Συνθήκη της Λωζάνης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Συνθήκη της Λωζάνης είναι η ονομασία συμφωνίας ειρήνης η οποία αναθεώρησε τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920 και οριοθέτησε τα σύνορα της Τουρκίας στις αρχές του 20ου αιώνος. Υπογράφηκε στην πόλη της Λωζάνης στην Ελβετία στις 24 Ιουλίου 1923 και συμβαλλόμενα μέρη είναι η Ελλάδα, η Τουρκία και οι υπόλοιπες χώρες που συμμετείχαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία από το 1919 έως το 1922, οι οποίες συμμετείχαν και στην υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Συγκεκριμένα στη σύναψη της συμμετείχαν οι χώρες, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ελλάδα, το Βασίλειο Σέρβων, Κροατών, Σλοβένων, η Τουρκία, με την επιπλέον συμμετοχή της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων ­Πολιτειών Αμερικής ως παρατηρήτριας χώρας. Η Συνθήκη επικυρώθηκε από την Ελλάδα με Νομοθετικό Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στο 238/Α' Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως της 25ης Αυγούστου 1923 και φέρει την υπογραφή του Βασιλιά Γεωργίου Α', του Στυλιανού Γονατά και των μελών του τότε Υπουργικού Συμβουλίου, μεταξύ τους και ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Ελλάδα, (μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης).

Ιστορικό υπογραφής

H Συνθήκη ειρήνης της Λωζάνης που ουσιαστικά ήταν η αναθεώρηση της Συνθήκης ειρήνης των Σεβρών, η οποία είχε υπογραφεί στις 10 Αυγούστου 1920 [1] και πριν την υπογραφή της προηγήθηκαν επτάμισι μήνες διπλωματικών διαβουλεύσεων. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας διορισμένος από τη στρατιωτική κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που ζού­σε αυ­το­ε­ξό­ρι­στος στο Πα­ρί­σι, και της τουρκικής ο πιο στενός συνεργάτης του Κεμάλ, ο Ισμέτ Πασάς, που στη συνέχεια πήρε το επίθετο Ινονού και έγινε πρωθυπουργός και μετά πρόεδρος της Τουρκίας. Η Συνθήκη που υπογράφηκε αποτελεί μια πολυμερή Διεθνή Σύμβαση, η οποία τίθεται υπό την προστασία της Τουρκίας από την μια μεριά και υπό την προστασία της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιαπωνίας, της Ιταλίας, της Σερβίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδος από την άλλη. Δηλαδή, η Τουρκία απέναντι σε 6 χώρες. Στη Λωζάνη η Τουρκία προσήλθε ως ηττημένη, όμως λόγω της καταρρεύσεως του ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία διεκδίκησε και πέτυχε ελάφρυνση των όρων της ήττας που της είχαν επιβληθεί με τη Συνθήκη των Σεβρών.

Το συνέδριο ξεκίνησε στις 20 Οκτωβρίου 1922 και διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου, όμως το οριστικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923. Στη συνθήκη προ­σαρ­τή­θη­καν ως α­να­πό­σπα­στα μέ­ρη δύ­ο συμ­βά­σεις που υ­πο­γράφτη­καν με­τα­ξύ της Ελ­λά­δος και της Τουρ­κί­ας στις 30 Ια­νουα­ρί­ου του 1923. Η Σύμ­βαση της α­νταλ­λα­γής των πλη­θυ­σμών και η σύμ­βα­ση α­νταλ­λα­γής των αιχ­μα­λώ­των και πο­λι­τι­κών κρα­του­μέ­νων. Με το τελικό κείμενο της συμφωνίας η Τουρκία ανέκτησε την κατοχή της Ανατολικής Θράκης, της δόθηκαν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, τα οποία σύμφωνα με το άρθρο 14 της Συνθήκης θα διοικούνταν υπό καθεστώς εκτεταμένης αυτοδιοικήσεως για τους Έλληνες κατοίκους τους, μια λωρίδα εδάφους κατά μήκος των συνόρων της με την Συρία, η περιοχή της Σμύρνης στη Μικρά Ασία και η διεθνοποιημένη ζώνη στα στενά των Δαρδανελλίων, η οποία συμφωνήθηκε να παραμείνει αποστρατικοποιημένη και υπό μελέτη εν όψει μελλοντικής διεθνούς διασκέψεως.

Με βάση τη Συνθήκης της Λωζάνης το εύρος των χωρικών υδάτων ορίστηκε στα τρία ναυτικά μίλια. Με την αναθεώρηση της Συνθήκης στο Μοντρέ το 1936, η Ελλάδα επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στα έξι μίλια για να ακολουθήσει η Τουρκία το 1964. Η Σύμβαση για το δίκαιο της Θάλασσας το 1982 στο Μοντέγκο Μπέι, η οποία αποτελεί κωδικοποίηση του Διεθνούς Δικαίου -δίνει τη δυνατότητα επέκτασης στα δώδεκα ναυτικά μίλια. Η Ελλάδα επικύρωσε τη Συνθήκη αυτή το 1995, ενώ η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος [2]. Το 37ο άρθρο της Συνθήκης ορίζει ότι αυτή είναι αυξημένης τυπικής ισχύος έναντι οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού ή εσωτερικής επίσημης πράξεως που θα μπορούσε να ισχύσει στην Τουρκία. Με την έγκρισή της η Τουρκία αποστερήθηκε το δικαίωμα να ψηφίζει νόμους αντίθετους στις υποχρεώσεις που ανέλαβε με την Συνθήκη, που σηματοδότησε τη μετάβαση από την πολυεθνοτική και πολυθρησκευτική Οθωμανική Αυτοκρατορία στα ομοιογενή εθνικά κράτη, καθώς όπως όλες οι συναφείς συνθήκες που υπογράφτηκαν την περίοδο από το 1919 έως το 1920, είχε ως κύριο χαρακτηριστικό τη διάλυση των αυτοκρατοριών και τη δημιουργία εθνών-κρατών στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη.

Στη Συνθήκη δεν υπάρχει ρητή αναφορά για το θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ούτε καν αναφέρεται στα τελικά κείμενα. Η μόνη έμμεση αναφορά είναι αυτή που περιέχεται στο άρθρο 42 παρ. 3 το οποίο αναφέρει ότι «...Η Τουρκική Κυβέρνησις αναλαμβάνει να παράσχη πλήρη προστασίαν εις τας Εκκλησίας, τας Συναγωγάς, τα νεκροταφεία και άλλα θρησκευτικά ιδρύματα των ανωτέρω µνημονευόµενων μειονοτήτων. Άπασαι αι διευκολύνσεις και εξουσιοδοτήσεις θα παρασχεθούν εις τα ιερά καθιδρύματα και εις τα θρησκευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα των περί ων ο λόγος μειονοτήτων των επί του παρόντος υφισταμένων εν Τουρκία και η Τουρκική Κυβέρνησις δεν θα αρνηθή προκειμένου δια την δημιουργίαν νέων θρησκευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, οιασδήποτε εκ των απαραιτήτων διευκολύνσεων αίτινες έχουν παραχωρηθή εις άλλα ιδρύματα της φύσεως ταύτης..». Ο λόγος της απουσίας συγκεκριμένης αναφοράς στο Πατριαρχείο οφείλεται στην αντίδραση των Τούρκων οι οποίοι κατά τη Συνδιάσκεψη ζήτησαν την απομάκρυνση του Πατριαρχείου από την Τουρκία. Στη θέση αυτή αντιτάχθηκαν, εκτός από τον Βενιζέλο, οι αρχηγοί των Αντιπροσωπειών Βρετανίας, Η.Π.Α., Γαλλίας, Ρουµανίας και Γιουγκοσλαβίας που αναφέρθηκαν στον παγκόσμιο πνευματικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου και ο Τούρκος αντιπρόσωπος Ισμέτ Πασάς απέσυρε την πρότασή του.

Πρόκειται για μια ακατανόητη παράλειψη εκ μέρους του Βενιζέλου που έχει ως τις μέρες μας δυσμενείς συνέπειες για την επιβίωση του Πατριαρχείου. Μετά τη συνθήκη το Πατριαρχείο θεωρήθηκε εσωτερική υπόθεση της Τουρκίας, που υπάγονταν στις γενικές διατάξεις της Συμβάσεως Ανταλλαγής και της Συνθήκης Ειρήνης. Η Τουρκία άρχισε να απελαύνει μητροπολίτες ή ακόμη και πατριάρχη ως υπαγόμενους στην υποχρεωτική ανταλλαγή και αντιμετώπισε το Πατριαρχείο απλώς ως τη θρησκευτική ηγεσία μίας δικής της τοπικής μειονότητας. Παράλληλα άρχισε να υπαγορεύει δικές της επιλογές πατριάρχη, όπως έκανε παλιά η Υψηλή Πύλη,με μοναδική εξαίρεση τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Αποτέλεσμα είναι να επιλέγεται και να ελέγχεται από ένα μουσουλμανικό κράτος η ηγεσία μίας χριστιανικής εκκλησίας, η οποία διεκδικεί οικουμενική εμβέλεια.

Γενικό κλίμα

Οι μακρές διαπραγματεύσεις ως και την υπογραφή της τελικής συνθήκης, αλλά και τα συνεχή αδιέξοδα λίγο έλειψαν να οδηγήσουν σε επανάληψη του πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αποτρεπτικός παράγοντας πολέμου υπήρξε η συγκρότηση της στρατιάς του Έβρου, από Ελληνικής πλευράς, μεταξύ Νοεμβρίου 1922 και Ιανουαρίου 1923. Η Ελλάδα και η Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα ενός νέου πολέμου τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις, συγκεκριμένα τον Ιανουάριο και το Μάιο του 1923. Η διαδικασία για τη συγκρότηση της στρατιάς του Έβρου, ξεκίνησε στις 6 Σεπτεμβρίου 1922 όταν με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών καταργήθηκε η στρατιά Μικράς Ασίας και συγκροτήθηκε στη θέση της η στρατιά Θράκης με αποστολή την εξασφάλιση της ακεραιότητας του κράτους από τις τουρκοβουλγαρικές συμμορίες ή από εχθρικό στρατό. Μεσολάβησε η εκδήλωση του κινήματος Γονατά-Πλαστήρα και στις 19 Σεπτεμβρίου με διαταγή του υπουργού Στρατιωτικών Χαραλάμπη οριζόταν ότι η στρατιά θα αποτελείτο από τα Γ΄ και Δ΄ Σώματα Στρατού. Η στρατιά Θράκης αποτελείτο από 6 μεραρχίες πεζικού και μία ιππικού, δυνάμεως 55 χιλιάδων ανδρών, όμως τον Ιανουάριο του 1923 αριθμούσε 110 χιλιάδες άνδρες, σε τρία σώματα στρατού, με εννιά μεραρχίες πεζικού και μία μεραρχία ιππικού.

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος μετά την υπογραφή της συνθήκης, χαρακτήρισε το έργο του Βενιζέλου ως «Ανταλκίδειο ειρήνη», ενώ ανάλογες ήταν και οι δηλώσεις του Ιωάννη Μεταξά.

Ειδικοί όροι

Η Ελλάδα που είχε καταστραφεί οικονομικά, υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος τις πολεμικές επανορθώσεις. Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων εντός των συνόρων της. Η συμφωνία παραχωρούσε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως ακριβώς πρόβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, δίχως όμως το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως. Το άρθρο 15 της συνθήκης όριζε ότι «..Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμούμενων νήσων, τουτέστιν των Αστυπάλαιας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσου, Τήλου, Νισύρου, Κάλυμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψών, Σύμης και Κω, των κατεχόμενων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτομένων ως και της νήσου Καστελόριζου». Το άρθρο 16 αναφέρει ότι «...Η Τουρκία δηλοί ότι παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη αίτινα κείνται πέραν των προβλεπόμενων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων», ενώ υποχρεώθηκε επίσης να αποχωρήσει από την Αίγυπτο και το Σουδάν.

Συνοπτικά, παραχωρήθηκαν στην Τουρκία όλα τα εδάφη τα οποία κατείχε η Ελλάδα στη Μικρά ασία, την Ανατολική Θράκη, με το Κάραγατς και το τρίγωνο Άρδα-Έβρου, τα νησιά Ίμβρος, Τένεδος και Λαγούσες, όλα τα νησιά που απέχουν λιγότερο από τρία μίλια από την Ασιατική ακτή, ενώ η κυριαρχία επί των υπολοίπων νησιών της Ανατολικής Μεσογείου πέρασε στην Ελλάδα, όπως καθορίστηκε στο άρθρο 12. Στα Ελληνικά νησιά Λήμνος, Σαμοθράκη, στις νήσους Ίμβρο, Τένεδο, Λαγούσες, καθώς και στα Στενά των Δαρδανελλίων προκειμένου να επιτευχθεί η ελευθεροπλοΐα, έχει επιβληθεί με το άρθρο 4 της Συνθήκης της Λωζάνης καθεστώς αποστρατικοποιήσεως. Με την αναθεώρηση της Συνθήκης στο Μοντρέ, η Τουρκία πέτυχε να αλλάξει το καθεστώς των Στενών και των δικών της νησιών, χωρίς να υπάρχει ρητή αναφορά και στα ελληνικά νησιά, τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Την παράλειψη αυτή της ελληνικής διπλωματίας επικαλείται η τουρκική πλευρά, από το 1970 και έπειτα, αμφισβητώντας το δικαίωμα της Ελλάδας για στρατιωτικοποίηση των δύο νησιών. Στα νησιά Λέσβος, Χίος, Σάμος και Ικαρία, με το άρθρο 13 της Συνθήκης της Λωζάνης είχε επιβληθεί καθεστώς μερικής αποστρατικοποιήσεως, δηλαδή απαγόρευση εγκατάστασης ναυτικών βάσεων και οχυρωματικών έργων καθώς και περιορισμός των στρατιωτικών δυνάμεων των νησιών. Στα Δωδεκάνησα, που παραχωρήθηκαν από την Ιταλία στην Ελλάδα με τη συνθήκη των Παρισίων το 1947, με το άρθρο 14 της Συνθήκης επιβαλλόταν στην Ελλάδα υποχρέωση αποστρατικοποιήσεως, δηλαδή απαγόρευση κάθε στρατιωτικής, ναυτικής ή αεροπορικής εγκαταστάσεως και οχυρώσεως, ενώ επιτρέπεται περιορισμένος αριθμός προσωπικού εσωτερικής ασφάλειας με τον οπλισμό που του αναλογεί.

Ανταλλαγή πληθυσμών

Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών [3], ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του Διεθνούς Δικαίου που επιβλήθηκε υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 Έλληνες Τουρκικής υπηκοότητος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος, καθώς η θρησκεία αποτέλεσε το βασικότερο κριτήριο για την ανταλλαγή. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι, καθώς η Τουρκική πλευρά επιθυμούσε να παραμείνουν στην Ελλάδα όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης, ενώ διατηρούσε ισχυρούς φόβους από την πιθανή αναφορά σε εθνικές μειονότητες καθώς ζούσε με τον φόβο των Κούρδων που κατοικούν στην Τουρκία.

Στους πληθυσμούς που ανταλλάχθηκαν περιλαμβάνονταν οι Έλληνες του Πόντου, τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας, ενώ εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Από το καθεστώς της ανταλλαγής πληθυσμών εξαιρέθηκαν οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, συνολικά περί τους 390.000 Έλληνες, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν μη ανταλλάξιμοι και οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στην Τουρκική επικράτεια πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918, αλλά και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου, 6.000 άτομα, ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.

Η συνθήκη της Λωζάνης σχετικά με την ανταλλαγή πληθυσμών πρόβλεπε τα ακόλουθα:
«.....VI. Σύμβασις περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών και Πρωτόκολλον (υπογραφέντα τη 30η Ιανουαρίου 1923). Η κυβέρνησις της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως της Τουρκίας και η Ελληνική κυβέρνησις συνεφώνησαν επί των ακολούθων όρων.

Άρθρον 1.

Από της 1ης Μαΐου 1923, θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών. Τα πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσιν ίνα εγκατασταθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ της αδείας της Τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της Ελληνικής Κυβερνήσεως.

Άρθρον 2 .

Δεν θα περιληφθώσιν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν:

α) οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως.
β) οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.

Θέλουσι θεωρηθή ως Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Έλληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προς της 30ης Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αύτη καθορίζεται δια του νόμου του 1912. Θέλουσι θεωρηθή ως μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης, πάντες οι Μουσουλμάνοι οι εγκατεστημένοι εν τη περιοχή ανατολικώς της μεθορίου γραμμής της καθορισθείσης τω 1913 δια της Συνθήκης του Βουκουρεστίου.

Άρθρον 3.

Οι Έλληνες και οι Μουσουλμάνοι, οι εγκαταλείψαντες ήδη από της 18ης Οκτωβρίου 1912 τα εδάφη, ων οι Έλληνες και τούρκοι κάτοικοι θέλουσιν αμοιβαίως ανταλλαγή, θα θεωρηθώσι περιλαμβανόμενοι εν τη ανταλλαγή τη προβλεπομένη εν τω 1 άρθρω. Η έκφρασις «μετανάστης» εν τη παρούση Συμβάσει, περιλαμβάνει πάντα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα τα μέλλοντα να μεταναστεύσωσιν ή έχοντα μεταναστεύσει από της 18ης Οκτωβρίου 1912.

Άρθρον 4.

Πάντες οι ικανοί άρρενες [hommes valides], οι ανήκοντες εις τον ελληνικόν πληθυσμόν, ων αι οικογένειαι εγκατέλειψαν ήδη το τουρκικόν έδαφος, οι κρατούμενοι νυν εν Τουρκία, θα αποτελέσωσι το πρώτον τμήμα εξ Ελλήνων οίτινες θα σταλώσιν εις Ελλάδα συμφώνως τη παρούση Συμβάσει.

Άρθρον 5.

Υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων των άρθρων 9 και 10 της παρούσης Συμβάσεως, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και αι απαιτήσεις των εν Τουρκία Ελλήνων ή των εν Ελλάδι Μουσουλμάνων, ουδόλως θέλουσι θιγή συνεπεία της γενησομένης δυνάμει της παρούσης Συμβάσεως ανταλλαγής.

Άρθρον 6.

Ουδέν κώλυμα θέλει παρεμβληθή, δι' οιανδήποτε αίτιαν, ως προς την αναχώρησιν προσώπων ανηκόντων εις τους ανταλλακτέους πληθυσμούς. Εν περιπτώσει τελεσιδίκου καταδίκης εις επανορθωτικήν ποινήν και εν περιπτώσει μη οριστικής καταδίκης ή ποινικής διώξεως κατά μετανάστου, ο τελευταίος ούτος θέλει παραδοθή υπό των Αρχών της διωκούσης χώρας, εις τας Αρχάς της εις ην μεταβαίνει χώρας, ίνα εκτίση την ποινήν του ή δικασθή.

Άρθρον 7.

Οι μετανάσται θέλουσιν αποβάλει την ιθαγένειαν της εγκαταλειπομένης παρ' αυτών χώρας και αποκτήσει την της χώρας προς ην κατευθύνονται, άμα τη αφίξει των εις το έδαφος ταύτης. Οι μετανάσται, οι εγκαταλείψαντες ήδη την μεν ή την ετέραν των δύο χωρών και μη αποκτήσαντες εισέτι την νέον αυτών υπηκοότητα, θέλουσιν αποκτήσει την υπηκοότητα ταύτην κατά την χρονολογίαν της υπογραφής της παρούσης Συμβάσεως.

Άρθρον 8.

Οι μετανάσται θα ώσιν ελεύθεροι να συναποκομίσωσιν ή να μεταφέρωσι την πάσης φύσεως κινητήν αυτών περιουσίαν χωρίς δια τον λόγον τούτον να τοις επιβληθή τέλος τι εξαγωγικόν ή εισαγωγικόν ούτε άλλος τις φόρος. Ομοίως τα μέλη πάσης κοινότητος (περιλαμβανομένου του προσωπικού των τεμενών (τζαμιών), μοναστηριών (τεκκέ), ιερατικών σχολών (μεδρεσέ), εκκλησιών, μοναστηρίων, σχολείων, νοσοκομείων, εταιρειών, συνεταιρισμών και νομικών προσώπων ή άλλων ιδρυμάτων οιασδήποτε φύσεως), ήτις θέλει εγκαταλείψει το έδαφος ενός των συμβαλλομένων Κρατών, δυνάμει της παρούσης Συμβάσεως, θα έχωσι το δικαίωμα να συναποκομίσωσιν ελευθέρως ή να μεταφέρωσι την εις την εαυτών κοινότητα ανήκουσαν κινητήν αυτών περιουσίαν. Υπό των Αρχών των δύο χωρών θέλει παρασχεθή πάσα ευκολία μεταφοράς, τη συστάσει της Μικτής Επιτροπής, της προβλεπομένης υπό του άρθρου 11. Οι μετανάσται οίτινες δεν ήθελον δυνηθή να συναποκομίσωσι πάσαν ή μέρος της κινητής αυτών περιουσίας δύνανται ν' αφήσωσι ταύτην επί τόπου. Εν τη περιπτώσει ταύτη, αι τοπικαί αρχαί υποχρεούνται να καθορίσωσι, παρισταμένου και του μετανάστου, την άξιον της παρ' αυτών εγκαταλειπομένης κινητής περιουσίας.
Τα πρωτόκολλα, περιέχοντα τον κατάλογον και την άξιον της υπό του μετανάστου εγκαταλειπομένης κινητής περιουσίας, θα συντάσσωνται εις 4 αντίτυπα, ων το εν θα φυλάσσηται παρά των τοπικών Αρχών, το δεύτερον θα παραδίδηται εις την εν τω άρθρον 11 προβλεπομένην Μικτήν επιτροπήν ίνα χρησιμεύση ως βάσις δια την εν τω άρθρω 9 προβλεπομένην εκκαθάρισιν, το τρίτον αντίτυπον θα παραδίδηται εις την Κυβέρνησιν της εις ην μεταναστεύει χώρας και το τέταρτον εις τον μετανάστην.

Άρθρον 9.

Η ακίνητος αγροτική ή αστική περιουσία, η ανήκουσα εις τους μετανάστας, εις τας εν τω άρθρω 9 αναφερομένας κοινότητας, ως και η παρά των μεταναστών ή των κοινοτήτων εγκαταλειπομένη κινητή περιουσία, θέλουσιν εκκαθαρισθή συμφώνως προς τας κατωτέρω διατάξεις υπό των μικτών επιτροπών των προβλεπομένων εν άρθρω 11. Αι περιουσίαι, αι κείμεναι εις τα εδάφη τα υπαγόμενα εις την υποχρεωτικήν ανταλλαγήν, ανήκουσαι δε εις εκκλησιαστικά ή εις ευαγή καθιδρύματα κοινοτήτων εγκατεστημένων εις έδαφος μη υπαγόμενον εις την ανταλλαγήν, ανήκουσαι δε εις εκκλησιαστικά ή εις ευαγή καθιδρύματα κοινοτήτων εγατεστημένων εις έδαφος μη υπαγόμενον εις την ανταλλαγήν, θέλουσιν ομοίως εκκαθαρισθή υπό τους αυτούς όρους.

Άρθρον 10.

Η εκκαθάρισις της κινητής και ακινήτου περιουσίας της ανηκούσης εις πρόσωπα εγκαταλείψαντα ήδη τα εδάφη των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών, θεωρούμενα δε δυνάμει του άρθρου 3 της παρούσης Συμβάσεως ως υπαγόμενα εις την ανταλλαγήν των πληθυσμών, θέλει συντελεσθή συμφώνως προς το άρθρον 9 και ανεξαρτήτως παντός μέτρου οιουδήποτε χαρακτήρας, όπερ, συμφώνως προς τους νόμους ή άλλα διοικητικά μέτρα πάσης φύσεως, θεσπισθέντα από της 18ης Οκτωβρίου 1912 εν Ελλάδι ή εν Τουρκία ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπον, έσχεν ως αποτέλεσμα οιονδήποτε περιορισμόν του δικαιώματος της ιδιοκτησίας επί της περιουσίας ταύτης, οίον κατάσχεσις, αναγκαστική πώλησις και άλλα.
Εν περιπτώσει καθ' ην εις τας εν τω παρόντι ή εν τω άρθρω αναφερομένας περιουσίας είχεν επιβληθή μέτρον τοιαύτης φύσεως, η αξία τούτων θέλει καθορισθή υπό της εν τω άρθρω 9 προβλεπομένης Επιτροπής, ως εάν δεν είχον εφαρμοσθή τα εν λόγω μέτρα. Όσον αφορά τας απαλλοτριωθείσας περιουσίας, η Μικτή Επιτροπή θέλει προβή εις νέαν εκτίμησιν των από της 18 Οκτωβρίου 1912 απαλλοτριωθεισών τούτων περιουσιών, αίτινες ανήκον εις πρόσωπα υποκείμενα εις την ανταλλαγήν των δύο χωρών και αίτινες κείνται εις τα υποκείμενα εις ανταλλαγήν εδάφη. Η Επιτροπή θα καθορίση υπέρ των ιδιοκτητών αντιστάθμισμα προς επανόρθωσιν της ζημίας, ην θέλει βεβαιώσει. Το ποσόν του αντισταθμίσματος τούτου θέλει αχθή εις πίστωσιν των ιδιοκτητών τούτων και εις χρέωσιν της Κυβερνήσεως επί του εδάφους της οποίας ευρίσκονται τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα. Εις ην περίπτωσιν τα εν τοις άρθροις 8 και 9 αναφερόμενα πρόσωπα δεν ήθελον εισπράξει το εισόδημα των περιουσιών της καρπώσεως, των οποίων είχον κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπον στερηθή, η ανταπόδοσις της αξίας των εισοδημάτων θέλει τοις εξασφαλισθή επί τη βάσει της μέσης προπολεμικής αποδόσεως, καθ' όν τρόπον θέλει ορίσει η Μικτή Επιτροπή.
Η εν τω άρθρω 11 προβλεπομένη Μικτή Επιτροπή κατά την εκκαθάρισιν των εν Ελλάδι περιουσιών των Βακουφιών και των εκείθεν απορρεόντων δικαιωμάτων και συμφερόντων ως και των αναλόγων ιδρυμάτων των ανηκόντων εις Έλληνας εν Τουρκία θέλει εμπνευσθή εκ των καθιερωθεισών αρχών εις τας προηγούμενας Συνθήκας, όπως εξασφάλιση πλήρως τα δικαιώματα και συμφέροντα των ιδρυμάτων τούτων και των ιδιωτών των εχόντων σχετικά συμφέροντα. Η εν τω άρθρω 11 προβλεπομένη Μικτή Επιτροπή θέλει εφαρμόσει τας διατάξεις ταύτας.

Άρθρον 11.

Εντός προθεσμίας ενός μηνός από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συμβάσεως, θέλει ιδρυθή Μικτή Επιτροπή εδρεύουσα εν Τουρκία ή εν Ελλάδι και συνισταμένη εκ τεσσάρων μελών δι' έκαστον των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών, και εκ τριών μελών εκλεγομένων υπό του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών μεταξύ των υπηκόων των Δυνάμεων των μη μετασχουσών εις τον πόλεμον του 1914-1918. Η προεδρεία της Επιτροπής θέλει ασκηθή διαδοχικώς υφ' ενός εκ των ουδετέρων τριών τούτων μελών. Η Μικτή Επιτροπή θα έχη το δικαίωμα να συνιστά, εις ους ήθελεν εγκρίνει τόπους, Υποεπιτροπάς εργαζομένας υπό τας διαταγάς της. Εκάστη τούτων θ' αποτελήται εξ ενός Τούρκου, ενός Έλληνος ως μελών και ενός Προέδρου ουδετέρου, υποδειχθησομένου υπό της Μικτής Επιτροπής. Η Μικτή Επιτροπή θα καθορίση την εις τας Υποεπιτροπάς ανατεθησομένην εξουσίαν.

Άρθρον 12.

Η Μικτή Επιτροπή θέλει ασκεί την επιτήρησιν και διευκολύνει την υπό της παρούσης Συμβάσεως προβλεπομένην μετανάστευσιν και προβαίνει εις την υπό των άρθρων 9 και 10 εκκαθάρισιν της κινητής και ακινήτου περιουσίας. Θέλει ορίζει τον τρόπον της μεταναστεύσεως και της ως άνω οριζόμενης εκκαθαρίσεως.
Εν γένει η Μικτή Επιτροπή θα δύναται να λαμβάνη πάντα τα κατάλληλα μέτρα προς εκτέλεσιν της παρούσης Συμβάσεως και θα λύη παν εκ της Συμβάσεως ταύτης αναφυόμενον ζήτημα. Αι αποφάσεις της Μικτής Επιτροπής θα λαμβάνωνται κατά πλειονοψηφίαν. Πάσα διαφορά αφορώσα τας υπό εκκαθάρισιν περιουσίας, δικαιώματα και συμφέροντα θέλει κανονίζηται οριστικώς υπ' αυτής.

Άρθρον 13.

Η Μικτή Επιτροπή θα έχη παν δικαίωμα όπως διατάξη την ενέργειαν εκτιμήσεως της κινητής και ακινήτου περιουσίας της εκκαθαρισθησομένης δυνάμει της παρούσης Συμβάσεως, αφού εξετάση τους ενδιαφερομένους ή αφού αρμοδίως καλέση αυτούς προς εξέτασιν. Ως βάσις εκτιμήσεως των υπό εκκαθάρισιν περιουσιών θέλει ληφθή η εις χρυσόν αξία των.

Άρθρον 14.

Η Επιτροπή θέλει παραδώσει εις τον ενδιαφερόμενον ιδιοκτήτην δήλωσιν αναγράφουσαν το εις αυτόν οφειλόμενον ποσόν εκ της στερήσεως της περιουσίας του, ήτις περιουσία θέλει παραμείνη εις την διάθεσιν της Κυβερνήσεως επί του εδάφους της οποίας αύτη κείται. Τα επί τη βάσει των ειρημένων δηλώσεων οφειλόμενα ποσά θ' αποτελέσωσιν οφειλήν της Κυβερνήσεως της χώρας, εις ην θα ενεργηθή η εκκαθάρισις, έναντι της Κυβερνήσεως της χώρας, εις ην ανήκει ο μετανάστης. Ούτος δικαιούται κατ' αρχήν να λάβη εν τη χώρα, ένθα μεταναστεύει και δια τα ποσά άτινα τω οφείλονται, περιουσίαν ίσης αξίας και της αυτής φύσεως οία η παρ' αυτού εγκαταλειφθείσα.
Κατά εξ μήνας θέλει καταρτίζηται λογαριασμός των παρά των οικείων Κυβερνήσεων οφειλομένων ποσών, επί τη βάσει των ως άνω εκδιδομένων δηλώσεων. Κατά την γενικήν εκκαθάρισιν, εάν υφίσταται ισοτιμία μεταξύ των αμοιβαίως οφειλομένων ποσών, οι σχετικοί λογαριασμοί θέλουσι συμψηφισθή. Εάν η μία των Κυβερνήσεων είναι οφειλέτις έναντι της ετέρας μετά τον γενόμενον συμψηφισμόν, το χρεωστικόν υπόλοιπον θέλει καταβληθή τοις μετρητοίς. Εάν η οφειλέτις Κυβέρνησις ζήτηση προθεσμίας δια την καταβολήν ταύτην, η Επιτροπή δύναται να τη παράσχη ταύτας, υπό τον όρον όπως το οφειλόμενον ποσόν πληρωθή το πολύ εις τρεις ετησίας δόσεις. Η Επιτροπή θέλει ορίζει τους πληρωτέους τόκους κατά τας προθεσμίας ταύτας.
Εάν το πληρωτέον ποσόν είναι αρκούντως σημαντικόν και απαιτεί μακροτέρας προθεσμίας, η οφειλέτις Κυβέρνησις θα πληρώσει τοις μετρητοίς ποσόν καθοριστέον υπό της Μικτής Επιτροπής μέχρι 20% επί του συνόλου του οφειλομένου ποσού και θα εκδώση δια το υπόλοιπον ομολογίας δανείου αποφέρουσας τόκον καθορισθησόμενον υπό της Μικτής Επιτροπής και εξοφλητέας εις διάστημα είκοσι ετών κατά μέγιστον όριον. Δια την υπηρεσίαν του δανείου τούτου η οφειλέτις Κυβέρνησις θα διάθεση εγγυήσεις εγκρινομένας υπό της Επιτροπής. Η διαχείρισις των εγγυήσεων τούτων ως και η είσπραξις των προσόδων αυτών θέλει ενεργείται εν Ελλάδι υπό της Διεθνούς Επιτροπής και εν Κων/πόλει υπό του Συμβουλίου του Δημοσίου Χρέους. Εν περιπτώσει ασυμφωνίας όσον αφορά τας εγγυήσεις ταύτας, ο καθορισμός τούτων ανατίθεται εις το Συμβούλιον της Κοινωνίας των Εθνών.

Άρθρον 15.

Προς διευκόλυνσιν της μεταναστεύσεως τα ενδιαφερόμενα Κράτη θέλουσι προκαταβάλει χρηματικά ποσά εις την Μικτήν Επιτροπή, κατά τους παρ' αυτής ορισθησομένους όρους.

Άρθρον 16.

Αι Κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Ελλάδος θέλουσι συμφωνήσει μετά της εν τω 11 άρθρω προβλεπομένης Μικτής Επιτροπής επί παντός ζητήματος αφορώντος τας γενησομένας γνωστοποιήσεις εις τα πρόσωπα, άτινα δέον να εγκαταλείψωσι τα εδάφη των δυνάμει της παρούσης Συμβάσεως και τους λιμένας εις ους τα εν λόγω πρόσωπα θέλουσι κατευθυνθή, όπως μεταφερθώσιν εις τας χώρας του προορισμού των. Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουσιν αμοιβαίως την υποχρέωσιν, όπως ουδεμία άμεσος ή έμμεσος πίεσις ασκηθή επί των μελλόντων να ανταλλαγώσι πληθυσμών ίνα εξαναγκασθώσι να εγκαταλείψωσι τας εστίας των ή αποξενωθώσι της περιουσίας των προ της οριζομένης προθεσμίας δια την αναχώρησίν των. Αναλαμβάνουσιν ομοίως την υποχρέωσιν, όπως μη υποβάλωσι τους εγκαταλείψαντας ή μέλλοντας να εγκαταλείψωσι την χωράν μετανάστας εις ουδένα φόρον ή τέλος έκτακτον.
Ουδέν εμπόδιον θέλει παρεμβληθή δια την παρά των κατοίκων, των δυνάμει του άρθρου 2 εξαιρουμένων της ανταλλαγής περιοχών, ελεύθεραν άσκησιν του δικαιώματος αυτών όπως παραμείνωσιν έχει ή επιστρέψωσιν και απολαμβάνωσιν απωλύτως της ελευθερίας των και των δικαιωμάτων αυτών ιδιοκτησίας εν Τουρκία και εν Ελλάδι. Η διάταξις αύτη δεν θέλει προβληθή ως λόγος παρεμποδίσεως της ελευθέρας αποξενώσεως της περιουσίας της ανηκούσης εις τους κατοίκους των ειρημένων περιοχών των εξαιρουμένων της ανταλλαγής ως και της εκουσίας αναχωρήσεως εκείνων εκ των κατοίκων τούτων, οίτινες επιθυμούσι να εγκαταλείψωσι την Τουρκίαν ή την Ελλάδα.

Άρθρον 17.

Αι δαπάναι της συντηρήσεως και λειτουργίας της ΜιΚτής Επιτροπής και των οργάνων αυτής θέλουσιν επιβαρύνει κατά την ορισθησομένην υπό της Επιτροπής αναλογίαν τας ενδιαφερομένας Κυβερνήσεις.

Άρθρον 18.

Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη υποχρεούνται να επιφέρωσιν εις την οικείαν αυτών νομοθεσίαν τας τυχόν αναγκαίας τροποποιήσεις προς εκτέλεσιν της παρούσης Συμβάσεως.

Άρθρον 19.

Η παρούσα Σύμβασις θα έχη το αυτό κύρος και την αυτήν ισχύν έναντι των ώδε Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών, ωσεί περιελαμβάνετο αύτη εν τη Συνθήκη Ειρήνης, ήτις θέλει συναφθή μετά της Τουρκίας. Η ισχύς ταύτης άρξεται αμέσως μετά την επιχύρωσιν της ειρημένης Συνθήκης παρά των δυο υψηλών Συμβαλλομένων Μερών.
Προς πίστωσιν τούτων, οι υπογεγραμμένοι Πληρεξούσιοι, ων τα πληρεξούσια έγγραφα ευρέθησαν εν πλήρει τάξει και κατά τους απαιτουμένους τύπους, υπέγραψαν την παρούσαν Σύμβασιν.
Εγένετο εν Λωζάννη, τη 30ή Ιανουαρίου 1923. εις τρία αντίτυπα, ων το εν θέλει επιδοθή εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, το έτερον εις την Κυβέρνησιν της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως της Τουρκίας και το τρίτον θέλει κατατεθή εις τα αρχεία της Κυβερνήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας, ήτις θέλει επιδώσει επίσημα αυτού αντίγραφα εις τας λοιπάς Δυνάμεις αίτινες θα υπογράψωσι την Συνθήκην Ειρήνης μετά της Τουρκίας.
Ε.Κ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
M. ISMET
Δ. ΚΑΚΛΑΜΑΝΟΣ
Dr. RIZA NOUR
HASSAN».

Η Τουρκική πλευρά υπέγραψε ειδικό πρωτόκολλο το οποίο περιλαμβάνει την υποχρέωση της να απελευθερώσει άμεσα τους ικανούς άρρενες αιχμαλώτους.
«ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ
Οι υπογεγραμμένοι Τούρκοι πληρεξούσιοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι, δηλούσιν ότι η Τουρκική Κυβέρνησις, χωρίς ν' αναμείνη την έναρξιν της ισχύος της υπό σημερινήν χρονολογίαν μετά της Ελλάδος συναφθείσης Συμβάσεως περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών, και κατ' εξαίρεσιν του άρθρου 1 της Συμβάσεως ταύτης, θέλει απελευθερώσει, άμα τη υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης, τους ικανούς άρρενας ΄΄[homines valides]΄΄ περί ων προνοεί το άρθρον 4 της ρηθείσης Συμβάσεως και εξασφαλίσει την αναχώρησίν των.
Εγένετο εις τριπλούν εν Λωζάννη, την τριακοστήν Ιανουαρίου του χιλιοστού εννιακοσιοστού εικοστού τρίτου έτους.
M. ISMET
Dr. RIZA NOUR
HASSAN.»

Άρθρα για την Κύπρο

Στη Συνθήκη περιλαμβάνονται και άρθρα για την Κύπρο. Το άρθρο 20 προβλέπει ότι «...Η Τουρκία δηλοί ότι αναγνωρίζει την προσάρτησιν της Κύπρου ανακηρυχθείσαν υπό της Βρεττανικής Κυβερνήσεως την 5ην Νοεμβρίου 1914», ενώ το άρθρο 21 περιγράφει συγκεκριμένα ότι «...Οι Τούρκοι, οι εγκατεστημένοι εν τη νήσω Κύπριο κατά την 5ην Νοεμβρίου 1914, θα αποκτήσωσιν, εφ’ οις όροις προβλέπει ο εγχώριος νόμος, την βρεττανικήν ιθαγένειαν, αποβάλλοντες ως εκ τούτου την τουρκικήν». Τέλος βάσει του άρθρου 23, η Τουρκία απεμπόλησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου.

Παραβιάσεις της Συνθήκης από την Τουρκία

Σχεδόν ταυτόχρονα με την υπογραφή της Συνθήκης ξεκίνησε από την Τουρκική πλευρά η συστηματική παραβίαση των όρων της δημιουργώντας εντάσεις και σοβαρά επεισόδια με σκοπό την αναθεώρηση του νομικού καθεστώτος της. Αμφισβητεί σταθερά το δικαίωμα στρατικοποιήσεως των Ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, καθώς και την κυριαρχία της Ελλάδος σε βραχονησίδες του Αρχιπελάγους. Έτσι στη διάρκεια των χρόνων που πέρασαν οι Τούρκοι κατάφεραν να ανατρέψουν σε βάρος της Ελλάδος την ισορροπία που επέβαλε η Συνθήκη, τουλάχιστον στο θέμα των μειονοτήτων.

Στην Ίμβρο και την Τένεδο η Τουρκία αγνόησε την ειδική αυτοδιοίκηση και διόρισε Τούρκο διοικητή και στα δύο νησιά, αλλά κξαι Τούρκους αξιωματούχους στην δικαιοσύνη, στα τελωνεία, στην αστυνομία και στις λιμενικές αρχές, ενώ απέλυσε όλους τους αιρετούς τοπικούς άρχοντες. Με το Νόμο 1151 του 1927 που ψήφισε η Τουρκική Εθνοσυνέλευση, κατάργησαν το καθεστώς αυτοδιοικήσεως των νησιών, έκλεισαν το Ελληνικό Σχολαρχείο, απαγόρευσαν την διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας και οι χριστιανοί τέθηκαν υπό συνεχή απηνή διωγμό. Το 1964 η Τουρκία εφάρμοσε το δαιβόητο «πρόγραμμα ερήμωσης» [eritmeprogrami] με την υπ’ αριθμό 35 μυστική απόφαση της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας. Η εφαρμογή του προγράμματος είχε ως αποτέλεσμα από το 90% και πλέον του συνολικού πληθυσμού των νησιών που ήταν χριστιανοί, σήμερα να απομένουν περί το 1% κάτοικοι Ελληνικής καταγωγής, στην ολότητα τους υπερήλικες.

Η Τουρκία καταπάτησε, επίσης, τα άρθρα 38 έως 44 της Συνθήκης που αναφέρονται στον τομέα της θρησκευτικής, της εκπαιδευτικής και της ελευθερίας ιδρύσεως και ελέγχου ευαγών ιδρυμάτων. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως βρέθηκε αντιμέτωπο με μια σειρά από διώξεις, εμπρησμούς, επιθέσεις, ίντριγκες, επεμβάσεις, άρνηση αποδοχής της Οικουμενικότητας του, απαξιωτική συμπεριφορά και αρπαγή σημαντικών χριστιανικών ναών, όπως η Παναγία της Καφατιανής του Γαλατά και ο ναός του Σωτήρος Χριστού. Στην προσπάθεια αυτή η Τουρκία βρήκε σύμμαχο της τον ψευτο–παπά Ευθύμ, ο οποίος μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του υπήρξε όργανο των μυστικών Υπηρεσιών της Τουρκίας [4]. Η εκπαίδευση των Χριστιανών ισοπεδώθηκε καθώς επιβλήθηκε φίμωση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, απόλυση ομογενών και Ελλήνων δασκάλων, επιβολή διδασκαλίας των περισσοτέρων μαθημάτων στην Τουρκική γλώσσα (αρχικά) και στην συνέχεια όλων – εκτός από το μάθημα των Ελληνικών και προσθήκη ειδικού μαθήματος «στρατιωτικών», το οποίο δίδασκε αξιωματικός του τουρκικού στρατού.

Στα μειονοτικά-Ελληνικά Ευαγή Ιδρύματα, απαγορεύτηκε να αποκτήσουν νέα ακίνητη περιουσία είτε με αγορά, είτε με δωρεά, είτε με κληρονομιά. Η Τουρκία έπαψε την αναγνώριση της ιδιότητας του νομικού προσώπου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, απόφαση που δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην διαχείριση και εκπροσώπηση της Πατριαρχικής περιουσίας. Με τον Νόμο 2762 του 1935 περί «Βακουφίων» που ψηφίστηκε από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση η διαχείριση των μειονοτικών ιδρυμάτων και σχολείων ανατέθηκε σε Τούρκο επίτροπο που διοριζόταν από τις Τουρκικές αρχές, πράξη που είχε ως αποτέλεσμα από τα 12.000 μειονοτικά ακίνητα που υπήρχαν κατά την υπογραφή της Συνθήκης, σήμερα να απομείνουν μερικές εκατοντάδες σε διαρκή απειλή αρπαγής.

Τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα των Ελλήνων της Τουρκίας επλήγησαν από μια σειρά στοχευμένων μέτρων και ενεργειών που σκόπευαν στην εξολόθρευση του Ελληνικού πληθυσμού. Εκατοντάδες Έλληνες εκδιώχθηκαν από Τράπεζες, Δημόσιες υπηρεσίες και μεγάλες επιχειρήσεις. Με τον Νόμο 2007/1932 απαγορεύθηκε η άσκηση 30 επαγγελμάτων από Έλληνες, μεταξύ των οποίων μουσικός, φωτογράφος, ξυλουργός, ράπτης, κουρέας, σερβιτόρος – ακόμα και πλανόδιος πωλητής, ενώ σταδιακά απαγόρευσαν και άλλα επαγγέλματα, προκειμένου να αναγκάσουν τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την Τουρκία. Με τον Νόμο 2525/1934 οι Έλληνες της Τουρκίας υποχρεώθηκαν να εκτουρκίσουν τα επώνυμά τους και το 1939 όλοι οι Ελληνικοί αθλητικοί σύλλογοι υποχρεώθηκαν να ενωθούν με τουρκικούς. Παράλληλα, διοργανώθηκαν εκστρατείες με σύνθημα «Vatandas Turkce konus», δηλαδή, «Πολίτες μιλάτε τουρκικά» και διώκονταν για «Εξύβριση του Τουρκισμού» όποιος μιλούσε Ελληνικά, δηλαδή δήθεν υβριστικά για τους Τούρκους. Το Μάιο του 1941 επιστρατεύτηκαν είκοσι ηλικίες Ελλήνων μειονοτικών, με αφορμή τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Με το Νόμο 4305/1942 επιβλήθηκαν υπέρογκοι φόροι στους Έλληνες χριστιανούς, γνωστό ως «Βαρλίκι», προκειμένου να επιτευχθεί ο οικονομικός τους στραγγαλισμός. Όσοι αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στην εξοντωτική φορολόγηση μέσα σε λίγες εβδομάδες τους επιβάλλονταν ποινή καταναγκαστικών έργων.

Κορύφωση της Τουρκικής πολιτικής παραβιάσεων της Συνθήκης υπήρξε η νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, όταν συντελέστηκε πραγματικό και καθολικό Πογκρόμ, με την καθοδήγηση της Τουρκικής Κυβερνήσεω. Τη νύχτα εκείνη συνέβησαν 20 δολοφονίες χριστιανών, εκατοντάδες βιασμοί, καταστροφή, λεηλασία και πυρπόληση 2.600 χριστιανικών σπιτιών, 4.340 καταστημάτων, 73 εκκλησιών, 26 ελληνικών σχολείων, τριών ελληνόφωνων εφημερίδων και επιδρομή σε χριστιανικά νεκροταφεία με σύληση τάφων. Το 1964 η Τουρκία κατήγγειλε την Ελληνοτουρκική συμφωνία Εμπορίου με αποτέλεσμα να απελαθούν, με συνοπτικές διαδικασίες 12.000 περίπου Έλληνες υπήκοοι, γηγενείς Κωνσταντινουπολίτες, τους οποίους προστάτευε η συνθήκη της Λωζάνης. Στο διάστημα από το 1964 έως και το 1966, περισσότεροι από 48.000 Έλληνες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία και τα σπίτια τους.

Όλα αυτά τα διαχρονικά γεγονότα συνέβησαν υπό τα απαθή ή και ηττοπαθή βλέμματα των κατά καιρούς Ελληνικών κυβερνήσεων που παρέμειναν βουβοί μάρτυρες των παθών του Ελληνισμού της Τουρκίας που υποτίθεται ότι προστατεύεται από τη Συνθήκη της Λωζάνης. Η ιχύς της Συνθήκης έχει χρονική διάρκεια εκατό ετών. Το αμερικανικό Κογκρέσο κατήργησε την Συνθήκη της Λωζάννης, με ψηφοφορία που διεξήχθη στις 18 Ιανουαρίου 1927, κατά την οποία το κόμμα των Δημοκρατικών ψήφισε «κατά» της συμφωνίας και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα «υπέρ».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. [Η Συνθήκη των Σεβρών όριζε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδιδε την κυριαρχία της Μεσοποταμίας [το σημερινό Ιράκ], της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας στην Βρετανία ως προτεκτοράτα της Κοινωνίας των Εθνών, την Συρία και τον Λίβανο στην Γαλλία επίσης ως προτεκτοράτα και η υπαγωγή της Ανατόλιας περιέρχονταν στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας. Η Χετζάζ [μέρος της σημερινής Σαουδικής Αραβίας] το Κουρδιστάν και η Αρμενία θα γίνονταν ανεξάρτητα κράτη. Στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος καθώς και η Ανατολική Θράκη ως τη γραμμή της Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η περιοχή της Σμύρνης παρέμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα Αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσε να προσαρτήθει στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια και αφού θα είχε προηγηθεί δημοψήφισμα. Το άρθρο 26 της Συνθήκης όριζε ότι αν οι οθωμανικές αρχές δεν συναινούσαν στην εφαρμογή της, θα εξέπιπταν από την κυριαρχία τους στην Κωνσταντινούπολη, την οποία θα μπορούσε να καταλάβει η Ελλάδα. Η Βόρεια Ήπειρος ενσωματωνόταν στην Ελλάδα με το μυστικό Σύμφωνο Βενιζέλου–Τιττόνι, ενώ η Ιταλία συμφώνησε να παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα, εκτός από τη Ρόδο και το Καστελλόριζο, στην Ελλάδα, και όταν η Βρετανία έδινε στο μέλλον την Κύπρο στην Ελλάδα, τότε μετά από δημοψήφισμα θα παραχωρούταν και αυτά τα νησιά. Η συμφωνία ακυρώθηκε το 1922 από την Ιταλία. Τα στενά των Δαρδανελίων και η θάλασσα του Μαρμαρά αποστρατικοποιήθηκαν και έγιναν προσωρινά διεθνής περιοχή, οι Σύμμαχοι απέκτησαν τον οικονομικό έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τέλος καθορίζονταν η ισότητα και τα δικαιώματα των χριστιανικών μειονοτήτων. Η επικύρωση της Συνθήκης δεν έγινε από κανένα συμμαχικό κοινοβούλιο, ούτε από το ελληνικό, καθώς μετά την επαναφορά του Κωνσταντίνου στο θρόνο της Ελλάδος, διαταράχθηκαν οι σχέσεις με τις συμμαχικές δυνάμεις. Η Σοβιετική Ένωση υπέγραψε ξεχωριστή συνθήκη με τους Οθωμανούς.]
  2. [Με το καθεστώς των έξι μιλίων, η Ελλάδα ασκεί κυριαρχία στο 35% των υδάτων του Αιγαίου, η Τουρκία στο 8,8% και το 56% είναι τα διεθνή ύδατα. Αν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, τότε η κυριαρχία της θα φτάσει στο 64%, της Τουρκίας στο 10%, ενώ τα διεθνή ύδατα περιορίζονται στο 26%. Στην περίπτωση αυτή η πρόσβαση της Τουρκίας στα λιμάνια των δυτικών της συνόρων θα είναι δυνατή μέσω των ελληνικών χωρικών υδάτων, ενώ επιλύεται αυτόματα το πρόβλημα της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας, σύμφωνα με τις Ελληνικές επιδιώξεις.]
  3. Ελευθέριος Βενιζέλος αποδοκίμασε την ιδέα της υποχρεωτικής ανταλλαγής και εξέφρασε τη λύπη του που είχε καταστεί αναγκαία. Στις 27 Ιανουαρίου 1923, εξέδωσε γραπτή δήλωση, στην οποία αναφέρει «….Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αντιμετωπίστηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση και Αντιπροσωπεία με ιδιαίτερη αντιπάθεια. Στη διάρκεια των μακρών συζητήσεων περί της ανταλλαγής, τόσο στην Επιτροπή όσο και στην Υποεπιτροπή, η Ελληνική Αντιπροσωπεία δεν έπαψε να εκφράζει τις ιδέες της σχετικά. Δήλωσε επανειλημμένα ότι ήταν έτοιμη να παραιτηθεί από την υποχρεωτική ανταλλαγή αν επιτρεπόταν να επιστρέψουν στις εστίες τους ανεμπόδιστα οι ελληνικοί πληθυσμοί που έχουν απομακρυνθεί από αυτές. Με μια τέτοια πρόταση, πίστευε ότι υπερασπίζεται το πρωταρχικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου να κατοικεί τη χώρα καταγωγής του και να ζει σ’ αυτήν με ελευθερία. Η Ελλάδα, σε αντάλλαγμα, θα ήταν ευτυχής να κρατήσει στο έδαφός της εργατικούς πληθυσμούς, εναντίον των οποίων απεχθάνεται να λάβει έκτακτα μέτρα. Δυστυχώς, η άλλη πλευρά δεν θέλησε να συμφωνήσει μ’ αυτές τις προτάσεις και η Σύμβαση η σχετική με την υποχρεωτική ανταλλαγή χρειάστηκε να διατυπωθεί και να συμφωνηθεί. Μολαταύτα, η Ελληνική Αντιπροσωπεία νομίζει ότι οφείλει να επαναφέρει σήμερα επίσημα ενώπιον της Συνδιάσκεψης την πρότασή της για την εγκατάλειψη της υποχρεωτικής ανταλλαγής, και θα είναι ευτυχής αν η πρόταση μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Μόνο στην αντίθετη περίπτωση θα υποκύψει σε μία αναπόδραστη αναγκαιότητα, υπογράφοντας τη Σύμβαση…».]
  4. [Δημιουργία προβλήματος ανύπαρκτης τουρκικής ορθόδοξης εκκλησίας της Ανατολής υπό τον Παπα-Ευτύµ, τουρκόφωνο ιερέα από την Καππαδοκία. Κατάληψη Φαναρίου από Παπα-Ευτύµ το 1924 και απαίτηση του για παραίτηση του πατριάρχη Γρηγορίου Ζ' που είχε αντικαταστήσει τον Μελέτιο.]