Μαρκ Λίλα

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μαρκ Λίλα, [Αγγλικά: Mark Lilla], Αμερικανός ορκισμένος φιλελεύθερος -όρος που στα αμερικανικά συμφραζόμενα έχει αριστερή χροιά, φιλόσοφος, πολιτικός επιστήμονας, ιστορικός των ιδεών, καθηγητής Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης [1], δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και συγγραφέας, γεννήθηκε το 1956 στο Midwest της κομητείας Macomb, ένα προάστιο λίγο έξω και βόρεια από το Ντιτρόιτ της πολιτείας του Μίσιγκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Είναι παντρεμένος με την καλλιτέχνη Ντιάνα Κούπερ και από το γάμο του απέκτησε, το 1994, μια κόρη, την Σόφι Μαρί Λίλα.

Mark Lilla
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 1956
Τόπος: Midwest, Macomb Country,
Ντιτρόιτ, Μίσιγκαν (Η.Π.Α.)
Θάνατος:
Τόπος:
Υπηκοότητα: Αμερικανική
Ασχολία: Πολιτικός επιστήμονας, Ιστορικός ιδεών
Πανεπιστημιακός καθηγητής,
Δημοσιογράφος, Συγγραφέας.

Βιογραφία

Η οικογένεια του Μαρκ, από την πλευρά του πατέρα του, ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του Δημοκρατικού κόμματος και του New Deal του Φραγκλίνου Ρούσβελτ [Franklin D. Roosevelt], σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση έχει ως αποστολή να οικοδομήσει την κοινωνική αλληλεγγύη και να υπερασπιστεί τα ίσα δικαιώματα, όραμα το οποίο απέρριψε ο Ρόναλντ Ρέιγκαν με το σύνθημα: «Η κυβέρνηση δεν είναι η λύση» (είναι το πρόβλημα). Ο πατέρας του Μαρκ εργάστηκε ως σχεδιαστής σε εργοστάσιο εργαλειομηχανών της Chevrolet ως τη συνταξιοδότηση του, ενώ η μητέρα του ήταν νοσοκόμα.

Σπουδές & Πανεπιστημιακή καριέρα

Ο Μαρκ, παρακολούθησε μαθήματα, για λίγο καιρό, στο κρατικό πανεπιστήμιο του Γουέιν και μετά το 1978, σπούδασε Πολιτικές επιστήμες και Οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Το 1980 μεταπήδησε στην Κυβερνητική Σχολή John F. Kennedy School of Government του Χάρβαρντ. Εκεί αρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και το 1980 αποφοίτησε με μεταπτυχιακό τίτλο Δημόσιας Πολιτικής, ενώ το 1990 απέκτησε διδακτορικό τίτλο υποβάλλοντας την διατριβή με τίτλο: «A Preface to Vico: Skepticism, Politics, Theodicy». Έλαβε υποτροφίες και επιχορηγήσεις από το Ινστιτούτο Προχωρημένης Μελέτης, το Ίδρυμα Alexander von Humboldt και το National Endowment for the Humanities. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Λίλα ως φοιτητής του Χάρβαρντ, γνώρισε τον Daniel Bell, Αμερικανό κοινωνιολόγο, που χαρακτήριζε τον εαυτό του ως «Σοσιαλιστή σε οικονομικά θέματα, φιλελεύθερο στην πολιτική και συντηρητικό σε σχέση με τον πολιτισμό», που αναδείχθηκε στον μέντορα του. Το 1980 ο Λίλα εργάστηκε για τέσσερα χρόνια ως συντάκτης, στο περιοδικό «The Public Interest», μια τριμηνιαία έκδοση που ιδρύθηκε το 1965, από τον Daniel Bell και τον φίλο του Irving Kristol, τον ιδρυτή και «νονό» του νεοσυντηρητικού ρεύματος.

Ο Λίλα το διάστημα από το 1990 μέχρι το 1996 εργάστηκε ως Επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και από το 1994 μέχρι το 1996 ήταν Αναπληρωτής Διευθυντής του Ινστιτούτου Προηγμένων Ευρωπαϊκών Σπουδών και στη συνέχεια, από το 1996 μέχρι το 1999 ήταν Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής του ίδιου Πανεπιστημίου, ενώ μετά το 1999 ήταν καθηγητής Κοινωνικής Σκέψεως στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Το 2007 ο Λίλα ξεκίνησε διδακτική δραστηριότητα ως καθηγητής ανθρωπιστικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

