Τάσσος Αλεβίζος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αναστάσιος Αλεβίζος, Έλληνας μαρξιστής, σημαντικός χαράκτης, ζωγράφος κι αγιογράφος, γνωστός ως Τάσσος, γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1914 στο χωριό Λευκοχώρα της επαρχίας Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας και πέθανε από καρκίνο, στις 13 Οκτωβρίου 1985 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα. Ήταν παντρεμένος με τη Λουκία Μαγγιώρου, ζωγράφο και χαράκτρια, με την οποία γνωρίστηκαν το 1934 και κατοικούσαν στην οδό Αρδηττού 34, στην συνοικία Μετς της Αθήνας. Τάφηκε στο Α' νεκροταφείο Αθηνών και στον τάφο του υπάρχει το δικό του έργο χαρακτικής, δημιουργία του 1968, «Επιτύμβιο για τη Μαρία» [1].

Τάσσος Αλεβίζος

Βιογραφία

Γονείς του ήταν ο Αντώνης Αλεβίζος, βασιλόφρονας αγρότης, απόγονος οπλαρχηγών αγωνιστών της Ελληνικής επαναστάσεως του 1821 και η Σταυρούλα Πετρούλια, ενώ είχε ένα μεγαλύτερο αδελφό, τον Πάτροκλο. Το Χειμώνα του 1918 μαζί με τη μητέρα και τον αδελφό του μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου είχε ήδη εγκατασταθεί ο πατέρας του και εγκαταστάθηκαν σε σπίτι πίσω από το εργοστάσιο του Φιξ, στην περιοχή Δουργούτι, τη σημερινή συνοικία Νέος Κόσμος. Στα χρόνια της βασικής του εκπαιδεύσεως διακρίθηκε στο μάθημα της ιχνογραφίας και αργότερα που παρακολουθούσε τα μαθήματα του Σχολαρχείου, με τη βοήθεια του Γιάννη Σιδέρη, φιλόλογου και ιστορικού του ελληνικού θεάτρου, το 1927 πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον κομμουνιστή ζωγράφο Γιώργο Κωτσάκη. Το 1930, μετά από εξετάσεις και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, εγγράφηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, στην οποία παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής στα εργαστήρια του Επαμεινώνδα Θωμόπουλου, Ουμβέρτου Αργυρού και Κωνσταντίνου Παρθένη. Από το 1933 και μέχρι την αποφοίτησή του από την το 1939, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του μαρξιστή χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού και συνέχισε για δύο χρόνια τις σπουδές του στο Παρίσι, στη Ρώμη και στη Φλωρεντία.

Κομματική δράση

Αρχικά δραστηριοποιήθηκε στην Εργατική Λέσχη Δουργουτίου και την παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1930, συνελήφθη «προληπτικά», μαζί με άλλους απεργούς και κρατήθηκε για μία ημέρα. Την επομένη της απελευθερώσεως του από την αστυνομία εντάχθηκε στην Ο.Κ.Ν.Ε. και αργότερα έγινε μέλος στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, [Κ.Κ.Ε.], ενώ το 1932 παρουσίασε έργα του στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» της Ο.Κ.Ν.Ε. και λίγο αργότερα στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης». Το 1938 συνελήφθη από το καθεστώς της «4ης Αυγούστου» του Ιωάννη Μεταξά και στα χρόνια της Κατοχής, εντάχθηκε στην Ε.Π.Ο.Ν. και πρωτοστάτησε για τη δημιουργία του Ε.Α.Μ. Καλλιτεχνών, που είχε και εικαστικό τμήμα και ορίστηκε πρώτος γραμματέας του. Συμμετείχε με ξυλογραφίες στο λεύκωμα του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. που κυκλοφόρησε στις 25 Μαρτίου 1943 με τίτλο «Από τους αγώνες του ελληνικού λαού», καθώς και σ' εκείνο του 1945, το οποίο κυκλοφόρησε με τίτλο «Για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά». Το 1944 φυλακίστηκε για διάστημα σαράντα ημερών από τις Γερμανικές αρχές κατοχής, για τη συμμετοχή του στην πανελλήνια έκθεση, που διοργανώθηκε τον ίδιο χρόνο και η λειτουργία της διακόπηκε με τη βίαιη επέμβαση των κατακτητών και το 1948 αποπέμφθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Tο 1978 με αφορμή τo 10ο και το πρώτο νόμιμο -μετά το 1945- Συνέδριο του Κ.Κ.Ε. ο Τάσσος κυκλοφόρησε το λεύκωμα «Δέκα επιλογές από την ποίηση του Γ. Ρίτσου» και τη «Χαρακτική» του, ενώ έχει προσφέρει στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος το τεράστιο ψηφιδωτό που κοσμεί το φουαγιέ των κτιρίων της Κεντρικής Επιτροπής στον Περισσό.

Επαγγελματική δραστηριότητα

Το 1939, με την αποφοίτησή του, έφτιαχνε εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία» τα οποία υπέγραφε ως «Α. Τάσσος», καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που τον ακολούθησε ως το τέλος της ζωής του, και στα χρόνια της κατοχής φιλοτέχνησε ξυλογραφίες, ενώ σχεδίασε αφίσες για προπαγανδιστικούς λόγους. Το 1945 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση στον εκδοτικό οίκο «Τα Νέα Βιβλία» που ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, ως το 1948 που έκλεισε ο εκδοτικός οίκος. Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, [Ο.Ε.Σ.Β.], μετέπειτα Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, [Ο.Ε.Δ.Β.] και εικονογράφησε πολλά βιβλία Δημοτικού και Γυμνασίου πολλών βιβλίων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, με πρώτο, το 1949, το Αναγνωστικόν της ΣΤ' Δημοτικού. Το 1948 προσελήφθη ως καλλιτεχνικός σύμβουλος του εργοστασίου Γραφικών Τεχνών «Ασπιώτη-Έλκα» Α. Ε. και από το 1959 έως το 1967 διατέλεσε διευθυντής του Εργαστηρίου Γραφικών Τεχνών της Διακοσμητικής Σχολής Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Από κοινού με τη Βάσω Κατράκη εργάστηκαν και έκαναν ανεξάρτητη τη χαρακτική από την εικονογράφηση. Το 1950 ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη». Στη διάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου, επέλεξε να ζήσει στο σπίτι-εργαστήριο του στο Πεταλίδι Μεσσηνίας, ενώ μετά την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης. Το 1977, αποτέλεσε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης.

Εργογραφία

Απέσπασε συνολικά δέκα διεθνή βραβεία, ενώ τιμήθηκε στην Πανελλήνια Έκθεση του 1938 με το Βραβείο Χαρακτικής και το 1940 με το Α' Κρατικό Μετάλλιο Χαρακτικής, ενώ το 1963 αναγορεύθηκε επίτιμος ακαδημαϊκός της Accademia del Αrte del Disegno της Φλωρεντίας. Εξέθεσε για πρώτη φορά έργα του το Μάρτιο του 1936 στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου «Ελευθερουδάκης» στην Αθήνα, με πρωτοβουλία των φίλων του Ζαχαρία Παπαντωνίου, Κώστα Ελευθερουδάκη και Δημήτρη Αραβαντινού. Παρουσίασε ατομικές εκθέσεις το 1960 και το 1964, στην Αθήνα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο και το 1960 στα Ιωάννινα. Πήρε μέρος το 1938, στην Πρώτη Πανελλήνια Έκθεση Πρωτοτύπου Χαρακτικής της Ομάδος Ελλήνων Ζωγράφων-Χαρακτών, όπως και τα χρόνια 1939, 1943 και 1951, καθώς και στις ομαδικές της καλλιτεχνικής ομάδος «Στάθμη» στην Αθήνα και το 1950 στη Θεσσαλονίκη. Πήρε μέρος σε εκθέσεις του εξωτερικού: Κότζισε το 1936, Πράγα το 1936, Κάιρο το 1946, Στοκχόλμη το 1947, Παρίσι το 1948, Λοζάνη, στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1952 και το 1953 στο Λουγκάνο, Ρώμη το 1953, Γενεύη, Γκότεμποργκ, Οτάβα, Μόντρεαλ το 1954, Μόσχα, Λένιγκραντ, Λος Αντζελες το 1959, Άγκυρα το 1962 και το 1963 στο Πίτσμπουργκ. Το 1980 εξέθεσε έργα του στο Μέγαρο Τέχνης της Ε.Σ.Σ.Δ., στη Μόσχα και το 1985 παρουσιάστηκαν 50 έργα του, της περιόδου 1967–1974, στο Ανατολικό Βερολίνο.

Από το 1954 έως το 1967 φιλοτέχνησε περί τα 120 γραμματόσημα για τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, [ΕΛ.ΤΑ.], αρχικά με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας και κατόπιν με τη μέθοδο offset, και απέσπασε διακρίσεις για 90 απ' αυτά, ενώ από το 1962 έως τον θάνατό του, σχεδίαζε τα γραμματόσημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Χάραξε μετάλλια και παράλληλα με τη ζωγραφική και τη χαρακτική ασχολήθηκε με την αγιογραφία, δικό του έργο είναι οι αγιογραφίες στο ναό Αγίας Βαρβάρας στο Δαφνί και επιμελήθηκε την εικονογράφηση των εξωφύλλων δίσκων της Σωτηρίας Μπέλλου. Επιμελήθηκε καλλιτεχνικά περισσότερα από εκατό βιβλία, μεταξύ τους τα, «Ψαρά» το 1952, «Ασκληπιός» του Άγγελου Σικελιανού το 1954, «Μανουήλ Πανσέληνος», κείμενο Α. Ξυγγόπουλου, αντίγραφα Φ. Ζαχαρίου, τιμημένο με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1958, «Βυζαντινά μνημεία», κείμενο Μανόλη Χατζιδάκι, αντίγραφα Φ. Ζαχαρίου, τιμημένο με το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών το 1958), «Άσμα Ασμάτων» το 1964 σε πρόλογο και μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη κ.ά. Το 1964 παρουσίασε την τελευταία του καλλιτεχνική εργασία, ενώ η τελευταία προσωπική του έκδοση ήταν η «Λυσιστράτη» το 1978, η οποία περιλαμβάνει 24 έγχρωμες ξυλογραφίες σε πλάγιο ξύλο.

Γνωστά είναι τα έργα του

  • «Ο τρελός» το 1939, για το συμβολικό αυτό έργο του συνελήφθη από τους Γερμανούς και φυλακίστηκε στις φυλακές «Αβέρωφ»,
  • «Λιμενεργάτες»,
  • «Λαϊκά Συσσίτια»,
  • «Καμιόνια»,
  • «Χειμώνας»,
  • «Δύο γυναίκες» το 1952,
  • «Ένα περιστέρι»,
  • «Η καλλιέργεια του καπνού» το 1960 σε συνεργασία με τη σύντροφό του ζωγράφο και χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου,
  • «Λεπτομέρεια εμφυλίου πολέμου» το 1961,
  • «Το κορίτσι με τα μικρά δέντρα» το 1963,
  • «Οργή» το 1963,
  • «Κούραση» το 1964,
  • «Ιούνιος στη Μεσσηνία»,
  • «Μεσημέρι» το 1958,
  • «Λόρκα» το 1966,
  • «Καζαντζάκης»,
  • «Αγρότες της Μεσσηνίας»,
  • «Αρχάγγελος στην πύλη του Πολυτεχνείου»,
  • «Μαρίνος Αντύπας–Κιλελέρ 1910».

Έργο του είναι οι τέσσερις μεγάλων διαστάσεων ξυλογραφίες που κοσμούν το ισόγειο του δημαρχείου Βόλου.

Πραγματοποίησε δεκαοκτώ ατομικές εκθέσεις εντός κι εκτός Ελλάδας. Περισσότερα από εκατόν είκοσι πέντε έργα του παρουσιάστηκαν τον Ιανουάριο του 1975 σε έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη [2], τα οποία στη συνέχεια, εκτέθηκαν σε πολλές πόλεις της Ελλάδος, στη Μόσχα και τη Βουδαπέστη. Το 1985, μαζί με τη Λουκία Μαγγιώρου δώρισε στην Εθνική Πινακοθήκη 150 χαρακτικά του. Μεταξύ των έργων του υπάρχουν αφιερώματα στους Ηλέκτρα Αποστόλου, Βάσω Κατράκη, Μίκη Θεοδωράκη, Γιάννη Ρίτσο, Σπύρο Μουστακλή, Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Άντζελα Ντέιβις, στην Κύπρο, στο Βιετνάμ, στην ειρήνη, καθώς και το, έξι μέτρων μήκους, χαρακτικό του εμπνευσμένο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Το 1987, η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μία δεύτερη αναδρομική έκθεση έργων του, με πρωτοβουλία της συζύγου του, η οποία συνέβαλλε και στην έκδοση της μονογραφίας του το 1998, ενώ με δική της πρωτοβουλία χαρακτηρίστηκε διατηρητέο το σπίτι-εργαστήριο του, στο Πεταλίδι.

«Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσος»

Το 1987, από τη σύζυγο του Λουκία Μαγγιώρου δημιουργήθηκε η «Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσος», ένα σωματείο που έχει σκοπό την διάδοση του έργου του -μέσα από εκδόσεις και εκθέσεις των έργων του- και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής. Η εταιρεία λειτουργεί ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε μαζί με τη σύζυγό του, ενώ από το 1990 και κάθε τρία χρόνια, πραγματοποιεί συλλογικές εκθέσεις Ελλήνων χαρακτών, με κοινό τίτλο «Νέοι Χαράκτες», κάθε φορά σε διαφορετική Ελληνική πόλη. Η Λουκία Μαγγιώρου υπήρξε -ως το θάνατο της- Επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές