Μητροπολίτης Αιμιλιανός (ο Λαζαρίδης)

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μακαριστός Μητροπολίτης Κυρός Αιμιλιανός [κατά κόσμον Αιμιλιανός Λαζαρίδης], Έλληνας εθνικιστής, καθηγητής θεολόγος απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης που διατέλεσε Μητροπολίτης Γρεβενών, Μακεδονομάχος εθνικός αγωνιστής, Εθνομάρτυρας και Νεομάρτυρας με σημαντική και πολυσχιδή δράση υπέρ της Ελληνικότητας της Μακεδονίας στο διάστημα πριν και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, γεννήθηκε το 1877 στο χωριό Πέρματα της Επαρχίας Ικονίου στα βάθη της Μικράς Ασίας και δολοφονήθηκε με στυγερό τρόπο, τις απογευματινές ώρες του Σαββάτου 1η Οκτωβρίου 1911, από συμμορία νεότουρκων και ρουμανίζοντων, σε δασώδη χαράδρα μεταξύ των χωριών Σνίχοβο (Σίχοβα) και Γκριντάδες (Γριδάδες). Κηδεύθηκε στον Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στα Γρεβενά, στις 9 Οκτωβρίου 1911 ημέρα Κυριακή και η σορός του ενταφιάστηκε στο Βαρώσι.

Μητροπολίτης Αιμιλιανός
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 1877
Τόπος: Πέρματα (Επαρχία Ικονίου)
Μικρά Ασία
Υπηκοότητα: Τουρκική
Ασχολία: Θεολόγος, Εθνομάρτυρας
Μητροπολίτης Γρεβενών
Δολοφονία: 1η Οκτωβρίου 1911
Τόπος: Σνίχοβο (Δεσπότης), Γρεβενά

Βιογραφία

Ο Αιμιλιανός κατάγονταν από οικογένεια ευσεβών και φιλοπάτριδων Τουρκόφωνων Ορθόδοξων, οι γνωστοί ως Καραμανλήδες. Πατέρας του ήταν ο Χαράλαμπος και μητέρα του η Θεανώ που είχαν οκτώ ακόμη παιδιά, τον Γεώργιο, τον Αλέξανδρο, την Ελένη, την Άννα Λαζαρίδου σύζυγο του Θεόφιλου Ευθυμιάδη, την Δόμνα Λαζαρίδου-Αυγερινού, την Κασσιανή, την Σοφία και την Ναταλία [1]. Ο Αιμιλιανός ήταν εξάδελφος του Μεγάλου Διδασκάλου της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος Αλέξανδρου Τζατζόπουλου, ιδρυτή και Γενικού Γραμματέα της Ελληνικής αντικαρκινικής Εταιρίας. Ανιψιός του ήταν ο Μητροπολίτης Σηλυβρίας Μακαριστός Αιμιλιανός Τιμιάδης.

Σπουδές

Ο Αιμιλιανός παρακολούθησε τα μαθήματα της Βασικής Παιδείας στη γενέτειρα του. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους σχολή στην Βασιλεύουσα, όπου την φροντίδα του ανέλαβαν δύο θείοι του από την πλευρά της μητέρας του, εκ των οποίων ο ένας ήταν δικηγόρος και ο άλλος μέλος του λαϊκού Συμβουλίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μετά την ολοκλήρωση της φοιτήσεως του στην Μεγάλη του Γένους Σχολή ο Αιμιλιανός εντρύφησε και μελέτησε τη Θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου μεταξύ των καθηγητών του ήταν και ο μετέπειτα Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης.

Συμμαθητές του στη Σχολή υπήρξαν σημαντικές προσωπικότητες του Έθνους και της Εκκλησίας όπως, ο Ιωακείμ Λεπτίδης μετέπειτα Μητροπολίτης Ερυθρών, αποθανών εις Καστοριά, Χρυσόστομος (Θεμιστοκλής Χατζησταύρου) ο οποίος αφού έγινε Μητροπολίτης Μητροπόλεων Μικράς Ασίας, Τράλλεων, Φιλαδελφείας, Εφέσου, μετά των Ελληνικών Κυκλάδων, Βεροίας, Φιλίππων εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών από το 1961 έως το 1967. Στη διάρκεια των σπουδών του τις οποίες ολοκλήρωσε το 1904, ο Αιμιλιανός διακρίθηκε για την φιλομάθεια, την βαθιά πίστη και την αρετή του. Μετά την αποφοίτηση του αποφάσισε να υπηρετήσει την Εκκλησία και αρχικά χειροτονήθηκε Διάκονος και στη συνέχεια Πρεσβύτερος στη Θεσσαλονίκη.

Εκκλησιαστική ζωή

Υπηρέτησε ως Αρχιδιάκονος αλλά και ως εφημέριος στη Μητρόπολη Κυζίκου, υπό τον τότε Μητροπολίτη Κωνσταντίνο Ἀλεξανδρίδη, και Θεσσαλονίκης -από τον Νοέμβριο του 1903-, υπό τον τότε Μητροπολίτη και κατόπιν Νικομηδείας Αλέξανδρο. Στη Θεσσαλονίκη έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη και στις 10 Οκτωβρίου 1904 τοποθετήθηκε Πρωτοσύγκελος της εκεί Μητροπόλεως. Στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας γνώρισε και συνεργάστηκε με τον Λάμπρο Κορομηλά, τον Έλληνα Πρόξενο στην Μακεδονία, αλλά και με τον Αθανάσιο Σουλιώτη, τον Μακεδονομάχο και προσωπικό φίλο του Παύλου Μελά. Το 1906 εντάχθηκε [2] στην εθνικιστική «Οργάνωση Θεσσαλονίκης» του Σουλιώτη ο οποίος συντόνιζε τη δράση των Ελλήνων κατά τον Μακεδονικό Αγώνα.

Στη διάρκεια της διακονίας στη Θεσσαλονίκη κλήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη και επέστρεψε στην πόλη όπου ανέλαβε καθήκοντα εφημέριου και ιεροκήρυκα στον ιερό ναό της Αγίας Τριάδας στο Πέραν, στη συνοικία Σταυροδρομίου. Στις 26 Οκτωβρίου 1906 χειροτονήθηκε, στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, τιτουλάριος Επίσκοπος Πέτρας στη Δυτική Μακεδονία και παράλληλα τοποθετήθηκε Βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως Πελαγωνίας με έδρα το Μοναστήρι της Ανατολικής Ρωμυλίας, πόλη και περιοχή με ακμάζοντα και ακμαίο Ελληνισμό. Τη χειροτονία του τέλεσε ο Μητροπολίτης Πελαγωνείας Ιωακείμ (ο Φορόπουλος), συμπαραστατούμενος από τους Μητροπολίτες Γρεβενών Αγαθάγγελο και Σισανίου Σεραφείμ. Την περίοδο αυτή υπηρέτησε ως καθηγητής των Θρησκευτικών του Ελληνικού Γυμνασίου στο Μοναστήρι στην Ανατολική Ρωμυλία. Ως βοηθός του μητροπολίτη ανέπτυξε πλούσια δράση σε εθνικό και θρησκευτικό επίπεδο, σε μια δύσκολη περίοδο για τη Μακεδονία.

Με την επικράτηση του κινήματος των Νεοτούρκων, στις 10 Ιουλίου 1908, πίστεψε τις εξαγγελίες τους κι έγινε ο πρώτος Χριστιανός -γενικότερα μη μουσουλμάνος- ιερωμένος που χαιρέτησε την επικράτηση τους, για να γίνει σύντομα μάρτυρας και θύμα απηνούς διωγμού καθώς ο ελληνισμός στη Μακεδονία βρέθηκε αντιμέτωπος με την αγριότητα των Νεοτούρκων και την τρομοκρατία των Βουλγάρων, οι οποίοι με βία εξεδίωκαν Έλληνες ιερείς από τους ναούς, τους καταλάμβαναν και τοποθετούσαν σχισματικούς Βουλγάρους ιερείς. Ο ίδιος γράφει για την κατάσταση: «...είναι καιρός να εγκαταλείψουμε τις γραφίδες και να αρπάξουμε τα όπλα στο χέρι» ενώ για την περίοδο αυτή η Βρετανική «Κυανή Βίβλος» καταγράφει:

«....Η δολοφονία είναι το κυριώτερον όπλον των βουλγαρικών Κομιτάτων. Προ ουδενός υποχωρούσιν. Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδας εφονεύθησαν οι Έλληνες κατά τα τελευταία πέντε ή έξ έτη {....} αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείαι, δολοφονίαι, ανδρών και γυναικών, ανελεήμονα βασανιστήρια ιερέων, ιατρών, διδασκάλων κατακρεουργήσεις, ναών εμπρησμοί {...} καταστροφή χριστιανών Ορθοδόξων {...} γενική τρομοκρατία, πλημμύρα αίματος....». 

Στις 15 Αυγούστου του 1908 κινδύνευε µε κατάληψη από Βούλγαρους ο ναός του μικρού χωριού Κλαμπουτίστης. Ο Αιμιλιανός ταμπουρώθηκε μέσα στο ναό µε λίγους Χριστιανούς και παρέμεινε εκεί όλη τη νύχτα ενώ ο ναός ήταν περικυκλωμένος από τους Βούλγαρους εξαρχικούς. Ο Τούρκος αστυνομικός τον παρακάλεσε για την αποφυγή επεισοδίων να εγκαταλείψει τον ναό και του υποσχέθηκε πως με την έλευση ενισχύσεων θα του τον παρέδιδε εκ νέου. Η απάντηση του Αιμιλιανού ήταν απλοϊκά αφοπλιστική: «Μόνο νεκρός βγαίνω από δω μέσα». Απογοητευμένοι οι Βούλγαροι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια και έτσι σώθηκε ο ναός. Τον Σεπτέμβριο του 1908, λίγους μήνες πριν τον θάνατο του Μητροπολίτη Ιωακείμ (ο Φορόπουλος) και την εκλογή νέου Μητροπολίτη Πελαγονίας, ο Αιμιλιανός επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη. Στην βασιλεύουσα αποδέχθηκε πρόταση του Μητροπολίτη Ξάνθης και Περιθεωρείου Ιωακείμ και τοποθετήθηκε Αρχιερατικός Επίτροπος με κέντρο δράσεως και ευθύνης του την Καβάλα, η περιοχή της οποίας υπέφερε από τους Βουλγάρους. Την Άνοιξη του 1909 οι κάτοικοι της Σιάτισατς ζήτησαν μέσω του Ελληνικού Προξενείου Ελασσόνας την εισήγηση της Ελληνικής κυβερνήσεως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την εκλογή του Αιμιλιανού στη χηρεύουσα Μητρόπολη Σισανίου και Σιατίστης, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Μητροπολίτης Γρεβενών

Στις 16 Μαρτίου 1910 ο Αιμιλιανός, μετά από εντολή του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ', εξελέγη Επίσκοπος της χηρεύουσας Μητροπόλεως Γρεβενών, από την οποία είχε απομακρυνθεί ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος που είχε ανακληθεί στην Κωνσταντινούπολη, μετά από καταγγελία Τούρκων της περιοχής των Γρεβενών, ενώ στη συνέχεια μετατέθηκε στην Μητρόπολη Δράμας. Την εποχή της εκλογής του Αιμιλιανού, που είχε φέρει στα Γρεβενά δύο από τις αδελφές του τη Δόμνα και την Ναταλία, στην περιοχή των Γρεβενών αλλά και ολόκληρης της Μακεδονίας, ήταν καθεστώς οι Τουρκικές διώξεις, το όργιο αίματος και εγκλημάτων των Βουλγάρων κομιτατζήδων αλλά και η ρουμανική προπαγάνδα, που την ενεθάρρυναν οι αρχές κατοχής. Οι Νεότουρκοι δολοφονούσαν κυρίως τους γνωστούς Μακεδονομάχους και παράλληλα επέτρεπαν σε Βούλγαρους και Ρουμάνους να τους βοηθούν, ώστε όλοι τους να συναγωνίζονται ποιος θα προξενήσει μεγαλύτερη ζημιά στον Ελληνισμό.

Ήταν η εποχή που το «Προνομιακό Ζήτημα» βρισκόταν στην τρίτη και πιο καταστροφική του φάση. Οι Νεότουρκοι, με μυστικούς συμμάχους τους Βούλγαρους κομιτατζήδες και τους Ρουμάνους, που ήθελαν να σφετεριστούν τους Έλληνες ρουμανόγλωσσους Βλάχους της Δυτικής Μακεδονίας, φέρονταν με ιδιαίτερη σκληρότητα και τρομοκρατούσαν τους Μακεδόνες και Θράκες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο επάνδρωσε τις Μητροπόλεις που διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο με ιεράρχες νέους και μορφωμένους, πρόθυμους να αγωνιστούν με όλες τους τις δυνάμεις για την υπεράσπιση του ποιμνίου τους και του Έθνους. Από την ημέρα της εκλογής του, ο Αιμιλιανός, αποτέλεσε τον στοργικό πατέρα, τον γενναίο ιεράρχη και τον υπερασπιστή των δικαίων του ποιμνίου του.

Ο Μητροπολίτης, που ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 5 Ιουνίου του ίδιου έτους, με τακτικές εκθέσεις και αναφορές προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη αλλά και την Ελληνική Κυβέρνηση, γνωστοποιούσε την κατάσταση που επικρατούσε και τα μαρτύρια των Ελλήνων ενώ ο ίδιος πραγματοποιούσε συχνότατες επισκέψεις στα χωριά ευθύνης της Μητροπόλεως του προκειμένου να εμψυχώσει τους Έλληνες ιερείς και δασκάλους αλλά και να τονώσει το ηθικό των κατοίκων. Τον Οκτώβριο του 1910 ο Μητροπολίτης ειδοποιήθηκε από τις Τουρκικές αρχές κατοχής να διακόψει την περιοδεία του και να επιστρέψει στα Γρεβενά και απάντησε αρνητικά. Την ίδια ημέρα συνελήφθη από έφιππους χωροφύλακες στο Παλαιοχώρι, στην περιοχή των Βεντζίων, και οδηγήθηκε στα Γρεβενά. Για την ανάρμοστη συμπεριφορά των αρχών κατοχής ο Μητροπολίτης διαμαρτυρήθηκε γραπτά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο προέβη σε παραστάσεις στους καθ' ύλη αρμόδιους, όμως η απάντηση τους δεν ικανοποίησε τον Αιμιλιανό που επανήλθε με νέα αναφορά στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου έτους.

Προς τον νομάρχη Τρικάλων έγραφε:

«Παρακαλώ θερμώς, θερμότατα γράφων, να μεριμνήσητε περί της τύχης των χωρικών μας, των οποίων η θέσις κατέστη εσχάτως απελπιστική… Πώς να εμπνεύσω ζωήν εις ανθρώπους, οίτινες υπό ηθικήν και υλικήν άποψιν ένεκα της απογυμνώσεως αυτών κατέστησαν πτώματα;… Τί αναμένετε παρ’ ανθρώπων απηλπισμένων; Διατί υποθέτετε ότι άνθρωποι καταδυναστευόμενοι και πάσχοντες τα πάνδεινα θα είναι εις θέσιν να σκεφθώσι περί του απωτέρου αυτών μέλλοντος;» 

Η στάση του αυτή προκάλεσε το μίσος των κατακτητών οι οποίοι έβαλαν στόχο να τον εξοντώσουν, ιδιαίτερα ο μέθυσος Μπεκήρ αγάς [3], ισχυρός Τουρκαρβανίτης της περιοχής, τον οποίο επισκέφθηκε, μαζί με τον αρχιερατικό του επίτροπο, για να τον συνετίσει:

«...Απευθυνόμενος προς τον Μπεκήρ εφέντη τον ηρώτησα· είναι δίκαιον, βέη, αξιωματικός εγγράμματος, φιλελεύθερος κλπ. να δέρη τόσον αγρίως τους Χριστιανούς εν μέση αγορά;» Σηκώθηκε αμέσως ο καϊμακάμης και ζωηρά του απάντησε: «Δι’ αυτήν ακριβώς την πράξιν του η Κυβέρνησις δι’ εμού συγχαίρει τον Μπεκήρ εφέντη». Και ο τελευταίος κραδαίνοντας το ξίφος είπε στον μητροπολίτη: «Είπες, Δεσπότ εφέντη, ότι έχω την πέννα μου και γράφω, πρέπει να ξεύρης όμως ότι και εγώ έχω το σπαθί μου. Ἄν ἐσύ ἔχῃς τήν δύναμιν νά βασανίζῃς καί νά σκοτώνῃς, ἔχω κι ἐγώ τήν πέννα μου, διά νά περιγράφω τά φρικτά βασανιστήρια, τά ὁποῖα ὑφίστανται οἱ χριστιανοί μου, νά τά διαβάζῃ ὁ κόσμος καί νά γνωρίζῃ τήν σκληρότητα σου. {...}».

Παρά τις σε βάρος του απειλές ο Μητροπολίτης Αιμιλιανός πραγματοποιούσε περιοδείες σε όλα τα χωριά της περιοχής, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο και ενθαρρύνοντας τους Ορθοδόξους. Παράλληλα, φρόντισε για την ίδρυση και τη συντήρηση ελληνικών σχολείων και ορθόδοξων ναών ενώ μερίμνησε για τον εναρμονισμό της διδακτέας ύλης μεταξύ των σχολείων της πόλεως των Γρεβενών και αυτών της επαρχίας του, την επιλογή και τη διάθεση βιβλίων στους μαθητές, την πρόσληψη και την αμοιβή δασκάλων καθώς και για την εύρυθμη λειτουργία της Αστικής Σχολής των Γρεβενών.

Εθνική δράση Αιμιλιανού

Η ζωή και η δράση του Μητροπολίτη Γρεβανών Αιμιλιανού, ο οποίος από τα φοιτητικά του χρόνια ξεχώριζε για την φιλοπατρία του, υπήρξε απολύτως ταυτισμένη με την Εθνική επιταγή των λόγων του ηρωικού Εθνομάρτυρα Παύλου Μελά ο οποίος είπε:

«...Πάντοτε κατά τους αγώνας του Έθνους μας προΐστατο η Εκκλησία. Έτσι, τώρα προ πάντων, στην Μακεδονία, ότε κατ’ Αυτής κυρίως στρέφονται αι επιθέσεις των εχθρών, η Εκκλησία και πάλιν θα προστατεύση τον Αγώνα».

Εκλέχθηκε Μητροπολίτης σε νεαρή ηλικία και προικισμένος με αγωνιστικό φρόνημα, αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις στην υπόθεση της Μακεδονίας και αναδείχθηκε σε έναν από τους στυλοβάτες του Μακεδονικού Ελληνισμού, αποδεικνύοντας ότι διέθετε ηγετική και μαχητική φυσιογνωμία. Υπήρξε ανυποχώρητος και άκαμπτος στην υπεράσπιση των δικαίων του Ελληνισμού, γενναίος στην υπεράσπιση της πίστεως του στην Ορθοδοξία ακόμη και στις απηνείς διώξεις των κληρικών, αποφασισμένος για κάθε θυσία εμπρός στους παντοειδείς κινδύνους και ύψωσε το ανάστημα του απέναντι στις προκλήσεις της εποχής του, απ' όποια εξουσία κι αν εκπορεύονταν ενώ στάθηκε αλληλέγγυος στους καταδιωκόμενους Μακεδονομάχους. Mε τους αγώνες και τη μαρτυρική θυσία της ζωής του έγινε σύμβολo αντιστάσεως, στερέωσε την πίστη του Μακεδονικού ελληνισμού και έδωσε ελπίδες εθνικής ανατάσεως. Η θυσία του παραδειγμάτισε το λαό, τόνωσε το φρόνημα του και γιγάντωσε την εθνική του συνείδηση. Υπήρξε άμεση συνέχεια του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε', του Αθανασίου Διάκου και του Παπαφλέσσα, ενώ προηγήθηκε της θυσίας του Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου και υπήρξε ο τελευταίος ιεράρχης θύμα στο βωμό της Εθνικής ολοκληρώσεως.

Δολοφονία Αιμιλιανού

Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1911, ημέρα Σάββατο, ο Μητροπολίτης Αιμιλιανός μαζί με τους συνοδούς του, το Αρχιδιάκονο του Δημήτριο (Αναγνώστου) [4] και τον Αθανάσιο Φασούλα, έναν λαϊκό συνοδό-αγωγιάτη κάτοικο του χωριού Σνίχοβο που είχε αναλάβει να τους οδηγήσει, αναχώρησε από το χωριό, όπου είχε τελέσει τη Θεία Λειτουργία στο Ναό του Αγίου Αθανασίου, με προορισμό το χωριό Γκριντάδες. Οι χωρικοί τον παρακάλεσαν να αναβάλει την αναχώρηση του καθώς στις περιοχές εκείνες καιροφυλακτούσαν Νεότουρκοι, Bούλγαροι κομιτατζηδες και Ρουμανίζοντες με δολοφονικές προθέσεις. Στον δρόμο τους, σε μια χαράδρα, οι τρεις έπεσαν σε μια ενέδρα και ανυπεράσπιστους τους συνέλαβαν, τον Επίσκοπο μαζί με τον διάκονο και τον αγωγιάτη τους. Αφού τους βασάνισαν, τους κατακρεούργησαν κατά τον πιο φρικτό και απάνθρωπο τρόπο στο δάσος μεταξύ των χωριών Σνίχοβο, σημερινή ονομασία Δεσπότης, και Γκριντάδες, σημερινή ονομασία Αιμιλιανός. Στις 3 Οκτωβρίου η δημογεροντία Γρεβενών εξέφρασε την ανησυχία της για την τύχη του Αιμιλιανού καθώς τον θεωρούσε «εξαφανισμένο» και μια μέρα αργότερα ανακοίνωσε ότι ανακάλυψε προσωπικά του αντικείμενα και τις αποσκευές του, αλλά όχι τις σωρούς των τριών. «Υποτίθεται ότι εφονεύθησαν υπό αγνώστων. Εξετούμεθα τη διενέργεια των δεόντων» ζήτησε η Δημογεροντία από την Οθωμανική κυβέρνηση.

Στην προσπάθεια για τον εντοπισμό των δολοφόνων του Μητροπολίτη, οι οποίοι δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ, σημαντική ήταν η συμβολή του καταγομένου από τα Γρεβενά εθνικιστή βουλευτή Σερβίων της τουρκικής Βουλής Γεωργίου Μπουσίου, ο οποίος, τότε, είπε:

«Εν τώ προσώπω του Μητροπολίτου -εφονεύθη η ιδιότης του ως θρησκευτικού αρχηγού χριστιανικής εθνότητος… Παρακαλώ να ανακαλύψετε τους φονείς ή να απομακρυνθήτε της αρχής, διότι είσθε ανάξιοι να κυβερνάτε το Κράτος». ]

Η δολοφονία του Μητροπολίτη δημιούργησε ένα τεράστιο κύμα αντιδράσεων, τόσο από τους χριστιανούς και τις Ελληνικές Κοινότητες, όσο και από τον Τύπο και τις προξενικές αρχές των ξένων Δυνάμεων καθώς ήταν έγκλημα άγριο, ενδεικτικό του μίσους και της βαρβαρότητας των κατακτητών μέρους του Ελληνικού Εθνικού κορμού.

Ανεύρεση των σωμάτων

Το σώμα του ηρωικού Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Αιμιλιανού βρέθηκε σε δασώδη χαράδρα ανάμεσα στα χωριά Σνίχοβο (Σίχοβα) και Γκριντάδες (Γριδάδες), στις 5 Οκτωβρίου, από τον παπά Γεώργιο Σερβιρή, που ήταν Αρχιερατικός Επίτροπος, και από χριστιανούς των γύρω περιοχών, οι οποίοι τους αναζητούσαν, από τις 3 Οκτωβρίου όταν δόθηκε άδεια από τις Τουρκικές αρχές κατοχής. Έφερε σφαίρες στο κεφάλι, τον δεξιό βραχίονα και το στήθος, κι ήταν γεμάτο από μελανά σημεία, αποτέλεσμα της βίας που του ασκήθηκε, ιδίως στο μέτωπο και το κεφάλι του, ενώ του είχαν ξεριζώσει ολόκληρες δέσμες από τα γένια και το τριχωτό της κεφαλής του και έφερε τραύματα από σφαίρες στο κεφάλι, τα χέρια, το στήθος αλλά και κοψίματα από μαχαίρια. Οι δολοφόνοι του είχαν εκριζώσει το δεξιό του οφθαλμό και βρέθηκε «σπασμένος δέ ὁ δεξιός του βραχίων μέ τούς δακτύλους εἰς στάσιν εὐλογίας». Το κρανίο του Διακόνου Δημητρίου Αναστασίου [5] έφερε σφαίρα κι ήταν ανοιγμένο από κτυπήματα τσεκουριού με τα μυαλά του να έχουν σκορπίσει κατά γης. Μόνο το σώμα του Αθανάσιου Φασούλα δεν έφερε καμία κάκωση, καθώς οι δολοφόνοι του φρόντισαν απλώς να τον σκοτώσουν με σφαίρες στο στήθος για να μην τους προδώσει. Τα ελάχιστα χρήματα που έφερε μαζί του ο Μητροπολίτης βρέθηκαν ανέπαφα όπως βρέθηκε και το χρυσό ρολόι του [6].

Οι σοροί των τριών ηρωικών Ελλήνων, του Μητροπολίτη Αιμιλιανού και των συνοδών του, βρέθηκαν σε οικτρή κατάσταση, στις 6 Οκτωβρίου, μετά από έρευνες των κατοίκων που τους αναζητούσαν. Τα σώματα των νεκρών βρέθηκαν σε απόσταση τριάντα μέτρων από την όχθη ενός χειμάρρου που διασχίζει την περιοχή και βρίσκεται στα όρια των χωριών Σέχοβα, Γριβάδες και Πέλιστα ενώ τα υποζύγια με τις ελάχιστες αποσκευές του Μητροπολίτη βρέθηκαν στην ίδια δασώδη έκταση κοντά στον τόπο της δολοφονίας του, μεταξύ των χωριών Πέλιστα και Γριβάδες [7]. Σύμφωνα με ανταποκριτή Αθηναϊκής εφημερίδος [8], στην είδηση που δημοσιεύθηκε υπό τον τίτλο: «Μία σύμπτωσις»: «...Τά τηλεγραφήματα, τά ἀγγέλοντα το δολοφονίαν τοῦ Μητροπολίτου, ἔφθασαν εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ταυτοχρόνως μέ τούς τσεσκερέδες τοῦ Ὑπουργείου Θρησκευμάτων, τούς ἀπαιτούντας τήν ἀνάκλησιν του (σ.σ. τοῦ Αἰμιλιανοῦ) ὑπό τήν πρόφασιν ὅτι ἐνήργει κατά τῆς Κυβερνήσεως». Μετά την εύρεση των νεκρών σωμάτων ο Μπούσγος είπε: «Ὑπάρχουν μερικοί θάνατοι οἱ ὁποῖοι ἀξίζουν πολύ περισσότερον ἀπό τήν ζωήν ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων. Οἱ θάνατοι αὐτοί χρησιμεύουν νά ποτίζουν ἀκριβῶς τό δένδρον τῆς ζωῆς. Εἷς ἐκ τῶν θανάτων τούτων εἶναι καί ὁ μαρτυρικός θάνατος τοῦ Μητροπολίτου Γρεβενῶν Αἰμιλιανοῦ» [9].

Νεκρώσιμη ακολουθία

Το σώμα του Αθανασίου Φασούλα ενταφιάστηκε στον τόπο της δολοφονίας του, σύμφωνα με την απαίτηση του Τούρκου τσαούση της περιοχής. Οι σοροί του Μητροπολίτη Αιμιλιανού και του Διακόνου του Δημητρίου Αναγνώστου μεταφέρθηκαν ­στα Γρεβενά, όπου έγινε η κηδεία τους [10] κι ύστερα οδηγήθηκαν στην τελευταία τους κατοικία, στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου, στο Βαρώσι. Παρόντες από την πλευρά της οικογένειας του φρικτά δολοφονημένου Μητροπολίτη ήταν οι αδελφές του Δόμνα και Ναταλία, που τον είχαν ακολουθήσει στα Γρεβενά, και ο αδελφός του Δημήτριος Λαζαρίδης που ταξίδεψε στην Μακεδονική πόλη από την Κωνσταντινούπολη.

Μνήμη Μητροπολίτη Αιμιλιανού

Ο νεομάρτυρας-Εθνομάρτυρας Αιμιλιανός Λαζαρίδης υπήρξε από τις ηγετικές και πλέον μαχητικές φυσιογνωμίες του Μακεδονικού Αγώνος, λόγος για τον οποίο οι κάτοικοι της περιοχής των Γρεβενών τον τιμούν τον ως Εθνομάρτυρα. Αγωνίστηκε για την αφύπνιση και ανάσταση του υπόδουλου ποιμνίου του. Η μητέρα του Μητροπολίτη σε τηλεγράφημα που απέστειλε, εκπροσωπώντας το σύνολο της οικογένειας του, προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη έγραφε:

«Καίτοι ο φρικώδης φόνος του υιού μου Αιμιλιανού Μητροπολίτου Γρεβενών, εβύθισεν εις άφατον πένθος την οικογένειαν ημών, ουχ ήττον εκ του γεγονότος ότι εθυσιάσθη εν τη εκτελέσει των πνευματικών αυτού καθηκόντων παρηγορουμένη, υποβάλλω μετά κατωδύνου ψυχής τη Υμετέρα Σεπτή Παναγιότητι τάς θερμάς ευχαριστίας μου, επί ταίς πατρικαίς, υπέρ αναπαύσεως της ψυχής αυτού, δεήσεις...». 

Προσωπικότητα

Με την ευγενή μορφή, το σπάνιο ήθος και το χαρακτήρα του είχε επιβληθεί και αποτέλεσε πρότυπο ζωής. Ήταν προικισμένος με τις αρετές της μετριοφροσύνης, πραότητας, της φιλομάθειας, της εργατικότητας και της ταπεινότητας. Ανήγειρε και διατήρησε διδακτήρια, υπερασπίστηκε τη λειτουργία και διατήρηση των ιερών ναών, των μοναστηριών Βουνάσα και Οσίου Νικάνορος. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες συγχρόνων του:

«...Με τα λεπτά και κανονικά χαρακτηριστικά του {...} ωμοίαζε γνησίαν βυζαντινήν αγιογραφίαν της κλασσικής περιόδου, ώριμον σχεδόν διά τον φωτοστέφανον του μαρτυρίου. Γλυκύς, πράος, μειλίχιος, ταπεινός... πάντοτε γαλήνιος και μετριόφρων... ήξευρεν εν ανάγκη να υποχωρή πολλάκις και με αβαρίαν του εγωισμού του, αλλ’ εις τάς κρισίμους στιγμάς ανέπτυσσε σθένος και αποφασιστικότητα».

Ο ποιητής Γεώργιος Σουρής αφιέρωσε ένα ποίημα του [11] στον μαρτυρικό ιεράρχη, το οποίο μελοποίησε ο δάσκαλος Αθανάσιος Γάγαλης από το Τσούρχλι, ενώ ξεχωριστός υπήρξε ο επιμνημόσυνος λόγος του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Σμύρνης, στον οποίο μεταξύ άλλων αναφέρονται τα ακόλουθα:

«...Όταν αρχιερείς καίωσιν εαυτούς ως λαμπάδας ενώπιον του ειδώλου της πατρίδος, ο δε μαρτυρικός θάνατός των γίνεται ζωής και δόξης υπόθεσις και θεμέλιον αγιωτέρου βίου, το μνημόσυνόν των δεν εναρμονίζεται με δάκρυα και θλίψιν, αλλά με υπερηφάνειαν και αγαλλίασιν. Ημίν εξ όλων εχαρίσθη όχι μόνον το εις Χριστόν ορθώς πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού αγογγύστως πάσχειν, γενναίως μαρτυρείν και ενδόξως θνήσκειν». 

Η φρικτή δολοφονία του Μητροπολίτη Αιμιλιανού προκάλεσε την αποστολή εκατοντάδων επιστολών και τηλεγραφημάτων λύπης όπως προκύπτει από τα αρχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που δόθηκαν για πρώτη φορά στη δημοσιότητα και αναγνώσθηκαν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο κατά την επίσκεψή του στα Γρεβενά το 2011, που αποδεικνύουν την αγάπη, το σεβασμό και την εκτίμηση που έτρεφαν οι κάτοικοι της περιοχής στο πρόσωπο του Μητροπολίτη. Αντίθετα στην Κωνσταντινούπολη τουρκικές εφημερίδες έγραφαν:

«Έχομεν άλλως τε σήμερον ζητήματα πολλά και πολύ σοβαρότερα δυνάμενα να επισπάσωσι την προσοχή των αρχών και ν’ απασχολήσωσι σοβαρώς αυτάς. Τί είναι επί τέλους η δολοφονία ενός Μητροπολίτη και ενός διακόνου και ενός υπηρέτου, τί είναι η δολοφονία και δύο ακόμη Μητροπολιτών;»

Παντού και στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο, όπου υπήρχαν Έλληνες, διενεργήθηκαν έρανοι για την οικονομική στήριξη της πάμφτωχης οικογενείας του Αιμιλιανού και ορίστηκε επιτροπή με σκοπό τη φροντίδα των ανήλικων αδελφώνκαι των υπερήλικων γονέων του δολοφονηθέντος Μητροπολίτη. Με επιστολή της, η εφορία του «Ζαππείου» παρθεναγωγείου κοινοπιήσε προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την υποτροφία που παραχώρησε για δωρεάν σπουδές στη Σοφία Λαζαρίδου, μία από τις αδελφές του εθνομάρτυρα. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Αθηνών «ὁμοφώνῳ ἀποφάσει ἐζήτησε παρά τῆς Α.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχίου τήν μικράν ἀδελφήν (σ.σ. την Ναταλία Λαζαρίδου) τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Γρεβενῶν, ὅπως ἐκπαιδεύσῃ αὐτήν ἐν τῷ Ἀρσακείῳ Παρθεναγωγείῳ δωρεάν εἰς ἐλάχιστον δεῖγμα τῆς πρός τόν δολοφονηθέντα ὀφειλόμενης ἐθνικῆς εὐγμωμοσύνης». Το Πρότυπο παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης συνεισέφερε έξι λίρες και τις συνόδευε με μια επιστολή, υπογεγραμμένη από τη διευθύντριά του Αγλαΐα Σχινά, η οποία μεταξύ άλλων δήλωνε: «Παναγιώτατε, {....} Αι παιδικαί ψυχαί των μαθητριών αίτινες αρχίζουσιν ήδη να ζώσι διά την Εκκλησίαν και την Πατρίδα, έχουσι στήσει βωμόν εις την μνήμην του ενδόξου Αιμιλιανού.. »

Δημόσιες τιμές

Προς τιμήν του Αιμιλιανού το χωριό Γκριντάδες μετονομάστηκε σε Αιμιλιανός το 1927 και το Σνίχοβο σε Δεσπότης τον ίδιο χρόνο ενώ το χωριό Λιμπίνοβο, κοντινό με τα δύο προηγούμενα, μετονομάστηκε σε Διάκος στη μνήμη του Διακόνου Δημητρίου Αναγνώστου. Το 1915 με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη και του δημάρχου Γρεβενών πραγματοποιήθηκε έρανος και στήθηκε στην πλατεία της πόλεως η προτομή του. Η Ελληνική κυβέρνηση, με νόμο του 1935, κατέταξε τον Μητροπολίτη Αιμιλιανό στο Μητρώο Μακεδονομάχων ως πράκτορα Α' Τάξεως. Στις 2 Αυγούστου 1954 το Δημοτικό Συμβούλιο Γρεβενών, επί δημαρχίας Δημητρίου Σιούλη, ενέκρινε χρηματικό ένταλμα 2.906 δραχμών για την κάλυψη μεταφοράς του Ηρώου του Εθνομάρτυρος από το Κέντρο της Πλατείας στη δυτική πλευρά του Δημοτικού Πάρκου. Στο δάσος του χωριού Δεσπότης και στο σημείο όπου δολοφονήθηκε κατασκευάστηκε ναός και κενοτάφιο, τα αποκαλυπτήρια του οποίου πραγματοποιήθηκαν στις 18 Ιουλίου 1954 από τον Μητροπολίτη Γρεβενών Φίλιππο. Το κενοτάφιο ανεγέρθηκε με χρήματα που απέστειλε από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής η Δόμνα Λαζαρίδη-Ᾱυγερινού μία από τις αδελφές του μακαριστού Μητροπολίτου. Το μνημείο εγκαινιάστηκε στις 18 Ιουλίου 1957 κι εκεί τελείται Θεία Λειτουργία και Τρισάγιο το πρώτο Σάββατο του Οκτωβρίου κάθε έτους [12].

Το όνομα του φέρει ο Σύλλογος Γρεβενιωτών Κοζάνης, ενώ δόθηκε σε οδούς που βρίσκονται στη Νέα Σμύρνη Αττικής, τη Νέα Ιωνία Αττικής, τη Θεσσαλονίκη, τη Σταυρούπολη, το Πανόραμα, την Κομοτηνή, την Κοζάνη, την Καστοριά και την Καλαμαριά. Προτομές του Εθνομάρτυρα τοποθετήθηκαν στα Γρεβενά, στην κεντρική πλατεία Αιμιλιανού, και το 1967 στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών Β. Ηρακλείου και Αριστοτέλους, σε ένα από τα κεντρικότερα και πλέον πολυσύχναστα μέρη της πόλεως. Η προτομή είναι έργο του γλύπτη Αναστάσιου Παπαδόπουλου. Το 1990 ο διάδοχος του Μητροπολίτης Γρεβενών Σέργιος έστησε τον ανδριάντα του στον προαύλιο χώρο στο Επισκοπείο Γρεβενών, δίπλα στον ανδριάντα του αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

Παραπομπές

  1. [«Ο Εθνομάρτυς Μητροπολίτης Γρεβενῶν Αιμιλιανὸς, (1877-1911)», Ιωάννης Γ. Παπαδημητρίου, καθηγητής Θεολόγος.]
  2. [Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, «Ο Μακεδονικός αγών-Η οργάνωσις Θεσσαλονίκης 1906-1908. Απομνημονεύματα». Έκδοση Εταιρείας Μακεδονικών σπουδών, σελίδα 19η.]
  3. [Ὁ Μπεκήρ κατάγονταν από το χωριό Τσούρχλι, στο οποίο κατοικούσε μικτός πληθυσμός Ορθοδόξων Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Ήταν αρβανίτης στην καταγωγή, εκπρόσωπος του Νεοτουρκικού Κομιτάτου στα Γρεβενά και φανατικός ανθέλληνας. Δεν ασκούσε ούτε αστυνομική ούτε διοικητική εξουσία παρά μόνο πολιτική εξουσία ως εκπρόσωπος του Νεοτουρκικού Κομιτάτου.]
  4. [Αφιερωμένο στο διάκο Δημήτρη Αναγνώστου greveniotis.gr (ανακτήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2022, (20:26').]
  5. [Ο Διάκονος Δημήτριος Αναγνώστου κατάγονταν από το χωριό Λιμπίνοβο, σημερινή ονομασία Διάκος, και ήταν δημοδιδάσκαλος στο επάγγελμα. Δίδαξε στα χωριά Σίτοβο, Λιμπίνοβο και Τσαπουρνιά πριν χειροτονηθεί το 1908 αν και σύμφωνα με άλλη πηγή χειροτονήθηκε το 1910 από τον Μητροπολίτη Αιμιλιανό.]
  6. [Εφημερίδα «Βόρειος Ἑλλάς», Κοζάνη 30 Απριλίου 1939.]
  7. [Η δολοφονία του Μητροπολίτου Γρεβενών και η Ρούμιλη. Εφημερίδα «Μακεδονία», Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 1911, σελίδα 1η.]
  8. [Εφημερίδα Αθηνών «Χρόνος», φύλλο 10ης Οκτωβρίου 1911.]
  9. [Περιοδικό «Φάρος», Κωνσταντινούπολις 15 Νοεμβρίου 1911, φύλλο 21ο σελίδα 321η.]
  10. [Η κηδεία του Εθνομάρτυρος Εφημερίδα «Μακεδονία», Τρίτη 11 Οκτωβρίου 1911, σελίδα 3η.]
  11. [Τὸν ἔσφαξαν τῶν Γρεβενῶν τὸν ἄφοβο Δεσπότη, / τὸν ἔσφαξαν τὸν ἄξιο τοῦ γένους στρατιώτη· / θρήνησε σκλάβα, θρήνησε κι ἄλλη μεγάλη μίτρα, / ποῦ τὴν αἱματοκύλισαν τῆς ‘λευθεριᾶς τὰ φύτρα. / Τυλίξου πάλι, δύστυχη, μὲ μάτια βουρκωμένα σὲ ῥάσα ‘ ματωμένα. / Βλέπεις τὴν ἄτιμη σφαγὴ κι’ ἐκδίκησί μου μόνη, / μένουν καμπόσα δάκρυα καὶ βογγητὰ καὶ πόνοι. / Καὶ τὄχεις γιὰ παρηγοριὰ στὴν μαύρη τὴν ὀρφάνια, / νὰ πλέκῃς μὲ τἀγκάθια σου μαρτυρικὰ στεφάνια. / Κι ἄν ἕνας εἶναι σήμερα μ’ ἄλλων καιρῶν αἰσθήματα, / ποῦ νὰ πονῇ τοὺς μάρτυρας, τῶν ἰδεῶν τὰ θύματα, / ἐκεῖνος ἄς τρανολαλῇ ‘στὰ δάκρυα πνιγμένος: / Κατάρα σ’ ὅσους ἔκαναν νὰ σφάζεται τὸ γένος. (Γεώργιος Σουρής, «Μακεδονικὸν Hμερολόγιον», έκδοσις: «Παμμακεδονικός Σύλλογος» Αθηνών, 1912.).]
  12. [Στο κενοτάφιο του Εθνομάρτυρα Αιμιλιανού, 6 Οχτώβρη 2012 mantata3.blogspot.com.]