Ορέστης Μακρής

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Oρέστης Μακρής, Έλληνας εθνικιστής κορυφαίος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου αλλά και τενόρος, γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1898 ή σύμφωνα με άλλες πηγές το 1899 στη Χαλκίδα και πέθανε [1] λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Τετάρτης 29 Ιανουαρίου 1975, από κρυολόγημα που εξελίχθηκε σε πνευμονικό οίδημα, στο σπίτι του στα Βριλήσσια Αττικής. Κηδεύτηκε στις 4 το απόγευμα της Πέμπτης 30 Ιανουαρίου στο Α' νεκροταφείο Αθηνών, σε τάφο της οικογενείας του.

Τον Φεβρουάριο του 1927 παντρεύτηκε την Βαρβάρα Δαμίγου, γόνο επιφανούς Αθηναϊκής οικογένειας την οποία απήγαγε μετά την άρνηση της οικογενείας της να συναινέσει στο γάμο. Ο Μακρής έγινε πατέρας δύο παιδιών, μιας κόρης, της Αικατερίνης, και ενός γιού, του Θεμιστοκλή.

Ορέστης Μακρής.jpg

Βιογραφία

Ο πατέρας του Ορέστη Μακρή, που εγκαταστάθηκε νωρίς στην Αθήνα, κατοικούσε με την οικογένεια του στην οδό Φρυνίχου στη συνοικία της Πλάκας, ήταν νηματουργός και είχε έξι παιδιά. Ο Ορέστης καθώς διέθετε ωραία φωνή τενόρου, γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών, σπούδασε φωνητική μουσική και πρωτοτραγούδησε στην χορωδία Οικονομίδη στην γενέτειρά του. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική ενασχόληση του το 1921 στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, όπου βρέθηκε υπηρετώντας τη στρατιωτική του θητεία, ως οπλίτης της 11ης Μεραρχίας, και τραγούδησε για πρώτη φορά μπροστά σε ακροατήριο, που το αποτελούσαν συνάδελφοί του. Η πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή, σαν λυρικός τραγουδιστής, έγινε το 1925 στο θίασο οπερέτας της Ροζαλίας Νίκα στην οπερέτα «Τρεις αγάπες» του Λέχαρ ερμηνεύοντας το «Τανγκό της Λεϊλά» και συνέχισε στο θίασο του «Παπαϊωάννου». Την ίδια εποχή εγκαταστάθηκε με τη σύζυγο του σε ένα μικρό σπίτι στο Κουκάκι.

Καλλιτεχνική καριέρα

Το 1926 ο Μακρής πήρε μέρος σε παραστάσεις του θεάτρου «Λούνα Παρκ», κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με την Αλίκη Βεργοπούλου, το Μίμη Κοκκίνη και το Δημήτρη Βενιέρη, όμως καθιερώθηκε ως πρωταγωνιστής με την οπερέτα «Μις Τσάρλεστον» δίπλα στην μεγάλη πρωταγωνίστρια της εποχής Αφροδίτη Λαουτάρη. Το καλοκαίρι του 1929 συμμετείχε σε θίασο που πραγματοποίησε περιοδεία στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μαζί με τους Αιμίλιο Βεάκη, Αλίκη και Κώστα Μουσούρη, Χριστόφορο Νέζερ και άλλους, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά «μεθυσμένος» στη σκηνή, ρόλος που προέκυψε όταν ο Αιμίλιος Βεάκης τον είδε να κάνει τον μεθυσμένο για πλάκα στην παρέα σε μια βραδινή τους έξοδο. Του είπε πως είναι εξαιρετικός και τόνισε με νόημα: «Δεν χρειάζεται καν να το σκεφτείς. Πρέπει να βγεις στην επιθεώρηση και μόνο με αυτό το νούμερο θα χαλάσεις κόσμο». Αυτό έγινε στην επιθεώρηση «Φιλ Καρακόλ» -σημαίνει «στο τμήμα»- και από κει και πέρα γεννήθηκε ο μύθος του Ορέστη Μακρή. Το 1930 όταν άνοιξε η δισκογραφική εταιρεία «Κολούμπια», ο Ορέστης Μακρής ήταν από τους πρώτους αοιδούς του κλασικού τραγουδιού που έσπευσαν να ηχογραφήσουν, έχοντας στις πλάτες του πενταετή καριέρα στην οπερέτα και αρκετές επιτυχίες στο ενεργητικό του, όπως το «Ταγκό της Λεϊλά».

