Αντιγόνη Θρεψιάδη

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεψιάδη Ελληνίδα εκπαιδευτικός, αρχαιολόγος, θεατρική συγγραφέας και λογοτέχνης, που υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα ιδιαιτέρα γραμματέας της Πηνελόπης Δέλτα, γεννήθηκε το 1899 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και πέθανε [1] το 1993 στην Αθήνα.

Ήταν παντρεμένη με τον Ιωάννη Θρεψιάδη, προϊστάμενο της Εφορίας Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, που πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου 1962, και από το γάμο τους δεν απέκτησαν απογόνους.

Βιογραφία

Πατέρας της ήταν ο γιατρός και εθνικός αγωνιστής Λουκάς Μπέλλος από τη Θήβα του νομού Βοιωτίας και μητέρα της η Κλεοπάτρα Ιωαννίδου, γεννημένη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κόρη του διευθυντή των εκεί επιχειρήσεων του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ. Η Αντιγόνη είχε τρία αδέλφια, δύο αδελφές τις Ισμήνη και Ναυσικά και έναν αδελφό, τον Επαμεινώνδα, ο οποίος πέθανε το 1905, σε νεαρή ηλικία. Έζησε ως τα δέκα της χρόνια στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στο σπίτι της οικογένειας της στη συνοικία Μοχάρεμ Μπέη, εκεί που λειτούργησε αργότερα το Ελληνικό σχολείο, όπου έμαθε τα πρώτα της γράμματα. Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1910 και παρακολούθησε τα μαθήματα της Μέσης εκπαιδεύσεως στην Αθήνα, ενώ στη συνέχεια σπούδασε και αποφοίτησε από την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην αρχαιολογία.

Η Μπέλλου από το 1932 έως το 1937, εργάστηκε ως ιδιαιτέρα γραμματέας της Πηνελόπης Δέλτα [2], την περίοδο που έγραφε το έργο «Τα μυστικά του Βάλτου» και τα άλλα ιστορικά της διηγήματα. Η Μπέλλου έκανε όλη την ιστορική έρευνα, καθώς η Δέλτα ήταν καθηλωμένη σε αναπηρική πολυθρόνα λόγω χρόνιου προβλήματος υγείας και δεν μπορούσε να ταξιδέψει και δική της είναι η περιγραφή της λίμνης των Γιαννιστών, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Δέλτα. Το ζεύγος Μπέλλου-Θρεψιάδη την περίοδο της κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, έμειναν στη Θήβα, τη γενέτειρα του πατέρα της Αντιγόνης, και φρόντισαν για την ασφάλεια των αρχαιοτήτων, όταν το Μουσείο Θηβών έγινε καταυλισμός των κατοχικών στρατευμάτων, ενώ μετά την απελευθέρωση συνέβαλαν στην ίδρυση του νέου μουσείου της πόλεως, το οποίο εγκαινιάστηκε στις αρχές του Δεκεμβρίου 1962, σχεδόν τρεις μήνες μετά το θάνατο, στις 16 Σεπτεμβρίου 1962, του Ιωάννη Θρεψιάδη.

Η Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεψιάδη ήταν οπαδός της χρήσεως της Δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Δίδαξε [3] από το 1935 έως το 1966, όταν συνταξιοδοτήθηκε, στο «Αρσάκειο» Γυμνάσιο της «Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Αθηνών», στο Ψυχικό, όπου υπηρέτησε υπό τον Παναγιώτη Πουλίτσα, που είχε καθήκοντα Διευθυντού των Εκπαιδευτηρίων. Η Μπέλλου που υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων, τον Οκτώβριο του 1990 δώρισε το αρχείο του πατέρα της Λουκά Μπέλλου στη «Γεννάδειο Βιβλιοθήκη» [4], όπου φυλάσσεται. Η Μπέλλου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της στο Γηροκομείο Αθηνών, όπου εξέπνευσε.

Εργογραφία

Έγραψε τα βιβλία

  • «Ο Μάντης», το 1967, αναμνήσεις από το θέατρο και το κείμενο της θεατρικής παραστάσεως «Μάντης», μεταφορά στο θέατρο του γνωστού αρχαίου μύθου,
  • «Ο αριθμός 11 και άλλα διηγήματα», το 1969,
  • «Μυθολογία», τον Απρίλιο του 1977, εκδόσεις «Εστία», με αποσπάσματα από τα «Ορφέας και Ευρυδίκη», «Αργοναυτικά» και «Ο πόλεμος της Τροίας»,
  • «Ο Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης και τα απομνημονεύματα του», το 1983,
  • «Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη», το 1984.

Το έργο βασίστηκε κυρίως σε ζωντανές αφηγήσεις Μακεδονομάχων, τις οποίες κατέγραψε η Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεψιάδη μεταξύ των ετών από το 1932 έως το 1936, καθώς και σε ημερολόγια αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα. Η συγγραφέας, υπήρξε γραμματέας της Πηνελόπης Δέλτα, και κατέγραψε τα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα μερικά χρόνια από τη λήξη του, παίρνοντας προσωπικές συνεντεύξεις από επιζήσαντες μακεδονομάχους. Η συγγραφέας αναφέρεται στον Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, καθώς, όπως σημειώνει:

«...για κείνον που θέλει να μελετήσει την ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα και ιδίως του Αγώνα της Δυτικής Μακεδονίας είναι απαραίτητο να γνωρίσει την εξαιρετική φυσιογνωμία του τότε μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού. Αλλιώς θα ήταν σαν να ζητούσε να μελετήσει την ιστορία της αρχαίας Αθήνας και να ξεχνούσε τον Μιλτιάδη, ή την Επανάσταση του 21 και ν΄ αγνοούσε τον Γέρο του Μωριά...» και παράλληλα αναφέρει ότι «...ένα από τα μεγαλύτερα όπλα του, αν όχι το μεγαλύτερο, ήταν η ρητορική του δεινότητα, η πειθώ που είχε..».
  • «Ζωντανά κείμενα», το 1989.

Παραπομπές