Σπυρίδων Σαμάρας

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Σπύρος-Φιλίσκος Σαμάρας Έλληνας βασιλόφρων, διαπρεπής συνθέτης, ο κορυφαίος της Β' Επτανησιακής Σχολής που διακρίθηκε στο χώρο της όπερας, τραγουδιστής και ηθοποιός, συνθέτης της μουσικής του Ολυμπιακού Ύμνου, του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, ο πρώτος Έλληνας συνθέτης που έτυχε διεθνούς αναγνωρίσεως, γεννήθηκε στις 17/29 Νοεμβρίου 1861 στην Κέρκυρα και πέθανε στις 25 Μαρτίου/7 Απριλίου 1917 [1] στην Αθήνα, από χρόνια νεφρίτιδα, τη γνωστή ως νόσο του Bright, μετά από 8μηνη νοσηλεία στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε το απόγευμα της 26ης Μαρτίου, στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου, παρουσία του πρωθυπουργού Σπυρίδωνος Λάμπρου, της πριγκίπισσας Ελένης και των πριγκίπων Νικολάου και Χριστόφορου. Η ταφή του έγινε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών [2].

Στις 28 Δεκεμβρίου 1914, παντρεύτηκε με την πιανίστα Άννα Αντωνοπούλου, 26 χρόνια νεώτερη του.

Σπυρίδων-Φιλίσκος Σαμάρας

Βιογραφία

Πατέρας του ήταν ο Σκαρλάτος Σαμάρας, γεννημένος στη Βιέννη, αλλά με καταγωγή από τη Σιάτιστα και απώτερη καταγωγή από επιφανή οικογένεια της Ηπείρου, γραμματέας υποπρόξενος του Ελληνικού Βασιλικού Προξενείου, και μητέρα του η Φανή-Λουίζα [Fanny-Louise Courtenay], Αγγλίδα, γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη. Από πολύ νωρίς έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του ανέλαβε την ανατροφή του.

Μουσικές σπουδές

Μυήθηκε στη μουσική από τη μητέρα του και παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στην Φιλαρμονική Εταιρία Κερκύρας, όπου πρώτος του δάσκαλος στη θεωρία της μουσικής και στο βιολί, υπήρξε ο Σπυρίδων Ξύνδας, Κερκυραίος μουσουργός και μαθητής του Νικόλαου Μάντζαρου. Πριν την ηλικία των δεκαπέντε χρόνων ο Σαμάρας έπαιζε βιολί σε τοπικές θεατρικές ορχήστρες και είχε ξεκινήσει να ασχολείται με τη σύνθεση. Μετά από προτροπή του Ξύνδα συνέχισε τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, όπου εγγράφηκε το 1874, και παρακολούθησε μαθήματα από το επόμενο έτος. Δάσκαλοι του ήταν ο Φρειδερίκος Βολωνίνης, στο βιολί, ο Άγγλος Άγγελος Μασκερόνι και ο Ενρίκο Στανκαμπιάνο στα θεωρητικά, την ενορχήστρωση και το πιάνο. Το Δεκέμβριο του 1881, ο Σαμάρας εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, όπου συνέχισε τις σπουδές του στο «Ωδείο του Παρισιού» [«Conservatoire de Paris»] και υπήρξε μαθητής του Λεό Ντελίμπ [Leo Delibes], από το 1882 έως το 1884, συνθέτη της όπερας «Λακμέ» και του μπαλέτου «Κοπέλια», αλλά και του συνθέτη Ντυμπουά, ενώ κέρδισε την εκτίμηση και των Μασσνέ [Moussenet], Σαρλ Γκουνώ [Gounod]καθώς και άλλων επιφανών Γάλλων συνθετών.

Μουσική σταδιοδρομία

Το 1885 μετακόμισε στην Ιταλία, χάρη στην παραγγελία που έλαβε από τον μεγαλοεκδότη Εντοάρντο Σοντσόνιο, που εκπροσωπούσε και τα αδέλφια του Lorenzo και Riccardo Sonzogno, αντίπαλος του Οίκου Ρικόρντι και συνιδιοκτήτη του εκδοτικού οίκου «Edoardo Sonzogno», σήμερα «Ostali», ο οποίος αναζητούσε νέα ταλέντα. Ο Σοντσόνιο, μετέπειτα φίλος και προστάτης του αλλά και εκδότης των έργων του Σαμάρα ως το τέλος της ζωής του, τον χρηματοδότησε προκειμένου να συνθέσει την πρώτη του όπερα που διδάχθηκε από σκηνής. Ο Σαμάρας, στην Ιταλία, ασχολήθηκε με τη σύνθεση όπερας, αν και συνέχισε να διατηρεί ως μόνιμη κατοικία του το Παρίσι. Στις 16 Μαΐου 1886 παραστάθηκε με επιτυχία στο θέατρο «Καρκάνο» [Carcano]του Μιλάνου και το 1887 στη Σκάλα του Μιλάνου, με πρωταγωνίστρια την Έμμα Καλβέ, η τρίπρακτη όπερα του

  • «Φλόρα Μιράμπιλις» [«Flora Mirabilis»].

Το Δεκέμβριο του 1888, στο θέατρο «Kostanzi» της Ρώμης, ανέβηκε η τετράπρακτη όπερα «Μετζέ» [«Medgè»], ενώ ακολούθησε η «Λιονέλλα» [«Lionella»] στη Σκάλα του Μιλάνου και το 1894 η όπερα «Η Μάρτυς» [«La Martire»] που παρουσιάστηκε στη Νάπολη, ήταν το εναρκτήριο έργο στο Teatro Lirico Internazionale, που κατασκεύασε στο Μιλάνο ο εκδοτικός οίκος «Edoardo Sonzogno» και τα εγκαίνια του έγιναν στις 22 Σεπτεμβρίου 1894. Tο 1889 η όπερα του «Φλόρα Μιράμπιλις», με την ονομασία «Θαυμαστή Ανθώ», παρουσιάστηκε πρώτα στην Κέρκυρα, στις 5 Φεβρουαρίου 1889, και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας, για 16 παραστάσεις στη διάρκεια των εκδηλώσεων για το γάμο του διαδόχου Κωνσταντίνου με την Σοφία Χόεντσολερν της Πρωσσίας, ενώ ο συνθέτης έγραψε κι ένα «Θριαμβευτικό Εμβατήριο», το οποίο αφιέρωσε στον Κωνσταντίνο, καθώς διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις με τη Βασιλική οικογένεια της Ελλάδος. Η πρώτη παγκόσμια παρουσίαση του έργου σε ενορχήστρωση του ∆ηµητριάδη έγινε το 1879, στο θέατρο «Ολύμπια» της Αθήνας. Στις 13 Αυγούστου 1893, ιδρύθηκε στην Κέρκυρα μια βραχύβια Φιλαρμονική Εταιρεία με το όνομα του.

Ύμνος Ολυμπιακών αγώνων

Το 1895 η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή [Δ.Ο.Ε.] ανέθεσε στον Σαμάρα τη σύνθεση ενός Ολυμπιακού Ύμνου, με τη μεσολάβηση του Δημήτρη Βικέλα, φίλου του από την εποχή που ζούσε στο Παρίσι, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Επιτροπής αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς και του Τιμολέοντα Φιλήμωνα. Ο Ύμνος [3] σε στίχους του Κωστή Παλαμά, ακούστηκε για πρώτη φορά, στα τέλη Ιανουαρίου του 1896, στο Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» [4] και εκτελέσθηκε στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 1896, από Ορχήστρα και Χορωδία 400 ατόμων [5].

Η εξέδρα τοποθετήθηκε στο κέντρο του Παναθηναϊκού Σταδίου και παρούσες ήταν οι Φιλαρμονικές ορχήστρες Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Λευκάδος, Λαυρίου, Πύργου, Ζακύνθου, Πατρών, Αιγίου, η Φιλαρμονική Εταιρία Αθηνών, η Φιλαρμονική της Φρουράς Αθηνών, η Φιλαρμονική Θωρηκτής Ναυτικής Μοίρας, η Φιλαρμονική του Πυροβολικού και μια Φιλαρμονική από την Κωνσταντινούπολη, τις οποίες διηύθυνε ο ίδιος ο συνθέτης. Ο Ύμνος αποτελεί σύμβολο αποστασιοποιήσεως από το οθωμανικό παρελθόν και της συνδέσεως του ελληνικού βασιλείου με το αρχαιοελληνικό πνεύμα.

Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Το 1911, ο Σαμάρας επέστρεψε για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, και υπήρξε σκέψη, από το Βασιλιά Γεώργιο Α', να του ανατεθεί η Διεύθυνση του Ωδείου Αθηνών, η οποία δεν υλοποιήθηκε. Ήδη από το 1908, προαλείφονταν ως υποψήφιος διάδοχος του Γεωργίου Νάζου στο Ωδείο Αθηνών, όμως η πρόθεση αυτή προκάλεσε την εμπαθή κριτική του Μανώλη Καλομοίρη, μαζί του δέχθηκε σφοδρή επίθεση όλη η επτανησιακή μουσική, και ο Βασιλιάς Γεώργιος, που πιέστηκε από τους πλούσιους Έλληνες της Ανατολής και τους πολιτικούς του αντιπάλους δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει τον Νάζο. Παράλληλα, ο Θεόδωρος Συναδινός, ιστορικός της μουσικής, δημοσιογράφος, φίλος και οπαδός του Καλομοίρη, έγραφε στο περιοδικό «Νουμάς», «...Καθαρίστε την κόπρο του Αυγείου...»', αναφερόμενος στον Σαμάρα και στους Επτανήσιους συνθέτες, τους οποίους κατηγορούσε για «ιταλικότητα».

Ο Μανώλης Καλομοίρης στις 11 Ιουνίου 1908, ένα δίμηνο μετά τον θρίαμβο της «Ρέας» του Σαμάρα στη Φλωρεντία στις 11 Απριλίου 1908, πρωτοπαρουσίασε έργα του στο Ωδείο Αθηνών. Στο πρόγραμμα το πασίγνωστο «μανιφέστο» του της Εθνικής Σχολής, εξασφαλίζοντας του διορισμό του στο Ωδείο. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος εγκλώβισε το Σαμάρα στην Ελλάδα, ενώ οι σχέσεις του με τη Βασιλική οικογένεια στάθηκαν αφορμή για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στα επόμενα χρόνια, καθώς οι καθεστωτικές μεταβολές δεν τον ευνόησαν.

Μνήμη Σαμάρα

Διέθετε αριστοκρατικό χαρακτήρα, ήταν κοσμοπολίτης και ανήκε στο φιλοβασιλικό στρατόπεδο, σε αντίθεση με τον τότε Βενιζελικό Μανόλη Καλομοίρη και συνδεόταν στενά με την βασιλική οικογένεια, στοιχεία που τον χαρακτήρισαν ως «συνθέτη του παλατιού». Ήταν πρωτίστως Έλληνας, λάτρης της αρχαίας Ελλάδος και Ευρωπαίος. Στην Ιταλία θεωρείται ως ο συνθέτης ευρηματικότατων σκηνικών μελωδιών και ενορχηστρωτής από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους. Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου κάηκαν τα αρχεία του οίκου Sonzogno και μαζί τους χάθηκαν τα έργα του Σαμάρα, ενώ τα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατο του εκποιήθηκε σημαντικό μέρος του έργου και των τεκμηρίων του από τη χήρα του. Ο κατατρεγμός του Σαμάρα και οι ρίζες του ανάγονται στην νοοτροπία της διαχρονικά αντιδυτικής παρατάξεως στην Ελλάδα.

Η προτομή του, έργο σε μάρμαρο του γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου, κατασκευασμένη το 1917, βρίσκεται τοποθετημένη στον Εθνικό Κήπο της Αθήνας [6]. Ο Σαμάρας αποδίδεται να κοιτά λοξά αριστερά. με παχύ μουστάκι, μεγάλο μέτωπο και μάτια, ελαφρώς καταπονημένα. Φοράει πουκάμισο, γραβάτα, γιλέκο και σακάκι. Το έργο εδράζεται σε μία μαρμάρινη βάση, πάνω από την οποία υπάρχει το όνομά του.

Το 2011 κυκλοφόρησε το έργο «Σπυρίδων-Φιλίσκος Σαμάρας. Επετειακός τόμος για τα 150 χρόνια από τη γέννηση του», δεύτερος τόμος των Δημοσιευμάτων του Μουσείου Μουσικής «Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος», που είναι αφιερωμένος στη μνήμη του συνθέτη. H έκδοση αποτελεί μέρος των δραστηριοτήτων και των εκδηλώσεων της Φιλαρμονικής, της οποίας, από το 1889, ήταν Επίτιμος Καλλιτεχνικός Διευθυντής. Στην έκδοση περιέχεται πλούσιο υλικό με τεκμήρια και κειμήλια σχετιζόμενα με τον Σαμάρα, καθώς και λεπτομερές χρονολόγιο, στα Ελληνικά και τα Αγγλικά. Δημοσιεύονται τέσσερα πρωτότυπα κείμενα για τον Σπύρο Σαμάρα, από τους Χάρη Ξανθουδάκη [«Ο Ολυμπιακός Ύμνος και η πρεμιέρα του»], Στέλλα Κουρμπανά [«Η Flora Mirabilis και η πρεμιέρα της στην Ελλάδα»], Κώστα Καρδάμη [«Ο Σαμάρας και η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας»] και Γιώργο Λεωτσάκο [«Ιχνηλατώντας τον Σπύρο Σαμάρα ένα ολόκληρο τέταρτο αιώνος»]. Αποκαλύπτονται πτυχές της ζωής και του έργου του, υπογραμμίζεται η σημασία του συνθέτη για την οπερατική πραγματικότητα του τέλους του 19ου αιώνα και παρουσιάζεται μια προσέγγιση της μουσικής πραγματικότητας της Κέρκυρας και της Ελλάδας.

Διακρίσεις

Τιμήθηκε με

  • τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος, τον Ιανουάριο του 1889,
  • το Βασιλικό Μετάλλιο των Γραμμάτων και Τεχνών στις 12 Ιανουαρίου 1915.

Εργογραφία

Ο Σαμάρας υπήρξε ατόφιος ελληνολάτρης με την αρχαιοελληνική σημασία και η όπερα αποτέλεσε την κύρια θεματολογία της συνθετικής του δημιουργίας, ενώ είναι ο διασημότερος Έλληνας μουσουργός του 19ου αιώνα, με καταξίωση σε θέατρα της Ευρώπης. Η μουσική του διακρίνεται για τις έντεχνες μελωδίες και την κομψή ενορχήστρωση. Έγραψε συνθέσεις για πιάνο, πολλά τραγούδια καθώς και μικρότερα έργα. Από κοινού με τους Λεονκαβάλλο, Τζιορντάνο Μασκάνι και Τζιάκομο Πουτσίνι [7], συνέβαλε στη διαμόρφωση και ανέλιξη του βεριστικού κινήματος στην Ιταλία, ενώ το ιδιαίτερο ύφος του οδήγησε στην τεχνική κι αισθητική εδραίωση της ελληνικής εθνικής σχολής. Σημείωσε τεράστια επιτυχία σε πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις, όπως Μιλάνο, Ρώμη, Παλέρμο, Τζένοβα, Τεργέστη, Μάλτα, Βιέννη, Βερολίνο, Παρίσι, Μοντεκάρλο, Βουκουρέστι, Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, στην Οδησσό της Ρωσίας, στο Κάιρο της Αιγύπτου, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, αλλά και στην Αργεντινή στη Λατινική Αμερική. Έγινε ο πρώτος κι ίσως ο μόνος Έλληνας συνθέτης όπερας με πανευρωπαϊκή φήμη, όμως δυσανάλογα μικρή ήταν η αναγνώριση του έργου του στην Ελλάδα.

Όπερες

Συνέθεσε περισσότερες από δέκα όπερες, από τις οποίες σώζονται μόνο οι επτά,

  • «Τορπίλλαι» το 1879,
  • «Ολλάς», το 1882, τετράπρακτο μελόδραμα, σε συνεργασία με τον Στανκαμπιάνο, σε λιμπρέτο του Φραβασίλη.
  • «Φλώρα Μιράμπιλις», το 1886,
  • «Μετζέ», το 1888,
  • «Messidor», τo 1891,
  • «Μάρτυς», το 1894,
  • «Λιονέλα»
  • «Φούρια Τομάτα» [«Η δαμασθείσα μαινάδα», βασισμένη στο έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, «Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι»], το 1895,
  • «Στόρια ντ’ αμόρε–Η Ξανθούλα», το 1903,
  • «Δεσποινίς ντε Μπελίλ», το 1905 στη Γένοβα,
  • «Ρέα», το 1908, στη Φλωρεντία.

Η τρίπρακτη όπερα υπήρξε το αποκορύφωμα της συνθετικής του καριέρας. Παραστάθηκε τον Απρίλιο του 1908 στο θέατρο «Verdi» της Φλωρεντίας. Η παρουσίαση του έργου απέσπασε το θαυμασμό και τον Σαμάρα επαίνεσαν για τη μουσική του Ιταλοί συνθέτες όπως ο Πουτσίνι και ο Μασκάνι. Το έργο παραστάθηκε στο Βερολίνο, ενώ στις 24 Μαΐου 1911 [8], πρωτοπαίχτηκε στην Αθήνα. Στο έργο του ευαγγελιζόταν συμμαχία Ελλήνων με Φράγκους εναντίον των Οθωμανών, ανοίγοντας παλιές πληγές για την καθ' ημάς Ανατολή. Στη «Ρέα», που παρουσιάστηκε στην Αθήνα σε δύο παραστάσεις από τον ιταλικό θίασο «Κεδιβιάλ», που είχε ήδη παίξει έργα του Βέρντι, και με ορχήστρα 50 οργάνων, ενσωματώθηκε και ο «Ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων».

  • «Τίγκρα», ημιτελής, υπάρχει μόνο η Α' πράξη ενορχηστρωμένη από τον Βύρωνα Φιδετζή.

Οπερέτες

Έγραψε τις οπερέτες

  • «Πόλεμος εν πολέμω», το 1914,
  • «Η πριγκίπισσα της Σασσώνος», το 1915,
  • «Η Κρητικοπούλα», το 1916, σε ποιητικό κείμενο των Νικολάου Λάσκαρη και Πολύβιου Δημητρακόπουλου. Η υπόθεση της οπερέτας διαδραματίζεται στην Ενετοκρατούμενη Κρήτη.

Άλλες συνθέσεις

Τα τραγούδια του είναι ολιγάριθμα, όμως ορισμένα από αυτά, γραμμένα ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, συγκαταλέγονται στα αριστουργήματα του είδους. Η μελοποίηση του ποιήματος «Μάνα και γιος» του Γεωργίου Δροσίνη, οι περιγραφικές λεπτομέρειες της αφηγηματικής εξυφάνσεως του ποιήματος «Της κοπέλας το νερό» του ιδίου ή η εκφραστική και ρεαλιστική απόδοση της διαλογικής «Εξομολογήσεως» του Ιωάννη Πολέμη συνιστούν όψεις της ωριμότητος και της αποτελεσματικότητος με τις οποίες ο συνθέτης μεταλαμπάδευσε το βεριστικό ύφος των οπερών του σε μουσικές “μικρογραφίες”, οι οποίες λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του γνώρισαν την επιτυχία μέσω της δισκογραφίας.

  • «Σερενάτα για πιάνο», αφιερωμένη στη Βασίλισσα Όλγα, το 1876 ή 77,
  • «Μελαγχολικαί σκέψεις επί τω θανάτω του λοχαγού Βούρβαχη», το 1877 ή 78,
  • «Βαλς η Νεότης», το 1879,
  • «Εισαγωγή για ορχήστρα [Simfonia]», το 1879;,
  • «Σονάτα για βιολί και πιάνο», το 1880;,
  • «Ave Maria», για τενόρο και πιάνο, το 1880,
  • «Chitarrata», έργο για μαντολίνα, κιθάρες φλάουτα, όμποε, βιολοντσέλα κοντραμπάσα & κρουστά, το 1885,
  • «Ανατολικές σκηνές για πιάνο», το 1883;,
  • «Ολυμπιακός Ύμνος», σε ποίηση Κωστή Παλαμά, το 1896,
  • «Γαλλική Σερενάτα», για πιάνο, το 1903,
  • «Χαιρετισμός στη μητέρα Ελλάδα», σε ποίηση Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, για χορωδία, το 1914,
  • «Επινίκια», σε ποίηση του Γεωργίου Δροσίνη, το 1914,
  • «Σερενάδα», τραγούδι σε ποίηση αγνώστου,
  • «Στα σύνορα», εμβατήριο σε ποίηση του Ιωάννη Πολέμη,
  • «Της κοπέλας το νερό», τραγούδι σε ποίηση του Γεωργίου Δροσίνη,
  • «Νανούρισμα», τραγούδι σε ποίηση Γ. Τσοκόπουλου,
  • «Ο όρκος μου», το τραγούδι σε ποίηση Ιωάννη Πολέμη,
  • «Σ' αγαπώ», τραγούδι σε ποίηση Ι. Καμπούρογλου,
  • «Εξομολόγησις», τραγούδι σε ποίηση Ιωάννη Πολέμη,
  • «Μάννα και γυιος», τραγούδι σε ποίηση Γεωργίου Δροσίνη,
  • «Για την ένδοξη πατρίδα», εμβατήριο,
  • «Ειδύλλιον», τραγούδι σε ποίηση Ιωάννη Πολέμη,
  • «Εμπρός», στρατιωτικό θούριο σε ποίηση Ζαχαρία Παπαντωνίου,
  • «Εμβατήριον των Αγώνων», σε ποίηση Κωνσταντίνου Μάνου,
  • «Οι Νικηταί», εμβατήριο σε ποίηση Ιωάννη Πολέμη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Σπύρος Σαμάρας Εφημερίδα «Εμπρός», 27 Μαρτίου 1917, σελίδες 1 & 2.
  2. Η κηδεία Εφημερίδα «Εμπρός», 27 Μαρτίου 1917, σελίδα 2.
  3. Ολυμπιακός ύμνος
  4. [Μέχρι το 1956, η εκάστοτε διοργανώτρια χώρα ήταν υποχρεωμένη να συνθέτει δικό της Ολυμπιακό Ύμνο. Το 1936, ο Ύμνος των Αγώνων του Βερολίνου σε σύνθεση του Ρίχαρντ Στράους αποφασίστηκε να είναι ο μόνιμος Ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων, απόφαση που ανακλήθηκε αργότερα. Από το 1954 έως το 1956 επικράτησε ο Ύμνος του Πολωνού Μίχα Σπίσακ, όμως το 1958 στους Ολυμπιακούς του Τόκυο, ο Ολυμπιακός Ύμνος του Κωστή Παλαμά σε μελοποίηση Σαμάρα καθιερώθηκε και έκτοτε ακούγεται σε κάθε Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων.
  5. Μουσική και μουσικοί στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896
  6. Σπυρίδων Σαμάρας-Spyridon Samaras Γλυπτά της Αθήνας.
  7. [«....Είναι ανώφελο στο Μιλάνο ούτε καν με αναφέρουν, δε με καλούν για να με συγκατατάξουν στους νέους συνθέτες Όπερας. Μιλούν για τον Τσιπολλίνι, τον Τζιορτάνο, τον Σαμάρα, τον Λεονκαβάλλο, ποτέ για μένα!...».] Απόσπασμα από το γράμμα του Τζιάκομο Πουτσίνι προς τον Carlo Clausetti στις 9 Αυγούστου 1895.΄΄
  8. Η χθεσινή της Ρέας. Η μουσική και το έργον Εφημερίδα «Εμπρός», 25 Μαΐου 1911, σελίδα 4.