Κινηματογράφος & Θέατρο

Το 1931 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία «Ο μάγος της Αθήνας» του Αχιλλέα Μαδρά, ενώ το 1932 μεταπήδησε στο θέατρο πρόζας όπου εξελίχθηκε και διέπρεψε σαν ηθοποιός μεγάλης ερμηνευτικής γκάμας, ένας απ’ τους σπουδαιότερους ρολίστες» του εικοστού αιώνα, καθιερώνοντας το ρόλο του «Μεθύστακα». Το 1932 εμφανίστηκε στο θέατρο Ρεξ συμμετέχοντας στην επιθεώρηση «Παπαγάλος». «Τους μπεκρήδες και αν δικάσουνε, άδικα θα τους κρεμάσουνε», τραγουδούσε υποκρινόμενος τον μεθυσμένο, ξεσηκώνοντας το κοινό που έσπευδε στο θέατρο μόνο και μόνο για να απολαύσει το συγκεκριμένο νούμερο, καθώς ο ρόλος του μεθυσμένου που υποδύονταν ήταν ένας πραγματικός ήρωας που περιφέρονταν στα σοκάκια της Πλάκας.

Το 1941 συμμετείχε σε θίασο με τον Κυριάκο Μαυρέα, το 1943 με τον Μάνο Φιλιππίδη και τις αδελφές Καλουτά, ενώ το 1946 συμμετείχε στο θίασο των Πέντε άσσων, μαζί με τους Σοφία Βέμπο, Κυριάκο Μαυρέα, Μίμη Κοκκίνη, Μάνο Φιλιππίδη και Βασίλη Αυλωνίτη, όμως στη συνέχεια σχημάτισε προσωπικό θίασο και περιόδευσε σε ολόκληρο την Ελλάδα. Το 1954 στα χρόνια της μεγάλης επιτυχίας και της καθιερώσεως μετακόμισε από την Αθήνα και με την οικογένεια του εγκαταστάθηκε στο Χαλάνδρι σε ένα σπίτι γεμάτο κερασιές, όπου θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1955 πρωταγωνίστησε, ενσαρκώνοντας με εξαιρετική πειθώ, στο ρόλο ενός ανάλγητου ιδιοκτήτη και αργότερα έγινε στόχος επεισοδίου σε κεντρικό δρόμο των Αθηνών από πολίτες που τον θεωρούσαν ως πραγματικό ιδιοκτήτη. Στην ταινία «Το νησί της σιωπής» της Λίλας Κουρκουλάκου που γυρίστηκε το 1958, πρωταγωνιστούσε στο ρόλο ενός δασκάλου ο οποίος βοηθά τον γιατρό που φροντίζει χανσενικούς στη Σπιναλόγκα. Η ταινία συμμετείχε τον ίδιο χρόνο στο φεστιβάλ της Βενετίας και αποτέλεσε την αφορμή να κλείσει η Σπιναλόγκα. Η αμεσότητα που είχε να «μπαίνει» στο πετσί του δραματικού στοιχείου με την ίδια ευκολία που έμπαινε και στην κωμωδία, ήταν ανεπανάληπτη. Εξ αυτού και η ικανότητά του να ερμηνεύει, πάντα με την ίδια επιτυχία, διάφορους λαϊκούς και καθημερινούς τύπους της κοινωνίας.

Συμμετείχε σε τριάντα πέντε κινηματογραφικές ταινίες, ενώ ήταν μοναδική στα χρονικά του θεάτρου το 1932 κι αργότερα και του κινηματογράφου το 1950, η ερμηνεία του στον γνωστό τύπο του «μεθύστακα» [2], στην ομώνυμη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα, η οποία αποτέλεσε σταθμό στην καριέρα του και τον καθιέρωσε σε ηθοποιό πρώτου μεγέθους, αν και δεν έπινε ποτέ αλκοόλ, γεγονός που προσδιορίζει το τεράστιο μέγεθος του ταλέντου του. Ο Ορέστης Μακρής, δεν υπήρξε μόνο ένας ηθοποιός του πεζού λόγου, υπήρξε και ηθοποιός της επιθεωρήσεως, πάντα με την ίδια ευελιξία και ικανότητα. Μέσα από τη σοβαρότητα του ύφους του, ανάβλυζε όλο το κωμικό ταμπεραμέντο που διέθετε. Τελευταία κινηματογραφική του εμφάνιση ήταν το 1968 στη ταινία «Ένα Κορίτσι Αλλιώτικο Από Τα Άλλα» και στη συνέχεια αποσύρθηκε από τη θεατρική και κινηματογραφική σκηνή. Στις επισκέψεις του στη Χαλκίδα, όπου το Δημοτικό Θέατρο φέρει το όνομα «Ορέστης Μακρής», σύχναζε στην ταβέρνα του Σπύρου Κατσίκη το σημερινό «Κρύσταλ» ή στην ταβέρνα των Αδελφών Βελισσαρίου, το σημερινό «Κλειδί» [3].

Τιμητικές διακρίσεις

Ο Μακρής τιμήθηκε με το παράσημο του «Τάγματος του Φοίνικα» ενώ διατέλεσε πρόεδρος του Σωματείου Ηθοποιών Κινηματογράφου καθώς και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, [Σ.Ε.Η.].

Φιλμογραφία [4]

Ο Μακρής εμφανίστηκε και πρωταγωνίστησε σε 35 περίπου κινηματογραφικές ταινίες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται:

  • «Ο μάγος της Αθήνας» το 1931,
  • «Ο μεθύστακας» το 1950,
  • «Ο γρουσούζης» το 1952, του Γιώργου Τζαβέλλα,
  • «Το κορίτσι της γειτονιάς» το 1954,
  • «Το φιντανάκι» το 1954, του Ιωάννη Νόβακ,
  • «Καταδικασμένη κι απ’ το παιδί της» το 1955,
  • «Η κάλπικη λίρα» το 1955,
  • «Η αρπαγή της Περσεφόνης» το 1956,
  • «Το αμαξάκι» το 1957,
  • «Η θεία απ’ το Σικάγο» το 1957,
  • «Της νύχτας τα καμώματα» το 1957, του Αλέκου Σακελλάριου,
  • «Η κυρά μας η μαμή» το 1958,
  • «Μια λατέρνα μια ζωή» το 1958, του Σωκράτη Καψάσκη,
  • «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» το 1959,
  • «Ο Θύμιος τα ’κανε θάλασσα» το 1959,
  • «Στουρνάρα 288» το 1960,
  • «Η χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλίκαρα» το 1960,
  • «Της μιας δραχμής τα γιασεμιά» το 1960,
  • «Η οικογένεια Παπαδοπούλου» το 1961,
  • «Έξω οι κλέφτες» το 1961,
  • «Ο καλός μας άγγελος» το 1961,
  • «Το μεροκάματο του πόνου» το 1963,
  • «Ο Αριστείδης και τα κορίτσια του» το 1964,
  • «Ζητιάνος μιας αγάπης» το 1964,
  • «Πόνεσα πολύ για σένα» το 1964,
  • «Η αδικημένη» το 1964,
  • «Οι καταφρονεμένοι» το 1965,
  • «Με πόνο και με δάκρυα» το 1965,
  • «Ένα κορίτσι αλλιώτικο από τ’ άλλα» το 1968.