Πολιτικές απόψεις

Ο Λίλα ξεκίνησε την πανεπιστημιακή του καριέρα στο πλάι του νεοσυντηρητικού διανοούμενου Irving Kristol και ανήκει πολιτικά και ιδεολογικά στην αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος. Έζησε από νεαρή ηλικία την επιδείνωση της σχέσεως μεταξύ του Δημοκρατικού κόμματος και των λευκών της εργατικής τάξεως στο Μίσιγκαν, όπου η λευκή εργατική τάξη, προσκολλημένη στην οικογένεια και θρησκεία, αισθάνεται εγκαταλειμμένη. Το Δημοκρατικό Κόμμα υπερασπίζεται πρώτα τους μαύρους, τους πολύ φτωχούς, τους μετανάστες και τις φεμινίστριες. Έτσι η κατάρρευση προκλήθηκε, εν μέρει, από την «αίσθηση ότι οι άνθρωποι είχαν μια Δημοκρατική πολιτιστική ελίτ που αδιαφορούσε για τη θρησκεία τους, την οικογενειακή τους ζωή και τις παραδοσιακές απόψεις τους». Σύμφωνα με τον Λίλα, ο οποίος είναι ξακάθαρα αντίπαλος και στον αντίποδα των απόψεων του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η οργή των λευκών εργατών, που έχασαν τη δουλειά τους εξαιτίας της παγκοσμιοποιήσεως, εκφράστηκε με την ψήφο στον Ντόναλντ Τραμπ [2]. Ο Λίλα υποστηρίζει ότι η αμερικανική φιλελεύθερη διανόηση και το Δημοκρατικό Κόμμα υιοθέτησαν μια πολιτική των ταυτοτήτων και εστίασαν το ενδιαφέρον τους στα δικαιώματα των μειονοτήτων και σε θέματα όπως οι διακρίσεις σε βάρος των Αφροαμερικανών ή των ομοφυλοφίλων και επομένως παραγνώριζαν την ανάγκη της κοινής πάλης για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη.

Δέκα ημέρες μετά την εκλογή του Τραμπ, τον Νοέμβριο του 2016, έγραψε πως «Ο αμερικανικός φιλελευθερισμός έπεσε σε ένα είδος ηθικού πανικού για τη φυλετική, το φύλο και τη σεξουαλική ταυτότητα που παραμόρφωσε το μήνυμα του φιλελευθερισμού και το εμπόδισε να γίνει μια ενοποιητική δύναμη ικανή να κυβερνά». Η πολιτική των ταυτοτήτων, σύμφωνα με τον Λίλα, τονίζει τις διαφορές και ευνοεί τον ατομικισμό και τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε αντιμαχόμενες «φυλές» και θεωρεί πως οι Δημοκρατικοί που κάποτε ήταν το κόμμα της εργατικής τάξεως τώρα είναι σε μεγάλο βαθμό ένας χαλαρός συνασπισμός εκπαιδευμένων ελίτ και μειονοτήτων. Σε αυτή την πολιτική ο Λίλα αντιτάσσει την αναζωογόνηση της ιδιότητας του πολίτη και την αναζήτηση ενός κοινού πολιτικού οράματος που θα αναδεικνύει την αξία της αλληλεγγύης καθώς θεωρεί ότι δρώντας ως πολίτες, βρίσκουμε αυτό που μας ενώνει και υπερασπιζόμαστε το κοινό καλό. Τον Αύγουστο του 2017 ο Λίλα γράφει: «Δεν χρειαζόμαστε πλέον διαδηλωτές. Χρειαζόμαστε περισσότερους δημάρχους» ενώ πιστεύει ότι μόνο διατυπώνοντας ένα πολιτικό όραμα που μιλά σε όλους τους Αμερικανούς, μπορούν οι Δημοκρατικοί να διασφαλίσουν την πολιτική εξουσία, να αλλάξουν την τάση της υποστηρίξεως του Ντόναλντ Τραμπ και να βοηθήσουν τις μειονότητες. Οι απόψεις του του Λίλα συναντούν έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό του Δημοκρατικού κόμματος, καθώς πολλού δυσαρεστούνται στην ιδέα ενός μεσήλικου λευκού άνδρα που ενθαρρύνει την αμερικανική αριστερά να απομακρυνθεί από τον κοινωνικό ακτιβισμό. Παράλληλα υπάρχει και το ζήτημα της ιδεολογικής καθαρότητας καθώς η κριτική του Λίλα για την πολιτική ταυτότητος έρχονται σε μια εποχή που οι Δημοκρατικού τείνουν να πιστεύουν ότι οι μειονοτικές ομάδες χρειάζονται μεγαλύτερη προσοχή, όχι λιγότερη.

