Αλέξανδρος Μωραϊτίδης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Έλληνας καθηγητής φιλόλογος, δημοσιογράφος, διηγηματογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και ακαδημαϊκός, γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1850 στη Σκιάθο, όπου και πέθανε το μεσημέρι της 25ης Οκτωβρίου 1929, ύστερα από σύντομη ασθένεια, που διήρκησε από τις αρχές του ίδιου μήνα, από επιπλοκή κήλης. Η κηδεία του έγινε στις 26 Οκτωβρίου και τάφηκε στη γενέτειρα του.

Το 1901 παντρεύτηκε στην Αθήνα με την Βαλική Φουλάκη, με την οποία, με κοινή απόφαση, έζησε εν παρθενία έως το 1914 όταν αποβίωσε η σύζυγός του.

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης

Βιογραφία

Ο Αλέξανδρος κατάγονταν από οικογένεια κληρικών και ο πατέρας του, που ήταν ξάδερφος της μητέρας του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, προέρχονταν από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά, ενώ η μητέρα του από ιερατική οικογένεια της Σκιάθου. Ο Αλέξανδρος, που ήταν ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας κι είχε επτά αδέρφια, ήταν τρίτος εξάδελφος και σχεδόν συνομήλικος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Σπουδές

Ο Αλέξανδρος παρακολούθησε τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου καθώς και τις δύο τάξεις του Ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο, συνέχισε στη Σύρα και το 1866 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου τελείωσε το ελληνικό σχολείο. Το 1871 αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο και τον ίδιο χρόνο γράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, έως το 1880 που αποφοίτησε.

Επαγγελματική σταδιοδρομία

Συγχρόνως με τις σπουδές τουσ το Πανεπιστήμιο εργαζόταν σε εφημερίδες, όπως στις «Εφημερίς» και «Ακρόπολις», κυρίως σε έντυπα του Βλάση Γαβριηλίδη και του Δημητρίου Κορομηλά αλλά και σε διάφορα περιοδικά. Ως καθηγητής πρωτοδιορίστηκε στο Β' Γυμνάσιο Αθηνών και στη συνέχεια στο Βαρβάκειο, το 1881 ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας, ενώ δίδαξε και στα γυμνάσια της Χαλκίδας και της Σκιάθου, συμπληρώνοντας εμπειρία διδασκαλίας για σχεδόν είκοσι χρόνια. Το 1900 άφησε τη θέση του καθηγητή, όμως το 1903 στο Βαρβάκειο Αθηνών, από το οποίο παύθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1904 «...ως πλεονάζων και δι’ ανεπάρκειαν των πόρων του κληροδοτήµατος Βαρβάκη..».

Το 1872 έγινε τακτικό μέλος του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός». Το 1874, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο χώρο της δημοσιογραφίας και τον ίδιο χρόνο ανέλαβε τη δημοσίευση των πρακτικών της Ελληνικής Βουλής στο έντυπο «Εφημερίς», ενώ παράλληλα, διακωμωδούσε την πολιτική κίνηση από τις στήλες της σατιρικής εφημερίδας «Αγορά», την οποία εξέδιδε ο ίδιος. Έκανε συχνά ταξίδια στους Αγίους Τόπους, την Κωνσταντινούπολη και στο Άγιο Όρος. Στις 26 Ιανουαρίου του 1928 η Ακαδηµία Αθηνών τον ανακήρυξε οµόφωνα πρόσεδρο µέλος της και η ευχαριστήρια επιστολή που έστειλε στις στις 14 Μαρτίου, προς τον τότε Πρόεδρο της Ακαδημίας ήταν η μόνη του επαφή με το Ακαδημαϊκό σώμα, καθώς δεν έλαβε μέρος σε καμία συνεδρία του.

Το Φεβρουάριο του 1901 παντρεύτηκε µε τη Βασιλική Φουλάκη, που τη γνώρισε στις αγρυπνίες του Αγίου Ελισσαίου, όπου ήταν αριστερός ψάλτης κι έζησε µαζί της. Η γυναίκα του πέθανε στις 19 Μαϊου 1914 και λίγο πριν πεθάνει είχε ενδυθεί το µοναχικό σχήµα, παίρνοντας το όνοµα Αθανασία. Τον Ιούλιο του 1907, ο Αλέξανδρος περιόδευσε την Πελοπόννησο ως απεσταλµένος της εφηµερίδας «Αθήναι» και στο µοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου έπεσε. «...Ήταν ένα σκαλοπατάκι, το πήρα για ίσιωµα πάω να πατήσω και ευρέθην κάτω στις πέτραις ... Ακούω κρακ το κόκκαλο του ποδιού στο καλάµι. Κάµνω να ανασηκωθώ, ακούω κρακ στο χέρι, κοντά στον ώµο....», όπως το περιέγραψε ο ίδιος. Με διπλό κάταγμα στο χέρι και το πόδι, παρέμεινε ακίνητος ως τον Απρίλιο του 1908, στην κλινική και στο σπίτι του. Τον ίδιο χρόνο επηρεασμένος από τη σχέση του με το µοναχό Δανιήλ Σµυρναίο τον αγιογράφο, που τον εισήγαγε στους Νηπτικούς, έπαψε να γράφει διηγήµατα, ενώ το τελευταίο του διήγημα με τίτλο

  • «Ψυχοσάββατον», δηµοσιεύτηκε το 1908, στο ηµερολόγιο Σκόκου.

Παράλληλα διέκοψε την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία και στράφηκε στη μετάφραση εκκλησιαστικών κειμένων. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1929 εκάρη μοναχός από το µητροπολίτη Χαλκίδας Γρηγόριο και ονοµάστηκε Ανδρόνικος. Η κουρά του έγινε στους Τρεις Ιεράρχες της Σκιάθου και γράφτηκε στο µοναχολόγιο της Μονής των Κολλυβάδων, του Ευαγγελισµού στη Σκιάθο, όπου κι εγκαταστάθηκε. Είκοσι ημέρες αργότερα, αρρώστησε και καθηλώθηκε στο κρεββάτι, μέχρι το θάνατό του. Στο κρεβάτι ζήτησε να κοινωνήσει και στη συνέχεια, αφοί στις 20 Οκτωβρίου απώλεσε την ικανότητα ομιλίας, κατελήφθη από βαθύ ύπνο. Ο θάνατος του επήλθε από γεροντικό μαρασμό, σύμφωνα με την ιατρική πιστοποίηση του θανάτου του, την παραµονή του Αγίου Δηµητρίου, Παρασκευή το µεσηµέρι, με μια μοναχή να του σφραγίζει τα μάτια. Στο νησί της Σκιάθου υπάρχει τοποθετημένη η προτομή του.

Διακρίσεις

Ο Μωραϊτίδης τιμήθηκε με

  • Παράσημο του αργυρού σταυρού του Σωτήρος το 1886,
  • εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών του υπουργείου Παιδείας το 1921.

Αναφέρεται ότι όταν ο τότε βασιλεύς Κωνσταντίνος Α' γοητευμένος από τα έργα του Μωραϊτίδη, απεφάσισε να τον παρασημοφορήσει, ο λογοτέχνης ζήτησε τη συμβουλή του γέροντα Καλλίνικου Κατουνακιώτη του ησυχαστή και μόνο όταν εκείνος συμφώνησε, δέχθηκε το αριστείο.

Εργογραφία

Τα διηγήματα του Μωραϊτίδη ανήκουν στον χώρο της ηθογραφίας και διαπνέονται από θρησκευτικότητα και φυσιολατρεία. Δημοσίευσε τα περισσότερα διηγήματά του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» κατά την περίοδο 1888-1908. Δημοσίευσε τριάντα διηγήματα, πιο εκτενή απ' αυτά του Παπαδιαµάντη, κάποια απ' αυτά νουβέλες. Μαζί με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη θεωρούνται οι πρόδρομοι του ηθογραφικού διηγήματος. Στα έργα του γενικά εμπνέεται από την ιστορία, την καθημερινή ζωή ή τη ζωή του νησιού του. Άρχισε το συγγραφικό του έργο ως δραματουργός, όμως έγινε γνωστός ως συγγραφέας διηγημάτων και ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Το σύνολο του έργου του χαρακτηρίζεται από έντονη θρησκευτικότητα, όπως ολόκληρη η ζωή του. Τα ποιήματά του δεν είναι εμπνευσμένα από θρησκευτικά θέματα, όπως συμβαίνει με τον Παπαδιαμάντη, αλλά από τον κοσμικό και κοινωνικό ορίζοντα της Αθήνας. Έγραψε εκκλησιαστικές ακολουθίες και μετέφρασε πατερικά κείμενα, όπως Γρηγόριο Ναζιανζηνό και Μέγα Βασίλειο. Tο 1919 πείστηκε από το δημοσιογράφο Στέφανο Δάφνη να τυπώσει τον πρώτο τόμο των διηγημάτων του.

Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1872 με το δράμα

  • «Μιχαήλ Κομνηνός. Δεσπότης της Ηπείρου», που θεωρείται χαμένο, για το οποίο βραβεύτηκε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό.

Το 1873, μετέφρασε από τα Λατινικά, το ποίημα

  • «Η Βερενίκης κόμη».

Στα γράμματα παρουσιάστηκε με θεατρικά έργα γραμμένα στην καθαρεύουσα:

  • «Βάρδας Καλλέργης» το 1874,
  • «Η καταστροφή των Ψαρών» το 1876 [1] το 1876, που βραβεύτηκε στο «Νικοδήμειο» διαγωνισμό,
  • «Τις πταίει» το 1875, κωμωδία, δημοσιεύτηκε στο «Αθηναϊκόν Ημερολόγιον»,
  • «Τα δύο δόμινα» το 1876, κωμωδία, δημοσιεύτηκε στο «Αθηναϊκόν Ημερολόγιον»,
  • «Αλλάχ-Κερίµ» το 1880,
  • «Τα σκανδαλώδη επίθετα» το 1880,
  • «Πόλεως Άλωσις» το 1889.

Δράματα

  • «Μιχαήλ Κομνηνός, Δεσπότης της Ηπείρου»,
  • «Τιμολέων»,
  • «Δημήτριος ο πολιορκητής, Ιδιαίτεραι βιογραφικαί σημειώσεις» το 1876,
  • «Χαμάρετος» το 1896,
  • «Η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως» το 1903,
  • «Λέων ο Ίσαυρος» το 1905.

Θρησκευτικά έργα

  • «Ακολουθία εικόνος της Κονιστρίας»,
  • «Γρηγόριος Ναζιανζηνός» [2], μια έμμετρη μετάφραση μέρους του έργου του.

Τα διηγήματά του τυπώθηκαν σε δύο εξάτομες εκδόσεις

  • «Διηγήματα 1921-1923» και
  • «Με του Βοριά τα κύματα», ταξιδιωτικές εντυπώσεις το 1924, Εκδόσεις «Ν. Ι. Σιδέρης», με το οποίο αναδείχτηκε σε πρόδρομο του λογοτεχνικού αυτού είδους.

Το βιβλίο περιλαμβάνει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από το Άγιον Όρος, το οποίο επισκέφθηκε για πρώτη φορά το 1888 και επέστρεψε για προσκύνημα τα καλοκαίρια του 1893, του 1898, και του 1900, από τα νησιά του Αιγαίου, την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία και τους Αγίους Τόπους. Δημοσιεύτηκαν από το 1889 ως το 1907, αρχικά στο «Μη χάνεσαι» και στη συνέχεια στην «Ακρόπολις» και την εφημερίδα «Αθήναι».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές