Φιλική Εταιρεία

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Φιλική Εταιρεία, μια εθνική επαναστατική μυστική οργάνωση, ιδρύθηκε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, στην Οδησσό της Ρωσίας από τον Εμμανουήλ Ξάνθο, το Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τεκελή ή Τσακάλογλου, γνωστό ως Τσακάλωφ, ενώ ως τέταρτο μέλος της, μυήθηκε ο Αντώνιος Κομιζόπουλος από τη Φιλιππούπολη. Αναφέρεται ότι ένα από τα πρώτα μέλη της ήταν ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ο οποίος σύμφωνα με ορισμένες πηγές ήταν συνιδρυτής και προηγήθηκε του Ξάνθου που μυήθηκε αργότερα. Ως συμβολική ημερομηνία ιδρύσεως της επιλέχθηκε η 14η Σεπτεμβρίου, η ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού [1]. Η Φιλική Εταιρεία ήταν ένα μυστικό δίκτυο Ελλήνων και φιλελλήνων με στόχο την οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνος. Τα νέα μέλη μυούνταν στην οργάνωση και η μύηση τους ολοκληρώνονταν με όρκο πίστεως. Κείμενο της Εταιρείας που βρέθηκε στα κρατικά αρχεία της Ρουμανίας αναφέρει ότι: «...Η Εταιρεία συνίσταται από καθ’ αυτό Έλληνας και ονομάζεται Εταιρεία των Φιλικών. Ο σκοπός των μελών αυτής είναι η καλυτέρευση του Έθνους και, αν ο Θεός το συγχωρέσει, η ελευθερία του».

Η Εταιρεία μέχρι το 1821 έφτασε να απαριθμεί χιλιάδες μέλη σε όλη την Ευρώπη και κυρίως στις χώρες που ζούσε ελληνική ομογένεια. Η οργάνωσή της ήταν συνωμοτική στο πρότυπο της Μασονίας και η ηγεσία της αποκαλούνταν «Αόρατος ή Κινητική Αρχή». Ήταν η σημαντικότερη από τις οργανώσεις που σχηματίστηκαν με σκοπό την προετοιμασία Επαναστάσεως για την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον Τουρκικό ζυγό. Οι Φιλικοί με την μύηση τους στην Εταιρεία έδιναν όρκο πίστεως και επικοινωνούσαν με κώδικες, ψευδώνυμα και συνθηματικές λέξεις και όπως αναφέρεται: «....Ο μυστικός χαρακτήρας της εξηγεί εν μέρει τον περιορισμένο και αμφίσημο χαρακτήρα των τεκμηρίων που άφησε πίσω της...» [2].

Φιλική Εταιρεία (Έμβλημα).

Πρόδρομες οργανώσεις

Ήδη από τον 18ο αιώνα και πριν την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός αλλά και η άνθηση της οικονομίας και της παιδείας των Ελλήνων είχαν δημιουργήσει την ανάγκη ν' αναπτυχθεί το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (1750-1821) που προετοίμασε το έδαφος για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Το 1809 ιδρύθηκε στο Παρίσι το «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον» [3] από τον Θεσσαλονικέα λόγιο Γρηγόριο Ζαλύκη, και μεταξύ των μελών του ήταν και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ. Το «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον» συγκροτήθηκε τυπικά ως εταιρεία μελέτης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Το 1813 στην Αθήνα, με την έμμεση υποστήριξη της Αγγλία, ιδρύθηκε η «Φιλόμουσος Εταιρεία» [4], με κεντρικό σκοπό την καλλιέργεια του ελληνικού πνεύματος των νέων, την έκδοση βιβλίων, τη βοήθεια φτωχών σπουδαστών, όμως η οργάνωση δεν απέκτησε λαϊκό έρεισμα καθώς κινήθηκε σε κύκλους λογίων και διπλωματών. Άλλη παρόμοια μυστική οργάνωση ήταν η «Εταιρεία του Φοίνικος» στην οποία ανήκαν αρχικά οι Σκουφάς και Ξάνθος. Κατά μία άποψη από αυτή προήλθε η Φιλική Εταιρεία.

Ιδρυτές Φιλικής Εταιρείας

Ως ο πρώτος ο οποίος εξέφρασε την ιδέα μιας εταιρίας με σκοπό την απελευθέρωση του Ελληνικού Έθνους φέρεται ότι ήταν ο Κωνσταντίνος Ράδος περί το 1812 στη Μόσχα, ενώπιον των Αντώνιου Κομιζόπουλου, Μάνθο Ριζάρη και Σκουφά, με τους οποίους συζητούσε στο σπίτι του. Όταν τα στρατεύματα του Μεγάλου Ναπολέοντα κατέλαβαν τη Μόσχα, οι Σκουφάς και Τσακάλωφ έφυγαν προς τη Νότιο Ρωσία, ενώ ο Ράδος συντάχθηκε με τους Γάλλους, καθώς πίστευε πως τα γαλλικά στρατεύματα θα έφερναν στη Ρωσία τον αέρα της επαναστάσεως. Εν συνεχεία, ο Ράδος εγκατέλειψε τη Ρωσία, μαζί με τα στρατεύματα του στρατηγού Νεΰ, απέκτησε Γαλλική υπηκοότητα και, μέσω Βλαχίας και Κωνσταντινούπολης, εγκαταστάθηκε ως έμπορος στη Σμύρνη. Την σκέψη του ανέλαβαν να υλοποιήσουν οι φίλοι του.

Πρωταγωνιστές της ιδρύσεως της ήταν ο Νικόλαος Σκουφάς, 35 χρόνων, από το Κομπότι της Άρτας, ο Εμμανουήλ Ξάνθος [5], 42 χρόνων, από την Πάτμο και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, 26 χρόνων, από τα Γιάννενα, κοινωνοί των επαναστατικών ιδεών και του εταιρισμού. Ο Σκουφάς είχε ιδιαίτερες επαφές με τον Κωνσταντίνο Ράδο, ο οποίος ήταν μυημένος στον Καρμποναρισμό. Ο Ξάνθος είχε μυηθεί σε τεκτονική Στοά της Αγίας Μαύρας στη Λευκάδα, γνωστή ως «Εταιρεία των Ελεύθερων Κτιστών», ενώ ο Τσακάλωφ είχε υπάρξει ιδρυτικό μέλος μιας Φιλανθρώπου Εταιρείας και γνώριζε την οργάνωση του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου». Ο Ξάνθος είχε μεταβεί για λογαριασμό τριών εμπόρων από την Κωνσταντινούπολη στην Πρέβεζα και στα Γιάννενα για να κλείσει συμφωνία αγοραπωλησίας ελαιολάδου και επιστρέφοντας στην Οδησσό στις αρχές του Νοεμβρίου 1813 γνωρίστηκε με τους Σκουφά και Τσακάλωφ. Δεν είναι απόλυτα διακριβωμένο ποιος είχε την έμπνευση και την πρωτοβουλία για την ίδρυση της Εταιρείας. Ο Ξάνθος στα Απομνημονεύματά του δηλώνει [6] πως είναι αυτός που παρακίνησε τον Σκουφά, αλλά είναι βέβαιο ότι ο Σκουφάς πρώτος διαμόρφωσε ένα αρχικό πλάνο για την Εταιρεία. Μιλώντας ο Ξάνθος για τις συναντήσεις του με τον Τσακάλωφ και τον Σκουφά, το 1814 στην Οδησσό, γράφει: «Απεφάσισαν λοιπόν αυτοί οί φίλοι να σχεδιάσωσι τους κανόνας ταύτης της εταιρίας, την οποίαν και Εταιρίαν των Φιλικών ώνόμασαν, δανεισθέντες πολλούς κανόνας από την Έταιρίαν των Φραγκο-Μασόνων, είς ήν ο Ξάνθος προ τίνος χρόνου είχεν εμβεί ευρεθείς εις μίαν της Επτανήσου Πολιτείας νήσον» [7]. Η ιδρυτική ομάδα της Εταιρείας αποκλήθηκε «Αρχή» από τα μέλη της. Οι συμμετέχοντες, αντί να υπογράφουν με τα αληθινά τους ονόματα, χρησιμοποιούσαν αρχικά από στοιχεία του ελληνικού αλφαβήτου, προτάσσοντας το Α από τη λέξη ΑΡΧΗ.

Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρίας δεν παρουσιάζονταν ως αρχηγοί, αλλά ως εκτελεστικά όργανα της Αρχής, δηλαδή της ανώτατης εξουσίας. Η αόριστη και σκοτεινή λέξη Αρχή ασκούσε υποβλητική και μυστικιστική επίδραση στους μυημένους. Ο καθένας την φανταζόταν και την ερμήνευε όπως ήθελε. Οι περισσότεροι πίστευαν πως πίσω από την Εταιρία κρυβόταν η Ρωσία, αφού μάλιστα την εποχή εκείνη υπουργός εξωτερικών του Τσάρου ήταν ο Καποδίστριας. Η ταυτότητα των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας αλλά και η πράξη ιδρύσεως της αποτέλεσαν αντικείμενο διαφωνίας ανάμεσα στα πρόσωπα, αλλά και στους ιστορικούς που τα κατέγραψαν. Η πρώτη σύγκρουση σημειώθηκε ανάμεσα στον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο και τον Εμμανουήλ Ξάνθο, οι οποίοι ερίζουν για τη θέση του τρίτου συνιδρυτή της Εταιρείας, μετά τους Σκουφά και Τσακάλωφ. Ο μεν Αναγνωστόπουλος, μέσα από το έργο του Φιλήμονος, υποστηρίζει ότι οι τρεις εμπνευστές του αρχικού σχεδίου στην Οδησσό ήταν ο Τσακάλωφ, ο Σκουφάς και ο ίδιος, ενώ για τον Ξάνθο σημειώνεται ότι κατηχήθηκε το 1817 από τον Σκουφά. Ο Ξάνθος απαντά με ανώνυμη επιστολή, γνωστή ως «απολογία Ξάνθου», την 1η Οκτωβρίου 1837, σε αναφορά του προς την Εθνοσυνέλευση στις 15 Δεκεμβρίου 1843 και στα «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας» που δημοσίευσε το 1845, όπου υποστηρίζει ότι ο ίδιος αποτελούσε τον τρίτο πόλο της αρχικής τριάδας και πως στη συνέχεια προστέθηκε σε αυτήν ο Αναγνωστόπουλος.

Χρόνος ιδρύσεως

Είναι άγνωστη η ακριβής ημερομηνία ιδρύσεως της Εταιρείας, όμως ο μήνας και το έτος συνυπάρξεως και των τριών ιδρυτών της στην Οδησσό ανάγεται στον Ιούνιο του 1814, όταν όπως συνάγεται τέθηκαν οι βάσεις της ιδρύσεως της Φιλικής Εταιρείας. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Κ. Παπουλίδη η ορκωμοσία των μελών της στην Οδησσό γίνονταν στο ναό της Αγίας Τριάδος της Οδησσού, γι’ αυτό και ονομαζόταν «ο ναός των Φι­λικών». Οι Φιλικοί δεν αντέγραψαν τις ξένες οργανώσεις κατά γράμμα και όπως ήταν λογικό να γίνει, οι ιδρυτές της εταιρείας έφτιαξαν την οργάνωσή τους ώστε να προσαρμόζεται στις ελληνικές συνθήκες. Οι ιδρυτές της Εταιρείας έλαβαν υπ' όψη τους και την πείρα των Ελληνικών εταιρειών που είχαν προηγηθεί. Έτσι δεν της έδωσαν την κοινωνική ριζοσπαστική κατεύθυνση της εταιρείας του Ρήγα Φεραίου. Στο πρόγραμμα της, προείχε η απελευθέρωση του Ελληνικού Έθνους για την οποία οι Φιλικοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι θα ήταν κυρίως έργο των υπόδουλων Ελλήνων, που δεν είχαν να περιμένουν πολλά πράγματα από τους ξένους. Παράλληλα οι βασικές αρχές της Εταιρείας «γράφτηκαν σε μία κακή τετριμμένη διάλεκτο της ελληνικής, για να είναι κατανοητές και από τον τελευταίο τσοπάνο» [8] Από τους πρώτους που μυήθηκαν στην Φιλική εταιρεία ήταν ο Ράδος, ο οποίος την είχε εμπνευστεί αλλά δεν πρόλαβε να τη δημιουργήσει: «.... πρωίαν, λοιπόν, τινά της ανοίξεως του 1818 εμφανίζεται ενώπιον του Ράδου εν Σμύρνη ο Τσακάλωφ και εγκαλιζόμενος αυτόν λέγει μετ’ ενθουσιασμού και δακρύων: Η ιδέα σου επραγματοποιήθη. Η εταιρία εσυστήθη και εργάζεται από καιρού. Ιδού εγώ έρχομαι εντεταλμένος εκ μέρους της να σου αναθέσω να την διαδώσης εν Σμύρνη».

Έμβλημα της Εταιρείας

Το έμβλημα της Φιλικής Εταιρίας αποτελούσε το γνώρισμα που χορηγούσε η ηγεσία στα μέλη της. Το έμβλημα ονομάζεται «Εφοδιαστικό» και αποτελούσε κρυπτογραφημένη βεβαίωση για την ιδιότητά τους. Πρόκειται για δύο δόρατα χιαστί με αναρτημένα λάβαρα και στο σημείο τομής των δοράτων υπάρχει ένας σταυρός δαφνοστεφής. Στα λάβαρα αναγράφονται τα γράμματα «ΗΕΑ» και «ΗΘΣ», που είναι γράμματα των λέξεων «Η ΕλευθερίΑ Ή ΘάνατοΣ». Η κρυπτογραφική χρήση του αλφαβήτου, οι συνθηματικές λέξεις, η πολύπλοκη ιεραρχία και οι τελετουργικές διαδικασίες εξασφάλιζαν αφενός μεν την πίστη και τον ενθουσιασμό των μελών της, αφετέρου δε τη μυστικότητα της οργανώσεως.

Πρώτα χρόνια

Η αρχική δράση της Φιλικής Εταιρείας, που διευθυνόταν από έναν κλειστό ηγετικό κύκλο, δεν φαίνεται να ήταν επιτυχής. Δεν στρατολόγησε πολλά νέα μέλη, δεν είχε μαζικές προσχωρήσεις, δεν εδραιώθηκε στα μεγάλα εμπορικά ή πνευματικά κέντρα του Ελληνισμού, καθώς τα απολυταρχικά καθεστώτα της εποχής αντιμετώπιζαν με πυγμή τις υπόνοιες επαναστατικής δράσεως κι ακόμη σκληρότερα τις εξεγέρσεις. Παράλληλα οι Τουρκικές αρχές, που πληροφορούνταν τις εξελίξεις, ήταν εξαιρετικά καχύποπτες για τις κινήσεις των υπόδουλων πληθυσμών τους. Έτσι η Εταιρεία δραστηριοποιήθηκε κυρίως στη Ρωσία και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στελεχώθηκε από μικρό αριθμό εμπόρων, ενώ στην ομάδα αυτή δεν περιλαμβάνονται αποκλειστικά, όπως συχνά θεωρείται, πολύ ισχυροί και πλούσιοι επιχειρηματίες αλλά ακόμη και γραμματικοί ή υπάλληλοι εμπορικών οίκων. Σταδιακά οι στρατηγικές και οι προσανατολισμοί της Εταιρείας άλλαξαν. Το 1818 η Εταιρεία μετέφερε τη δραστηριότητα της στην Κωνσταντινούπολη και άρχισε να στρατολογεί μέλη και μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι Φιλικοί, που ήταν στο σύνολο τους άνδρες πλην μια περιπτώσεως [9], δεν ήταν όλοι ίσοι, καθώς υπήρχε ο ηγετικός πυρήνας, η Ανωτάτη Αρχή όπως ονομαζόταν, τέσσερις πολιτικές και δύο στρατιωτικές βαθμίδες στις οποίες εντάσσονταν τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Το κωδικό όνομα της Εταιρείας ήταν «Ναός» και σύμφωνα με όσα γράφει ο Ιωάννης Φιλήμων [10] η διαβάθμιση των μελών περιλάμβανε επτά βαθμούς:

  • Το βαθμό των Βλάμηδων (αδελφοποιητοί),
  • το βαθμό των Συστημένων,
  • το βαθμό των Ιερέων,
  • το βαθμό των Ποιμένων,
  • το βαθμό των Αρχιποιμένων,
  • το βαθμό των Αφιερωμένων και
  • το βαθμό των Αρχηγών των Αφιερωμένων.

Στη χαμηλότερη βαθμίδα, δηλαδή στους βλάμηδες, ανήκαν οι αγράμματοι και απλοί άνθρωποι. Στους συστημένους, εντάσσονταν οι υπάλληλοι και οι μικροέμποροι, ενώ στις δυο επόμενες βαθμίδες, τους ιερείς και τους ποιμένες, εντάσσονταν οι ευκατάστατοι και οι μορφωμένοι. Οι στρατιωτικές βαθμίδες ήταν των αφιερωμένων και οι αρχηγοί των αφιερωμένων. Η Ανώτατη Αρχή περιλάμβανε αρχικά τους ιδρυτές της οργανώσεως, η οποία την περίοδο από το 1815 έως το 1818 διευρύνθηκε με την είσοδο μεταξύ άλλων, του μητροπολίτη Iγνάτιου Oυγγροβλαχίας, του Φαναριώτη Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Δικαίου (γνωστό στην Πελοπόννησο ως Παπαφλέσσα), του Αντωνίου Κομιζόπουλου, του Νικολάου Γαλάτη, του αρχιμανδρίτη Αβραάμ Αγγελάτη γνωστού ως Άνθιμου Γαζή, του Αθανάσιου Σέκερη και του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου.

Όρκος της Φιλικής Εταιρείας

Οι Ιερείς της οργανώσεως ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της μυήσεως στους δύο πρώτους βαθμούς. Ο Ιερέας πλησίαζε κάποιον, μόλις σιγουρευόταν για τη φιλοπατρία του και τον κατηχούσε στους σκοπούς της Εταιρείας, οπότε το τελευταίο στάδιο ήταν να ορκιστεί. Τότε τον πήγαινε σε κάποιον κληρικό-κάτι διόλου εύκολο αν ο ιερέας δεν ήταν ήδη μυημένος. Πήγαινε και έβρισκε τον ιερέα και του έλεγε ότι ήθελε να ορκίσει κάποιον για προσωπική τους υπόθεση, προκειμένου να διαπιστώσει ότι λέει την αλήθεια. Ο κληρικός φορούσε το πετραχήλι και έπαιρνε το Ευαγγέλιο, οπότε ο κατηχητής έπαιρνε παράμερα τον υποψήφιο και του υπαγόρευε ψιθυριστά τον «μικρό όρκο», τον οποίο έπρεπε να τον επαναλαμβάνει ο κατηχούμενος χαμηλόφωνα τρεις φορές.
«Ορκίζομαι εις το όνομα της αληθείας και της δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπερτάτου Όντος, να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα το μυστήριον, το οποίον θα μου εξηγηθεί και ότι θα αποκριθώ την αλήθειαν εις ό,τι ερωτηθώ».
Στη συνέχεια ο κατηχητής πλησίαζε τον υποψήφιο στον ιερέα και τον ρωτούσε:
«Είναι αληθινά, αδελφέ, αυτά που μου επανέλαβες τρεις φορές;».
«Είναι και θα είναι αληθινά και για την ασφάλειά τους ορκίζομαι στο Ευαγγέλιο», απαντούσε ο υποψήφιος. Την ίδια περίπου ερώτηση, έκανε και ο κληρικός και αφού έπαιρνε καταφατική απάντηση, τον όρκιζε στο Ευαγγέλιο.

Στο τελευταίο στάδιο ο υποψήφιος εμφανιζόταν με ένα μικρό κίτρινο κερί, ο μυητής έπαιρνε ένα εικόνισμα και το έστηνε στο τραπέζι και άναβαν το κερί. Ο μυητής ρωτούσε:
«Μήπως δεν στοχάζεσαι τον εαυτόν σου εις αρκετήν δύναμην; Έχεις ακόμη καιρό να παραιτηθείς.. Από τον δεσμόν όπου εμβαίνεις μόνον o θάνατος θα ημπορεί να σε λυτρώσει! Σε ολίγoν κάθε μεταμέλειά σου θα είναι ασυγχώρητος!».
Ο υποψήφιος απαντούσε:
«Το εστοχάστηκα και στέργω».
Στη συνέχεια ο μυητής έδινε το κερί στον υποψήφιο, γονάτιζαν και οι δύο, έκαναν το σταυρό τους κι ασπάζονταν την εικόνα. Την ορκωμοσία αναλάμβανε ο μυητής, που διάβαζε «τον μεγάλο όρκο» και ο μυούμενος τον επαναλάμβανε με σεβασμό.
«Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της, μήτε να σταθώ κατ΄ουδένα λόγον ή αφορμή του να καταλάβωσι άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου.
Ορκίζομαι ότι εις το εξής δεν θέλω έμβει εις καμμίαν εταιρείαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανέναν δεσμόν υποχρεωτικόν. Και μάλιστα, οποιονδήποτε δεσμόν αν είχα, και τον πλέον αδιάφορον ως προς την Εταιρείαν, θέλω τον νομίζει ως ουδέν.
Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους, θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει. Ορκίζομαι να μη μεταχειριστώ ποτέ βίαν δια να αναγνωρισθώ με κανένα συνάδελφον, προσέχων εξ εναντίας με την μεγαλυτέραν επιμέλειαν να μην λανθασθώ κατά τούτο, γενόμενος αίτιος ακολούθου τινός συμβάντος, με κανένα συνάδελφον.
Ορκίζομαι να συντρέχω, όπου εύρω τινά συνάδελφον, με όλην την δύναμιν και την κατάστασίν μου. Να προσφέρω εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν και αν έτυχε πρότερον εχθρός μου, τόσον περισσότερον να τον αγαπώ και να τον συντρέχω, καθ΄όσον η έχθρα μου ήθελεν είναι μεγαλυτέρα.
Ορκίζομαι ότι καθώς εγώ παρεδέχθην εις Εταιρείαν, να δέχομαι παρομοίως άλλον αδελφόν, μεταχειριζόμενος πάντα τρόπον και όλην την κανονιζομένην άργητα, εωσού τον γνωρίσω Έλληνα αληθή, θερμόν υπερασπιστήν της πατρίδος, άνθρωπον ενάρετον και άξιον όχι μόνον να φυλάττη το μυστικόν, αλλά να κατηχήση και άλλον ορθού φρονήματος.
Ορκίζομαι να μην ωφελώμαι κατ΄ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερό πράγμα και ενέχυρον ανήκον εις όλον το Έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα εσφραγισμένα γράμματα.
Ορκίζομαι να μην ερωτώ κανένα των Φιλικών με περιέργειαν, δια να μάθω οποίος τον εδέχθη εις την Εταιρείαν. Κατά τούτο δε μήτε εγώ να φανερώσω, ή να δώσω αφορμήν εις τούτον να καταλάβη, ποίος με παρεδέχθη. Να αποκρίνομαι μάλιστα άγνοιαν, αν γνωρίζω το σημείον εις το εφοδιαστικόν τινός.
Ορκίζομαι να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατριβώ.
Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς!
Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου.
Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου. Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των Ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου».

Με το πέρας του όρκου ο μυητής ακουμπούσε το δεξί του χέρι στον ώμο του μυούμενου και δήλωνε:
«Ενώπιον του αοράτου και πανταχού παρόντος αληθινού Θεού,. του καθ' αυτό δικαίου, του εκδικούντος την παράβασιν και παιδεύοντος την κακίαν, καθιερώνω κατά τους κανόνας της Φιλικής Εταιρείας τον (ονοματεπώνυμο) εκ πατρίδος (τόπος καταγωγής), ετών (ηλικία) και επαγγέλματος (τάδε) και δέχομαι τούτον ιερέα, καθώς εδέχθην τούτον εις την Εταιρείαν των Φιλικών».

Το νέο μέλος της εταιρείας αποστήθιζε τον μυστικό κώδικα και αποκτούσε τη δική του συμβολική υπογραφή. Χαρακτηριστικά, αγκάθι ήταν ο εχθρός, δένδρα τα τουφέκια, δυστυχείς οι αρχιερείς, ευεργετικός ο Καποδίστριας, ίππος το μικρό καράβι, μπιλάντζον ο πόλεμος, παλαιότερος ο πατριάρχης, πλεονέκται οι Έλληνες έμποροι και σύννεφα τα μέλη της Εταιρείας. Στη συνέχεια του έδιναν ένα γράμμα που κουβαλούσε πάντα μαζί του και ονομαζόταν γράμμα υπεροχής, το οποίο έδειχνε όταν συναντούσε κάποιον Συστημένο, αφού έκανε πρώτα όλες τις συνθηματικές χειρονομίες με τις οποίες διαπίστωσε αν έπρεπε να τον εμπιστευθεί.

Φάση εξαπλώσεως

Η Φιλική Εταιρεία εξα­πλώθηκε με προσοχή και με αργούς ρυθμούς έτσι κατόρθωσε να μυήσει ελάχιστα μέλη -πέντε το 1814, ένα το 1815, δεκατρία το 1816, είκοσι τρία το 1817, και αριθμούσε μόλις 47 μέλη, αν και ο Νικόλαος Γαλάτης [11] κατέθεσε στην Αστυνομία της Πετρουπόλεως ότι η οργάνωση είχε μέλη σε όλη την Ελλάδα και σε άλλες χώρες και ότι τα μέλη της είναι χιλιάδες. Η μύηση, το 1817, τριών οπλαρχηγών της Πελοποννήσου, του Χρήστου Αναγνωσταρά, του Ηλία Χρυσοσπάθη και του Παναγιώτη Δημητρόπουλου, καθώς και, το 1818, του Κωνσταντινοπολίτη μεγαλέμπορου, Παναγιώτη Σέκερη, ο οποίος ενίσχυσε αποφασιστικά και τα οικονομικά της -μέχρι τα τέλη του 1818, είχε προσφέρει 25.000 γρόσια ως ενίσχυση- εγκαινίασαν τη μαζική ανάπτυξη της. Το 1818 η Αόρατος Αρχή μετονομάστηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων» και κάθε Απόστολος επωμίστηκε την ευθύνη μιας μεγάλης περιφέρειας.

Απόστολοι Φιλικής Εταιρείας

Οι Απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας ορίστηκαν από τον Σκουφά, την άνοιξη του 1818, όταν η έδρα της Εταιρείας μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κι ήταν οι ακόλουθοι:

  • Γεωργάκης Ολύμπιος για τη Σερβία,
  • Βατικιώτης για τη Βουλγαρία,
  • Πεντεδέκας για τη Ρουμανία,
  • Λουριώτης για την Ιταλία,
  • Αναγνωσταράς για τα νησιά του Σαρωνικού,
  • Χρυσοσπάθης για τη Μεσσηνία,
  • Φαρμάκης για τη Μακεδονία και Θράκη,
  • Κροκίδας για την Ήπειρο,
  • Πελοπίδας για την Πελοπόννησο,
  • Ίπατρος για την Αίγυπτο,
  • Κατακάζης για τη Νότια Ρωσία και
  • Κυριάκος Καμαρινός για τον Πετρόμπεη (Μαυρομιχάλη) της Μάνης.

Στις 31 Ιουλίου 1818, όταν πέθανε ο Σκουφάς, τα μέλη της Εταιρείας δεν υπερέβαιναν τα τριάντα. Οι Απόστολοι διασκορπίστηκαν στις περιφέρειες που τους ορίστηκαν και άρχισαν να μυούν τους Έλληνες στους σκοπούς της Εταιρείας. Ανάμεσα σ' αυτούς πεφωτισμένοι λόγιοι και επιστήμονες της εποχής, αλλά και προεστοί όπως ο Κόντε Ιωάννης Κεφαλάς από την Ήπειρο και άλλοι επιφανείς Έλληνες, καθώς οι Φιλικοί άρχισαν να επισκέπτονται περιοχές όπου υπήρχαν και δρούσαν Ελληνικές κοινότητες με αποτέλεσμα να αρχίσουν να αυξάνονται ραγδαία οι μυημένοι.

Εξάπλωση στον Ελλαδικό χώρο

Αν και η Εταιρεία διατήρησε τον χαρακτήρα της κλειστής, συνωμοτικής οργανώσεως, οι τριβές και οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των στελεχών της, οι οποίες έφτασαν ακόμη και στη φυσική εξόντωση κάποιων, μαρτυρούν διαφορετικές επιδιώξεις και ανταγωνισμούς που ανέκυψαν στην ανάπτυξη της δράσεως της. Το 1819 μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία πρόκριτοι της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου και αρκετοί οπλαρχηγοί, σε περιοχές δηλαδή όπου υπήρχαν συμπαγείς χριστιανικοί πληθυσμοί, κι έτσι το 1820 τα μέλη της ξεπερνούσαν τις 3.000. Κομβική για τις επιδιώξεις, την ανάπτυξη και την δράση της εταιρείας υπήρξε η προσχώρηση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που μυήθηκε στις 2 Αυγούστου 1818 στη Μάνη από τον έμπορο Κυριάκο Καμαρινό, καθώς και άλλων ισχυρών προεστών και κληρικών της Πελοποννήσου. Κύρια επιδίωξη των ηγετικών παραγόντων της Εταιρείας ήταν η αναζήτηση αρχηγού, στόχος που αποτέλεσε βασική μέριμνα της προκειμένου μεταξύ άλλων να διασφαλισθεί και η συμβολική λειτουργία της θεωρίας της «Αόρατης Αρχής». Κανείς δε γνώριζε ούτε είχε δικαίωμα να ρωτήσει ποιοι την αποτελούσαν. Οι εντολές της εκτελούνταν ασυζητητί, ενώ τα μέλη δεν είχαν δικαίωμα να λαμβάνουν αποφάσεις. Το 1818, μυήθηκαν στην Εταιρεία 210 μέλη, το 1819 οι μυημένοι ήταν 416, το 1820 ήταν 233, και τους πρώτους μήνες του 1821, 137 -σύνολο 1058. Από τα 859 μέλη, γνωστής καταγωγής, οι 351 κατάγονταν από τον Μοριά, οι 116 από τα Ιόνια νησιά, οι 107 από τα νησιά του Αιγαίου, 99 από την Ήπειρο, 59 από τη Θεσσαλία και οι άλλοι από τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδος. Η επιτυχής εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας οφείλεται στο γεγονός, ότι τα μέλη της καλλιεργούσαν την ιδέα πως η κίνηση τους υποστηριζόταν από τη Ρωσία και ότι είχαν την ευλογία του Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως.

Αναζήτηση αρχηγού / Έκρηξη της Επαναστάσεως

Επιδιώκοντας να ισχυροποιήσει τις φήμες, η ηγετική ομάδα της Εταιρείας ήρθε σε επαφή με τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον κερκυραϊκής καταγωγής υφυπουργό του Τσάρου της Ρωσίας, όμως δεν υπήρξε αποτέλεσμα και η Εταιρεία προσέγγισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, γόνο φαναριώτικης οικογένειας και υπασπιστή του τσάρου, ο οποίος τον Απρίλιο του 1820 δέχθηκε και στις 12 Απριλίου 1820 συνυπέγραψε με τον Ιωάννη Μάνο και τον Ξάνθο, Πρακτικό Αναλήψεως της Αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας. Παρά τις αρχικές επιδιώξεις της Εταιρείας αλλά και τις προσπάθειες του ίδιου του Υψηλάντη, οι απόπειρες συνεργασίας με άλλους χριστιανικούς λαούς και πληθυσμούς δεν καρποφόρησαν.

Οι βασικές γραμμές του σχεδίου δράσεως της Εταιρείας ήταν:

  • Άμεση κήρυξη της επαναστάσεως, στα τέλη Νοεμβρίου ή αρχές Δεκεμβρίου 1820.
  • Κέντρο της Επαναστάσεως θα ήταν η Πελοπόννησος, όπου θα έφθανε και ο Υψηλάντης με πλοίο από την Τεργέστη.
  • Πυρπόληση του οθωμανικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη.
  • Εξέγερση των μισθοφορικών φρουρών στις παραδουνάβιες ηγεμονίες για πρόκληση αντιπερισπασμού.

Το 1820 μετά από αίτημα Πελοποννήσιων προεστών και ιεραρχών δημιουργήθηκε η Εφορία της Πελοποννήσου ή της Πάτρας. Η πρόταση διατυπώθηκε από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στο κείμενο με τον τίτλο Στοχασμοί των Πελοποννησίων περί του καλού συστήματος και μεταφέρθηκε από τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο στον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην Οδησσό. Ο Υψηλάντης όρισε τρεις κοτζαμπάσηδες και τρεις ιεράρχες ως εφόρους, με επικεφαλής τον Ιωάννη Βλασσόπουλο, πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα. Οι αρμοδιότητες της εφορίας Πελοποννήσου ήταν παρόμοιες με αυτές των άλλων εφοριών και οι τοπικές ηγεσίες της Πελοποννήσου κινήθηκαν προς την ενσωμάτωσή τους σε μοντέρνες πολιτικές και επαναστατικές δομές. Οι Πελοποννήσιοι αποδέχτηκαν τις αποφάσεις-εντολές της Εταιρείας για την έναρξη της Επαναστάσεως και τις υλοποίησαν. Η μυστική συνέλευση της Βοστίτσας, τον Ιανουάριο του 1821 αποτέλεσε διευρυμένη σύσκεψη των μελών της εφορίας με τον απόστολο του Υψηλάντη, τον Γρηγόριο Δικαίο-Παπαφλέσσα.

Στις αρχές του 1821 υπήρχαν καλύτερες προϋποθέσεις για το ξέσπασμα της Ελληνικής Επαναστάσεως στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες διότι διοικούνταν από Φαναριώτες Ηγεμόνες και απαγορεύονταν να σταθμεύει Τουρκικός στρατός στα εδάφη τους. Τον Ιανουάριο του 1821 απεστάλη στην Πελοπόννησο ο Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας για να ξεσηκώσει τους προκρίτους και τους ιερείς. Η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε ουσιαστικά στις 22 Φεβρουαρίου 1821 στο Ιάσιο, πρωτεύουσα της Μολδαβίας, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέβη τον Προύθο ποταμό και εισήλθε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Ο Υψηλάντης στις 24 Φεβρουαρίου του 1821 από το Ιάσιο απευθύνεται στους Αδελφούς της Εταιρείας των Φιλικών και λέει: «...Άγετε λοιπόν, ω αδελφοί, συνδράματε και την τελευταίαν ταύτην φοράν έκαστος υπέρ την δύναμίν του, εις ωπλισμένους ανθρώπους , εις όπλα, χρήματα και ενδύματα εθνικά, αι δε μεταγενέστεραι γενεαί θέλουσιν ευλογεί τα ονόματά σας και θέλουν σας κηρύττει ως τους πρωταιτίους της ευδαιμονίας των», με την περίφημη προκήρυξη του, «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ», στην οποία ανταποκρίθηκαν αρκετοί Έλληνες, μεταξύ των οποίων πάρα πολλοί νέοι. Τελικά η Ρωσία δεν ήλθε ως αναμενόμενος αρωγός, ενώ το Πατριαρχείο, κατόπιν πιέσεων της Πύλης, αφόρισε επισήμως στις 23 Μαρτίου τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Μιχαήλ Σούτσο, μαζί με όλους τους επαναστάτες: «... θέλοντες (οι επαναστάτες) να διαταράξωσιν την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιαφή αυτής σκιά με τόσης ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον... να διακηρύξετε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακοβούλων ανθρώπων και να τους αποδείξητε και να τους στηλιτεύετε πανταχού ως κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας... και παραδίδοντας και εκείνους τους απλουστέρους, όσοι ήθελον φορασθή, ότι ενεργούν ανοίκεια του ραγιαδικού χαρακτήρος...». Τον Μάρτιο η Πελοπόννησος πήρε τα όπλα και τον Ιούνιο έφθασε στην Ελλάδα ο Δημήτριος Υψηλάντης ως πληρεξούσιος του αδελφού του προκειμένου να αναλάβει την αρχηγία του Αγώνα, όμως παραμερίστηκε από τους ντόπιους προκρίτους και οπλαρχηγούς και το Έθνος των Ελλήνων ανέλαβε την διεξαγωγή της Επαναστάσεως δίχως την καθοδήγηση της Φιλικής Εταιρείας.

Μουσείο Φιλικής Εταιρείας

Το Μουσείο [12] Φιλικής Εταιρείας στεγάζεται στην οδό Κρέσνι Περεούλοκ [Krasnij Pereulok] αριθ. 18 στην Οδησσό της Ουκρανίας, στο σπίτι του Έλληνα επιχειρηματία και εθνικού ευεργέτη Γρηγορίου Γρ. Μαρασλή, δημάρχου της Οδησσού για δεκαέξι χρόνια, από το 1878 ως το 1895. Στο χώρο αυτό είχαν βρει καταφύγιο και συνεδρίαζαν οι Φιλικοί της Οδησσού κι εκεί οι Εμμανουήλ Ξάνθος, Αθανάσιος Τσακάλωφ και Νικόλαος Σκουφάς έδωσαν τον όρκο της εξεγέρσεως κατά των Τούρκων. Το σπίτι, που ανήκε στον πατέρα του Γρηγορίου Μαρασλή, ανακαινίστηκε με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού-Παράρτημα Οδησσού και μετατράπηκε από το 1994, μαζί με τα γειτονικά του οικήματα, σε Μουσείο της Φιλικής Εταιρείας, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1979 από το Ιστορικό-Λαογραφικό Μουσείο της Οδησσού. Στο Μουσείο φιλοξενείται επιστημονική βιβλιοθήκη με 6.000 τίτλους. Ανάμεσα στα εκθέματα περιλαμβάνονται πρωτότυπα έργα σχετικά με τη δράση των Φιλικών, χάρτες, γκραβούρες και φωτογραφίες, έγγραφα στον κρυπτογραφικό κώδικα των Φιλικών, χειρόγραφα σχετικά με την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, κατάλογοι των μελών της, επιστολές, χειρόγραφες προκηρύξεις, προσωπογραφίες και σφραγίδες του Αλέξανδρου Υψηλάντη, του Εμμανουήλ Παπά, του Εμμανουήλ Ξάνθου και άλλων.

Ιστορική προσφορά της Φιλικής Εταιρείας

Οι Φιλικοί είτε ως «ηθικά όντα» όπως σημειώνει ο Ιωάννης Φιλήμων, είτε ως «άνθρωποι δευτέρας τάξεως» όπως παρατηρεί ο Απόστολος Βακαλόπουλος, απασχολούσαν και θα απασχολούν για πολλά χρόνια τους ιστορικούς, ενώ θα απασχολούν και τη συλλογική μνήμη κοινωνιών από τις οποίες προήλθαν, έδρασαν, ταξίδεψαν και οραματίσθηκαν το κορυφαίο γεγονός της νεότερης Ευρωπαϊκής ιστορίας: την Ελληνική Επανάσταση. Μεγάλη επίδραση στην ίδρυση της Εταιρείας στην Οδησσό είχε το γεγονός των νικηφόρων Ρωσοτουρκικών πολέμων του τέλους του 18ο αιώνα, ιδίως των ετών 1768-1774 και 1781-1791. Ως μυστική και επαναστατική οργάνωση, η Εταιρεία φρόντιζε να μην έχει έγγραφα ή να τα εξαφανίζει. Γι’ αυτό και «κατάλογοι πλήρεις των μελών της Εταιρείας δεν διεσώθησαν, ατυχώς», μολονότι είναι γνωστά 1096 ονόματα. Η Εταιρεία δεν κατόρθωσε να προωθήσει την ιδέα για μια παμβαλκανική εξέγερση, διότι οι Βαλκανικοί λαοί είτε βρίσκονταν ακόμη στα πρώιμα στάδια του εθνικού τους Διαφωτισμού, είτε οι στόχοι τους δεν ταυτίζονταν με εκείνους των Ελλήνων. Κατόρθωσε όμως να εμφυσήσει στους Έλληνες την ιδέα της εξεγέρσεως και τελικά να προετοιμάσει και να εκδηλώσει την επανάσταση του Ελληνικού Έθνους, η οποία κατέληξε στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Αποτελεί εκφρασμένο γεγονός ότι η Φιλική Εταιρεία, στην προετοιμασία της Επαναστάσεως του 1821, επέδρασε στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας των Ρώσων Δεκεμβριστών.

Η ίδρυση της αποτελεί τη σπουδαιότερη πολιτική ενέργεια του ελληνισμού. Οργανώθηκε με επιτυχία η εθνική επανάσταση, τέθηκε το ζήτημα της εθνικής αποκαταστάσεως με νέους όρους: θεωρήθηκε ότι ήταν ευθύνη των Ελλήνων και όχι κάποιας ευρωπαϊκής δύναμης. Το επίτευγμά της: η μετάδοση της αισιοδοξίας και του επαναστατικού ενθουσιασμού στη νέα γενιά των Ελλήνων, η διάδοση της ιδέας της εξεγέρσεως. Έχτισε και πρόσφερε τον κινητήριο μύθο για την απελευθέρωση. Η Φιλική Εταιρεία ήταν όχημα του ξεσηκωμού και οι πρώτοι αυτοί επαναστάτες έγιναν οι ήρωες που συμβολίζουν ακόμη και σήμερα την ελευθερία του Ελληνικού Έθνους. Στην ιστορία της Φιλικής Εταιρείας καταγράφονται η εκτέλεση του Νικολάου Γαλάτη και του Δημητρίου Κούτμα, του εμπόρου Κυριάκου Καμαρινού, ο οποίος ρίχτηκε στον Δούναβη από τους Φιλικούς το 1820 για να μην παραδώσει στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια με την οποία γινόταν φανερό ότι ο τελευταίος δεν είχε σχέση με την Εταιρεία, γεγονός που θα δημιουργούσε μείωση του κύρους της Εταιρείας και αποχώρηση του Πετρόμπεη και άλλων οπλαρχηγών από αυτήν, καθώς και η απόπειρα αυτοκτονίας του Νικολάου Σπηλιάδη, ο οποίος, φοβούμενος ότι θα έχει την τύχη του Γαλάτη, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει στις 29 Ιανουαρίου 1821 αλλά σώθηκε ως εκ θαύματος. Σε Τουρκικό σχολικό εγχειρίδιο του 1988 αναφέρεται ότι «Η Εθνική Εταιρεία ιδρύθηκε αρχικά το 1814 στην Οδησσό από τρία άτομα, δύο Έλληνες κι έναν Βούλγαρο. Ουσιαστικός στόχος της ήταν η επανίδρυση της αρχαίας Bυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ο τσάρος της Ρωσίας ήταν πληροφορημένοι σχετικά με την ίδρυση της Εταιρείας».

Το τέλος της Φιλικής Εταιρείας

Αν και μετά την έκρηξη του κινήματος στη Μολδοβλαχία, το έργο της Εταιρίας είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί, στη Διακήρυξη, που επισφράγισε την Α΄ Εθνοσυνέλευση, επιτεύχθηκε «...να λησμονηθεί η συμβολή της οικογένειας Υψηλάντη στον Αγώνα, να λησμονηθεί η Φιλική Εταιρεία, να αποδοθεί η Επανάσταση του Ελλαδικού χώρου όχι στην ενιαία απόφαση του Έθνους για εξέγερση εναντίον της τουρκικής κυριαρχίας, αλλά σε ειδικά γεγονότα, και να δικαιολογηθούν η αναρχία και η αταξία που επικρατούσαν από τις πολεμικές περιπέτειες, ενώ ήταν σε όλους γνωστό ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα της διαμάχης και προκρίτων, που είχαν προκαλέσει οι τελευταίοι.» Η Διακήρυξη της Εθνοσυνελεύσεως προς τις ξένες κυβερνήσεις τόνιζε ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν είχε σχέση με κοινωνικές ανατροπές αλλά απέβλεπε στην ποθητή από αιώνες εθνική ανεξαρτησία. Η Α' Εθνοσυνέλευση αγνόησε και σιωπηρά κατάργησε τη σημαία των Φιλικών, όπως παραμέρισε και από την εξουσία τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, αποκλείοντας και παραγκωνίζοντας ολοκληρωτικά τη Φιλική Εταιρεία. Η ψήφιση του Πολιτεύματος της Επιδαύρου, όταν δημιουργήθηκε ένας νέος πόλος εξουσίας, αποτέλεσε «τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της Φιλικής Εταιρείας ως ανώτατης αρχής του Αγώνα. Ο αρχηγός της Δημήτριος Υψηλάντης δεν πέτυχε να γίνει αρχηγός της επαναστατικής ηγεσίας. Τα στελέχη της είτε αποδέχθηκαν τη νέα πραγματικότητα και αφομοιώθηκαν από αυτήν είτε παραμερίστηκαν ή περιορίστηκαν στην κατάληψη ελάσσονος σημασίας πολιτικών και διοικητικών θέσεων». Κι έτσι, όπως σημειώνει ο Dakin, ο αρχικός σχεδιασμός του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου είχε επιτευχθεί, καθώς πρόθεσή του ήταν «να μην επιτρέψει η ηγεσία να έχει αφετηρία της τη Φιλική Εταιρεία και να περάσει στον αποκλειστικό έλεγχο του Υψηλάντη και των καπεταναίων». Το προσωρινό Σύνταγμα, «εκείνο που πέτυχε πίσω από ένα προσωπείο σκόπιμα διαμορφωμένο για να εντυπωσιάσει την Ευρώπη, ήταν να βάλει σε κάποια τάξη την αναρχία που επικρατούσε». Στην Α' Εθνοσυνέλευση «αξίζει να σημειωθεί ότι απουσιάζει κάθε μνεία ή αναφορά στη Φιλική Εταιρεία και στο όνομα «Υψηλάντης», αντίθετα υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί εναντίον του και εναντίον των πολιτικών επιλογών του [13].

Ο καθηγητής Ιστορίας, στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Βασίλειος Παναγιωτόπουλος εξηγεί την πορεία της Φιλικής: «...Κατ' αρχάς να ξεκαθαρίσουμε: Την επανάσταση την έκαναν οι Φιλικοί. Ήταν το όχημα και έδωσαν το πολιτικό προσωπικό της επανάστασης του '21. Άλλωστε στα τέλη του 1821 έχουν μια σημαντική παρουσία στα τεκταινόμενα, έχοντας ήδη ενεργοποιηθεί ένα μήνα πριν από την έκρηξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο, τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου. Όμως έχει ήδη καταγραφεί ένα αρνητικό γεγονός, ενώ προκύπτει και μια νέα ανάγκη. Το αρνητικό ήταν η ήττα του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία. Και όσο κι αν με την κάθοδο του αδελφού του Δημήτριου στην Πελοπόννησο επιδιώχθηκε να δοθεί συνέχεια στην (αρχική) επαναστατική ηγεσία, ήδη τους καταλογιζόταν η ήττα. Το ζήτημα που προέκυψε ήταν καθαρά πολιτικό: Έγινε σε πολλούς αντιληπτό ότι η επανάσταση για να πετύχει θα έπρεπε να ενταχθεί στην τότε ευρωπαϊκή νομιμότητα. Δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως επανάσταση αλλά ως ένα νέο κράτος. Με αρχές, θεσμούς κ.λπ.». Κεντρικό ρόλο στον μετασχηματισμό της διαδραμάτισε ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα εκείνης της περιόδου, ο πρώην Άρτας, Ιγνάτιος, φωτισμένος κληρικός, πνευματικός πατέρας του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ο οποίος ζούσε στην Πίζα της Ιταλίας, τότε «πρωτεύουσα» των επαναστατημένων και κυνηγημένων της Ευρώπης. Αυτός, σύμφωνα με τον Βασίλειο Παναγιωτόπουλο, «...οργανώνει την αποσυνωμοτικοποίηση της επανάστασης προσφέροντας τεράστια υπηρεσία. Έτσι, καταργούνται τα επαναστατικά εμβλήματα και (επιβάλλεται) αποσιωπάται τόσο η επαναστατική διαδικασία των Φιλικών όσο και η δράση προσώπων. Το κράτος που συγκροτείται δεν είναι πλέον επαναστατικό αλλά νομιμόφρον».

Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου

Σε επιστολή του στην εφημερίδα «Καθημερινή», ο Ιωάννης Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, τέως γεν. γραμματέας Ι.Ε.Ε.Ε., αναφέρει πως σώθηκε το αρχείο της Φιλικής Εταιρείας, που είχε κρύψει από φόβο προς τις αρχές του ελληνικού κράτους, ο Εμμανουήλ Ξάνθος. Ο συντάκτης της επιστολής γράφει [14]:
«Kύριε διευθυντά. Με αφορμή την παρουσίαση των απομνημονευμάτων του Φιλικού Εμμανουήλ Ξάνθου από την «Καθημερινή» της Κυριακής την ημέρα του Πάσχα, με σχολιασμό της αγαπητής Μαρίας Παπαναστασίου, θα ήθελα να αναφέρω, χάριν των αναγνωστών, με ποιον τρόπο περιήλθε στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος (ΙΕΕΕ - Εθνικό Ιστορικό Μουσείο) το αρχείο του συνιδρυτή της Φιλικής Εταιρείας. Ένα πρωινό του 1991, μου τηλεφώνησαν στο μουσείο από το γραφείο της υπουργού Πολιτισμού κ. Μπενάκη ότι είχε έρθει από τη Σάμο μία κυρία και ζητούσε από την υπουργό τον διορισμό της κόρης της.
Ως αντάλλαγμα καλής θελήσεως, έδινε στην υπουργό ένα μεγάλο δέμα με χαρτιά, αλληλογραφία και άλλα που είχαν βρεθεί στο σεντούκι της γιαγιάς, η οποία είχε λείψει πριν από λίγο καιρό, τυλιγμένα μέσα σε ένα καφτάνι (ανδρικό ένδυμα προεπαναστατικών χρόνων), χωρίς να γνωρίζει ακριβώς τι είναι.
Μου τηλεφώνησε λοιπόν η κ. υπουργός ζητώντας να δούμε για τι χαρτιά επρόκειτο. Ήρθε στο μουσείο η κυρία με την κόρη της και έναν μεγάλο μπόγο. Από την πρώτη στιγμή που ανοίχτηκε το δέμα φάνηκε πως ήταν μια πυκνή ομάδα από γράμματα διαφόρων, που σχεδόν στο σύνολό τους απευθύνονταν στον Εμμανουήλ Ξάνθο της Φιλικής Εταιρείας.
Μας ήταν γνωστό ότι ο Ξάνθος, ύστερα από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, κακόπαθε και αμφισβητήθηκε. Μέσα σ’ αυτή τη δίνη, έζησε δύσκολες στιγμές και τον κατείχε φοβία. Φρόντισε, λοιπόν, να στείλει όλα του τα χαρτιά (γράμματα και άλλα, το αρχείο του δηλαδή) με το καΐκι του γαμπρού του στη Σάμο. Έγινε συνεπώς φανερό ότι επρόκειτο για το αρχείο της Φιλικής Εταιρείας που διατήρησε ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ενημερώθηκε η κυρία υπουργός.
Φρόντισε τότε η ΙΕΕΕ να διαπραγματευτεί και τελικά να αγοράσει το αρχείο αυτό, σε μια τιμή αρκετά υψηλή, παρά την οικονομική -και τότε- δυσκολία. Έτσι περιήλθε το Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου στο μουσείο. Δυστυχώς, το σεντούκι και το καφτάνι δεν διασώθηκαν: Είχαν πεταχτεί πριν μάθει κάτι το υπουργείο και εμείς. Κατά τα έτη που ακολούθησαν, το Αρχείο Εμμανουήλ Ξάνθου τακτοποιήθηκε, συντηρήθηκε από το ειδικό εργαστήριο χάρτου του μουσείου και τελικά εκδόθηκε σε τέσσερις ογκώδεις τόμους από τις κ. Σένια Τσίμπανη-Δάλα, Μαρία Παπαναστασίου και το λοιπό επιστημονικό προσωπικό της ΙΕΕΕ … Αυτή είναι η μικρή ιστορία, αγαπητή «Καθημερινή», που συμπληρώνει τη μεγάλη».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας την 14η Σεπτεμβρίου 1814 επιβεβαιώνεται και με σχετικό χειρόγραφο, που δημοσιεύθηκε από τον Αχ. Διαμαντάρα, της Μονής της Παναγίας Σπηλιανής Νισύρου, στο οποίο αναφέρεται: «η ύψωσις του Τιμίου Σταυρού είναι η πρώτη ημέρα της συστάσεως της Μεγάλης Αδελφότητος». Το έγγραφο βρέθηκε από τον Διαμαντάρα τον Σεπτέμβριο του 1917 στην μικρή βιβλιοθήκη της Μονής και δημοσιεύθηκε το 1926 στο «Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος».]
  2. [Φιλική Εταιρεία: Τα μυστικά της Οργάνωσης και η Επανάσταση του ’21]
  3. [Η εταιρεία «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον», που ιδρύθηκε στα 1809 στο Παρίσι, δε διαπνεόταν από τον ριζοσπαστισμό της εταιρείας του Ρήγα Φεραίου κι ούτε επιδίωκε την κινητοποίηση και τη δράση των μαζών. Στόχος της ήταν να επηρεάσει το Μέγα Ναπολέοντα υπέρ της ελληνικής υποθέσεως. Φανερός σκοπός του ήταν να βοηθήσει την ίδρυση σχολείων στην Ελλάδα, ενώ μυστικός σκοπός να προετοιμάσει την επανάσταση για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Για την συνωμοτική της δράση η οργάνωση υιοθέτησε τους κανόνες των Καρμπονάρων και των Ελευθεροτεκτόνων, ενώ τα μέλη της δεσμεύονταν με όρκο και έφεραν ως αναγνωριστικό ένα χρυσό δακτυλίδι με τα αρχικά Φ.Ε.Δ.Α. (Φιλικός Ελληνικός Δεσμός Άλυτος). Μετά το 1815 η οργάνωση άρχισε να παρακμάζει, καθώς η συντριβή του Ναπολέοντα έσβησε όποια όνειρα είχαν να τους βοηθήσει. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα το Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο διαλύθηκε.]
  4. [Η Φιλόμουσος Εταιρεία ήταν ελληνική εκπολιτιστική οργάνωση, που ιδρύθηκε το 1813 στην Αθήνα με την ενθάρρυνση κυρίως Άγγλων λόγιων και αρχαιολόγων και πρωτοβουλίες μορφωμένων Ελλήνων, κυρίως απόδημων, με σκοπό την προστασία των αρχαιοτήτων, την υποστήριξη των σχολείων των Αθηνών, την παροχή υποτροφιών για σπουδές στην Ευρώπη, την ανάδειξη του αρχαιοελληνικού ιδεώδους και την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου του Ελληνικού λαού. Ιδρυτές της ήταν ο Ιωάννης Μαρμαροτούρης, ο Πέτρος Ρεβελάκης, ο Αλέξανδρος Χωματιανός, ο Ιωάννης Τατλίκαρος και ο ο Γεώργιος Σοφιανός. Μέλος της υπήρξε ο Νικόλαος Γαλάτης, ο οποίος διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο αργότερα στη Φιλική Εταιρεία, ενώ ένα από τα ιδρυτικά μέλη της, ήταν και ο Εμμανουήλ Ξάνθος. Στις 14 Οκτωβρίου 1814, έγιναν μέλη της ο Άνθιμος Γαζής, ο Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος και ο Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος με τη συναίνεση του τσάρου της Ρωσίας Αλέξανδρου Α' ίδρυσε παράρτημα της στη Βιέννη. Αν και την ίδρυση της Εταιρείας ευνόησε η Μεγάλη Βρετανία, επιδιώκοντας να θέσει υπό τον έλεγχό της πιθανή εξέγερση των Ελλήνων, ύστερα από χειρισμούς του Ιωάννη Καποδίστρια, βρέθηκε υπό ρωσική επιρροή. Ο Καποδίστριας γράφει στα απομνημονεύματά του «της εν Ελλάδι αποκληθείσης Φιλομούσου Εταιρείας, ης την φύσιν μετέπειτα ανήσυχοι και ταραχοποιοί άνθρωποι απεπειράθησαν να διαστρέψουν συνδυάζοντες αυτήν προς αρχαιοτέρας εταιρείας ιδρυθείσας υπό του Ρήγα».]
  5. [Ο Εμμανουήλ Ξάνθος γράφει χαρακτηριστικά: «Απεφάσισαν οι ειρημένοι να επιχειρισθώσι τη σύστασιν τοιαύτης Εταιρείας και να εισάξωσιν εις αυτήν όλους τους εκλεκτούς και ανδρείους των ομογενών, διά να ενεργήσωσι μόνοι των ό,τι ματαίως και προ πολλού χρόνου ήλπιζον από τη φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων».] Εμμανουήλ Ξάνθου: «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας», στη σειρά «Απομνημονεύματα αγωνιστών του '21», εκδόσεις «Κοσμαδάκη», τόμος 4ος, σελίδα 141η.
  6. [Ο Ξάνθος γράφει ότι αυτός παρακίνησε τον Σκουφά, αλλά είναι βέβαιο ότι «ο Σκουφάς πρώτος διέγραψε επί χάρ­του σχεδόν περί Εταιρείας», όπως ο ίδιος ο Ξάνθος βεβαιώνει.]
  7. [ Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, Ανέκδοτον Υπόμνημα τον Φιλικού Ξάνθου, «Αρμονία» (1905) σελίδα 531η.]
  8. [«Απομνημονεύματα του Πρίγκηπος Νικολάου Υψηλάντη», εκδόσεις «Κέδρος», σελίδα 103η.]
  9. [Τον Μάρτιο του 1920 στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας στο αρχοντικό του γιατρού Μιχαήλ Ναύτη πραγματοποιούνται ανελλιπώς συναντήσεις των Φιλικών της πόλεως. Η γυναίκα του Ναύτη, αγνοώντας έως εκείνη τη στιγμή τον σκοπό των συγκεντρώσεων, ανακάλυψε το μυστικό του άντρα της. Οι επιλογές που απέμεναν ήταν δύο, ο Θάνατος ή η μύηση της στη Φιλική Εταιρεία. Έτσι η Κυριακή Ναύτη έγινε η πρώτη και μοναδική γυναίκα, η οποία έγινε μέλος της οργανώσεως.]
  10. [Ι. Φιλήμονος, «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας», 1η έκδοση Ναύπλιο 1834, ανατύπωση εκδόσεις «Κουλτούρα», σελίδες 77η-78η.]
  11. [Ο Νικόλαος Γαλάτης δολοφονήθηκε το 1819 με απόφαση των Τσακάλωφ, Ξάνθου και Αναγνωστόπουλου. Το παρορμητικό του χαρακτήρος του, η απερισκεψία του και η πιθανή φιλοχρηματία του οδήγησαν στην απόφαση για την δολοφονία του, η οποία υλοποιήθηκε από τον Τσακάλωφ, για να μην τεθούν σε κίνδυνο πρόσωπα της Εταιρείας αλλά και η ίδια η πορεία προς την Ελληνική Εθνεγερσία.]
  12. [Μουσείο της Φιλικής Εταιρείας]
  13. [Γιατί οι Έλληνες είχαν «αποκηρύξει» τη Φιλική Εταιρεία! Τάκης Κάμπρας, Εφημερίδα «Δημοκρατία», 24 Μαρτίου 2019.]
  14. [Η Φιλική Εταιρεία στο απόσπασμα!] xrisiavgi.com, 01 Οκτωβρίου 2020, 22:16