Γιαννούλης Χαλεπάς

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς Έλληνας επιφανής γλύπτης και κορυφαία μορφή στην νεότερη ελληνική Τέχνη, που το έργο του επηρέασε και εξακολουθεί να επηρεάζει γλύπτες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ενώ η ζωή του μοιάζει με τραγικό παραμύθι, γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου 1854 [1] ή σύμφωνα με άλλες πηγές το 1851, στο χωριό Πύργος του δήμου Πανόρμου στο νησί της Τήνου και πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου 1938 στην Αθήνα. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου 1938 στον Άγιο Νικόλαο των Πεύκων και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Ήταν άγαμος και δεν απέκτησε απογόνους.

Γιαννούλης Χαλεπάς

Βιογραφία

Ο Γιαννούλης κατάγονταν από οικογένεια διακεκριμένων μαρμαρογλυπτών της Τήνου. Πατέρας του ήταν ο αρχιτέκτονας και μαρμαρογλύπτης Ιωάννης Χαλεπάς, που στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνος διατηρούσε σημαντική οικογενειακή επιχείρηση με εργαστήρια μαρμαρογλυπτικής, στην οποία συμμετείχαν ως συνεργάτες και συνεταίροι οι αδελφοί του Ζαφείριος και Νικόλαος, οι κουνιάδοι του Μάρκος και Δημήτριος Λαμπαδίτης αλλά και οι έξι γιοι του Ιωάννη. Η επιχείρηση δραστηριοποιούνταν στα νησιά του Αιγαίου, στο Άγιο Όρος, στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, στην Αθήνα και τον Πειραιά. Η Ειρήνη, η μητέρα του Γιαννούλη που ήταν ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας κι είχε πέντε αδελφούς και τουλάχιστον μία αδελφή την Κατερίνα, ήταν το γένος Λαμπαδίτη. Ο Γιαννούλης βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε για διάφορες εκκλησίες καθώς είχε έφεση στη μαρμαρογλυπτική, ενώ οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο και συνεχιστή της οικογενειακής επιχειρήσεως, όμως ο ίδιος αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική.

Σπουδές

Παρακολούθησε το Δημοτικό σχολείο στη γενέτειρα του και τελείωσε το Σχολαρχείο και την Α' τάξη του Γυμνασίου στη Σύρο από το 1861 έως το 1863, εκδηλώνοντας παράλληλα την αγάπη του για το σχέδιο. Αν και ο πατέρας του τον έβαλε υπάλληλο σε ένα εμπορικό ο Γιαννούλης το έσκαγε και έτρεχε να παρακολουθήσει τα σταμνάδικα και τους μαστόρους. Η οικογένεια Χαλεπά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1869 και ο Χαλεπάς σε ηλικία δεκαέξι ετών, από το 1869 και έως το 1872, σπούδασε στο Σχολείον των Τεχνών, το Βασιλικό Πολυτεχνείο, με καθηγητές τον Νικηφόρο Λύτρα και του του Ελληνοβαυαρού Λεωνίδα Δρόση. Ως σπουδαστής συμμετείχε στην Β' έκθεση των Ολυμπίων και αποφοίτησε το 1872 με διακρίσεις και επαίνους. Το 1873 με μηνιαία υποτροφία 150 δραχμών εκ μέρους του Πανελλήνιου Ιδρύματος Παναγίας της Ευαγγελιστρίας Τήνου εγκαταστάθηκε στο Μόναχο της Γερμανίας, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, για δύο χρόνια, όπου μαθήτευσε πλάι στον κλασικιστή γλύπτη Μαξ φον Βίντμαν [Max Ritter Widnmann]. Στη διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο, εξέθεσε τα έργα του «Το παραμύθι της Πεντάμορφης», για το οποίο το 1874 πήρε το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας και «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα».