Η αριστερά και οι οπαδοί της στο Δημοκρατικό κόμμα, είναι απόλυτα επικριτικοί για τις απόψεις του Λίλα κι είναι χαρακτηριστικό πως σε μέσο κοινωνικής δικτυώσεως έχει γραφεί για τις απόψεις του: «Αν ποτέ πίστευα ότι ήθελα να διαβάσω τι σκέφτεται ο Μαρκ Λίλα, θα χτυπήσω το κεφάλι μου με ένα σφυρί μέχρι να εξαφανιστεί το συναίσθημα». Παράλληλα η Κάθριν Φράνκε, συνάδελφος του Λίλα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, τον κατηγόρησε πως επιδιώκει «να κάνει σεβαστή τη λευκή υπεροχή και πάλι» και τον συνέκρινε με τον Ντέιβιντ Ντιούκ [David Duke] τον πρώην ηγέτη της Κου Κλουξ Κλαν [Ku Klux Klan], ενώ στην κριτική του στην εφημερίδα New York Times, ο Μπέβερλι Γκάιτζ, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του του Γέιλ, χαρακτήρισε τα βιβλία του Λίλα «trolling μεταμφιεσμένο σε διαβούλευση». Σε συνέντευξη που παραχώρησε το 2017, ο Λίλα απέρριψε τις επικρίσεις, τις οποίες χαρακτήρισε ως «εσκεμμένα εσφαλμένη ανάγνωση» των ιδεών του και υποστήριξε πως ο αμερικανικός φιλελευθερισμός, αυτό που ο ίδιος εννοεί με την λέξη, έχει γίνει μια βρώμικη λέξη που έχει εθιστεί σε μια χαμένη πολιτική στρατηγική. Αναφερόμενος στις κινητοποιήσεις των Αφροαμερικάνων ο Λίλα είπε: «Το Black Lives Matter είναι ένα παράδειγμα εγχειριδίου για το πώς να μην οικοδομήσουμε την αλληλεγγύη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με τη δημοσιοποίηση και τη διαμαρτυρία της αστυνομικής κακομεταχειρίσεως Αφροαμερικανών, το κίνημα κινητοποίησε τους υποστηρικτές και έδωσε μια κλήση αφυπνίσεως σε κάθε Αμερικανό με συνείδηση. Είμαι απολύτως σύμφωνος με αυτό. ...{...}... Αλλά δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η απόφαση του κινήματος να χρησιμοποιήσει αυτήν την κακομεταχείριση για να οικοδομήσει ένα γενικό κατηγορητήριο της αμερικανικής κοινωνίας και των θεσμών επιβολής του νόμου και να χρησιμοποιήσει τακτικές Mau Mau για να αποβάλει τη διαφωνία και να απαιτήσει ομολογία αμαρτιών και δημόσια μετάνοια έπαιξε στα χέρια της Δεξιάς...». Για όλους αυτούς τους λόγους ο Λίλα χαρακτηρίστηκε ως ο φιλελεύθερος, με την έννοια που δίνουν στον όρο οι Αμερικανοί Δημοκρατικοί, που έχει περισσότερους εχθρούς στην Αριστερά απ' ότι στη Δεξιά.

Διακρίσεις

Ο Μάρκ τιμήθηκε με τα βραβεία και τις διακρίσεις:

  • Prix ​​de Rome, το 1986
  • Βραβείο Leo Strauss, Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Επιστημών, [American American Science Association], το 1991, με το οποίο βραβεύεται κάθε χρόνο η καλλίτερη διατριβή στην πολιτική φιλοσοφία στις Ηνωμένες Πολιτείες,
  • Ιππότης του Τάγματος των Ακαδημαϊκών Φοινίκων, από το Υπουργείο Παιδείας της Γαλλίας το 1995,
  • Μέλος, Ινστιτούτο Προηγμένης Μελέτης, Princeton, 1997-98,
  • Υποτροφία Guggenheim, το 2004-05,
  • Resident, Rockefeller Foundation Bellagio Center, το 2011,
  • Συνεργάτης, Institut d'Études Avancées, Παρίσι, το 2014-15,
  • Επισκέπτης μελετητής, Russell Sage Foundation, το 2016-17.

Συγγραφικό έργο

Ο Λίλα, που η έρευνα του επικεντρώνεται στην αμφισβητούμενη κληρονομιά του σύγχρονου Διαφωτισμού και την πνευματική ιστορία, με ιδιαίτερη έμφαση στη δυτική πολιτική και θρησκευτική σκέψη, είναι κάτοχος βραβείων για τα άρθρα του στο περιοδικό «New York Review of Books» και σε άλλα έντυπα παγκοσμίως. Έγραψε και δημοσίευσε μια σειρά από βιβλία, μεταξύ τους τα:

  • «G.B. Vico: The Making of an Anti-Modern» το 1993,
  • «Politics, and the Modern West» το 2007,
  • «The Stillborn God: Religion».

Στην Ελληνική γλώσσα κυκλοφορούν τα έργα του:

  • «Η σαγήνη των Συρακουσών», εκδόσεις «The Athens Review of Books», 2014,
  • «Κάποτε φιλελεύθερος και πάλι φιλελεύθερος. Περί της πολιτικής των ταυτοτήτων»», [«The once and future Liberal, after Identity Politics»], εκδόσεις «Επίκεντρο», 2018, πρόλογος-επιμέλεια: Κώστας Αναγνωστόπουλος, μετάφραση: Ελένη Κοτσυφού [3].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές