Σταμάτιος Χάψας

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Σταμάτης (Στάμος) Κάψας γνωστός ως καπετάν Χάψας [1], Έλληνας εθνικός αγωνιστής και εθνομάρτυρας, οπλαρχηγός της Ελληνικής Εθνεγερσίας του 1821, ο Λεωνίδας της Μακεδονίας, γεννήθηκε στο χωριό Παζαράκια ή Παζαρούδια Χαλκιδικής τη σημερινή Κρυοπηγή [2] [3] στα τέλη του 18ου αιώνος και σκοτώθηκε στις 10 Ιουνίου 1821 στη διάρκεια της μάχης κατά των Τούρκων στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης.

Ο Χάψας ήταν παντρεμένος με την μοναχοκόρη και μόνο παιδί μιας οικογένειας από τη Συκιά Χαλκιδικής και από το γάμο του απέκτησε έναν γιο, το Χρυσάφη και τέσσερα εγγόνια, τον Βασίλη, τον Στάμο [4], τον Στέργιο και τη Μαρούδα.

Στάμος Κάψας (Καπετάν Χάψας)
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: Τέλη 18ου αιώνος
Τόπος: Παζαράκια (Κρυοπηγή)
Χαλκιδική (Ελλάδα)
Σύζυγος: Έγγαμος
Τέκνα: Χρυσάφης
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Εθνικός αγωνιστής, επαναστάτης
Θάνατος: 10 Ιουνίου 1821
Τόπος: Βασιλικά Χαλκιδικής

Βιογραφία

Οι πρόγονοι του Στάμου κατάγονταν από την Κύψα, ένα μικρό χωριό, έναν οικισμό στα δυτικά παράλια της Κασσάνδρας, κοντά στις Αγροτικές φυλακές, που η ονομασία του σώζεται ως τις μέρες μας κι από την οποία προήλθε το επίθετο της οικογένειας. Η οικογένεια Κάψα μετοίκησε από το χωριό Παζαράκια και εγκαταστάθηκε στο χωριό Συκιά της Χαλκιδικής προς αναζήτηση εργασίας όταν ο Στάμος ήταν σε νεαρή ηλικία. Ως άνθρωπος λέγεται ότι ήταν ιδιαίτερα όμορφος, δυνατός και δίχως φόβο. Με την ενηλικίωση του ο Στάμος ήρθε σε ρήξη με τους Τούρκους άρχοντες κατακτητές της περιοχής και σύντομα άρχισε κλέφτικη δράση. Καταξιώθηκε έτσι στα χωριά της Σιθωνίας, στο Χολομώντα και στα Χασικοχώρια, στην περιοχή Πολυγύρου. Τον Μάρτιο του 1821, με το ξέσπασμα της Ελληνικής Εθνεγερσίας, ο Στάμος ήταν σερδάρης δηλαδή χωροφύλακας της Ιεράς Κοινότητας Αγίου Όρους, στις Καρυές.

Επαναστατική δράση

Στις 23 Μαρτίου του 1821 ο Εμμανουήλ Παπάς αποβιβάστηκε σε έναν όρμο του Αγίου Όρους, πιθανόν στη Mονή του Βατοπεδίου, με πλοίο του Θρακιώτη φιλικού Αντώνη Βισβίζη μεταφέροντας όπλα και πολεμοφόδια που είχε αγοράσει ο ίδιος. Σε σύσκεψη των μοναχών στη Μονή Εσφιγμένου αποφασίστηκε η γενική στρατολογία όλων των ανδρών της Χαλκιδικής που μπορούσαν να φέρουν όπλα. Στην Μονή συναντήθηκε με το Στάμο Χάψα, που είχε υπαρχηγό τον Αναστάσιο Χυμευτό από την Κασσάνδρα, και προχώρησαν στη συγκρότηση του επαναστατικού στρατού. Ο καπετάν Χάψας ήταν χαρισματική προσωπικότητα, με πειθώ και αποδεδειγμένη μαχητική αξία. Με τη βοήθεια του μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνστάντιου στρατολογήθηκαν 1.000 μαχητές μοναχοί, ενώ ο Κάψας στρατολόγησε επαναστατημένους από όλη τη Χαλκιδική, λόγω του κύρους του από την πρότερη δράση του. Οι στρατιώτες του Κάψα προέρχονταν κυρίως από την Κασσάνδρα, τα Χασικοχώρια και τη Σιθωνία και ιδιαίτερα από τη Συκιά κι έφτασαν σε αριθμό τους 2000 άνδρες. Οι Εμμανουήλ Παπάς και καπετάν Στάμος Χάψας προερχόμενοι από το Άγιο Όρος και τη Μονή Εσφιγμένου, όπου είχαν κηρύξει την έναρξη της επανάστασης, στο Παλαιοχώρι και στα βουνά του Χολομώντα διαχωρίστηκαν σε δύο στρατιωτικά τμήματα. Το ένα κατευθύνθηκε προς την Νέα Απολλωνία [Εγρί Μπουτζάκ] και το άλλο προς τα Βασιλικά.

Oι κάτοικοι των Βασιλικών συγκεντρώθηκαν στην Εκκλησία. Οι ιερείς με τα λάβαρα και τις εικόνες βγήκαν να υποδεχθούν τους επαναστάτες ψάλλοντας το «Αναστάσεως ημέρα». Συγκροτήθηκαν άμεσα οι πρώτες επαναστατικές ομάδες με αρχηγούς τον Βασίλειο Κοτζιά, τον Γραμμένο Χρειαζούμενο και τον Φίλιππα Θέο ή Καραφίλιππα, οι οποίοι ενώθηκαν με το επαναστατικό σώμα του Χάψα και του Χυμευτού. Οι επαναστάτες επιτέθηκαν εναντίον του Τούρκου διοικητή της περιοχής του Πισιώνα, Αγκούς μπέη, στην τοποθεσία Λαμώματα, κοντά στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Στο μεταξύ κατέφθασαν στα Βασιλικά αγωνιστές από τον Βάβδο και τη Γαλάτιστα με αρχηγούς τον Παύλο Χαλάτη, τον Αυγερινό Καραγιάννη και τον Θεολόγο Τουρλάκη και ενίσχυσαν τους επαναστάτες.

Επανάσταση στη Χαλκιδική

Στόχος των επαναστατών ήταν η κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Στα ανατολικά ο Εμμανουήλ Παπάς, μετά την Ιερισσό, προχώρησε προς τα Μαδεμοχώρια, μία αυτόνομη ομοσπονδία δώδεκα κοινοτήτων γύρω από μεταλλεία αργύρου, η οποία απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια από την Υψηλή Πύλη οι κάτοικοι των οποίων,, στο όνομα της ελευθερίας δεν δίστασαν να προσχωρήσουν στον Παπά. Ο καπετάν Χάψας επιτέθηκε εναντίον των τουρκικών δυνάμεων του Τσιρίμπαση Χασάν αγά, διοικητή της πολιτοφυλακής της Παζαρούδας [Απολλωνίας], στον δυτικό τομέα και κατέλαβε την Κομίτσα, την Ιερισσό, την Αρναία, τον Άγιο Πρόδρομο, τη Γαλάτιστα και τα Βασιλικά, όπου το σώμα των μαχητών του ενώθηκε με τα ένοπλα σώμα των Βασιλικιωτών και των Βαβδινών. Κατεδίωξε την Τουρκική δύναμη ως το χωριό Σέδες, έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου σύμφωνα με κάποιες πηγές έγινε μάχη με το ιππικό του Αχμέτ Μπέη [5] των Γιαννιτσών, αν και άλλες πηγές αναφέρουν ότι αυτή η μάχη έγινε κοντά στη Γεωργική Σχολή, πολύ κοντά στη Θεσσαλονίκη.

Γράφει σχετικά ο ιστορικός Διονύσιος Α. Κόκκινος: «Ὁ Χάψας ἐκινήθη μετά τῶν ἄλλων ὁπλαρχηγῶν κατά τάς πρώτας ἡμέρας τοῦ Ἰουνίου κατά τῶν σωμάτων τῶν ἀποσταλέντων ἐναντίον τοῦ Πολυγύρου, ἐπροχώρησε μέχρι τῆς Καλαμαριᾶς καί ἔφθασε καταδιώκων τούς Τούρκους εἰς ἀπόστασιν τριῶν μόλις ὡρῶν ἔξω τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ Παπᾶς ἐλάμβανε τάς εὐχαρίστους εἰδήσεις τῆς προελάσεως αὐτῆς. Ὁ Ἄγγ. Βασιλικός τοῦ ἔγραφε την 4ην Ἰουνίου: «Ἰδού μέ τήν δύναμιν τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἐκινήθημεν εἰς τήν δουλείαν μέ πάσης προθυμίας, ὥστε ἐκοντεύσαμεν ἕως τά τείχη τῆς Θεσσαλονίκης. Ὅμως προσμένοντας τόν καλόν ἐρχομόν σας, ἐσταθήκαμεν ἕως ἐκεῖ». Οι Τούρκοι νικήθηκαν και υποχωρούσαν πανικόβλητοι, όταν εμφανίστηκε ο Μπαϊράμ πασάς στη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές Ιουνίου του 1821 ο Μπαϊράμ πασάς πρόσβαλε το σώμα του Εμμανουήλ Παπά στα στενά της Ρεντίνας, το απώθησε με ευκολία και προχώρησε εναντίον των επαναστατών του Καπετάν Χάψα.

Μάχη των Βασιλικών

Την 9η Ιουνίου 1821 ο Αχμέτ μπέης των Γιαννιτσών ένωσε τις δυνάμεις του μ' αυτές του σερασκέρη και βεζύρη Χατζή Μεχμέτ Μπαϊράμ πασά, που ήρθε από την Μικρά Ασία με σκοπό να καταπνίξει την επανάσταση. Η σύγκρουση των επαναστατών με τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις έγινε στο τσιφλίκι του Αγκούς αγά, κοντά στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής των Βασιλικών. Οι Βασιλικιώτες, αμύνονταν γύρω από τον λόφο της Αγίας Παρασκευής και έδωσαν καιρό στον καπετάν Χάψα να καταλάβει την ανατολική πλευρά των Βασιλικών. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, οι αγωνιστές του καπετάν Χάψα αποφάσισαν να αντισταθούν στους πρόποδες του βουνού Βούζιαρης δεχόμενοι τη συμβουλή του δημογέροντα των Βασιλικών Γ. Κοτζιά. Οι Βασιλικιώτες της Αγίας Παρασκευής αφού εκτέλεσαν την αποστολή τους οπισθοχώρησαν και ενώθηκαν με το σώμα του καπετάν Χάψα. Έτσι τα Βασιλικά έμειναν τελείως ανυπεράσπιστα και οι Τουρκοι τα κατέλαβαν προτού οι κάτοικοι προλάβουν να φύγουν. Ακολούθησε ομαδική σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού, ενώ οι Τούρκοι στρατιώτες και οι Εβραίοι της περιοχής εκθεμελίωσαν τα πάντα, αιχμαλώτισαν κατοίκους, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν σπίτια. Από τα 400 σπίτια των Βασιλικών έμειναν μόνο τρία ενώ δεν γλύτωσε ούτε ο ναός.

Ο καπετάν Χάψας με 200 μόλις άνδρες επεδίωξε να οργανώσει μια δεύτερη γραμμή άμυνας στους πρόποδες του όρους Βουζιάρη, έξω από τα Βασιλικά, όμως ο Μπαϊράμ πασάς, καταδίωξε τους επαναστάτες με ισχυρό απόσπασμα ιππέων και ο Καπετάν Χάψας επέλεξε να δώσει την τελευταία μάχη του στη στενωπό της κοιλάδας πάνω από την κοίτη του χειμάρρου Ανθεμούντα και κοντά στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας. Παράλληλα αποφάσισε να στείλει τον υπαρχηγό του Αναστάσιο Χυμευτό με τμήμα του στρατού, στην Κασσάνδρα προκειμένου να εξασφαλίσει την περιοχή από ενδεχόμενη απόβαση Οθωμανικών στρατευμάτων μέσω θαλάσσης. Η μάχη που ξεκινά είναι άνιση και ο Χάψας διαβλέπει τον κίνδυνο πανωλεθρίας. Τότε, αποφασίζεται, με υπόδειξη του Βασιλικιώτη προύχοντα Γεωργίου Κοτζιά, η οχύρωση εντός της Ιεράς Μονής της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι Οθωμανοί. Στις διαπραγματεύσεις του Εμμανουήλ Παπά με τους μοναχούς, συμφωνείται η είσοδος μόνο των αμάχων και των γυναικοπαίδων από τα Βασιλικά και τη Γαλάτιστα. Έτσι ο καπετάν Χάψας έμεινε στο πεδίο της μάχης με 64 μαχητές, ενώ το υπόλοιπο μέρος του σώματος κατευθύνθηκε προς τα ανατολικά για αντιπερισπασμό. Την ίδια στιγμή ο Εμμανουήλ Παπάς με τους ελάχιστους ενόπλους του ανέλαβε να συνοδεύσει τα γυναικόπαιδα στη μονή.

Το τέλος του Χάψα

Ο Χάψας αγωνίστηκε μέχρις εσχάτων ώστε να εξασφαλίσει τη σωτηρία των αμάχων και στο πεδίο της μάχης έξω από τα Βασιλικά στους πρόποδες του βουνού Βούζιαρη, στην τοποθεσία που λέγεται ««Στου Τσεπέλ’ τις πέτρες»» και ύστερα από σφοδρή μάχη σκοτώθηκαν και οι 64 αγωνιστές -οι περισσότεροι από τη Συκιά- μέχρις ενός. Ο άφοβος Στάμος Χάψας, με κραυγές και βρισιές, όταν διαπίστωσε πως είχε κυκλωθεί, όρμησε με το σπαθί του στο μέσον της εχθρικής παράταξης και έπεσε αιμόφυρτος μαζί με τους τελευταίους συντρόφους του. Τον ηρωικό δρόμο προς την αθανασία ακολούθησαν οι οπλαρχηγοί Παύλος Χαρλάτης, Αυγερινός Καραγιάννης και Θεολόγος Τουρλάκης από τον Βάβδο, ο καπετάν Γραμμένος Καραφίλιππας από τα Βασιλικά και πολλοί άλλοι από άλλες περιοχές της Χαλκιδικής. Από τους Τούρκους σκοτώθηκαν περίπου 500, οι οποίοι θάφτηκαν δυτικά των Βασιλικών στην τοποθεσία «Κυπαρίσσια» στη θέση που από τότε ονομάζεται «Τούρκικα μνήματα». Την επομένη της μάχης των Βασιλικών, οι δυνάμεις του Μπαϊράμ πασά κατέστρεψαν το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, το οποίο φιλοξένησε τα γυναικόπαιδα των επαναστατών, το έκαψαν και λεηλάτησαν τα υπάρχοντα του, ενώ αποκεφάλισαν τον ηγούμενο και όλους τους μοναχούς και λαϊκούς που ήταν εκεί.

Επακόλουθα της μάχης στα Βασιλικά

Από αμερικανικά αρχεία, προκύπτει ότι μεταξύ 1ης και 15ης Ιουλίου 1821, πουλήθηκαν (σε σκλαβοπάζαρα κλπ.) στη Θεσσαλονίκη, 150 γυναικόπαιδα από τη Γαλάτιστα και τα Ραβνά και αργότερα, άλλα 500, ενώ οι ελλείψεις σε τρόφιμα, λόγω των πυρπολήσεων των οικισμών της Χαλκιδικής, είχαν σαν αποτέλεσμα να ενσκήψουν σοβαρές επιδημίες μεταξύ των Ελλήνων, οι οποίοι, έχοντας λιγοστά πολεμοφόδια, περιορίστηκαν σε άμυνα. Ο ιστορικός Φιλήμων περιγράφει [6] τη μάχη και την καταστροφή των Βασιλικών:
«Εμψυχωθέντες δ΄ούτω οι εν Θεσσαλονίκη Τούρκοι, εξεστράτευσαν παρακολουθούντων και Εβραίων λόγω μίσους μάλλον ή επιδείξεως πολλού αριθμού και επί τέσσαρας ώρας προχωρήσαντες μέχρι των Βασιλικών συνεπλάκησαν μετά του εκεί υπό τον Χάψαν σώματος. Ει και μικρόν, ως συγκείμενον εκ διακοσίων μόνον, το σώμα αυτό και ο ανδρείος τούτου αρχηγός επολέμησε δια πολλής γενναιότητος και προς ζημίαν ικανήν των Τούρκων. Αλλ΄ επιτέλους νικηθέν υπό του πλήθους των πολεμίων, ετράπη εις φυγήν δυστυχή απολέσαν περί τους εξήκοντα φονευθέντας και προπάντων τον αγνόν και ηρωικώς πεσόντα Χάψαν. Τότε η κώμη των Βασιλικών διηρπάγη και επυρπολήθη εκ δε των κατοίκων αυτής οι μεν κατεσφάγησαν, οι δε εξανδραποδίσθησαν». Αναφερόμενος στην καταστροφή των Βασιλικών ο ιστορικός Ιωάννης Βασδραβέλλης περιγράφει: «Η ωραία κωμόπολη των Βασιλικών παρεδόθη εις το πυρ, τη σφαγή και τη λεηλασία. Νεανίδες συλλαμβάνονται και ατιμάζονται, άλλαι δε συγκεντρούμεναι εις την Θεσσαλονίκη μεταπωλούνται εις τα σκλαβοπάζαρα της Βεγγάλης και της Τριπολίτιδας, μικροί δε και τρυφεροί νεανίσκοι αγοράζονται από τους πλούσιους μπέηδες και γαιοκτήμονες της Θεσσαλονίκης διά ανήθικους σκοπούς».

Μετά την καταστροφή των Βασιλικών

Μετά τη μάχη στα Βασιλικά, το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών δυνάμεων κατευθύνθηκε προς τον Γαλαρινό και κατέστρεψαν ολοσχερώς το χωριό, ενώ συνέλαβαν, βασάνισαν και θανάτωσαν όσους κατοίκους δεν πρόλαβαν να διαφύγουν. Μετά από το γεγονός αυτό, και ενώ οι Τούρκοι ήταν ακόμη στον Γαλαρινό, τα γυναικόπαιδα των Βασιλικών έφυγαν νύχτα από την Αγία Αναστασία και δια μέσου της Γαλάτιστας και του Βάβδου κατευθύνθηκαν προς τον Άγιο Νικόλαο και από εκεί κατέφυγαν στο Άγιο Όρος. Την τύχη των Βασιλικών, του Γαλαρινού και της Αγίας Αναστασίας είχαν η Γαλάτιστα, το Λειβάδι και η Περιστερά. Το τουρκικό ιππικό κατέστρεψε και πυρπόλησε τα χωριά αυτά, βασάνισε, βίασε και θανάτωσε τους κατοίκους. Πολλά γυναικόπαιδα αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Τρίπολης και της Βεγγάλης. Από τα Βασιλικά και τη Γαλάτιστα αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι 150 γυναικόπαιδα και από το Λειβάδι περισσότερα από 200. Ανάλογες συνέπειες είχαν και πολλά άλλα χωριά και κωμοπόλεις της Χαλκιδικής. Πολλές οικογένειες των Βασιλικών και των άλλων χωριών και κωμοπόλεων της Χαλκιδικής που κατέφυγαν στο Άγιο Όρος, προκειμένου να γλιτώσουν από την αιχμαλωσία και τον θάνατο, μεταφέρθηκαν αργότερα με πλοία στη Σκιάθο και τη Σκόπελο και άλλες στην Εύβοια και τα Ψαρά. Λίγες μόνο επέστρεψαν αργότερα στα Βασιλικά έχοντας νωπές τις μνήμες από τον χαλασμό.

Τα δεινά και τις καταστροφές που υπέστησαν οι κάτοικοι περιγράφει ο Μπαϊράμ πασάς σε αναφορά του προς τον Σουλτάνο. « ... αφού διεπεράσαμεν εν στόματι μαχαίρας τους απίστους τεσσαράκοντα δύο χωρίων, εξαποστείλαντες τας ρυπαράς ψυχάς αυτών εις την κόλασιν, ηχμαλωτίσαμεν τας συζύγους και τα τέκνα αυτών και ελαφυραγωγήσαμεν τας πλουσίας περιουσίας αυτών, ας και διανείμαμεν μεταξύ των νικητών στρατιωτών, τα δε χωρία και τα στρατόπεδα αυτών παραδώσαμεν εις τας φλόγας, διασκορπίσαντες και τα χωρία αυτών...». Οι αγωνιστές που επέζησαν από την καταστροφή της Κασσάνδρας κατέφυγαν στα νησιά των Βόρειων Σποράδων με καράβια των Ψαρών, της Σκοπέλου και της Ύδρας. Από εκεί μπόρεσαν κατόπιν να φθάσουν στη Νότια Ελλάδα. Εκεί εντάχτηκαν στα επαναστατικά σώματα των Πελοποννησίων και Στερεοελλαδιτών οπλαρχηγών και συνέχισαν τον αγώνα συμμετέχοντας στις μάχες που ακολούθησαν μέχρι το 1829 εναντίον του Δράμαλη, του Ιμπραήμ, του Ομέρ Βρυώνη και άλλων κατακτητών.

Μνημείο της μάχης των Βασιλικών

Η μάχη και το Ολοκαύτωμα των Βασιλικών υπήρξε ουσιαστικά η πρώτη μεγάλη επαναστατική δράση στη Βόρεια Ελλάδα. Οι μαχητές του Χάψα, που από Κάψας έγινε γνωστός ως Χάψας γιατί έκανε τους Τούρκους μια χαψιά, οι περισσότεροι από τη Συκιά της Χαλκιδικής, έδωσαν το όνομα στην περιοχή που έκτοτε ονομάζεται «Κομμένοι» ή «Συκιωτάκια» [7]. Το 1940 ο πατριώτης δάσκαλος Ανδρέας Ευαγγελίδης από την Καστοριά, που τότε διορίστηκε στο Γαλαρινό Χαλκιδικής, αναμόχλευσε την ιστορία του καπετάν Χάψα, την οποία μέχρι τότε οι περισσότεροι είχαν ξεχάσει και με δική του πρωτοβουλία του κινητοποίησε τους αρμόδιους φορείς της ευρύτερης περιοχής με αποτέλεσμα, μετά από 20 χρόνια να στηθεί το πρώτο μνημείο. Έτσι το πρώτο μνημείο που στήθηκε στην τοποθεσία ήταν το 1960, από τους κατοίκους της κοινότητας Συκιάς Χαλκιδικής, μια απλή και λιτή αναθηματική πλάκα.

Πολλά χρόνια αργότερα, την δεκαετία του 1990 ο Πανχαλκιδικός Σύλλογος Θεσσαλονικέων «Ο Αριστοτέλης» ανέλαβε την πρωτοβουλία να δημιουργηθεί ένα μεγαλοπρεπές μνημείο. Το μνημείο ολοκληρώθηκε το 1997 και κόστισε 12.500.000 δραχμές. Για να συγκεντρωθεί το ποσό αυτό συνέδραμαν σύλλογοι, σχολεία, δημοτικά διαμερίσματα, επαγγελματικά σωματεία, καθώς και οι ομογενείς μας στην Αμερική και στην Αυστραλία. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν μάρμαρο, πέτρα, ορείχαλκος προήλθαν από δωρεές εταιρειών της γύρω περιοχής. Τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν δόθηκαν ως αμοιβή στον δημιουργό του έργου, στον γλύπτη και καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών, Γεώργιο Τσάρα. Στη μαρμάρινη πλάκα αναγράφεται: «Το Μακεδνόν των Ελλήνων γένος προμαχεί υπέρ πατρίδος και δικαίων Πανελλήνων». Τον Αύγουστο του 2019 άγνωστοι βεβήλωσαν το Μνημείο του Καπετάν Χάψα κάτω από τη Μονή της Αγίας Αναστασίας, στη διασταύρωση με την Εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Ουρανουπόλεως, και αφαίρεσαν ολόκληρη την ορειχάλκινη παράσταση της πολύνεκρης μάχης. Προτομή [8] του Στάμου Κάψα υπάρχει και στη νοτιοανατολική είσοδο της Θεσσαλονίκης, όπου οι Θεσσαλονικείς τον ανέμεναν ως απελευθερωτή το 1821, όμως έμελλε η απελευθέρωση της πόλεως να συμβεί 91 χρόνια μετά, ενώ στη Συκιά Χαλκιδικής λειτουργεί ο Πολιτιστικός Περιβαλλοντικός Μορφωτικός Σύλλογος «Καπετάν Χάψας». Με τη μέριμνα του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών Νομού Χαλκιδικής ανεγέρθηκε στη Συκιά Μνημείο «του Καπετάν Χάψα με τα παλικάρια του τα Συκωτάκια».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Οδός Χάψα Δήμος Θεσσαλονίκη.]
  2. [Κρυοπηγή Χαλκιδικής ]
  3. [Κρυοπηγή Κτήμα Λιβαδειώτη.]
  4. [Ο Στάμος Κάψας ή Χάψας, εγγονός του οπλαρχηγού Στάμου Χάψα, απέκτησε απογόνους τον Βασίλειο, τον Χρυσάφη, την Τριανταφυλλιά (Παπούλια) και την Αικατερίνην σύζυγο Στάμου Μπλόσκα.]
  5. [Το ιππικό του Αχμέτ Μπέη αποτελούνταν από Γιουρούκους ιππείς, που ήταν σκληροί πολεμιστές, απόγονοι των πρώτων κατακτητών, που διέσωζαν τις παλιές πολεμικές αρετές και διατηρούσαν τα νομαδικά τους ήθη.]
  6. [Φιλήμονος, 1861, σελίδες 119η-120η.]
  7. [Η ονομασία «Συκιωτάκια», στο πεδινό μέρος ανατολικά των Βασιλικών, αναφέρεται στον τόπο της καταγωγής των ηρωικών πολεμιστών εκείνης της μάχης και η ονομασία «Κομμένοι» αναφέρεται μεταφορικά στην ανθρωποσφαγή που ακολούθησε.]
  8. [Φωτογραφίες από την προτομή του Καπετάν Χάψα στην Θεσσαλονίκη odosell.blogspot.com]