Τον Μάρτιο του 1875 τελείωσε η υποτροφία του από το Ίδρυμα και για λίγο διάστημα έζησε με τη βοήθεια του συμμαθητού και φίλου του Γ. Κωνσταντινίδη, μετέπειτα ιστορικού της Αθήνας, ενώ το 1876, μετά από δίμηνη παραμονή στο Βουκουρέστι κοντά στον πατέρα του που εργάζονταν εκεί, επέστρεψε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε αρχικά σε δικό του εργαστήριο στην αρχή της οδού Μητροπόλεως κοντά στην Πλατεία Συντάγματος κι αργότερα στο εργαστήριο της οικογενειακής επιχειρήσεως στην οδό Μαυρομιχάλη 8, στη συνοικία της Ζωοδόχου Πηγής στην Αθήνα. Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον «Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα», και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την «Κοιμωμένη» για τον τάφο της αυτόχειρος Σοφίας Αφεντάκη, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, η οποία ήταν κόρη του Κωνσταντίνου Αφεντάκη από την Κίμωλο και ζούσε με την οικογένεια της στην οδό Σωκράτους στην Αθήνα.

Νευρικός κλονισμός

Μετά την Αθήνα επέστρεψε στην Τήνο για να ξεκουραστεί, αλλά και να κυνηγήσει τρυγόνια με τον αδελφό του. Όλοι θυμούνται τον Χαλεπά σαν εξαιρετικό τραγουδιστή, κολυμβητή, χωρατατζή και κυρίως παθιασμένο και φανατικό κυνηγό. Το 1877 υπέστη νευρικό κλονισμό, χωρίς κανέναν προφανή λόγο κι άρχισε να καταστρέφει έργα του. Φέρεται να οδηγήθηκε στην τρέλα, είτε λόγω κληρονομικότητας [2], είτε λόγω ερωτικής απογοήτευσης, ένας ατυχής έρωτας με την Μαριγὼ Χριστοδούλου, μια νεαρή συμπατριώτισσα του, που την ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της αρνήθηκαν να του την δώσουν ή εξαιτίας της τελειομανίας του και της υπερκοπώσεως από την αδιάκοπη εργασία. Ακόμη, λέγεται ότι κάποιος τον επέκρινε για τις αναλογίες του του αγάλματος της «Κοιμωμένης», καθώς τα πόδια του γλυπτού είναι ελαφρώς λυγισμένα και του είπε ότι αν ξάπλωνε κανονικά θα περίσσευαν από το κρεβάτι, δηλαδή ότι είχε κάνει λάθος υπολογισμούς.

Η πρώτη κρίση της ψυχικής νόσου εκδηλώθηκε στα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας, όπου βρίσκονταν με έναν από τους αδελφούς του. Λίγο καιρό αργότερα επιχείρησε κατ΄επανάληψη απόπειρες αυτοκτονίας, και τον Σεπτέμβριο του 1879, μετά από απόφαση των γονέων του ταξίδεψε στη Φλωρεντία, τη Ρώμη, και τη Νάπολι στην Ιταλία, προκειμένου να συνέλθει. Στο Μουσείο του Βατικανού, μπροστά σε έναν κορμό της Ελληνιστικής περιόδου είπε στον αδελφό του, «...Ὅταν ο Μιχαὴλ Ἄγγελος, {...}... εἰς τὸ γῆρας του ἔχασε τὸ φῶς του, ἡ μόνη ἀπόλαυσίς του ἦτο νὰ ἔρχεται καθημερινῶς νὰ ψαύη τὸ ἄγαλμα αὐτὸ μὲ τὰς χεῖρας του.». Η θεραπεία του ήταν πρόσκαιρη, καθώς με την επιστροφή του στην Τήνο παρουσίασε τα ίδια συμπτώματα. Η κατάστασή του επιδεινώνονταν και το 1888, όταν οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» [3], οι οικείοι του του αποφάσισαν, παρά τις συνεχείς και σταθερές αντιρρήσεις της μητέρας του, να τον κλείσουν [4] στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, στις 19 Ιουλίου 1888, με μηνιαίο κόστος τροφείων που ανέρχονταν στις 25 δραχμές, όπου αντιμετωπίστηκε με πολύ σκληρό τρόπο. Αναφέρεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, ένα πήλινο αγαλματίδιο κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε το 1942, εντελώς τυχαία. Το 1901, πέθανε ο πατέρας του στα Αλατσάτα της Μικράς Ασίας και στις 6 Ιουνίου 1902, η μητέρα του αποφάσισε να τον βγάλει από το ψυχιατρείο.

Εγκατάσταση στην Τήνο

Πριν επιστρέψει στον Πύργο της Τήνου έκανε μια στάση στην Αθήνα όπου ζήτησε από τον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο να κάνουν μια επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Παρά τα πολλά χρόνια του εγκλεισμού του στο Ψυχιατρείο παρατηρούσε τα γλυπτά με ιδιαίτερη σχολαστικότητα και διαύγεια πνεύματος, ώστε κατάλαβε αμέσως ότι τα πόδια ενός αγάλματος του Ερμή είναι πρόσθετα και σχολίασε πως «..Κάποιος σκιτζής του τα κόλλησε». Επιστρέφοντας στο πατρικό του σπίτι στην Τήνο, ότι έπλαθε το κατέστρεφε είτε ο ίδιος είτε η μητέρα του, που φαίνεται ότι θεωρούσε τη γλυπτική υπαίτια για την ασθένεια του γιου της.

Το 1905 δέχθηκε την επίσκεψη του Τηνιακού γλύπτη Λάζαρου Σώχου και το 1914 του Αντώνη Σώχου, του πρώτου καλλιτέχνη που τον είδε με αγάπη και δημοσίευσε κείμενο του για τον Χαλεπά στο Αθηναϊκό περιοδικό «Ελλάς» [5]. Το 1915, δημοσιεύθηκε άρθρο-έκκληση του βουλευτή Τήνου Θ. Βελλιανίτη, για ετήσια χορηγία του ναού της Ευαγγελιστρίας στον εξαθλιωμένο Χαλεπά. Ως τις 29 Νοεμβρίου 1916 που πέθανε η μητέρα του, για την απώλεια της οποίας έδειξε πλήρη αδιαφορία, ο Χαλεπάς είχε αποκοπεί από την τέχνη του, ζούσε βοσκώντας πρόβατα και κάνοντας θελήματα στους ανθρώπους του χωριού. Συντηρούνταν με ένα μικρό βοήθημα το οποίο ανέρχονταν αρχικά στις 25 δραχμές που του έστελνε κάθε μήνα ο παιδικός του φίλος τραπεζίτης Γεώργιος Μαρίνος και στη συνέχεια στις 75 δραχμές μηνιαίως από την τοπική εκκλησία, όμως βρήκε τη θέληση και το κουράγιο κι άρχισε να ασχολείται ξανά με την γλυπτική, βρέχοντας και ζυμώνοντας τον πηλό του. Το 1917 πέθανε η μικρότερη αδελφή του η Κατερίνα και ο Γιαννούλης μετακόμισε στο χωριό Μπεναρδάδο, προκειμένου να βρίσκεται κοντά σε συγγενικά του πρόσωπα.

Το 1922, ο Θωμάς Θωμόπουλος, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, φίλος και θαυμαστής του Χαλεπά, μετά από πρόταση του πολιτευτή Τήνου Γιαλουρή, επισκέφθηκε τον Χαλεπά στην Τήνο κι αντέγραψε σε γύψο πολλά έργα του. Στα Αρχεία του ΠΙΙΕΤ σώζεται επιστολή του Θωμόπουλου προς την Διεύθυνση του Σχολείου των Τεχνών από τις 19 Μαΐου 1922, η οποία γράφτηκε μετά την επίσκεψη του στον Πύργο της Τήνου και την συνάντησή του με τον Χαλεπά. Ο Θωμόπουλος σημειώνει: «...εύρον τον καλλιτέχνην εργαζόμενον με αφοσίωσιν υπό τας πλέον δθσμενείς συνθήκας εντός υπογείου κακώς φωτιζομένου, χωρίς καβαλέτα ή άλλην τινά ευκολίαν. Εξήτασα επισταμένως τα νέα αυτού έργα και θεωρώ ταύτα αξιόλογα υπό πάσαν έποψιν ανεξαρτήτως τεχνικών τινών ατελειών. Φρονώ αδιστάκτως ότι το δαιμόνιον του Τεχνίτου τον ωδήγησεν εις μίαν νέαν δημιουργίαν αγνής αρχαϊκής Τέχνης αντιθέτου όλως προς την γνωστήν αυτού κλασσικήν τεχνοτροπίαν. Θεωρώ δε καθήκον ιερόν προς ένα μεγάλον δημιουργόν οίος είναι ο Γιαννούλης Χαλεπάς όπως η ημετέρα Σχολή συστήση εις τας αρμοδίους αρχάς ίνα περισωθώσι τα πρωτογενή ταύτα έργα ωσάν μία φωτεινή αναλαμπή διά την αναγέννησιν της νεωτέρας Ελληνικής Γλυπτικής».

Στις 28 Μαΐου 1922 ο Διευθυντής του Σχολείου των Καλών Τεχνών Γεώργιος Ιακωβίδης διαβίβασε το έγγραφο του Θωμόπουλου προς το «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως Υπουργείον» με το αίτημα να στείλουν στην Τήνο ειδικό τεχνίτη, για να χύσει τα έργα του Χαλεπά σε γύψο και να τα μεταφέρει στην Αθήνα για έκθεση με πρόθεση την ενίσχυση του Χαλεπά. Το 1923 παραχωρήθηκε υπόγειος χώρος στον Ιερό Ναό της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, τον οποίο ο Χαλεπάς μετέτρεψε σε εργαστήριο και χώρο διαμονής του, ενώ ο Αθηναίος έμπορος Μουτσόπουλος ανέλαβε τα εξασφαλίζει στο γλύπτη τα αναγκαία για την εργασία και τη διατροφή του [6]. Ο Θωμόπουλος παρουσίασε τα έργα του Χαλεπά στις 31 Μαρτίου 1925 στην Ακαδημία Αθηνών. Η έκθεση είχε ως αποτέλεσμα να βραβευθεί ο Χαλεπάς στις 25 Μαρτίου 1927, με το Αριστείο των Τεχνών, ενώ το 1928 πραγματοποιήθηκε δεύτερη έκθεση έργων του στο «Άσυλο Τέχνης», με πρωτοβουλία του Νίκου Βέλμου και του αφιέρωσαν τιμητικό τεύχος στα «Φύλλα Τέχνης» του Φραγκέλιου, που κυκλοφόρησε με σχεδιασμένο εξώφυλλο από τον Γαλάνη.

Ύστερα χρόνια

Στις 24 Αυγούστου 1930, ο γλύπτης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου έφτασε με αυτοκίνητο από το λιμάνι του Πειραιά, και περνώντας μπροστά από την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα έβγαλε το καπέλο και έμεινε για ώρα σιωπηλός κι ασκεπής. Τον ίδιο μήνα επισκέφθηκε με μια συντροφιά την «Κοιμωμένη» του στο Α´ Νεκροταφείο, κάνοντας το σχόλιο ότι «...τα έργα που φιλοτεχνεί τώρα είναι ανώτερα». Στις 18 Νοεμβρίου 1934 γιορτάστηκαν τα γενέθλια των Χαλεπά και Αριστομένη Προβελέγγιου από την «Λαογραφική και Ιστορική Εταιρεία Κυκλαδικού Πολιτισμού και Τέχνης» στον όμιλο «Παρνασσός», όπου του απονεμήθηκε ειδικό μετάλλιο από το Τμήμα Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας. Το 1935 η «Ένωσις Ελεύθεροι Καλλιτέχναι» τον προσκάλεσε να συμμετάσχει τιμητικά μαζί με τον Δημήτριο Γαλάνη, στην πρώτη τους έκθεση. Ο γλύπτης ως το θάνατο του εγκαταστάθηκε κι έζησε στο σπίτι της ανεψιάς του Ειρήνης συζύγου Βασιλείου Χαλεπά, η οποία απεβίωσε το 1988, και των τριών θυγατέρων της, αρχικά στην οδό Δαφνομήλη 21 και στη συνέχεια Δαφνομήλη 35 & Τσιμισκή στη Νεάπολη Αθηνών, όπου διατηρούσε κι εργαστήριο.

Στις 23 Απριλίου του 1938, ο Χαλεπάς υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο που κλόνισε τη ήδη βεβαρημένη του υγεία και πέθανε λίγους μήνες αργότερα. Ο Δήμος της Αθήνας έδωσε το όνομα του σε μια πλατεία της συνοικίας Κυπριάδου, όπου στήθηκε και η προτομή του, ενώ το σπίτι που γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου ανήκει στην ιδιοκτησία του Δήμου Πανόρμου Τήνου, από το 1955, και στους χώρους του λειτουργεί μουσείο, ενώ το 1968 με πρωτοβουλία των Τηνίων της Αθήνας ανακηρύχθηκε «Ιστορικό διατηρητέο μνημείο». Η ζωή και το έργο του αποτελούν την υπόθεση της ταινίας «Εγώ ο Γιαννούλης Χαλεπάς», παραγωγής 2010 της Στέλλας Αρέντη, ενώ ανάλογη είναι η υπόθεση του έργου «Η κοιμωμένη μου» του Γιώργου Μόρτζου, το οποίο έχει τιμηθεί με το Βραβείο Κρατικού Θεάτρου.

Εργογραφία

Ο Χαλεπάς έχει εξασφαλίσει περίοπτη θέση στην ιστορία του ελληνικού μοντερνισμού. Στο Μόναχο γοητεύτηκε από το ρεαλιστικό κίνημα της εποχής και τον δυναμικό ρεαλισμό του γλύπτη Ρίτσελ. Θεωρείται ισάξιος των Εμίλ-Αντουάν Μπουρντέλ [Emile-Antoine Bourdelle], Αριστίντ Μαγιόλ [Aristide Malliol], Ωγκύστ Ροντέν [Auguste Rodin], Πάουλ Κλέε [Paul Klee] και Πάμπλο Πικάσο [Pablo Picasso]. Στα έργα του συνυπάρχουν ειρηνικά ο παγανιστικός κόσμος της Αρχαιότητας με τον Χριστιανικό. Σύμφωνα με τον εθνικιστή δημιουργό Δημήτριο Πικιώνη «...Εις τα έργα τούτα κρύβεται της γλυπτικής το μέγιστον μάθημα, η τέλεια των αρχών της η πλήρωση, των αρχών που είναι τέκνα των αΐδιων νόμων του παντός...»

Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του δημιουργήθηκε στην Τήνο και στην Αθήνα μετά την επάνοδό του από το Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Το έργο του έχει ξεχωριστή σημασία για την νεοελληνική γλυπτική και συνδέεται στενά με το νησί της Τήνου και τα εικοσιένα γλυπτά του που εκτίθενται στην μόνιμη έκθεση του Ιδρύματος Τηνιακού Πολιτισμού στην Χώρα της Τήνου αποτελούν μοναδικό σύνολο. Όλα τα έργα της Τήνου είναι φτιαγμένα από άμμο και κοκκινόχωμα, υλικό που μάζευε μόνος του.

Σώζονται εκατόν δεκαεπτά γλυπτά του, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες για άλλα τριάντα περίπου, που καταστράφηκαν ή αγνοείται η τύχη τους. Σώζεται, ακόμη, ένας πολύ μεγάλος αριθμός σχεδίων του, περίπου 125, σε μονόφυλλα ή τετράδια, πολλά από αυτά σε κατάστιχα της επιχειρήσεως που διατηρούσε η οικογένεια του. Μεγάλο μέρος γλυπτών και σχεδίων βρίσκεται στην κατοχή των κληρονόμων της οικογένειας του ανιψιού του Βασιλείου Χαλεπά, ενώ άλλα γλυπτά φυλάσσονται στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα, στην έκθεση του Ιδρύματος Τηνιακού Πολιτισμού [7], στο Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά στον Πύργο της Τήνου [8] [9], καθώς και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές.

Το έργο του χωρίζεται σε τρεις περιόδους.

  • Η πρώτη, 1870–1878, καλύπτει τα νεανικά του χρόνια μέχρι την εμφάνιση της αρρώστιας του.

Το έργο του αυτής της περιόδου εντάσσεται στο συντηρητικό πνεύμα του κλασικισμού του 19ου αιώνα και επηρεάζεται από τον ακαδημαϊσμό, με έμφαση στην ρεαλιστική απόδοση. Ο γλύπτης αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στη σύνθεση, που συνοδεύεται από άψογη τεχνική, εξαιρετική δεξιοτεχνία στην απόδοση των λεπτομερειών και στην επεξεργασία του μαρμάρου. Σε αυτή την περίοδο ανήκει το πιο διάσημο γλυπτό της νεοελληνικής τέχνης, «Η Κοιμωμένη», που βρίσκεται στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας. Μαζί με την «Κοιμωμένη», «Ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα» και «Το κεφάλι Σατύρου» στην Εθνική Πινακοθήκη, καθώς και η «Μήδεια που φονεύει τα τέκνα της», έργο που κατέστρεψε ο ίδιος, είναι τα πιο γνωστά έργα του στην πρώτη περίοδο.

  • Η δεύτερη, 1902–1930, καλύπτει τα χρόνια που έζησε και εργάστηκε στην Τήνο μετά την επάνοδό του από το Ψυχιατρείο της Κέρκυρας.

Στη διάρκεια της παραμονής και δημιουργίας του στον Πύργο, συντελέστηκε μια αποδέσμευση από τα διδάγματα της Σχολής του Μονάχου, όμως διατήρησε τη θεματολογία της Α' περιόδου, αρνήθηκε τον κλασικισμό στην απόδοση και επικέντρωσε τη προσοχή του στη σύνθεση.

  • Η τρίτη, 1930-1938, ταυτίζεται με την εποχή που έζησε και δημιούργησε στην Αθήνα.

Στην περίοδο αυτή ο Χαλεπάς επανέρχεται σε παλαιότερα θέματα με λιτότερη και αμεσότερη έκφραση, μνημειακή διάθεση και μικρότερη διάσπαση-ανάλυση σε επιμέρους μοτίβα, καταλήγει σε πιο προσωπικές λύσεις κι αδιαφορεί για την τελική επεξεργασία της επιφάνειας. Προσανατολίζεται στη σύνθεση και οι ερευνητές διακρίνουν εξπρεσιονιστικά στοιχεία, ενώ τον απασχολεί το γυναικείο γυμνό και έχει αρκετές παραγγελίες για πορτραίτα.

Γλυπτές συνθέσεις

Μεταξύ των έργων του ξεχωρίζουν

  • «Το παραμύθι της Πεντάμορφης», δηλαδή η πριγκίπισσα που κοιμάται στον πύργο της εκατό χρόνια και ο κυνηγός πρίγκιπας που τη βρίσκει σε μια εξόρμηση και την ξυπνά με ένα φιλί.
  • «Φιλοστοργία», το 1875, το οποίο δώρισε ο ίδιος το 1920 στο Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας Τήνου.
  • «Η Κοιμωμένη», το 1877, επιτύμβιο άγαλμα στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη [10] στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, η οποία πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου 1873 από φυματίωση. . Όταν το γλυπτό τοποθετήθηκε στο Α' Νεκροταφείο, ο δάσκαλος τουΛεωνίδας Δρόσης είπε: «..δεν είναι και τόσο σπουδαίο γλυπτό...».
  • «Η Μήδεια που φονεύει τα τέκνα της»,
  • «Ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα», που η τελική σύνθεση του σε μάρμαρο εκτίθεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη της Ελλάδος στο Γουδί,
  • «Μεγάλη Αναπαυομένη», το 1931,
  • «Το παραμύθι της πεντάμορφης»,
  • «Η μοντέρνα κυρία», φιλοτεχνημένη πριν από το 1924,
  • «Βοσκοπούλα» με τη μορφή της θέας Αθηνάς, που είναι το μοναδικό αγαλματίδιο που σώθηκε από τα χρόνια στο ψυχιατρείο,
  • «Κοιμώμενη Αριάδνη»,
  • «Αλέξανδρος ζωντανός και νεκρός»,
  • «Ηρωδιάς»,
  • «Κόρη με το τριαντάφυλλο» από το 1937,
  • «Η Αθηνά με καθρέφτη»,
  • «Νηρηΐδες»
  • «Ευαγγελισμός».

Βιβλιογραφία

  • «Ο Βίος Ενός Αγίου-Γιαννούλης Χαλεπάς», Στρατής Δούκας, εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1978.
  • «Γιαννούλης Χαλεπάς η τραγική ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη», Χρήστος Σαμουηλίδης, εκδόσεις «Βιβλιοπωλείο τής Εστίας», Αθήνα 2005.
  • «Ο γλύπτης και η ερωμένη του», Γιώργος Α. Χριστοδούλου, εκδόσεις «Σαββάλας», Αθήνα 2011.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Γιαννούλης Χαλεπάς Ξενοφών Σώχος, Περιοδικό «Πινακοθήκη», 1902.
  2. [Ο Αριστοκλής, ένας από τους αδελφούς του Γιαννούλη αυτοκτόνησε και η αδελφή τους η Κατερίνα ήταν κι αυτή ψυχικά άρρωστη.] Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 1582, σελίδα 706.
  3. [Σύμφωνα με την ερμηνεία του ψυχιάτρου Αθανασίου Τζαβάρα «άνοια» είναι η ελληνική μετάφραση της dementia, που σημαίνει, χάνω τις λογικές μου δυνατότητες, είμαι έξω από την τρέχουσα γραμμή. Εκείνη την εποχή, ο όρος άνοια κάλυπτε όλες τις τρέλες, ακόμα και τις ασθένειες που προέρχονταν έπειτα από χρόνια τρέλας και επέφεραν έκπτωση των λογικών λειτουργιών.]
  4. [«Ορκιζόμεθα ότι ο Γιαννούλης Χαλεπάς έπαθεν τας φρένας, το πρώτον, κατά το 1879 έτος. Τα πρώτα της φρενοπαθείας συμπτώματα ήταν γέλως άνευ λόγου, φόβοι, ενίοτε περί της ζωής του, ενίοτε επετίθετο κατά του πατρός του και των οικείων του, έπασχεν ονειρώξεις συνεπεία αυνανισμού προελθόντος εξ αποτυχόντος έρωτος και λίαν πιθανώς τούτον είναι η κυρία του νοσήματος αιτία. Ακολούθως απεπειράθη πολλάκις ν' αυτοχειριασθή. Εγένετο χρήσις της οικείας θεραπείας άνευ αποτελέσματος προϊόντος μάλιστα του χρόνου, έβαινε και βαίνει επί τα χείρω. Ώστε ήδη καθίσταται επικίνδυνος, διότι όχι μόνον κατά των γονέων κι οικείων επιτίθεται, αλλά και κατά του τυχόντος: ώστε ο πατήρ του είναι αναγκασμένος να τον έχει αδιαλείπτως υπό φρουράν. Αι ονειρώξεις κι αι προς τον αυνανισμόν τάσεις εξακολουθούσι. Λαβόντες υπ' όψιν τα ανωτέρω βεβαιούμεν ότι είναι απόλυτος ανάγκη η εισαγωγή τούτου εν τίνι φρενοκομείω προς αποφυγήν απευκταίου».] Η ένορκη πιστοποίηση των συμπτωμάτων της ψυχασθένειας του Χαλεπά με βάση την οποία εισήχθη στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας.
  5. Αντώνιος Σώχος υπήρξε ο πρώτος Έλληνας γλύπτης που είδε με συμπάθεια και αγάπη το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά τον οποίο επισκέφθηκε το 1914 στην Τήνο και δημοσίευσε κείμενο γι' αυτόν στο Αθηναϊκό περιοδικό «Ελλάς», στο οποίο γράφει για τη ζωή του στον Πύργο της Τήνου: «....Βιαστικός, σκυφτός, με το σακάκι του ριγμένο στον ώμο, γυρίζει μέσα στους μαρμαροστρωμένους δρόμους του μικρού χωριού του, σαν κάτι να γυρεύει-ο νους του μέσα σε λαγκάδια σκοτεινά και σε αβύσσους περπατεί. ...{...}... Στέκεται στο καφενείο, χαράζει δυο-τρεις γραμμές απάνου στου τραπεζιού το μάρμαρο, για να φύγει και έπειτα λυπημένος, γιατί το βλέπει κι αυτός πως οι γραμμές που ‘συρε δε μοιάζανε με τις παλιές του κονδυλιές. Ημέρες πολλές κλεισμένος μέσα στο κάτασπρο και ποιητικό σπιτάκι του, πλάθει, πλάθει μελαγχολικά τον κόκκινο πηλό του-για να ιδεί ο διαβάτης που περνά έπειτα σε λίγο, σκορπισμένο σ’ αμέτρητα ξερά κομμάτια, μέσα στα όμορφα λουλούδια της αυλής του, το άψυχο αυτό της γης ζυμάρι και αυτόν τον δυστυχισμένο με μια μεγάλη στάμνα στον ώμο να κουβαλάει νερό στις γειτονιές».]
  6. Ο Χαλεπάς. Μια επίσκεψις εις το ατελιέ-κελί του. Δ.Ι.Καλογερόπουλος, Περιοδικό «Πινακοθήκη», 1924.
  7. «Ο Γιαννούλης Χαλεπάς στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού»
  8. Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά
  9. Επισκέψιμα τα Μουσεία Τηνίων Καλλιτεχνών και Γιαννούλης Χαλεπάς
  10. [Η Σοφία Αφεντάκη γεννήθηκε το 1855 ή το 1856 στην Αθήνα. Πατέρας της ήταν ο μεγαλέμπορος των Αθηνών Κωνσταντίνος Οικονόμου Αφεντάκης, με καταγωγή από την Κίμωλο και μητέρα της η Ελένη, των οποίων ήταν το μόνο τους τέκνο. Αδέλφια του πατέρα της ήταν ο Γεώργιος Οκονόμου Αφεντάκης, σύζυγος της Ελευθερίας Βερσή, οι οποίοι δεν απέκτησαν κληρονόνους και ο Γεράσιμος Οικονόμου Αφεντάκης, ο οποίος το 1889 έχασε από φυματίωση την μονάκριβη του κόρη την Ευγενία Αφεντάκη. Σύμφωνα με τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της η Σοφία Αφεντάκη απεβίωσε στις οκτώ και μισή το πρωί της 17ης Δεκεμβρίου στην ενορία του Αγίου Δημητρίου στην Αθήνα.]