Δημήτριος Κωστάκης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Δημήτριος Κωστάκης Έλληνας δημοδιδάσκαλος, Υποστράτηγος (ΠΒ) ε.α., ένθερμος πατριώτης και πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός, που αναδείχθηκε σε αφανή ήρωα του έπους του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 και με τις εύστοχες βολές Πυροβολικού εξολοθρευτής των αρμάτων μάχης των δυνάμεων του Άξονα, γεννήθηκε το 1891 στο χωριό Μπεστία [1] ή Μπεστιά [2] [3] της περιοχής Λάκκας Σουλίου στην έως τώρα ελεύθερη Ελληνική Ήπειρο και πέθανε στις 3 Νοεμβρίου 1961 στην συνοικία της Αγίας Μαρίνας στην πόλη των Ιωαννίνων.

Το 1923 ο Κωστάκης παντρεύτηκε στα Ιωάννινα και από το γάμο του έγινε πατέρας τεσσάρων κοριτσιών, μεταξύ τους η νηπιαγωγός Βαρβάρα Κωστάκη-Ζιάγκου, η Ασπασία Κωστάκη-Γκόρου, η Παρασκευή Κωστάκη-Ντάση, και ενός γιου, του Ελευθέριου Κωστάκη [4].

Δημ. Κωστάκης (Υποστράτηγος ΠΒ)
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 1891
Τόπος: Μπεστιά ή Μπεστία Λάκκας Σουλίου
Ήπειρος (Ελλάδα)
Θάνατος: 3 Νοεμβρίου 1961
Σύζυγος: Έγγαμος
Τέκνα: Βαρβάρα, Ασπασία, Παρασκευή,
Ελευθέριος
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Δημοδιδάσκαλος,
Υποστράτηγος (ΠΒ) ε.α.
Θάνατος: 3 Νοεμβρίου 1961
Τόπος: Ιωάννινα (Ελλάδα)

Βιογραφία

Πατέρας του Δημήτριου ήταν ο Αθανάσιος Κωστάκης [5] που κατάγονταν από τη Βόρειο Ήπειρο. Ο Δημήτριος αποφοίτησε με βαθμό Άριστα από το Σχολαρχείο των Άνω Πεδινών της επαρχίας Ζαγορίου του νομού Ιωαννίνων και στη συνέχεια εργάστηκε ως δημοδιδάσκαλος στα χωριά Μουκοβίνα και Ρωμανό, την περίοδο που η περιοχή βρίσκονταν υπό Τουρκική κατοχή, όμως αργότερα μετανάστευσε, λόγω της οικονομικής ανέχειας, και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου υπήρχε και δρούσε ακμάζουσα Ελληνική παροικία.

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Με την έναρξη του Α' Βαλκανικού πολέμου, τον Ιανουάριο του 1913, ο Κωστάκης επέστρεψε στην Ελλάδα και παρουσιάστηκε ως εθελοντής στην Πρέβεζα όπου κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό. Πήρε μέρος στις μάχες που ακολούθησαν μέχρι την απελευθέρωση ολόκληρης της περιοχής της Ηπείρου, δείχνοντας πνεύμα ηρωισμού και τόλμης. Για τη δράση του τιμήθηκε με το πρώτο του παράσημο ανδρείας και μετά από δική του επιθυμία μονιμοποιήθηκε ως υπαξιωματικός με το βαθμό του Επιλοχία. Πήρε μέρος στις μάχες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και το 1919 συμμετείχε στην εκστρατεία της Κριμαίας όπου προήχθη στο βαθμό του Ανθυπασπιστού επ’ ανδραγαθία, ενώ ακολούθως συμμετείχε και στη Μικρασιατική εκστρατεία, όπου πολέμησε στις μάχες στο Εσκί-Σεχίρ και στο Αφιόν-Καραχισάρ. Το 1923, μετά την Μικρασιατική καταστροφή προήχθη στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, το 1928 στο βαθμό του Υπολογαχού, το 1932 στο βαθμό του Λοχαγού, ενώ το 1937 προήχθη στο βαθμό του Ταγματάρχου και υπηρέτησε ως Διοικητής σε διάφορες Μονάδες Πυροβολικού.

Ο Κωστάκης αποστρατεύθηκε τον Φεβρουάριο του 1940, όμως τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς ανακλήθηκε ως έφεδρος εκ μονίμων και λόγω της πολεμικής εμπειρίας του, ήταν ήδη βετεράνος τριών πολέμων (Βαλκανικοί, Κριμαϊκός, Μικρά Ασία), των ιδιαιτέρων ικανοτήτων του αλλά και της γνώσεως της ευρύτερης περιοχής, εντάχθηκε στο επιτελείο της VIII Μεραρχίας, όπου υπηρέτησε υπό τις διαταγές του εθνικιστή Υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου καθώς και του συνταγματάρχη Παναγιώτη Μαυρογιάννη, και προετοίμασε την πρώτη γραμμή αμύνης στο έδαφος των συνόρων κι όχι στη δεύτερη που ήταν ο ποταμός Άραχθος, όπως σχεδίαζαν οι Αξιωματικοί του Γενικού Επιτελείου στην Αθήνα. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αμυντική θωράκιση του Ελληνικού εδάφους στα υψώματα της Γκραμπάλας στήθηκαν τρία παρατηρητήρια Πυροβολικού, το ένα στο κυρίως ύψωμα της Γκραμπάλας με επικεφαλής τον Διοικητή του 8ου Συντάγματος Πυροβολικού Ιωαννίνων Συνταγματάρχη Αλέξανδρο Ασημακόπουλο, το άλλο στο πλαϊνό ύψωμα Αδόνιτσα με επικεφαλής τον Ταγματάρχη του ιδίου Συντάγματος Πυροβολικού Κωνσταντίνο Βερσή, καθώς και τρίτο παρατηρητήριο στα υψώματα της Χρυσόραχης με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Δημήτριο Κωστάκη επίσης του ιδίου Συντάγματος Πυροβολικού.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Ο Κωστάκης αναφερόμενος στην κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940, γράφει στο «Στρατιωτικό Ημερολόγιο» του: «28η Οκτωβρίου 1940. Έδρα της Μοίρας εις Αγίαν Μαρίνα Ρεπετίστης. {...} Περί ώραν 4.30 πρωινήν ειδοποιήθη ο Ταγ/χης κ. Κωστάκης Δ. ότι εκυρήχθη ο πόλεμος στη χώρα να καταληφθώσι υπό των Πυρ/χιων αι πολεμικαί των θέσεις. {...} Ο Ταγματάρχης ανεχώρησε αμέσως με ανθ/γον Παπαιωάννου Αλ. και ιατρόν Μπέσαν Ιωάννη ακολουθούμενοι υπό των λοχιών (συνδέσμου και παρατηρητού) διάθεσιν 1ης Πυρ/χίας εχόμενης κατ' ουλαμούς του μεν πρώτου εις θέσιν αριστεράν υψώματος Χάνι Δελβινακίου υπό ανθυπασπιστή Παπαχρήστο, του δε δευτέρου ουλαμού η θέσις παρά την διακλάδωσιν Δελβινακίου Πωγωνιανής...».

Η δράση του Κωστάκη και των δυνάμεων του Ελληνικού Πυροβολικού τις οποίες διηύθυνε ήταν καταλυτική για την εξέλιξη των επιχειρήσεων και την επικράτηση του Ελληνικού Στρατού, ενώ το όνομα του Ταγματάρχη Κωστάκη έγινε συνώνυμο του ενθουσιασμού για την πολεμική και του απαράμιλλου ηρωισμού. Ο Κωστάκης έδρασε στην περιοχή του Καλπακίου Ιωαννίνων αναλαμβάνοντας να αναχαιτίσει με τις τρομακτικά εύστοχες βολές Πυροβολικού την επίθεση της Ιταλικής Μεραρχίας «Κένταυροι» που είχε την βοήθεια και της Μεραρχίας «Φερράρα». Στις 30 Οκτωβρίου στο χωριό Κουκλιοί, ένα ολόκληρο Ιταλικό Σύνταγμα με 1.200 στρατιώτες παραδόθηκε στον Κωστάκη, καθώς ο Ιταλός Συνταγματάρχης είπε:
- Ήθελα να δω τον περιβόητο Ταγματάρχη Κωστάκη, και κατεβαίνοντας από το άλογο του γονάτισε μπροστά στον Έλληνα Αξιωματικό [6].

Στις 2 Νοεμβρίου τα Ιταλικά στρατεύματα μετά καταιγισμό πυροβολικού και αεροπορική συνεργασία άσκησαν πίεση στον υποτομέα Σουδενών και Καλπακίου και το απόγευμα κατάφεραν να καταλάβουν το σημαντικό ύψωμα Γκραμπάλα σε υψόμετρο 1201 μέτρων, όμως την επόμενη ημέρα με σφοδρή αντεπίθεση του 15ου Συντάγματος υπό τον ταγματάρχη Κωνσταντίνο Πανταζή έγινε ανακατάληψη του υψώματος. Την ίδια ημέρα οι Ιταλοί επαναλαμβάνουν την πίεση στο υποτομέα αλλά οι επιθέσεις τους αποκρούονται. Συγκεκριμένα στις τρεις το απόγευμα εκείνης της ημέρας Τάγμα Βερσαλλιέρων με 65 άρματα μάχης επιτίθεται στο ύψωμα Καλπακίου που υπεράσπιζε το 1ο τάγμα του 40ου Συντάγματος Ευζώνων με έδρα την Άρτα και επικεφαλής τον Tαγματάρχη Αλέξανδρο Χρυσοχόου. Μετά την αποτυχία τους τα επιστρέφοντα άρματα δέχονται ομοβροντίες από επτά πυροβολαρχίες εγκατεστημένες στη Γκρίμπιανη με διοικητή τον Tαγματάρχη Πυροβολικού Δημήτριο Κωστάκη γνωστό για την ευστοχία του.

Τη νύχτα της 4ης προς 5η Νοεμβρίου τα Ελληνικά τμήματα βορείως του ποταμού Καλαμά, συμπτύσσονται για να αποφύγουν τα Ιταλικά άρματα. Την επόμενη ημέρα 80 Ιταλικά άρματα της Μεραρχίας Κένταυροι επιτίθενται στα υψώματα Καλπακίου, όμως αυτά βάλλονται με απολύτως εύστοχες βολές από το Ελληνικό πυροβολικό, με επικεφαλής τον Δημήτριο Κωστάκη, καθηλώνονται και καταστρέφονται υπό τις ενθουσιώδεις ιαχές των Ελλήνων στρατιωτών. Λίγες ημέρες αργότερα απόπειρα διαβάσεως του ποταμού Καλαμά, κοντά στον Παρακάλαμο, από 60 Ιταλικά άρματα αποτυγχάνει, ενώ 15 απ' αυτά βούλιαξαν στους βάλτους του ποταμού. Για την δράση του Κωστάκη και των πυροβολητών του έχουν καταγραφεί και διασωθεί πολλές ηρωικές διηγήσεις. Αναφέρεται, ως ενδεικτικό της απόλυτης ευστοχίας των βολών του Πυροβολικού υπό τον Κωστάκη, πως στο χωριό Δολιανά, δίπλα στο εκεί άγαλμα του Γεωργίου Γενναδίου, ένας Ιταλός υποστράτηγος και δύο Συνταγματάρχες παρατηρούσαν με κιάλια το Καλπάκι, όπου αμύνονταν οι Ελληνικές δυνάμεις. Ένα βλήμα του Κωστάκη τους θέρισε, χωρίς το άγαλμα του Γεννάδιου να πάθει μεγάλες ζημιές. Οι τρεις Ιταλοί αξιωματικοί ενταφιάστηκαν στο νεκροταφείο Δολιανών. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής ο Κωστάκης δεν χρησιμοποιούσε ποτέ όργανα μετρήσεως του πυροβόλου. Αντ' αυτού χρησιμοποιούσε τις γροθιές του με τις οποίες υπεδείκνυε στους πυροβολητές πόσες μοίρες δεξιά ή αριστερά έπρεπε να κατευθύνουν τις βολές τους, επιτυγχάνοντας το στόχο τους με απόλυτη ακρίβεια, όπως την είχε προσδιορίσει ο Κωστάκης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι Ιταλοί στρατιώτες που έπαιρναν συσσίτιο στα νερά στο χωριό της Σιταριάς, στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας, ξαφνιάστηκαν από ομοβροντία που σημάδεψε το καζάνι τους, όπου έβραζε το φαγητό, το οποίο τινάχτηκε στον αέρα. Ο Κωστάκης γράφει στο «Στρατιωτικό Ημερολόγιο» του: «...Τους λυπόμουνα σαν ανθρώπους, αλλά τι να έκανα; Όταν έβλεπα να τους τινάζουν οι οβίδες στον αέρα, εράγιζε η καρδιά μου. Αλλά να τους αφήσω να περάσουν να μας σκλαβώσουν, να ατιμάσουν τις γυναίκες και τις νέες μας; Να μας κάνουν Φράγκους και να χάσωμε την Ορθοδοξία μας; Αυτό ήταν αδύνατο… Δεν το ήθελε ο Θεός!».

Όταν ο Ελληνικός στρατός στην αντεπίθεση του εισήλθε στην Βόρειο Ήπειρο, ο Κωστάκης μια μέρα έδωσε φαγητό σ’ έναν πεινασμένο Αλβανό, αν και γνώριζε ότι τα δύο του παιδιά υπηρετούσαν στον Ιταλικό στρατό και συμβούλεψε τους στρατιώτες του: «Όταν παίρνετε κάτι απ’ τους φτωχούς Αλβανούς, να το πληρώνετε. Ή σε χρήμα ή σε είδος. Και αν κάποιος πεινάει, δώστε του να φάει...». Παραμονές Χριστουγέννων του 1940 ο Κωστάκης που βρισκόταν στη Μπολένα και ζήτησε άδεια του Στρατηγείου να κτυπήσει τον Αυλώνα και να απωθήσει τα Ιταλικά στρατεύματα ως τη θάλασσα, μια εύκολη που έμοιαζε εύκολη γι’ αυτόν, όμως οι Άγγλοι αντέδρασαν για τους δικούς τους επιχειρησιακούς λόγους, και η άδεια δεν δόθηκε. Ο Κωστάκης πήγε να σκάσει απ’ την στενοχώρια του, σε βαθμό που τον λυπήθηκαν ακόμη και οι στρατιώτες, στους οποίους είπε:
«Πολέμησα και το 1912-13. Μέχρι εδώ φθάσαμε και τότε, δυστυχώς μέχρι εδώ σταματήσαμε και τώρα».

Κατοχή & Απελευθέρωση

Μετά την κατάρρευση του Μετώπου, στο τέλος του Απριλίου 1941, και την συνθηκολόγηση του Ελληνικού Στρατού ο Κωστάκης επέστρεψε στο σπίτι του στα Ιωάννινα. Στις αρχές Μαΐου του ίδιου χρόνου ο Ιταλός ανώτερος στρατιωτικός διοικητής Ιωαννίνων αναζήτησε και κάλεσε στο γραφείο του τον Κωστάκη, που είχε γίνει ο μέγας εφιάλτης των Ιταλών στα βουνά της Ηπείρου. Ο Ιταλός στρατηγός, με τη βοήθεια διερμηνέα, ρώτησε τον Κωστάκη σε ποιες ανώτατες στρατιωτικές ακαδημίες του εξωτερικού ειδικεύθηκε κι όταν εκείνος αντέταξε στους τριγωνομετρικούς υπολογισμούς της βολής την πρακτική μέτρηση με τα δάκτυλα της δεξιάς, ο Ιταλός στρατηγός έμεινε άφωνος. Στη συνέχεια τον ρώτησε πως έκρινε τις βολές του Ιταλικού πυροβολικού και ο Κωστάκης του απάντησε: «Οι βολές σας είναι σαν αυτές που ρίχνουμε στο γάμο του Καραγκιόζη». Ο Κωστάκης συνελήφθη από το στρατό κατοχής και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος αρχικά στην Ιταλία και στη συνέχεια στη Γερμανία πριν μεταφερθεί τελικά σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στα σύνορα της Γερμανίας με την Πολωνία. Ο Κωστάκης, που έζησε σε συνθήκες ομηρίας για περισσότερα από τρία χρόνια, απελευθερώθηκε τον Αύγουστο του 1945, από τον Ρωσικό Στρατό που κατέλαβε την Πολωνία.

Ο Κωστάκης μετά την απελευθέρωση του επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του στην οδό Διονυσίου Σολωμού στα Ιωάννινα στην περιοχή της Αγίας Μαρίνας στην τότε φτωχή συνοικία της Καλούτσανης [7]. Λίγο καιρό μετά την επιστροφή του αποστρατεύθηκε με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχου και έτσι δεν συμμετείχε στις μάχες του Ελληνικού Στρατού με τις συμμορίες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Ως το τέλος της ζωής του ανέπτυξε πολυσχιδή κοινωνική δράση και ήταν επίτροπος στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας Ιωαννίνων [8]. Στην κηδεία του τον τίμησαν οι συμπολεμιστές του και οι στρατιώτες του, ενώ ήταν απούσα η Ελληνική πολιτεία. Η κόρη του Ασπασία Κωστάκη-Γκόρου ανέφερε πως «...δεν υπήρχε εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης. Ούτε ένα στεφάνι. Ούτε ένας τιμητικός πυροβολισμός πάνω από τον τάφο του, ούτε κιλλίβαντας, ...» γιατί σύμφωνα με την ίδια ο πατέρας της «ήταν δημοκράτης». Το στρατιωτικό ημερολόγιο [9] του Ταγματάρχη Κωστάκη καθώς και τα προσωπικά του αντικείμενα, φυλάσσονται από μέλη της οικογενείας του, όμως το σπίτι του στην συνοικία Καλούτσιανη των Ιωαννίνων δεν σώθηκε και στη θέση του αναγέρθηκε πολυκατοικία.

Τιμητικές διακρίσεις

Ο Δημήτριος Κωστάκης για την δράση του στα πεδία των μαχών τιμήθηκε με:

  • Πολεμικό Σταυρό Γ' τάξεως (δύο φορές),
  • Γαλλικός Πολεμικός Σταυρός Μεραρχίας,
  • Βελγικός Πολεμικός Σταυρός,
  • Αργυρούν μετάλλιο Ανδρείας,
  • Αργυρούν Αριστείο Ανδρείας,
  • Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας.

Μετά θάνατον με Προεδρικό Διάταγμα προήχθη στο βαθμό του Υποστρατήγου και του απονεμήθηκαν τα μετάλλια του

  • Ελληνικού Πολεμικού Σταυρού καθώς και αυτό των
  • Εξαιρέτων Πράξεων.

