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους επαναστατημένους Έλληνες, η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε σε ένα οίκημα το οποίο της παραχώρησε η κυβέρνηση καθώς το Ναύπλιο αναδείχθηκε έδρα της προσωρινής κυβερνήσεως, από την 18η Ιανουαρίου 1823. Εκεί, παρέμεινε έως τα μέσα του 1824. Στον Α' εμφύλιο τάχθηκε με το μέρος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, άλλωστε η κόρη της Ελένη είχε παντρευτεί, τον Δεκέμβριο του 1822, τον Πάνο Κολοκοτρώνη, λόγος για τον οποίο συγκρούστηκε με τους νησιώτες και ιδιαίτερα με τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Η Μπουμπουλίνα ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη όμως η κυβέρνηση την αγνόησε και προχώρησε στη σύλληψή της. Απελευθερώθηκε αλλά επέστρεψε κρυφά στο Ναύπλιο και συνελήφθη εκ νέου. Τότε, μεταφέρθηκε συνοδεία ανδρών της κυβερνήσεως στις Σπέτσες (με παρέμβαση του Κουντουριώτη), ενώ έχασε και τον κλήρο ο οποίος της είχε παραχωρηθεί.
Τον Νοέμβριο του 1824, ο Πάνος Κολοκοτρώνης σκοτώθηκε σε ενέδρα των κυβερνητικών κοντά στο χωριό Μπεσίρι (νυν Παλλάντιο), ενώ έσπευδε προς ενίσχυση των πολιορκητών της Πάτρας ενώ αργότερα η κόρη της παντρεύτηκε τον Θεοδωράκη Γρίβα. Το Φεβρουάριο του 1825 επέστρεψε πικραμένη στις Σπέτσες, όπου εγκαταστάθηκε στο σπίτι του δεύτερου συζύγου της.
Το τέλος της
Το Μάιο του 1825, μόλις ένα μήνα μετά την επιστροφή της Λασκαρίνας στο νησί, ο γιος της Γιώργος Γιάννουζας έκλεψε την Ευγενία Χριστόδουλου Κούτση και ο ετεροθαλής αδελφός της Μπουμπουλίνας ο Λάζαρος Ορλώφ, που ήταν γαμπρός της Ευγενίας, πήγε με άλλα μέλη της οικογένειας Κούτση έξω απ' το σπίτι της στην Κουνουπίτσα, συνοικία λίγο πάνω από τη σημερινή Ντάπια, για να ζητήσουν εκδίκηση. Η Κούτση ήταν κουνιάδα του ετεροθαλούς αδερφού της Μπουμπουλίνας (από τον πατριό της Δημήτριο Λαζάρου ή Ορλώφ). Οι δύο νέοι κατέφυγαν στην οικία του πρώτου συζύγου της Μπουμπουλίνας Δημητρίου Γιάννουζα, όπου έσπευσαν οι συγγενείς της απαχθείσης για να πάρουν πίσω την Κούτση. Η Μπουμπουλίνα πήγε για να δει τι συμβαίνει.
Η Μπουμπουλίνα απ' το παράθυρο του σπιτιού της άρχισε μαζί τους σκληρή και επίμονη συζήτηση, που κατά τη διάρκειά της μια σφαίρα ριγμένη απ' έξω τη βρήκε στο μέτωπο και τη σκότωσε, χωρίς ποτέ να εξακριβωθεί αν ήταν δολοφονία ή ατύχημα. Ο ιστορικός Ορλάνδος αναφέρει για την προσφορά της προς την πατρίδα:
«....Ούτε πανταχού, ούτε και καθ’ όλας τας εποχάς αναφαίνονται εν ταις επαναστάτεσι γυναίκες τοιαύται, έκτακτον έχουσαι τον χαρακτήρα και άξιαι να κινήσωσι τον θαυμασμό του κόσμου».
Άδοξο ήταν και το τέλος του πλοίου «Αγαμέμνων», το οποίο οι απόγονοι της το δώρισαν στο νεοσύστατο κράτος. Το πλοίο έγινε η ναυαρχίδα του Ελληνικού Στόλου, αφού μετονομάστηκε σε «Σπέτσαι», όμως ανατινάχθηκε στον Πόρο στις 29 Ιουλίου 1831, από τον Ανδρέα Μιαούλη, στη διάρκεια πολιτικών ταραχών.
Μουσείο
Το αρχοντικό της στις Σπέτσες κτίστηκε στα τέλη του 17ου αιώνα από Μαυριτανό αρχιτέκτονα και έχει περίγραμμα σχήματος Π, που αποδεικνύει την σπουδαιότητα του ιδιοκτήτη του. Έχει ισόγειο και δύο ορόφους και η εξωτερική πέτρινη σκάλα συνδέει τη μπροστινή εσωτερική αυλή με τον πρώτο όροφο. Έγινε Μουσείο [3] το 1991, με πρωτοβουλία που ανέλαβε ο ιδιοκτήτης του Φίλιππος Δεμερτζής-Μπούμπουλης και περιλαμβάνει συλλογή όπλων, επιστολές και άλλα αρχεία, παλιά βιβλία, πορτραίτα της και προσωπικά αντικείμενα, έπιπλα καθώς και διακρίσεις που τις είχαν απονείμει ξένες κυβερνήσεις. Οι Ρώσοι μετά το θάνατό της της απένειμαν τον τίτλο του ναυάρχου, μια τιμή πρωτοφανή για γυναίκα και η ζωή της έγινε ταινία [4] του ελληνικού κινηματογράφου, με πρωταγωνίστρια την ηθοποιό Ειρήνη Παππά.
Οικογένεια Μπούμπουλη
Έντεκα απόγονοί της σε ευθεία γραμμή διατέλεσαν ανώτεροι αξιωματικοί, δύο αποστρατεύθηκαν με τον βαθμό του υποναυάρχου και άλλοι δύο με τον βαθμό του ναυάρχου. Τρεις ασχολήθηκαν με την πολιτική και εκλέχθηκαν βουλευτές και υπουργοί, ενώ στις αρχές του 1900, υπηρετούσαν 7 Μπουμπουλαίοι αξιωματικοί στο Πολεμικό Ναυτικό.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- [Μουσείο Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας]
- [Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα Ολόκληρη η ταινία]
- [Βιογραφία της Μπουμπουλίνας ΕΡΤ-Arhives]
- [Η ζωή της Μπουμπουλίνας]
- [Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα Κλασσικά Εικονογραφημένα]
Παραπομπές