Εμμανουήλ Παπάς

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Εμμανουήλ Παπάς, Έλληνας έμπορος, τραπεζίτης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, εθνικός αγωνιστής, οπλαρχηγός της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, μία από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές της Ελληνικής Εθνεγερσίας, πρωτεργάτης, αρχηγός και υπερασπιστής της Επαναστάσεως στη Χαλκιδική τον Μάρτιο του 1821 και στην υπόλοιπη Μακεδονία τον Μάιο του ίδιου έτους, γεννήθηκε το 1772 ή το 1773 στον οικισμό Νταρνάκικα ή Ντουβίστα ή Δοβίστα [1] [2] (σημερινή ονομασία: Εμμανουήλ Παπάς) στoν τότε τουρκοκρατούμενο νομό Σερρών και απεβίωσε από συγκοπή καρδιάς, ή σύμφωνα με τον Δημήτριο Υψηλάντη από αποπληξία, στις 5 Δεκεμβρίου 1821, τη στιγμή που το πλοιάριο στο οποίο επέβαινε παρέπλεε το ακρωτήριο Καφηρέας [3]. Η νεκρώσιμη ακολουθία και η ταφή του τελέστηκαν την ίδια μέρα στο νησί της Ύδρας.

Ο Εμμανουήλ Παπάς, από το γάμο του με τη Φαίδρα (Αφέντρα [4]), στις 18 Μαΐου 1793, απέκτησε έντεκα παιδιά, από τα οποία τα οκτώ ήταν αγόρια και τα τρία κορίτσια [5]. Τέσσερα από τα παιδιά του, οι Αναστάσιος διακεκριμένος διανοούμενος [6], Αθανασάκης [7], Γιαννάκης [8] και Νικολάκης [9], συμμετείχαν ενεργά και οι τρείς τελευταίοι πλήρωσαν με την ζωή της τη συμμετοχή τους στην Ελληνική εθνεγερσία.

Εμμανουήλ Παπάς [10]
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 1772 ή 1773
Τόπος: Δοβίστα Σερρών
(Ελλάδα)
Σύζυγος: Φαίδρα Παπά
Τέκνα: Αθανάσιος, Αναστάσιος, Ιωάννης,
Νερατζή, Νικόλαος, Μιχαήλ,
Γεώργιος, Ελένη, Αλέξανδρος,
Ευφροσύνη, Κωνσταντίνος.
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Έμπορος, τραπεζίτης
Εθνικός ήρωας
Θάνατος: 5 Δεκεμβρίου 1821
Τόπος: «Καλομοίρα» (πλοίο), Ακρωτήριο Καφηρέας
(Ελλάδα)

Βιογραφία

Πατέρας του Εμμανουήλ, που είχε τέσσερα αδέλφια, τους Αθανάσιο, Μάλαμα, Γεώργιο και Κωνσταντίνο, καθώς και μία αδελφή, την Παναγιώτα, ήταν ο ιερέας του χωριού παπα-Δημήτρης, ο οποίος τιμήθηκε από τον οικείο Μητροπολίτη με το εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικονόμου και ήταν ένας από τους πλουσιότερους και πιο διακεκριμένους προύχοντες της επαρχίας, που οι συντοπίτες του ονόμαζαν και Λεονταρή ή Παπαλεονταρή. Από την ιερατική ιδιότητα του πατέρα του, προέρχεται και το οικογενειακό επίθετο Παπάς, σύνηθες φαινόμενο εκείνη την εποχή. Η μητέρα του Εμμανουήλ ονομαζόταν Βασιλική και κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια. Το σπίτι που γεννήθηκε ο Εμμανουήλ βρίσκεται στο κέντρο του χωριού της Δοβίστας. Διασώζεται η πόρτα του αρχικού σπιτιού η οποία φυλάσσεται στο εσωτερικό του, προκειμένου να προστατευτεί από τη φθορά, ενώ στο πίσω μέρος του υπάρχει η αποθήκη στην οποία ο ήρωας έκρυβε όπλα και πυρομαχικά. Το σπίτι ανήκει στην οικογένεια Παπαγεωργίου, που κρατά την καταγωγή της από τον αδερφό του Εμμανουήλ και δεν είναι ανοιχτό ή επισκέψιμο.

Σπουδές / Επαγγελματική δραστηριότητα

Ο Εμμανουήλ διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο της γενέτειρας του υπό δύσκολες συνθήκες και στη συνέχεια στο Ελληνικό Σχολείο των Σερρών. Μετά την αποφοίτηση του επέστρεψε στη Δοβίστα όπου σε ηλικία 20 ετών παντρεύτηκε με τη Φαίδρα, κόρη επίσης αρχοντικής οικογένειας. Πιθανόν η αρχή της δημιουργίας του να ήταν το μπακάλικο της Δοβίστας που είχε αγοράσει ο αδελφός του Γιωργάκης Οικονόμου. Στο χωριό αρχίζει, μαζί με τα αδέλφια του, να χτίζει ευπρεπή ναό, χρησιμοποιώντας δικά του χρήματα. Φανατικοί Τούρκοι προσπαθούν να τους εμποδίσουν στο έργο τους και ο Παπάς τους εξαγοράζει με χρηματικά δώρα. Τελικά, ο ναός αποπερατώνεται το 1805 και αποτελεί μέχρι και σήμερα την εκκλησία του χωριού. Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Σερρών Θεολόγο: «...Ο ιερός και ενοριακός ναός του Αγίου Αθανασίου στο δημοτικό διαμέρισμα Εμμανουήλ Παπά Σερρών ανεγέρθηκε, ως μαρτυρείται από την εντοιχισμένη στον ναό κτητορική επιγραφή, το 1805 με δαπάνες και επιστασία του Γεωργίου Οικονόμου, ανεψιού του αρχιστρατήγου Εμμανουήλ Παπά και υιού του παπα-Αθανασίου Οικονόμου, αδελφού του ήρωος» αναφέρει, και συνεχίζει: «...Κατά τον Σερραίο ιστορικό Ευάγγελο Στράτη, ο ήρωας και τα αδέλφια του εκτός από την γενναία οικονομική συνδρομή, μετέφεραν οι ίδιοι και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση του ναού. Έτσι, επικράτησε στην οικογένεια και το επώνυμο Παπάς αντί του αρχικού Οικονόμου».

Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Εμμανουήλ αρχίζοντας από μικρέμπορος εξελίχθηκε σε μεγαλέμπορο και το 1807 εγκαταστάθηκε σχεδόν μόνιμα στις Σέρρες, ιδρύοντας καταστήματα στην Θεσσαλονίκη και τράπεζες στη Βιέννη με υποκαταστήματα στην Κωνσταντινούπολη. Απέκτησε σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία, που ανέρχονταν σε πάνω από 300.000 δίστηλα χρυσά τάλιρα, ένα αμύθητο ποσό για την εποχή, και αναδείχθηκε δανειστής των Τούρκων αγάδων και μπέηδων, σύναψε στενές σχέσεις μαζί τους, ενώ η οικονομική του άνεση του επέτρεπε να κάνει πολλές φιλανθρωπίες και συχνά εξαγόραζε θανατικές ποινές συμπατριωτών του. Ο Εμμανουήλ διατέλεσε Επίτροπος στην Μητρόπολη των Αγίων Θεοδώρων στις Σέρρες και χρημάτισε Δημογέροντας για πολλά χρόνια. Έκανε χρήση των γνωριμιών του στο Σουλτάνο και κατόρθωσε να δοθεί το δικαίωμα στον Μητροπολίτη Σερρών να εκδικάζει τις διαφορές μεταξύ των Ορθοδόξων, συνέβαλε οικονομικά στην ανέγερση εκ θεμελίων νέων εκκλησιών, κάτι που απαγόρευε το Οθωμανικό κράτος το οποίο επέτρεπε μόνο την συντήρηση παλιών εκκλησιών. Το 1810 διορίστηκε τραπεζίτης του Ισμαήλ μπέη των Σερρών, πολύ ισχυρού τοπάρχη, που ήταν για τη Μακεδονία κάτι αντίστοιχο του Αλή πασά της Ηπείρου. Τα πρώτα προβλήματα του Εμμανουήλ Παπά εμφανίστηκαν μετά το θάνατο του Ισμαήλ μπέη, όταν τον διαδέχθηκε ο γιος του, ο Γιουσούφ μπέης, ο οποίος δανείστηκε από τον Παπά περί το ένα εκατομμύριο χρυσές δραχμές, χρέος που βρέθηκε σε αδυναμία να επιστρέψει. Μετά την πιεστική επιμονή του Εμμανουήλ Παπά επέστρεψε το μισό του ποσού απειλώντας τον όμως πως θα τον σκοτώσει, αν επιμείνει να εισπράξει και τα υπόλοιπα χρήματα. Υπό την απειλή του μπέη ο Παπάς διέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, τον Οκτώβριο του 1817, κι εμπιστεύθηκε τη ζωή των μελών της οικογενείας του στον Μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθο, τον μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Ένταξη στη Φιλική Εταιρεία

Στην Κωνσταντινούπολη ο Εμμανουήλ Παπάς ήρθε σε επαφή με Έλληνες πατριώτες, μυημένους στην Φιλική Εταιρεία και στις 22 Δεκεμβρίου του 1819, με την υπόδειξη του συμπατριώτη του Φιλικού Ιωάννη Φαρμάκη και του Κωνσταντίνου Παπαδάτου, εντάχθηκε και ο ίδιος δίνοντας τον όρκο των Φιλικών. Λόγω των ικανοτήτων του στην διαχείριση των Οικονομικών του ανατέθηκαν καθήκοντα αρχιταμία της οργανώσεως. Η πρώτη οικονομική συνεισφορά του Εμμανουήλ Παπά στην Εταιρεία ανέρχονταν στο ποσό των 1.000 γροσίων «ως προοφειλούμενη συνδρομήν βοηθητικήν για την δημιουργημένη Σχολή του Πανελληνίου». Με τις γνωριμίες που διέθετε ο Παπάς στο παλάτι κατόρθωσε να εισπράξει και τις υπόλοιπες 500.000 αργυρές δραχμές που του όφειλε ο Γιουσούφ μπέης, ποσό που συνεισέφερε εξ ολοκλήρου στο ταμείο της Φιλικής Εταιρείας και στη συνέχεια αγόρασε μ' αυτό όπλα και πολεμοφόδια με σκοπό την μεταφορά τους στην Χαλκιδική.

Επαναστατική δράση

Στις 8 Οκτωβρίου του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης απηύθυνε επιστολή-κάλεσμα [11] στον Εμμανουήλ Παπά, από το Ισμαήλ της Μολδοβλαχίας, με την οποία του ζητούσε να συμπεριληφθεί κι αυτός στους σωτήρες της Ελλάδος. Τον Φεβρουάριο του 1821 άρχισε στην Μολδοβλαχία ο Επαναστατικός αγώνας των Ελλήνων. Την ίδια εποχή ο Παπάς δέχθηκε την εντολή του Υψηλάντη να μεταβεί κρυφά στην Μακεδονία για να οργανώσει τον ξεσηκωμό των υπόδουλων. Έτσι προχώρησε στην αγορά όπλων και πολεμοφοδίων κάνοντας χρήση των 500.000 αργυρών δραχμών που υπήρχαν στο ταμείο της Φιλικής Εταιρείας από την δική του συνεισφορά.

Ο Εμμανουήλ Παπάς αποβιβάστηκε σε έναν όρμο του Αγίου Όρους, στις 23 Μαρτίου του 1821, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του Ιωάννη Χατζηπέτρου, τον γραμματικό του Ιωάννη Οικονόμου και τον γιο του Γιαννάκη, με το πλοίο «Καλομοίρα» του Φιλικού Αντώνη Χατζηβισβίζη από την Λήμνο μεταφέροντας όπλα και πολεμοφόδια. Όλοι τους αποβιβάστηκαν στη μονή Εσφιγμένου, της οποίας ο ηγούμενος Ιωακείμ ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Σε σύσκεψη των μοναχών αποφασίστηκε η γενική στρατολογία όλων των ανδρών της Χαλκιδικής που μπορούσαν να φέρουν όπλα. Στην Μονή συναντήθηκε με το Στάμο Χάψα, που είχε υπαρχηγό τον Αναστάσιο Χυμευτό από την Κασσάνδρα, και προχώρησαν στη συγκρότηση επαναστατικού στρατού. Στις Σέρρες συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν η γυναίκα του Εμμανουήλ Παπά κι όλα τα ανήλικα παιδιά του που λίγες ημέρες αργότερα καταδικάστηκαν σε θάνατο με αποκεφαλισμό και δημεύθηκε η περιουσία της οικογένειας, ενώ το σπίτι τους, απέναντι από τον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίων Θεοδώρων των Σερρών, λεηλατήθηκε και κάηκε. Με την διαμεσολάβηση του Μητροπολίτη Σερρών δεν εκτελέστηκε η ποινή του αποκεφαλισμού και τα μέλη της οικογένεια του Παπά φυλακίστηκαν ως το τέλος του 1826, όταν αποφυλακίστηκαν με τις προσπάθειες του Μητροπολίτη και την καταβολή χρημάτων για εξαγορά. Μετά την εκφόρτωση των όπλων και των πολεμοφοδίων ο Παπάς μετέβη στις μονές Μεγίστης Λαύρας και Ιβήρων όπου συνάντησε τον παλιό του φίλο, τον Φιλικό και μοναχό Νικηφόρο τον Ιβηρίτη, τον οποίο κατάστησε πληρεξούσιο του αναφέροντας στους εκπροσώπους των μονών: «Όθεν και υμείς άπαντες κοινώς κατά χρέος να τον υπακούετε και να διενεργήτε παν ό,τι κοινωφελώς και συμφέρον τή αποφάσει τής πανοσιότητός του, χωρίς να δύνασθε να αποφασίζητε το παραμικρόν άνευ της γνώμης αυτού». Σχετική υπογραφή του μοναχού και Φιλικού Νικηφόρου του Ιβηρίτου διασώζεται σε απόδειξη φορτώσεως κανονιού προς την μονή Διονύσου στην οποία υπογράφει ως «ο του αρχηγού και υπερασπιστού της Μακεδονίας πληρεξούσιος Χαρτοφόλαξ Νικηφόρος».

Οι Εμμανουήλ Παπάς και καπετάν Στάμος Χάψας προερχόμενοι από το Άγιο Όρος και τη Μονή Εσφιγμένου, όπου είχαν κηρύξει την έναρξη της επαναστάσεως, στο Παλαιοχώρι και στα βουνά του Χολομώντα διαχωρίστηκαν σε δύο στρατιωτικά τμήματα. Το ένα κατευθύνθηκε προς την Νέα Απολλωνία [Εγρί Μπουτζάκ] και το άλλο προς τα Βασιλικά. Oι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στην Εκκλησία. Οι ιερείς με τα λάβαρα και τις εικόνες βγήκαν να υποδεχθούν τους επαναστάτες ψάλλοντας το «Αναστάσεως ημέρα». Συγκροτήθηκαν άμεσα οι πρώτες επαναστατικές ομάδες με αρχηγούς τον Βασίλειο Κοτζιά, τον Γραμμένο Χρειαζούμενο και τον Φίλιππα Θέο ή Καραφίλιππα, οι οποίοι ενώθηκαν με το επαναστατικό σώμα του Χάψα και του Χυμευτού. Οι επαναστάτες επιτέθηκαν εναντίον του Τούρκου διοικητή της περιοχής του Πισιώνα, Αγκούς μπέη, στην τοποθεσία Λαμώματα, κοντά στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Στο μεταξύ κατέφθασαν στα Βασιλικά αγωνιστές από τον Βάβδο και τη Γαλάτιστα με αρχηγούς τον Παύλο Χαλάτη, τον Αυγερινό Καραγιάννη και τον Θεολόγο Τουρλάκη και ενίσχυσαν τους επαναστάτες.

Επανάσταση στη Χαλκιδική

Στόχος των επαναστατών ήταν η κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Στα ανατολικά ο Εμμανουήλ Παπάς, μετά την Ιερισσό, προχώρησε προς τα Μαδεμοχώρια, μία αυτόνομη ομοσπονδία δώδεκα κοινοτήτων γύρω από μεταλλεία αργύρου, η οποία απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια από την Υψηλή Πύλη οι κάτοικοι των οποίων,, στο όνομα της ελευθερίας δεν δίστασαν να προσχωρήσουν στον Παπά. Ο καπετάν Χάψας επιτέθηκε εναντίον των τουρκικών δυνάμεων του Τσιρίμπαση Χασάν αγά, διοικητή της πολιτοφυλακής της Παζαρούδας [Απολλωνίας], στον δυτικό τομέα και κατέλαβε την Κομίτσα, την Ιερισσό, την Αρναία, τον Άγιο Πρόδρομο, τη Γαλάτιστα και τα Βασιλικά, όπου το σώμα των μαχητών του ενώθηκε με τα ένοπλα σώμα των Βασιλικιωτών και των Βαβδινών. Κατεδίωξε την Τουρκική δύναμη ως το χωριό Σέδες, έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου σύμφωνα με κάποιες πηγές έγινε μάχη με το ιππικό του Αχμέτ Μπέη [12] των Γιαννιτσών, αν και άλλες πηγές αναφέρουν ότι αυτή η μάχη έγινε κοντά στη Γεωργική Σχολή, πολύ κοντά στη Θεσσαλονίκη.

Γράφει σχετικά ο ιστορικός Διονύσιος Α. Κόκκινος: «Ὁ Χάψας ἐκινήθη μετά τῶν ἄλλων ὁπλαρχηγῶν κατά τάς πρώτας ἡμέρας τοῦ Ἰουνίου κατά τῶν σωμάτων τῶν ἀποσταλέντων ἐναντίον τοῦ Πολυγύρου, ἐπροχώρησε μέχρι τῆς Καλαμαριᾶς καί ἔφθασε καταδιώκων τούς Τούρκους εἰς ἀπόστασιν τριῶν μόλις ὡρῶν ἔξω τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ Παπᾶς ἐλάμβανε τάς εὐχαρίστους εἰδήσεις τῆς προελάσεως αὐτῆς. Ὁ Ἄγγ. Βασιλικός τοῦ ἔγραφε την 4ην Ἰουνίου: «Ἰδού μέ τήν δύναμιν τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἐκινήθημεν εἰς τήν δουλείαν μέ πάσης προθυμίας, ὥστε ἐκοντεύσαμεν ἕως τά τείχη τῆς Θεσσαλονίκης. Ὅμως προσμένοντας τόν καλόν ἐρχομόν σας, ἐσταθήκαμεν ἕως ἐκεῖ». Οι Τούρκοι νικήθηκαν και υποχωρούσαν πανικόβλητοι, όταν εμφανίστηκε ο Μπαϊράμ πασάς στη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές Ιουνίου του 1821 ο Μπαϊράμ πασάς πρόσβαλε το σώμα του Εμμανουήλ Παπά στα στενά της Ρεντίνας, το απώθησε με ευκολία και προχώρησε εναντίον των επαναστατών του Καπετάν Χάψα.

Μάχη στα Βασιλικά / Επακόλουθα

Ο Παπάς, αξιοποιώντας την προ­σωπική του περιουσία, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να καλύψει τις μεγάλες ελλείψεις σε όπλα και πολεμοφόδια. Παράλληλα με επιστολή του προς τον Δημήτριο Υψηλάντη(5) ζήτησε εφόδια και πλοία. Επίσης στράφηκε προς τους οπλαρχηγούς της περιοχής του Ολύμπου, που είχε μακρά παράδοση αρματολισμού. Οι τελευταίοι ήταν εμπειροπόλεμοι και θα ενίσχυαν σημαντικά την επανάσταση στη Χαλκιδική. Όμως η ανταπόκριση τους ήταν πολύ μικρή καθώς δίσταζαν να απομακρυνθούν από τις βάσεις τους, με μόνη εξαίρεση τον Διαμαντή Νικολάου, ο οποίος υποσχέθηκε αποστολή σώματος.

Από αμερικανικά αρχεία, προκύπτει ότι μεταξύ 1ης και 15ης Ιουλίου 1821, πουλήθηκαν (σε σκλαβοπάζαρα κλπ.) στη Θεσσαλονίκη, 150 γυναικόπαιδα από τη Γαλάτιστα και τα Ραβνά και αργότερα, άλλα 500, ενώ οι ελλείψεις σε τρόφιμα, λόγω των πυρπολήσεων των οικισμών της Χαλκιδικής, είχαν σαν αποτέλεσμα να ενσκήψουν σοβαρές επιδημίες μεταξύ των Ελλήνων, οι οποίοι, έχοντας λιγοστά πολεμοφόδια, περιορίστηκαν σε άμυνα. Ο ιστορικός Φιλήμων περιγράφει [13] τη μάχη και την καταστροφή των Βασιλικών:
«Εμψυχωθέντες δ΄ούτω οι εν Θεσσαλονίκη Τούρκοι, εξεστράτευσαν παρακολουθούντων και Εβραίων λόγω μίσους μάλλον ή επιδείξεως πολλού αριθμού και επί τέσσαρας ώρας προχωρήσαντες μέχρι των Βασιλικών συνεπλάκησαν μετά του εκεί υπό τον Χάψαν σώματος. Ει και μικρόν, ως συγκείμενον εκ διακοσίων μόνον, το σώμα αυτό και ο ανδρείος τούτου αρχηγός επολέμησε δια πολλής γενναιότητος και προς ζημίαν ικανήν των Τούρκων. Αλλ΄ επιτέλους νικηθέν υπό του πλήθους των πολεμίων, ετράπη εις φυγήν δυστυχή απολέσαν περί τους εξήκοντα φονευθέντας και προπάντων τον αγνόν και ηρωικώς πεσόντα Χάψαν. Τότε η κώμη των Βασιλικών διηρπάγη και επυρπολήθη εκ δε των κατοίκων αυτής οι μεν κατεσφάγησαν, οι δε εξανδραποδίσθησαν». Αναφερόμενος στην καταστροφή των Βασιλικών ο ιστορικός Ιωάννης Βασδραβέλλης περιγράφει: «Η ωραία κωμόπολη των Βασιλικών παρεδόθη εις το πυρ, τη σφαγή και τη λεηλασία. Νεανίδες συλλαμβάνονται και ατιμάζονται, άλλαι δε συγκεντρούμεναι εις την Θεσσαλονίκη μεταπωλούνται εις τα σκλαβοπάζαρα της Βεγγάλης και της Τριπολίτιδας, μικροί δε και τρυφεροί νεανίσκοι αγοράζονται από τους πλούσιους μπέηδες και γαιοκτήμονες της Θεσσαλονίκης διά ανήθικους σκοπούς».

Η επανάσταση στην Κασσάνδρα

Στο Άγιο Όρος, μετά τη σφαγή των Βασιλικών υπήρξε κλίμα ηττοπάθειες και διχασμός. Όσοι Έλληνες σώθηκαν από τις σφαγές των Τούρκων, κατευθύνθηκαν στον Πολύγυρο και τη Βάβδο. Οι Τούρκοι, αν και είχαν τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό είχαν και τεράστιες εφεδρείες. Μετά τη μάχη στα Βασιλικά, έκαψαν τη Γαλάτιστα και στη συνέχεια τη Βάβδο και τον Πολύγυρο. Την ίδια περίοδο ο Εμμανουήλ Παπάς άρχισε να οργανώνει την αντίσταση των Ελλήνων στη διώρυγα της Ποτίδαιας, όπου σταδιακά, άρχισαν να καταφθάνουν κάθε είδους ενισχύσεις από στεριά και θάλασσα, που αναπτέρωσαν το ηθικό των Ελλήνων. Συγκεκριμένα, ήρθαν 400 άνδρες από τη Θεσσαλία, με επικεφαλής τους Μήτρο Λιάκο και Κωνσταντίνο Μπίνο, ενώ κατέπλευσαν δύο πλοία απ’ τα Ψαρά και δύο απ’ τη Λήμνο, που μαζί μ’ ένα από τη Χαλκιδική, που πρόσφεραν πολύτιμη βοήθεια στους επαναστάτες επιτηρώντας τις ακτές και αναγκάζοντας δύο πλοία του μπέη της Θεσσαλονίκης, να προσαράξουν στη στεριά. Επί πλέον, έφτασαν άλλοι 200 Θεσσαλοί αγωνιστές, με επικεφαλής τον αρματολό των Πιερίων, καπετάν Διαμαντή και ο Εμμανουήλ Παπάς κατάφερε να συγκεντρώσει 2.000 άνδρες στην Κασσάνδρα. Το πρώτο 15νθήμερο του Ιουλίου έφτασαν από τη Σάμο έντεκα πλοία από τα Ψαρά με πολεμοφόδια και στις αρχές Αυγούστου, οι δυνάμεις του Παπά με αιφνιδιαστική επίθεση κοντά στον Άγιο Μάμαντα, σκότωσαν 300 Οθωμανούς.

Τον Σεπτέμβριο του 1821 ο Παπάς υπέστη βαρύ πλήγμα: το σώμα του Μήτρου Λιάκου τον εγκατέλειψε. Στα μέσα του ίδιου μήνα, 600 Έλληνες επιτέθηκαν στους Τούρκους από τα νώτα τους, όμως το σημείο της αποβάσεως προδόθηκε και πολλοί σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Ο Παπάς έστειλε τον καπετάν Κότα στο Ελευθεροχώρι για να ζητήσει βοήθεια από τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου και άλλους απεσταλμένους στον Υψηλάντη, την Ύδρα και τα Ψαρά, όμως τελικά τα ψαριανά πλοία αποχώρησαν, καθώς δεν καταβάλλονταν οι μισθοί των πληρωμάτων. Στα τέλη Σεπτεμβρίου υπήρξαν διαρροές στρατιωτών ενώ η έκκληση του Παπά προς τους ηγουμένους των μονών του Αγίου Όρους να συνεισφέρουν οικονομικά, δεν έφερε αποτέλεσμα. Αντίθετα, διόρισαν «αρχηγό και υπερασπιστή του Ελληνικού στρατεύματος» τον οπλαρχηγό Ρήγα Μάνθο, τον οποίο ο Παπάς είχε αποστείλει νωρίτερα ως αντιπρόσωπο του, και άρχισαν την κατασκευή τάφρου. Ο Παπάς ήταν αντίθετος με τον διορισμό, καθώς εκείνος φαινόταν να του στερεί τη γενική αρχηγία. Λίγο αργότερα, σε σύσκεψη στο Άγιο Όρος, ο Μάνθος μίλησε υβριστικά στον Παπά. Ο τελευταίος, εξοργισμένος, διέταξε την εκτέλεση του και όρισε ως νέο αντιπρόσωπο του τον μοναχό Νικηφόρο Ιβηρίτη.

Ο νέος βαλής της Θεσσαλονίκης ο Εμπού Λουμπούτ ή Απ Λουβούτ, ενισχυμένος με νέες δυνάμεις και έχοντας σουλτανικό φιρμάνι με «πλήρη ανεξαρτησίαν δράσεως», το οποίο εκδόθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1821, έστειλε ένα απόσπασμα 3.500 πεζών και ιππέων εναντίον των Ελληνικών δυνάμεων. Στη συνέχεια, τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής 14.000 ανδρών, εναντίον των Ελλήνων της Κασσάνδρας και του Αγίου Όρους που ήταν μόλις 600, σύμφωνα με τον ιστορικό Φιλήμονα ή 1.400 σύμφωνα με άλλες πηγές. Οι επαναστάτες, αντιμετώπισαν με επιτυχία την πρώτη τουρκική επίθεση και αρνήθηκαν τις προτάσεις για κατάθεση όπλων και υποταγή, με αντάλλαγμα την παροχή αμνηστίας. Το ξημέρωμα της 30ης Οκτωβρίου 1821 ο Λουμπούτ εξαπέλυσε γενική έφοδο, ενώ 1.000 Τούρκοι κατάφεραν να επιχωματώσουν την αμυντική τάφρο και να εισχωρήσουν στη χερσόνησο, εξουδετερώνοντας τους λιγοστούς ηρωικούς άνδρες του Χατζηχριστοδούλου. Σχεδόν το σύνολο των Ελλήνων μαχητών σκοτώθηκαν και οι Τούρκοι ξέσπασαν στους αμάχους. Μόνο 200 οικογένειες της Κασσάνδρας και των γύρω περιοχών, πρόλαβαν να φύγουν για τη Σκιάθο, τη Σκόπελο, τη Σκύρο και άλλα νησιά [14]. Κανείς, ακόμη και σήμερα, δεν μπορεί να υπολογίσει τον αριθμό των τραγικών θυμάτων στην Κασσάνδρα καθώς και εκείνων, κυρίως γυναικών και παιδιών που σύρθηκαν στην αιχμαλωσία και τον αναγκαστικό εξισλαμισμό. Η επανάσταση της Χαλκιδικής έληξε οριστικά με την παράδοση του Αγίου Όρους, τον Ιανουάριο του 1822.

Διαφυγή στο Άγιο Όρος

Μετά την αποτυχία της Επαναστάσεως στην Κασσάνδρα και την καταστροφή που ακολούθησε ο Εμμανουήλ Παπάς, επιβιβάστηκε στο πλοίο «Καλομοίρα» του Χατζηβισβίζη και αποβιβάστηκε στη Μονή Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος, όπου πίστευε ότι θα μπορούσε να οργανώσει εστία αντιστάσεως, όμως εκεί πολλοί μοναχοί και οι προεστοί ήταν έτοιμοι να υποταχθούν. Σε ένδειξη καλής θελήσεως προς τους Τούρκους οι Αγιορείτες απελευθέρωσαν τον Τούρκο ζαμπίτη [15], που ήταν αιχμάλωτoς τους [16]. Οι Τούρκοι, από λάθος πληροφορίες, ανέθεσαν στον Κύριλλο, τον αρχιμανδρίτη της Μονής Εσφιγμένου Κύριλλο που υποστήριζε τους επαναστατημένους, να συλλάβει τον Εμμανουήλ Παπά.

Στο μεταξύ απεσταλμένοι των μονών του Αγίου Όρους πήγαν στην Κασσάνδρα για να δηλώσουν υποταγή. Ο βαλής Μεχμέτ Εμίν, που από τα μέσα Δεκεμβρίου εγκατέστησε φρουρά στον Άθω, τους ζήτησε να υποβάλουν στον σουλτάνο αίτηση συγγνώμης και αμνηστίας καθώς και να καταβάλουν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τα έξοδα του Τουρκικού στρατού. Η αίτηση κατατέθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1822 και το φιρμάνι του σουλτάνου, με ταπεινωτικούς όρους για το Άγιο Όρος και τους μοναχούς, που έγιναν όμως δεκτοί, ήρθε στις 7 Φεβρουαρίου. Η αποδοχή σήμανε και το τυπικό τέλος της Επαναστάσεως στη Χαλκιδική. Στη διάρκεια της χάθηκαν χιλιάδες ανθρώπινες ζωές, ενώ υπήρξαν τεράστιες υλικές καταστροφές, με 78 ελληνικά χωριά πλήρως κατεστραμμένα, ανάμεσά τους και τα Μαντεμοχώρια καθώς και 59 αγιορείτικα μετόχια που κάηκαν, ενώ 3.014 ζευγάρια βοδιών «αροτριώντων» χάθηκαν.

Το τέλος του Εμμανουήλ Παπά

Η άτυχη εξέλιξη της επαναστάσεως στην Μακεδονία, η κατάληψη της Κασσάνδρας στην Χαλκιδική και η «αντιδραστική στάση» των μοναχών δημιούργησαν συνθήκες ασφυξίας στον Εμμανουήλ Παπά, ενώ η εισβολή του Μεχμέτ Εμίν πασά της Θεσσαλονίκης που προχωρούσε στην Χαλκιδική καταστρέφοντας, καίγοντας, σφάζοντας και ισοπεδώνοντας τα πάντα. Αντιμέτωποι με τον Τουρκικό κίνδυνο οι επικεφαλής των μονών του Αγίου Όρους απηύθυναν επιστολή στους μοναχούς της Μονής Εσφιγμένου όπου βρισκόταν ο Παπάς με την οποία τους διαβίβασαν τον «μουρασελέ» -την απόφαση- του Χασεκή. Στην επιστολή ανάφεραν: «Εις την πανοσιότητά σας, Άγιοι Πατέρες, του ιερού Κοινοβίου Εσφιγμένου. Χθες ο ενδοξότατος ημών Χασεκή Αγάς μας, σας έγραψε μουρασελόν, δια να πιάσετε ενέχειρον τον Άρχοντα Παπά και τους λοιπούς καθώς και ο ίδιος σας έγραψε. Λοιπόν σας γράφομεν και ημείς οι των είκοσι Ιερών Μοναστηρίων Προϊστάμενοι, εν τη Ιερά Συνάξει, να κάμετε το ίδιον, ομοφώνως, δηλαδή να μας τους φέρετε ενταύθα αναμφιβόλως και τους ζητούμεν από εσάς εφεύκτως. Και ιδού όπου στέλλομεν επίτηδες ανθρώπους, δια να τους πάρουν. Και όσοι ακολουθούν τον Άρχοντα από τους εντοπίους Πατέρες, να τον αφήσουν και να επιστρέψουν εις τα κελλιά τους. Είδε και φανούν παρήκοοι, θέλουν υποπέσει εις οργήν μεγάλην, και θέλουν χάσει και τα οσπίτιά των. Ομοίως και όσοι άλλοι πιασθούν έχουν να παιδεύωνται. Ταύτα προς είδησίν σας και εμμένομεν. 1821-18 Νοεμβρίου Άπαντες οι εν τη Κοινή Συνάξει των δεκαεννέα ιερών Μοναστηρίων του Αγίου Όρους Προϊστάμενοι.»

Ο Διονύσιος Κόκκινος, αχολιάζοντας την «θλιβερή διαγωγή» και την «προδοσία» των «άνανδρων» καλόγερων, γράφει: «Η πράξις αυτή, δεν είχε δικαιολογίαν και όλα τα καθηγιασμένα ύδατα του Αγίου Όρους δεν είναι δυνατόν ν’ αποπλύνουν από αυτό το αίσχος τους δεκαεννέα ηγουμένους που υπέγραψαν την άνω επιστολήν, διά της οποίας έσπευδαν να παραδώσουν εις τον πασάν ένα θύμα τόσης περιωπής διά να μετριάσουν τους άλλους όρους της υποταγής και κυρίως τον αφορώντα την χρηματικήν αποζημίωσιν ... Η αλήθεια διά την διαγωγήν των καλογήρων εκείνων είναι πολύ θλιβερά. Ανίκανοι να αισθανθούν κατ’ αρχάς την ανάγκην γενναίας προσφοράς διά τον αγώνα, που τον ήθελαν, αλλά με θυσίας των άλλων, έφθασαν εις την ατολμίαν, εκύλισαν εις την ανανδρίαν και κατήντησαν ικανοί διά την χειροτέραν προδοσίαν. Εδέχθησαν να παραδώσουν εις τον εχθρόν ως πρωταίτιον της επαναστάσεως τον Εμμανουήλ Παπάν, τον οποίον προ ολίγων μηνών είχαν ανακηρύξει προστάτην και αρχηγόν της Μακεδονίας αυτοί οι ίδιοι, χωρίς να αγνοούν ότι η τοιαύτη παράδοσίς του ήτο ταυτόσημος με παράδοσιν προς θάνατον.»

Στις 19 Νοεμβρίου 1821 ο Παπάς, που αντελήφθη τον κίνδυνο αποφάσισε να εγκαταλείψει το Άγιο Όρος. Μαζί του ήταν αρχιμανδρίτης Κύριλλος της Μονής Εσφιγμένου και μερικοί ακόμη αγωνιστές. Όλοι επιβιβάστηκαν στο πλοίο «Καλομοίρα» του Φιλικού Αντώνη Χατζηβισβίζη, το οποίο σύμφωνα με μια πηγή είχε αγοράσει ο Παπάς [17], με προορισμό την Ύδρα, απ’ όπου σκόπευαν να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον Αγώνα. Τον Εμμανουήλ Παπά ακολούθησε ο γιος του, ο Γιαννάκης Παπάς, που μετέφερε το προσωπικό αρχείο του πατέρα του. Οι στερήσεις, οι κακουχίες των αναμετρήσεων, η κούραση, η λύπη και η απογοήτευση έφθειραν την υγεία του με αποτέλεσμα να υποστεί καρδιακή προσβολή και να ξεψυχήσει, ενώ το πλοίο που μετέφερε τον Εμμανουήλ Παπά και τους συναγωνιστές του παρέπλεε το ακρωτήριο Καφηρέας στην Εύβοια, υπέστη καρδιακή προσβολή και ξεψύχησε, στις 5 Δεκεμβρίου 1821, πριν το καράβι φθάσει στην Ύδρα. Η σορός του Παπά τάφηκε την ίδια ημέρα και της αποδόθηκαν τιμές Αρχιστρατήγου.

Μνήμη Εμμανουήλ Παπά

Ο Παπάς, που διακρίνονταν για τη θεοσέβεια και τη φιλοπατρία του, ήταν ευφυής, τίμιος, τολμηρός, με απέραντη καλοσύνη και συμπόνοια για τους συνανθρώπους του ενώ διέθετε πολυσχιδείς ικανότητες και άφησε λαμπρή παρακαταθήκη, αποτελώντας διαχρονικό πρότυπο αγνού μαχητή. Όπως γράφουν οι ιστορικοί ο Παπάς «...ήταν μέτριος στο ανάστημα και είχε γρήγορο βάδισμα. Σαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ήταν ο μακρύς λαιμός του, τα μακριά του δάκτυλά του, το φαρδύ μέτωπο του, το αετίσιο βλέμμα του και κοντά σ' αυτά τα χαρακτηριστικά του ήταν επίσης στα λόγια του πειστικός, με ένα μικρό χαμόγελο πάντοτε. Μιλούσε αργά, προφέροντας τις λέξεις ήρεμα. Έλεγε λίγα λόγια και σοβαρά, περιμένοντας πάντα τους άλλους να ομιλήσουν πρώτοι και όταν τον ερωτούσαν τότε μόνο απαντούσε. Σε συνεδριάσεις ή συναναστροφές λάβαινε το λόγο πάντα τελευταία, λέγοντας συ6νήθως ορθή γνώμη την οποία δεχότανε οι παρευρισκόμενοι...». Αν και ξεκίνησε με πολύ λίγες γραμματικές γνώσεις, όπως φαίνεται από τις ιδιόχειρες σημειώσεις του καθώς και με λίγα χρηματικά μέσα, όπως όλοι γενικά οι Έλληνες της εποχής, απέκτησε τεράστια περιουσία με την οποία κράτησε ζωντανή για έξι μήνες την Επανάσταση στη Χαλκιδική, χωρίς καμία σχεδόν βοήθεια έξωθεν, και εμφύσησε πατριωτικό πνεύμα στα παιδιά του, δίχως να προλάβει να χαρεί την πατρίδα ελεύθερη και να απολαύσει τις τιμές που εδικαιούτο [18]. Η γυναίκα του Φαίδρα ύστερα από πολλές στενοχώριες και στερήσεις και τους θανάτους πολλών παιδιών της πέθανε πάμπτωχη. Το επώνυμο Παπάς εξαφανίστηκε στη Δοβίστα. Απ’ το Γιωργάκη Παπά εμφανίστηκαν οι Σισκαίοι και οι Ραβαναίοι. Από το Μάλαμα Παπά ο Μούκας. Απ’ τον άλλο αδερφό του, τον ιερέα Αθανάσιο Παπά, ο Σιούτας και οι Παπαγιώργηδες, που κληρονόμησαν και κατέχουν μέχρι σήμερα την πατρική οικία του ήρωα. Εκείνοι που κράτησαν στη Δοβίστα το ίδιο όνομα, παρά τη στενή τους συγγένεια με τον Εμμ. Παπά, ήταν οι Οικονομαίοι, καθώς το επώνυμό τους οι Τούρκοι δεν το ταύτισαν ποτέ με τον αρχηγό της επαναστάσεως στη Χαλκιδική.

Ανήμερα των Χριστουγέννων, στις 25 Δεκεμβρίου 1821, ο Δημήτριος Υψηλάντης παρέδωσε στους γιους του Παπά αποδεικτικό έγγραφο [19] των αγώνων και των ευεργεσιών του προς το Ελληνικό Έθνος. Στο μαρτυρικό / πιστοποιητικό έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 1821 του Δημητρίου Υψηλάντη προς τα παιδιά του Παπά αναφέρεται ως αιτία θανάτου η αποπληξία. Σ' αυτό το έγγραφο βασίστηκε και ο γιος του Εμμανουήλ Παπά Κωνσταντίνος, ο οποίος στις αναφορές του προς τις Επιτροπές Αγώνος του 1858 και 1865 αναφέρει την ίδια αιτία θανάτου του πατέρα του. Στα έγγραφα που παρέδωσε ο Υψηλάντης στα παιδιά του Παπά περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και μια επιστολή προς τον Παπά, με την οποία κάτοικοι και πρόσφυγες της Κασσάνδρας τον παρακαλούν «να τους προστατεύει πατρικώς και να τους σώζει της απάνθρωπου μαχαίρας του εχθρού, μη παρατηρών παντάπασιν αν συνεργεία του δαίμονος ενίοτε συμβαίνουσι και τίνα λυπηρά προσκρούσματα προς την ευγένειάν του εκ τίνων κακοηθών και αχρείων ανθρώπων». Το έγγραφο το συνοδεύουν πάρα πολλές υπογραφές των κατοίκων ενδεχομένως αποτελεί την κορύφωση ή τον επίλογο της ιστορίας του Εμμανουήλ Παπά, που θυσίασε τα πάντα για την πατρίδα: την οικογένεια, τα πλούτη του αλλά και τρεις γιους στα πεδία των μαχών -τον Αθανάσιο στην Αταλάντη, τον Ιωάννη στο Νεόκαστρο και τον Νικόλαο στο Καματερό. Ο καθηγητής Ιωάννης Βασδραβέλλης, στην 154η σελίδα του βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών έργου του «Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση του 1821», γράφει για την προσφορά του Εμμανουήλ Παπά και της οικογένειάς του: «Δεν γνωρίζω άλλην οικογένειαν εν Ελλάδι να υπέστη, εις τοιαύτην έκτασιν, πατριωτικάς θυσίας άνευ και του ελαχίστου ανταλλάγματος».

Από τον τάφο του Εμμανουήλ Παπά στην Ύδρα διασώθηκε μόνο μια σπασμένη μαρμάρινη πλάκα η οποία μεταφέρθηκε στις Σέρρες και της οποίας το επιτύμβιο επίγραμμα γράφει: «Γιος ιερέως ο γενναίος αυτός Εμμανουήλ εγκατέλειψε τη γενέτειρά του Σέρρας πολεμών κατά των τυράννων για να σώσει την ένδοξη Ελλάδα και αποκτήσει μεγάλη δόξα. Αλλά εκτελών το καθήκον του πέθανε απροσδόκητα. Το σώμα του κράτησε η Ύδρα την δε ψυχή του ο ουρανός. 1821, Δεκεμβρίου 5». Η επιτύμβια πλάκα από τον τάφο του Εμμ. Παπά στο Ναό της Υπαπαντής, όπου και οι τάφοι των επισήμων Υδραίων, με το εντυπωσιακό αρχαιοελληνικό της επίγραμμα, βρέθηκε για άγνωστους λόγους μισοσπασμένη σε κάποια άκρη της αυλής, στο μετόχι του Παναγίου Τάφου του Ναού της Αναλήψεως. Το Λάβαρο των Μακεδονικών δυνάμεων της Ελληνικής Εθνεγερσίας του 1821, αυτό που υψώθηκε στη μάχη της Ρεντίνας, στις 17 Ιουνίου 1821, στη Μακεδονία υπό την αρχηγία του Αρχιστράτηγου Εμμανουήλ Παπά φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος. Το 1843, το όνομα του Εμμανουήλ Παπά αναρτήθηκε στο Ελληνικό Βουλευτήριο, ανάμεσα σ’ εκείνα των πρωταγωνιστών της Ελληνικής Εθνεγερσίας. Ο Δημήτριος Υψηλάντης στις 25 Δεκεμβρίου 1821, ανακήρυξε τον Εμμανουήλ Παπά ήρωα και του απένειμε το βαθμό του αρχιστρατήγου, όμως μετά τη δημιουργία του ελεύθερου Ελληνικού κράτους οι νικητές των εμφυλίων πολέμων δεν αναγνώρισαν τον προαναφερόμενο τίτλο και βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας. Έτσι, η «Επιτροπή Αγώνα», στην πρώτη απ' αυτές που έκανε τις βασικές εισηγήσεις και επιλογές, πρόεδρος ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, μετά από συνεχείς αλλαγές στη σύνθεση της που κράτησαν από το 1850 ως το 1865, κατέταξε τον αρχιστράτηγο της επαναστάσεως στη Μακεδονία «ως αξιωματικό Β' Τάξεως, με το βαθμό του συνταγματάρχη».

Το 1930 τοποθετήθηκε προτομή του Εμμανουήλ Παπά, έργο του γλύπτη Κώστα Δημητριάδη, στο μικρό πάρκο της τότε οδού Μικράς Ασίας στις Σέρρες. Τα αποκαλυπτήριά της έγιναν από τον τότε Γενικό Διοικητή της Μακεδονίας, Στυλιανό Γονατά. Κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής στην περιοχή, που διήρκησε από το 1941 μέχρι το 1944, η προτομή «εξαφανίστηκε» και στη θέση της τοποθετήθηκε αργότερα, το 1947, άλλη προτομή, την οποία, αργότερα, δώρισε ο δήμαρχος στη 10η Μεραρχία [20]. Τα οστά του Εμμανουήλ Παπά μεταφέρθηκαν, στις 17 Μαΐου 1966, και εναποτέθηκαν κάτω από τον ανδριάντα του, έργο του γλύπτη Νίκου Περαντινού. Ο ανδριάντας ανεγέρθη το έτος 1965 με την πρωτοβουλία του επιθεωρητή της Β΄ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Σερρών Βασιλείου Παπαστεφάνου και το ποσό καλύφθηκε με τη φροντίδα και δραστηριότητα των δασκάλων της ίδιας Περιφέρειας αλλά και με έρανο που έγινε μεταξύ των κατοίκων του Νομού Σερρών και των σχολείων της Δ' Γενικής Επιθεωρήσεως στοιχειώδους εκπαιδεύσεως. Ο ανδριάντας του ήρωα που είναι από πεντελικό μάρμαρο, έχει ύψος 5 μέτρα και στοίχισε τότε 320.000 δραχμές, δεσπόζει στην κεντρική πλατεία Ελευθερίας των Σερρών. Ο οικισμός της Δοβίτσας μετονομάστηκε το 1928 σε «Εμμανουήλ Παπάς» για να τιμηθεί ο ήρωας. Είναι αξιοσημείωτο πως ενώ σε όλες σχεδόν τις πηγές ο εθνικός αγωνιστής αναφέρεται ως Εμμανουήλ Παπάς, ο Δήμος της Μακεδονίας που φέρει το όνομά του ονομάζεται Δήμος «Εμμανουήλ Παππά» (με διπλό «π») [21]. Στο πατρικό του σπίτι στη Δοβίστα οι κληρονόμοι του αδελφού του στους οποίους ανήκει, φυλάσσουν την ζώνη του Εμμανουήλ Παπά η οποία αποτελεί κειμήλιο της οικογένειας Παπαγεωργίου. Τη ζώνη χάρισε στον ήρωα κάποιος φίλος του, με το όνομα Αβραάμ. Στο μεταλλικό τμήμα της ζώνης διακρίνεται ο σταυρός του Ιησού Χριστού πάνω στο Γολγοθά με την επιγραφή Ι.Ν.Β.Ι. (Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων), σύμβολο χριστιανικής πίστεως, αγώνα και θυσίας. Ακόμη, αναγράφονται οι λέξεις «ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΑΒΡΑΑΜΗ ΜΑΝΟΛΑΚΗ», καθώς και το έτος 1820, χρονολογία που κατασκευάστηκε και χαρίστηκε η ζώνη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

  • «Ο Εμμανουήλ Παπάς και η Επανάστασις εν Χαλκιδική κατά το 1821», Βασίλειος Παπαστεφάνου, Αθήνα, 1970.

Παραπομπές

  1. [Η οικισμός Δοβίστα αναγνωρίστηκε ως κοινότητα το 1919. Με την προσάρτηση των Νέων Χωρών, περίοδο κατά την οποία το Ελληνικό κράτος προσδιορίζει την ταυτότητά του και ορίζει τις βάσεις επάνω στις οποίες θα συγκροτηθεί, εγκαινιάζεται μια διαδικασία αλλαγής ορισμένων από τα παλαιά ονόματα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Έτσι το έτος 1927 η Δοβίστα μετονομάσθηκε σε Κοινότητα «Παππά» και κατόπιν σε κοινότητα «Εμμανουήλ Παπά».]
  2. [Ο οικισμός Νταρνάκικα, Ντουβίστα ή Δοβίστα, που είναι κτισμένη στους πρόποδες του Μενοικίου όρους, στα όρια του σημερινού νομού Σερρών, με πληθυσμό 601 κατοίκους στην απογραφή 2011 του 2011, είναι χαρακτηρισμένος ως παραδοσιακός. Ανήκει στον Δήμο Εμμανουήλ Παππά, του οποίου ήταν η έδρα πριν την διεύρυνσή του.]
  3. [Το ακρωτήριο Καφηρέας, γνωστό και ως Κάβο Ντόρος βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού της Εύβοιας.]
  4. [Αποτελούσε συνήθεια ν’ αποκαλούν «αφέντρες» της γυναίκες των πλουσίων και κοινωνικά διακεκριμένων πολιτών. Έτσι η Φαίδρα Παπά έμεινε γνωστή ως «αφέντρα Μανωλάκινα». Κατά τη διάρκεια και μετά την επανάσταση, εξαιτίας του φόβου, της τρομοκρατίας και των διωγμών συγγενών του Παπά, πολλοί απ’ αυτούς άλλαξαν επώνυμα, ενώ ακόμα και η Φαίδρα Παπά, σε επίσημο έγγραφο επιβεβαιώσεως της προίκας που έδωσε στην κόρη της Ελένη, το Μάρτιο του 1838 και που υπογράφεται από οχτώ Δοβιστινούς, αναφέρεται ως Αφένδρα Μανωλάκινα.]
  5. [Τα παιδιά του Εμμανουήλ Παπά]
  6. [Αναστάσιος, ο δευτερότοκος γιος του ήρωα Εμμανουήλ Παπά. eproodos.gr]
  7. [Ο Αθανασάκης Παπάς, που γεννήθηκε το 1794, αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε το 1826 στη Χαλκίδα.]
  8. [Ο Γιαννάκης Παπάς, που γεννήθηκε το 1798, πολέμησε στο πλάι του Παπαφλέσσα και σκοτώθηκε το 1825 στο Μανιάκι.]
  9. [Ο Νικολάκης Παπάς, που γεννήθηκε το 1803, πολέμησε και σκοτώθηκε το 1827 στη μάχη του Καματερού της Αττικής.]
  10. [Η προσωπογραφία του Εμμανουήλ Παπά είναι έργο του δάσκαλου και ζωγράφου Αθανασίου Π. Βοζιάνη, φιλοτεχνημένη για το εξώφυλλο του βιβλίου «Ο γιος του Εμμανουήλ Παπά στο Μανιάκι», Σωκράτης Β. Σίσκος, Θεσσαλονίκη, 2016.]
  11. [Το περιεχόμενο της επιστολής του Αλέξανδρου Υψηλάντη αναφέρει: «Φιλογενέστατε κ. Εμμανουήλ Παπά, πληροφορηθείς παρά πολλών καί μάλιστα παρά τοϋ Κωνσταντίνου Παπαδάτου, πόσον ή εύαίσθητος ψυχή σας καταφλέγεται άπό τόν προς τήν πατρίδα ένθεον έρωτα, δέν έλπίζω ότι θέλετε δείξει άδιαφορίαν νωθράν τώρα, δτε όλων τών τάξεων τοϋ έλληνικοϋ γένους τά μέλη άγωνίζονται ύπέρ τής κοινής εύδαιμονίας τής πατρίδος μας, άλλ’ ότι θέλετε φιλοτιμηθή νά συνεργήσητε είς τόν ιερόν σκοπόν καί νά συγκαταλεχθήτε είς τόν χορόν τών σωτήρων τής Ελλάδος. ’Ακούσατε λοιπόν τάς σύμβουλός τοϋ κ. Παπαδάτου, όστις είναι διωρισμένος νά σάς δείξη είς τι πρέπει νά ένεργήσητε, καί στεφάνους άειθαλείς τής εύκλειας θέλει έτοιμάσει ή πατρϊς διά τήν άξιοσέβαστον κεφαλήν σας.'Υγιαίνετε. Ό φίλος καί άδελφός Άλέξ. Ύψηλάντης. Ισμαήλ τήν 8ην Οκτωβρίου 1820».]
  12. [Το ιππικό του Αχμέτ Μπέη αποτελούνταν από Γιουρούκους ιππείς, που ήταν σκληροί πολεμιστές, απόγονοι των πρώτων κατακτητών, που διέσωζαν τις παλιές πολεμικές αρετές και διατηρούσαν τα νομαδικά τους ήθη.]
  13. [Φιλήμονος, 1861, σελίδες 119η-120η.]
  14. [14 Νοέμβρη 1821: Ο Χαλασμός Της Κασσάνδρας halkidikinews.gr]
  15. [Η τουρκική λέξη zabit σημαίνει επόπτης, επιτηρητής.]
  16. [Από έγγραφο του επαναστάτη μοναχού Νικηφόρου Ιβηρίτη προκύπτει πως οι ηγούμενοι των περισσότερων μονών του Αγίου Όρους είχαν αποφασίσει, σε μυστική σύσκεψη στη Μονή Κουτλουμουσίου, να παραδώσουν στους Τούρκους τον Παπά, τον αρχιμανδρίτη της Μονής Εσφιγμένου Κύριλλο και άλλους. Σε ανταπόδοση, ο βαλής θα τους χορηγούσε αμνηστία.]
  17. [Ο Μακεδονικός Αγών και η νεώτερη μακεδονική ιστορία, σελίδα 96η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.]
  18. [«Να αποδώσουμε τον επιβαλλόμενο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στον Ήρωα Εμμανουήλ Παπά» anexartitos.gr]
  19. [25 Δεκεμβρίου 1821 Τ.Σ. Αρ. 7
    Ο φιλογενέστατος Μανωλάκης Παπά:
    Στρατολογήσας υπέρ της ελευθερίας του Γένους επολέμησε γενναίως τους τυράννους εις τα μέρη της Θεσσαλονίκης και την Κασσάνδραν. Διο και αρχιστράτηγος των μερών τούτων εψηφίσθη παρ' ημών. Επειδή δε κακή τύχη απέθανεν εξ αποπληξίας, εις απόδειξιν των υπέρ του Γένους αγώνων και ευεργεσιών του εδόθη εις τους υιούς αυτού το παρόν ημέτερον ενυπόγραφον και ενσφράγιστον μαρτυρικόν.
    Εν Κορίνθω την 25 Δεκεμβρίου 1821
    Δημήτριος Υψηλάντης.]
  20. [Ιωάννης Τζανακάρης, Εικονογραφημένη ιστορία των Σερρών, τόμος Α' & Σέρρας, Περιοδικό «Γιατί», σελίδα 49η.]
  21. [Εμμανουήλ Παπάς-Οι ήρωες του 1821 Εκπαιδευτικός Οργανισμός Ελληνικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης (ανακτήθηκε στις 07 Οκτωβρίου 2021).]