Στο Μουσείο του Αργυρόκαστρου στη Βόρειο Ήπειρο σώζεται Ιταλικό κανόνι, στο οποίο υπάρχει Ελληνική οβίδα, που έστειλε κατ’ ευθείαν στην μπούκα του ο ταγματάρχης Κωστάκης. Ο δήμος Ιωαννίνων έδωσε το όνομα «Ταγματάρχης Κωστάκης» σε δρόμο της πόλεως, που ξεκινάει από τον κόμβο της Κενάν Μεσαρέ με την Βογιάννου, στη συνοικία Καλούτσανη καθώς και στο προάστιο Ελεούσα. Στη γενέτειρα του, στο χωριό Μπεστιά, από το Νοέμβριο του 2000 με δαπάνη και πρωτοβουλία τοπικών πολιτιστικών συλλόγων, έχει στηθεί προτομή του. Στις 4 Δεκεμβρίου 2014 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια προτομής του Κωστάκη στη Σχολή Πυροβολικού στο στρατόπεδο του Πυροβολικού στην περιοχή Μεγάλο Πεύκο στη Νέα Πέραμο Αττικής. Την Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Γεώργιος Καμπάς παρέστη στην τελετή ορκωμοσίας των πρωτοετών Σπουδαστών Τάξης 2022 «Τχης (ΠΒ) Δημήτριος Κωστάκης» της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών [Σ.Μ.Υ.], που πραγματοποιήθηκε στην έδρα της Σχολής, στα Τρίκαλα [10].

Μνήμη Δημητρίου Κωστάκη

Εξώφυλλο Στρατ. Ημερολ. Κωστάκη

Ο Κωστάκης ήταν απλός, ανθρώπινος, με λεβέντικη παλικαριά, έντονο αίσθηση της συναδελφικότητος, χωρατατζής, χαροκόπος, ικανότατος αξιωματικός που χρησιμοποιούσε τους πολύτιμους πόρους με θαυμαστό τρόπο, αγαπητός στους στρατιώτες του και σεβάσμιος στους αντιπάλους του, αλλά και βαθιά θρησκευόμενος. Μετά το 1923 είχε πάντα μαζί του την Αγία Γραφή, καθώς και μία εικόνα της Αγίας Βαρβάρας, την οποία είχε διασώσει κατά την οπισθοχώρηση στα περίχωρα του Ουσάκ από κάποια πυρπολημένη Ορθόδοξη εκκλησία των Ελλήνων της περιοχής. Κάτω από τις διαταγές του, το Eλληνικό Πυροβολικό, με τα στρατηγικά παραταγμένα παρατηρητήριά του, θέρισε τους Ιταλούς στον πόλεμο του 1940 και οι Έλληνες τον άκουγαν να βροντοφωνάζει συνεχώς με τη στεντόρεια φωνή του: «Μη σκιάζεστε! Ο Θεός είναι Ρωμιός μωρέ, θα τους πετάξουμε στη θάλασσα!». Χαρακτηριστική της βαθιάς του πίστεως είναι η ιστορία που διέσωσε ο μετέπειτα Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος [11] [12]: «Το Ιταλικό παρατηρητήριο βρισκόταν τότε σε πλεονεκτική θέση. Είχε ανέβει ό παρατηρητής στο καμπαναριό ενός εξωκλησιού. H δε θέσις του ήταν τόσο καλή, ώστε έδινε ακριβή στοιχεία στους Ιταλούς και οι βολές του πυροβολικού ζαλίζανε τους δικούς μας...

«Κύριε Ταγματάρχα», φώναζαν οι πυροβοληταί του Κωστάκη, «στο καμπαναριό είναι ο παρατηρητής τους. Να του ρίξωμε..»
«Όχι, παιδιά. Εκκλησία δεν κτυπάω εγώ», είπε ο πιστός αξιωματικός.
Το κακό όμως είχε παραγίνει. Καυτό σίδερο ξερνούσε το Ιταλικό πυροβολικό. Τότε ο Κωστάκης κοίταξε το καμπαναριό και καθόρισε συντεταγμένες. Με τα δάχτυλά του υψωμένα, έκανε τον τελευταίο υπολογισμό. Και με μια οβίδα έκοψε το Καμπαναριό μονάχα, γκρεμίζοντας και εξολοθρεύοντας τον παρατηρητή. Το εκκλησάκι εξακολουθούσε να μένη ανέπαφο στην ερημιά... Ήταν ένα σύμβολο. Γκρεμίστηκε το καμπαναριό, αλλά όχι η Εκκλησία. Γίνονται θυσίες, αλλά η πίστις μένει» [13].

Πολλές φορές ο Κωστάκης έμπαινε στη σειρά με την καραβάνα στο χέρι, μαζί με τους στρατιώτες του να πάρει φαγητό. Ένας φαντάρος ιστορεί: «Ήταν τον Σεπτέμβριο του 1940, δηλαδή πριν από τον πόλεμο. Μια μέρα μπήκαμε στη γραμμή για συσσίτιο. Η πυροβολαρχία μας βρισκόταν στην Αγία Μαρίνα, κοντά στο Καλπάκι. Βλέπουμε τον ταγματάρχη μας Κωστάκη να στέκεται τελευταίος στην ουρά με την καραβάνα στο χέρι.
- Εσείς, κύριε Ταγματάρχα, στην ουρά; Περάστε τουλάχιστον, μπροστά, γιατί είναι ντροπή μας να είσαστε πίσω από μας.
- Ήρθα αργά και αυτή είναι η σειρά μου. Ενώπιον της πατρίδος δεν υπάρχει διάκριση στρατιωτών και αξιωματικών. Είμαστε όλοι ίσοι».

Ο Κωστάκης στον Ελληνοϊταλικό και στη συνέχεια στον Ελληνογερμανικό πόλεμο του 1940-41 με την ακρίβεια και την ταχύτατη μεταφορά των πυροβόλων του δημιουργούσε πανικό και αποδιοργάνωση των εχθρών, καθώς είχε ιστορικό από επιτυχημένες βολές στα μαγειρεία έχοντας σαν στοιχείο μόνο το γυάλισμα των καζανιών του εχθρού στον ήλιο ή το χτύπημα από τη Βελλά της διοικήσεως των Ιταλών στα Δολιανά χωρίς αγγίξει το άγαλμα του Γεννάδιου πίσω από το οποίο ήταν στημένη η σκηνή του επιτελείου, και πολλά άλλα. Ο Στρατηγός Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, τότε Διοικητής της VIII Μεραρχίας γράφει [14]: «...Ασφαλώς λίαν οδυνηράν ανάμνησιν θα έχωσιν οι τότε αντίπαλοι μας και του Πυροβολικού της ΓΚΡΙΤΙΑΝΗΣ (Ταγματάρχης Κωστάκης Δ.) για την φονικήν βολήν του...». Η φήμη του Κωστάκη εξαπλώθηκε αστραπιαία στον πληθυσμό της Βορείου Ηπείρου και οι κάτοικοι με ενθουσιασμό έλεγαν γι’ αυτόν:
«Ο Κωστάκης με κανόνια
τριγυρίζει την Αυλώνα
το Δυρράχιο βυθίζει
και την Ρώμη βομβαρδίζει.»

Ο Άγγελος Τερζάκης γράφει [15] για τον Δημήτριο Κωστάκη: «....Από καιρό, προτού ακόμη μπούμε στα Αλβανικά χώματα, μας ακολουθούσε η φήμη ενός γεροταγματάρχη του πυροβολικού, εφέδρου εκ μονίμων. Είχε τη διοίκηση μιας μοίρας ορειβατικού. Σκαρφάλωνε στ΄ αρβανίτικα βουνά έστηνε τις πυροβολαρχίες του μονονυχτίς, στις πιο απίθανες κορφές που μονάχα ο ήλιος βλέπει. Και χαράματα την άλλη μέρα, ράντιζε τον σαστισμένο εχθρό με φωτιά και με σίδερο, του βούλωνε τα κανόνια. Ο τρόπος που ήξερε να χειρίζεται το πυροβολικό του χωρίς να χάνει ούτε βολή, η λεβέντικη παλληκαριά του η δυσανάλογη με τα χρόνια που τον βάραιναν, άλλες ακόμη πολεμικές αρετές συνδυασμένες με βαθιά συναδελφικότητα για τον φαντάρο τον έφεραν στην ολόπρωτη γραμμή των αρχηγών του αγώνα.. Ήταν εγγύηση η συνεργασία του ταγματάρχη Κωστάκη, σε μίαν οποιαδήποτε επιχείρηση. {...} Έφευγε χαράματα και γύριζε αργά το βράδυ αλλαγμένος, φρέσκος χαρούμενος με το ρόδισμα της γλυκιάς αμαρτίας στο γεροντικό μάγουλο του. ... Μια τέτοια μέρα περνώντας με το αυτοκίνητο την κοιλάδα του Δρίνου παίρνει το μάτι του, κάπου σε χωράφι έναν ξύλινο σταυρό. Πρόσταξε να σταματήσουν. Κατέβηκε. Ήταν ο πρόχειρος τάφος κάποιου ανώνυμου πυροβολητή. Στάθηκε σκεφτικός ο Κωστάκης μπροστά στον τάφο. Στο σκαμμένο μάγουλο του κυλήσανε δύο χοντροί κόμποι δάκρυα. Την άλλη μέρα ξαναμπαίνει στο αυτοκίνητο μαζί με τον παπά του στρατηγείου. Τραβάει τον ίδιο δρόμο και φτάνοντας στον ξύλινο σταυρό σταματάει πάλι. Κατεβαίνει και βάζει τον παπά να ψάλει τρισάγιο. Θα πίστευε ίσως πως εκπληρώνει έτσι ένα θρησκευτικό του χρέος. Όμως για σένα που τον ήξερες, η πράξη του αυτή είχε άλλο νόημα. Ήτανε το μνημόσυνο ενός πατέρα στον τάφο του παιδιού του...». «...Θεός εφέσιος στεκότανε για μας, εκεί στην Αλβανία, ο Κωστάκης. Τον ακούγαμε, μα δεν τον είχαμε ιδεί. Τον καιρό που βρισκόμουνα στο στρατηγείο, ο Κωστάκης πολεμούσε αδιάκοπα με τις πυροβολαρχίες του στη Χειμάρα και σ’ άλλες περιοχές της Βορείου Ηπείρου. Ξάφνου ο Αρχηγός Πυροβολικού, που ήταν συντοπίτης και φίλος, αποφάσισε να τον ξεκουράσει. Τον μετακάλεσε στο στρατηγείο για ένα διάστημα. Η είδηση κυκλοφόρησε αστραπιαία: Έρχεται ο Κωστάκης! Περιέργεια ανυπόμονη, συγκίνηση γέμισε όλους εμάς, που τον καρτερούσαμε να φτάσει. Και μια μέρα, το βήμα του βαρύ, βροντερό, αντρίκιο, ακούστηκε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα της Διοίκησης Πυροβολικού. Ήταν ένας μάλλον ψηλός στ’ ανάστημα γέροντας, πρόσωπο χαρακωμένο από τα χρόνια και τις κακουχίες. Βροντούσε περπατώντας με την αχώριστη μαγκούρα του με νταϊλίκι πεισματερό.
-Γεια σας παιδιά!
Σταθήκαμε προσοχή να περάσει. Όμως στα χείλη μας σχεδιάστηκε κιόλας ένα χαμόγελο φιλικό. Ο γέροντας αυτός με την κολοκοτρωνέικη μορφή, την κόψη του οπλαρχηγού, ήταν ανώτερός μας, όμως όχι και διαφορετικός. Ο ταγματάρχης Κωστάκης ερχόταν ολόισια από τα σπλάχνα του λαού».

Η Ερμιόνη Μπρίγκου, μόλις δέκα χρονών κορίτσι όταν μαινόταν ο Ελληνο-ιταλικός Πόλεμος τον χειμώνα του 1940 στα χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου διηγείται: «...Είχαν φέρει και οι Ιταλοί ένα πολυβόλο πολύ βαρύ στο Γυάλι, την παραλία που είναι πίσω από το λόφο, εκεί που βρίσκεται το σπίτι μου. Αυτό το πολυβόλο ήταν που βάρεσε και σκότωσε τους Έλληνες στρατιώτες στο χωράφι έξω από το σπίτι μας. Δεν έγινε αντιληπτή η μεταφορά του πολυβόλου γιατί οι Ιταλοί δεν το έφεραν οδικώς από το βουνό, γιατί θα το έβλεπαν οι Έλληνες στρατιώτες, αλλά το μετέφεραν μέσω θαλάσσης. Τότε ήρθαν στο σπίτι μας ανώτεροι αξιωματικοί να δουν τι ακριβώς έγινε και πως σκοτωθήκαν και τραυματίστηκαν τα παιδιά μας. Μία νύχτα ξεκινάει ο Ταγματάρχης Κωστάκης και λίγοι στρατιώτες με τον πατέρα μου που τους έδειχνε το δρόμο και πήγαν από την ακροθαλασσιά, φτάσανε κρυφά στο Γυάλι και μελέτησαν το χώρο. Έβαλε μάλιστα τον πατέρα μου να σταθεί κατάλληλα ώστε να εξετάσει καλύτερα το σημείο και έφυγαν αμέσως. Ο Ελληνικός Στρατός είχε στήσει το βαρύ πυροβολικό ψηλά στο Πύλιουρι. Από εκεί βάρεσε και ο Ταγματάρχης Κωστάκης και έριξε την οβίδα μέσα στο καζάνι που μαγείρευαν οι Ιταλοί στρατιώτες στο Γυάλι και τους διέλυσε! Από τότε δεν ξαναβάρεσε το πολυβόλο τους, που σημαίνει ότι το διάλυσε και αυτό ο Κωστάκης. Είχαν βγάλει μάλιστα και το δίστιχο «Χτύπα Κωστάκη το κανόνι / όλους να τους κάνει σκόνη».» [16].

Ο γιος του Δημήτρη, ο Ελευθέριος Κωστάκης, και η κόρη του, η Ασπασία Κωστάκη-Γκόρου, σε συνέντευξη τους στο ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησαν για τον πατέρα τους. «Ο πατέρας, μας έδωσε ηθικές αρχές και αξίες. Ήταν άνθρωπος μετρημένος στη ζωή του. Ήταν γενναίος πολεμιστής. Ποτέ δεν υπερέβαλε για τις επιτυχίες του στα πεδία των μαχών. Αγαπούσε την πατρίδα του» είπε η κόρη του Ασπασία, ενώ ο γιος του, ο Ελευθέριος Κωστάκης, ανέφερε: «Γνώρισα τον πατέρα μου όταν ήμουν 5 ετών. Αυτό γιατί μετά την συνθηκολόγηση συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Ιταλία και από εκεί στην Γερμανία και τα σύνορα με την Πολωνία ως όμηρος. Από το πεδίο της μάχης έφυγε μόνο λίγες ώρες, για να έρθει στο σπίτι μας, την ημέρα που γεννήθηκα. Ήταν Μάρτιος του 1941. Από τότε και εκείνος δεν με είχε ξαναδεί. Ήταν λιγομίλητος χωρίς έπαρση». Θυμάται πως, όταν δεχόταν συγχαρητήρια για τη δράση του, ...«χαμογελούσε χωρίς να το δείχνει. Αγαπούσε τους φαντάρους σαν δικά του παιδιά», ενώ ανέφερε πως, «..άσπρισαν τα μαλλιά του μέσα σε μία νύχτα γιατί ξεψύχησε στα χέρια του ένας λοχαγός, αγαπημένος του φίλος, από βολή ιταλικού πολυβόλου».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Πηγές

  • «Η Ήπειρος προμαχούσα-Η δράσις της VIII Μεραρχίας κατά τον πόλεμον 1940-41», το οποίο από το 1982 αποτελεί μέρος της επίσημης στρατιωτικής ιστορίας, Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, Αθήναι 1954
  • «Η πινακοθήκη των αφανών ηρώων. Κύκλος πρώτος: Θεόδωρος Μανωλάκης, Αλέξανδρος Διάκος, Δημήτρης Ίτσιος, Ιωάννης Ζήσης, Κωνσταντίνος Βέρσης, Δημήτριος Κωστάκης», Γιώργος Μακαρόνας, Απρίλιος 2009 από «ΡΕΩ», σελίδες 111
  • Ομιλία Κωνσταντίνου Τούση, στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Κωστάκη στη Μπεστιά Ιωαννίνων (Λάκκα Σουλίου) το Νοέμβριο του 2000
  • Εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών» Ιωαννίνων, αριθμός φύλλου 15.5220, 28 Οκτωβρίου 1983, σελίδα 1η

Παραπομπές

  1. [Το χωριό αναφέρεται με την ονομασία Μπεστία στην Μεγάλη Στρατιωτική & Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια στις πληροφορίες που συνοδεύουν το ελαχίστων λέξεων λήμμα του Υποστρατήγου -Λοχαγού την εποχή που συντάχθηκε το λήμμα του στην Εγκυκλοπαίδεια- Δημητρίου Κωστάκη.]
  2. [Δημοτική Ενότητα Λάκκας Σουλίου]
  3. [Μπεστιά Λάκκας Σουλίου]
  4. [Μνημόσυνο Εφημερίδα «Πρωινός Λόγος» Ιωαννίνων, Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013, σελίδα 14η.]
  5. [Έκδοσις Μεγάλης Στρατιωτικής και Ναυτικής Εγκυκλοπαίδειας, 4ος τόμος, σελίδα 308η, Αθήνα 1929.]
  6. [Μεταπολεμική μαρτυρία και συνέντευξη του ιερέα Νίκου Λιαροστάθη σε εφημερίδα της Πρεβέζης.]
  7. [Μνήμες, με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, για αφανείς και ξεχασμένους ήρωες agon.gr, Παύλος Παπαδόπουλος, 28η Οκτωβρίου 2020, 09:27]
  8. [Ιερός Ναός Αγίας Μαρίνης Ιωαννίνων.]
  9. [Το στρατιωτικό ημερολόγιο του Ταγματάρχη πυροβολικού Δημήτρη Κωστάκη.]
  10. [Στην ορκωμοσία της ΣΜΥ ο Διοικητής της 1ης Στρατιάς, 18 Οκτωβρίου 2019, 21:48.]
  11. [Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, «Το θαύμα των Ελλήνων του '40», σελίδα 30η.]
  12. [Ο μετέπειτα Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος υπηρέτησε ως βαθμοφόρος στους τσολιάδες στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.]
  13. [Χρήστος Μουρατίδης, περιοδικό «ΡωμΝιός», τεύχος 26ο, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2016, «Ελληνομνημοσύνη», «Ταγματάρχης Δημήτριος Κωστάκης. Ο θρυλικός κανονιέρης του '40», σελίδες 28η-33η.]
  14. [«Η Ήπειρος προμαχούσα», Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, Αθήναι 1954 & Περιοδική έκδοση «Πυροβολητής», έτος 8ο, τεύχος 30ο, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009, σελίδα 4η.]
  15. [Βιβλίο «Απρίλης 1946», κεφάλαιο «Νεροποντή» & έργο «Ελληνική Εποποιία», Άγγελος Τερζάκης, Αθήνα 1964.]
  16. [Η κυρά της Χιμάρας Ερμιόνη Μπρίγκου θυμάται από τον Πόλεμο του 1940-41, 28η Οκτωβρίου 2016]