Ύστερα χρόνια

Το 1968 αποφάσισε να αποσυρθεί από το θέατρο καθώς όπως έλεγε: «Δεν θέλω να με διώξει το σανίδι, εγώ θα αφήσω το σανίδι!», και δεν δέχθηκε να ξαναπαίξει ακόμη κι όταν του το ζήτησε ο Υπουργός Πολιτισμού του καθεστώτος της 21ης Απριλίου. Λίγο καιρό πριν πεθάνει, ζήτησε από τον εγγονό του να τον πάει για μια τελευταία φορά στην παλιά του γειτονιά στη Χαλκίδα και είπε στην κόρη του: «Τώρα μπορώ να φύγω ευχαριστημένος, νυν απολύεις τον δούλον σου, Κύριε». Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του με απόλυτη αξιοπρέπεια στο σπίτι του στο Χαλάνδρι και πέθανε λίγο μετά την εκπομπή «Αλάτι και Πιπέρι» του Φρέντυ Γερμανού στην οποία ήταν προσκεκλημένος και πρωταγωνιστής. Την Κυριακή 26 Ιανουαρίου του 1975, βγήκε στον κήπο του σπιτιού του, όπου κάθισε κάτω από το αιωνόβιο πεύκο να πιεί τον καφέ του. Την επόμενη ημέρα παρουσίασε συμπτώματα κρυολογήματος με πυρετό. Την Τρίτη, την παραμονή του θανάτου του, είπε στον εγγονό του, τον γιο της κόρης του, Φώτη Λίνο: «Αχ, παιδάκι μου, είμαι πολύ άρρωστος, θα πεθάνω...».

Μνήμη Ορέστη Μακρή

Ο Ορέστης Μακρής, με το εντυπωσιακό παράστημα και τη γοητευτική του φωνή, άφησε κληρονομιά το σπάνιο ήθος του και την παροιμιώδη επαγγελματική του ευσυνειδησία. Από μικρή ηλικία ήταν ένας ήρεμος χαρακτήρας και όλοι οι συνάδελφοί του τον θυμούνταν να περνά το χρόνο του ήσυχος στο καμαρίνι του μακριά από κουτσομπολιά και πηγαδάκια. Στις ελάχιστες στιγμές που τον είδαν να θυμώνει, η αντίδραση του ήταν να κοιτάζει τον ουρανό, να κάνει τον σταυρό του και να μονολογεί: «Ευχαριστώ, Θεέ μου, που με έκανες λογικό άνθρωπο». Έπλασε με μαεστρία λαϊκούς χαρακτήρες αλλά και τον τύπο του συντηρητικού, γκρινιάρη και ανάποδου γέροντα, που στο βάθος κρύβει καλά αισθήματα, αλλά ταμπουρώνεται πίσω από την παραξενιά του για να επιβιώσει. Σύμφωνα με τον κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο υπήρξε ο θεμελιωτής του νεορεαλιστικού ύφους στην υποκριτική και ήταν ηθοποιός ευγενής. Διέθετε ανεξάντλητη υποκριτική γκάμα, όμως τυποποιήθηκε στο ρόλο του μεθύστακα, στον οποίο έδωσε κοινωνικές διαστάσεις, καθώς «έπινε» για να αφήσει πίσω τα αδιέξοδα της ζωής και τις προσωπικές τραγωδίες. Υπήρξε άνθρωπος σεμνός, μετρημένος και δίκαιος, που δεν άφησε την τεράστια επιτυχία να τον φθείρει, σωστός οικογενειάρχης, παρά τις καθημερινές προκλήσεις, και συνετός στην διαχείριση των οικονομικών του.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές