Διονύσης Λαυράγκας

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Διονύσης Λαυράγκας, Έλληνας μουσικοσυνθέτης, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός, από τους δημιουργούς της Εθνικής Μουσικής Σχολής, που ανήκει στην λεγόμενη Επτανησιακή μουσική Σχολή, θεωρείται ο θεμελιωτής του Ελληνικού μελοδράματος και υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της Ελληνικής όπερας, γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1860 στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς και πέθανε στις 18 Ιουλίου 1941 στα Ραζάτα της Κεφαλλονιάς κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

Ήταν παντρεμένος και είχε μια κόρη τη Διδώ Λαυράγκα, σύζυγο Κρητικού.

Διονύσης Λαυράγκας

Βιογραφία

Κατάγονταν από αριστοκρατικές οικογένειες της Κεφαλλονιάς, και γονείς του ήταν ο Σπυρίδων Λαυράγκας από το Ληξούρι και η Κασσάνδρα το γένος Ραζή από τα Ραζάτα. Έμαθε βιολί με πρώτο του δάσκαλο ένα ντόπιο ερασιτέχνη και στη συνέχεια σπούδασε κοντά στο Ναζάρο Σερ(ρ)άο, Ιταλό εξάρχοντα της Όπερας και επαγγελματία βιολιστή. Συνέχισε με μαθήματα αρμονίας, στα οποία είχε δασκάλους τον Γεδεώνα Ολιβιέρι και στη συνέχεια τον ντόπιο μαέστρο Ν. Mεταξά-Τζανή. Σε ηλικία 15 χρονών, δοκίμασε να διευθύνει ορχήστρα, ενώ ήδη είχε αρχίσει να συνθέτει διάφορα μικρά κομμάτια.

Μουσικές σπουδές

Το 1881 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και το 1882 εγκαταστάθηκε στη Νάπολι. Στην Ιταλία σπούδασε πιάνο με τον Αύγουστο Ρος, θεωρητικά με τον Μάριο Σκαράνο και σύνθεση στο Ωδείο, με τον Λάουρο Ρόσσι, έως το 1885 και συνδέθηκε φιλικά με τον Ν. Λαμπελέτ. Στο Ωδείο του Παρισιού είχε καθηγητές, αρχικά, το συνθέτη Λεό Ντελίμπ, με συμμαθητή τον Σπύρο Σαμάρα και, στη συνέχεια, το συνθέτη Μασνέ, ενώ έκανε μαθήματα πιάνου με τον Αντιόμ και αρμονίας με τον Ντυμπουά. Εργάστηκε και διακρίθηκε ως αρχιμουσικός μελοδράματος στη Γαλλία και στην Ιταλία και και κατά διαστήματα, όπως το Δεκέμβριο του 1887, το Φεβρουάριο και τον Απρίλιο του 1899, στην Κεφαλλονιά.

Διευθυντής ορχήστρας

Ως μαέστρος πρωτοεμφανίστηκε στη Σανς, μια πόλη κοντά στο Παρίσι, σε συναυλία στην οποία διεύθυνε το έργο «Τροβατόρε» του Βέρντι, καθώς και στις πόλεις, Ζωανύ, Ωσέρ, Μπωβαί, Ντουαί και Τρουά. Επέστρεψε στην Ελλάδα λόγω της σοβαρής ασθένειας του πατέρα του και κατόπιν ταξίδεψε στη Μάλτα, για μια σειρά παραστάσεων, όμως ασθένησε από μελιταίο πυρετό και επέστρεψε στη Νάπολι. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Μεσολόγγι, ενώ μετά το τέλος της θητείας του έμεινε ένα χειμώνα στο Αργοστόλι, ως μαέστρος στην ιταλική όπερα. Στην Ιταλία διηύθυνε ορχήστρες στο Τορίνο, την Αλεσσάντρια, τη Ζάρα και στο Θέατρο «Φενίτσε» στη Βενετία. Τον Αύγουστο του 1894 επέστρεψε και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, μετά από πρόσκληση της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών και διορίστηκε διευθυντής της ορχήστρας της, ενώ παρέδιδε μαθήματα μουσικής στο Αρσάκειο και παράλληλα ανέλαβε διευθυντής της χορωδίας στον «Πειραϊκό Σύνδεσμο».

Δημιούργησε το έργο «Πένταθλον» για τους Ολυμπιακούς του 1896 και ίδρυσε μαζί με τον Γεώργιο Φέξη το Μουσικό Τμήμα του Οίκου «Φέξη». Το 1898 μαζί με το Λουδοβίκο Σπινέλη δημιούργησε το ««Γ' Ελληνικό Μελόδραμα», το οποίο θα κάνει την πρώτη του εμφάνιση στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών στις 14 Απριλίου του 1900, με την όπερα «Μποέμ» του Τζιάκομο Πουτσίνι. Το διεύθυνε για 35 χρόνια και έκανε περιοδείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ το 1940 ιδρύθηκε, με βάση το «Ελληνικό Μελόδραμα», η Εθνική Λυρική Σκηνή. Το 1931, με αφορμή τον εορτασμό των 40 ετών από την ίδρυση του Πανιωνίου Γυμναστικού Συλλόγου, δημιουργήθηκε ο δεύτερος ύμνος του συλλόγου, σε στίχους, όπως ήταν και ο πρώτος, του Στέλιου Σπεράντσα. Τη μουσική του ύμνου έγραψε ο Αλ. Παναγιωτόπουλος αλλά την τελική μουσική φόρμα έδωσε ο Διονύσιος Λαυράγκας, ο οποίος έδωσε στο νέο ύμνο τον τίτλο «Θούριον Πανιωνίου» [1].

Δίδαξε αρμονία από το 1900 έως το 1905 που υπέβαλλε την παραίτησή του, στο Ωδείο Αθηνών, από το 1919 έως το 1924 στο Ελληνικό και από το 1926 έως το 1934 στο Εθνικό Ωδείο. Ήταν συνεργάτης της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» και για σειρά χρόνων έγραφε την κριτική μουσικής στις εφημερίδες «Ελεύθερο Βήμα» και «Έθνος». Ήταν ο συνθέτης του έργου «Ύμνος της Δημοκρατίας» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ενώ το 1930 υπέγραψε για την ακύρωση της θανατικής ποινής που είχε επιβληθεί στους κομμουνιστές φαντάρους, που αρνήθηκαν να εκτελέσουν διαταγές ανωτέρων τους στο Καλπάκι.

Διακρίσεις

Το 1885 βραβεύτηκε με τον 1ο Έπαινο στον Μουσικό Διαγωνισμό που προκήρυξε η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας για τη μονωδία «Qui aime, croit», [«Όποιος αγαπάει, πιστεύει»]. Μια σουίτα του για έγχορδα βραβεύτηκε στην Έκθεση της 4ης Ολυμπιάδας, ενώ στον Διαγωνισμό μεταξύ Ωδικών Ομίλων πήρε το Α' βραβείο με Χορωδία που είχε καταρτίσει και μεταφέρει από την Κεφαλλονιά.

Τιμήθηκε με:

  • Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων-Τεχνών,
  • Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α' το Μάρτιο του 1919.

Εργογραφία

Βιβλία

Έγραψε τα βιβλία:

  • «Εγχειρίδιον Αρμονίας» το 1903,
  • «Θεωρία της Μουσικής» το 1905,
  • «Στοιχεία θεωρητικής και πρακτικής αναγνώσεως και διαιρέσεως της μουσικής» το 1912,
  • «Εναρμονισμένα Δημοτικά Τραγούδια» το 1934,
  • «Εγκόλπιον Μουσικής Τέχνης» το 1937 και
  • «Απομνημονεύματα» το 1940, σε ένα τόμο, με σημαντικές μαρτυρίες της εποχής.

Μουσικά έργα

Το συνθετικό του έργο αποτέλεσαν κυρίως συμφωνική μουσική, μελοδράματα καθώς και τραγούδια, περισσότερο καντάδες. Έγραψε έργα, για βιολί, πιάνο, καθολική λειτουργία και άσματα θείς λειτουργίας. Θεωρείται επίσης από τους πρώτους συνθέτες που στα έργα τους ενσωμάτωσαν στοιχεία ελληνικής δημοτικής μουσικής. Τα περισσότερα από τα έργα του χάθηκαν στους σεισμούς του 1953, όταν το πατρικό του σπίτι καταστράφηκε από πυρκαγιά, ενώ όσα διασώθηκαν φυλάχθηκαν στο αρχείο της κόρης του.

Τραγούδια

  • «Εις κρύον ζοφερόν λειμώνα» το 1983, σε στίχους Αχιλλέα Παράσχου,
  • «Αγράμπελη»,
  • «Ξύπνα»,
  • «Δυο μπουμπούκια»,
  • «Ο τραγουδιστής»,
  • «Όλα τ' Απρίλη τα λουλούδια»,
  • «Τ' αγιόκλημα»,
  • «Της πίκρας το νερό»,
  • «Ο ναύτης του Ιουνίου»,
  • «Καράβι ανοίγει τα πανιά»,
  • «Κρητικός Ύμνος»,
  • «Στης εκκλησιάς τα σκαλοπάτια»,
  • «Τώρα βγαίνει το φεγγάρι»,
  • «Θύμησι»,
  • «Σαν κάτι τι»,

Έγραψε μελοδράματα, όπως

  • «Διδώ»,
  • «Η ζωή είναι όνειρο», που αργότερα διασκευάστηκε και πήρε τον τίτλο «Μάγισσα»,

λυρικά δράματα, όπως

  • «Ο Λυτρωτής»,
  • «Η μαύρη πεταλούδα»,

οπερέτες, όπως

  • «Άσπρη τρίχα»,
  • «Διπλή Φωτιά».

Ασχολήθηκε επίσης με τη θρησκευτική μουσική και έγραψε δύο λειτουργίες. Επηρεασμένος από τη δυτικοευρωπαϊκή μουσική τέχνη αφομοίωσε τις επιδράσεις που δέχτηκε με την ελληνική παράδοση και έγραψε τα συμφωνικά

  • «Πρώτη ελληνική Σουΐτα»,
  • «Φούγκα»,
  • «Εισαγωγή και Φούγκα».

Έγραψε επίσης τη μουσική ελληνικών κινηματογραφικών ταινιών, όπως για τη βωβή «Το δαχτυλίδι του Πιερότου» το 1918 και τη μουσική επένδυση της πρώτης ομιλούσας ελληνικής κινηματογραφικής ταινίας «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» [2], μεταφορά του κωμειδυλίου του Δημητρίου Κορομηλά. Τελευταίο του έργο ήταν η όπερα

  • «Φρόσω», που γράφτηκε το 1938, όμως η παγκόσμια πρώτη της έγινε Απρίλιο του 2010.

Παραπομπές

  1. [«Άσμα κλειδοκύμβαλον/Εμπρός κι ο Στίβος άνθισε/τη νιότη ολογυρά μας./Μια φλόγα είν' η καρδιά μας/κι ορμή μας είναι μια.»]
  2. «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας»