Εμμανουήλ Λαμπάκης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μανώλης Λαμπάκης, Έλληνας παραδοσιοκράτης, βασιλόφρονας, πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός, σημαντικός ζωγράφος και αγιογράφος του τελευταίου τετάρτου του 19ου και λίγων πρώτων χρόνων του 20ου αιώνα, εκπρόσωπος της ζωγραφικής Σχολής του Μονάχου, που το 1898 υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της «Εταιρείας των Φιλοτέχνων», γεννήθηκε στην Αθήνα το 1858 και πέθανε στις 25 Μαρτίου 1909 [1] [2] στο Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο στο Δαφνί, όπου νοσηλεύονταν ύστερα από παθολογική μελαγχολία στην οποία περιέπεσε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του. Η κηδεία του τελέστηκε [3] στις 11:00 το πρωί της 26ης Μαρτίου 1909 στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου (πρώην Πτωχοκομείου) στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, όπου και ενταφιάστηκε.

Εμμανουήλ Λαμπάκης

Βιογραφία

Η οικογένεια Λαμπάκη, που κατάγονταν από το χωριό Μουντάδος στην Τήνο τόπος ο οποίος θεωρείται η γενέτειρα του καλλιτέχνη, μετανάστευσε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Λαμπάκης που διατηρούσε ζαχαροπλαστείο στην γωνία των οδών Αιόλου και Μητροπόλεως στην Αθήνα και μητέρα του ήταν η Μαργαρίτα. Ο Εμμανουήλ ήταν ο μικρότερος από τα τρία παιδιά, όλα αγόρια, της οικογένειας Λαμπάκη. Αδέλφια του ήταν ο γνωστός φωτογράφος Ιωάννης Λαμπάκης, ο φωτογράφος της Ολυμπιάδος του 1896 στην Αθήνα και μετέπειτα ιερέας, και ο Γεώργιος Λαμπάκης, Πανεπιστημιακός καθηγητής και ο θεμελιωτής της χριστιανικής αρχαιολογίας στην νεότερη Ελλάδα, ενώ θείος τους ήταν ο ζωγράφος και χαράκτης Νικόλαος Πλατής ή Πλατύς. Για τα παιδικά χρόνια του Εμμανουήλ, που έπασχε από χρόνια παραμορφωτική ραχίτιδα, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες.

Σπουδές

Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών, όπου ήταν από τους πρώτους Τήνιους μαθητές της. Σύμφωνα με τις γραπτές πηγές παρακολούθησε τα μαθήματα της Σχολής από το 15ο έτος της ηλικίας του το 1874, όμως σύμφωνα με τον κατάλογο των υποτροφιών του Π.Ι.Ι.Ε.Τ., [Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου], του Ιδρύματος της Παναγίας της Τήνου, του οποίου ήταν υπότροφος, προκύπτει ότι το 1872 ήταν το έτος της υποτροφίας του. Το 1875, ως μαθητής του Σχολείου Καλών Τεχνών Αθηνών, συμμετείχε στα Γ' Ολύμπια, εκθέτοντας διάφορα έργα του. Το 1881, όταν ο Λαμπάκης είχε ολοκληρώσει τα μαθήματα στο σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα, συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου στην Γερμανία, με την φροντίδα της Βασίλισσας Όλγας της συζύγου του βασιλιά Γεωργίου Α', της οποίας ήταν γραμματέας ο αδελφός του Γεώργιος Λαμπάκης. Στην Ακαδημία του Μονάχου Ο Λαμπάκης είχε καθηγητή τον κορυφαίο Έλληνα ζωγράφο Νικόλαο Γύζη, τον Piloty και τον Λάιφτς, ενώ φέρεται να σπούδασε ειδικότερα την τοπιογραφία με τον Schonller. Με τον Νικόλαο Γύζη ο Λαμπάκης συνδέθηκε με θερμή φιλία [4] και επηρεάστηκε καλλιτεχνικά από το έργο του. Μετά την αποφοίτηση του από την Ακαδημία του Μονάχου, ο Λαμπάκης παρέμεινε στο Μόναχο όπου άνοιξε εργαστήριο ζωγραφικής και δραστηριοποιήθηκε ιδρύοντας τον πρώτο Ελληνικό Σύλλογο Καλλιτεχνών. Στην συνέχεια φέρεται ότι μετέφερε το εργαστήριο του στην Ιταλία και έπειτα επέστρεψε στην Ελλάδα, αν και σύμφωνα με άλλες πηγές μετέβη πρώτα στην Ιταλία, όπου διδάχθηκε την ζωγραφική από του φυσικού και έπειτα επέστρεψε στο Μόναχο όπου και ίδρυσε ατελιέ.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Το 1884, έναν χρόνο πριν την επιστροφή του στην Ελλάδα ο Λαμπάκης ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών της νεοϊδρυθείσης Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (Χ.Α.Ε.), όπως και ο αδελφός του Γεώργιος Λαμπάκης ο οποίος πρωτοστάτησε στην ίδρυση της αλλά και ο θείος τους Νικόλαος Πλατής ή Πλατύς. Το 1885 ο Εμμανουήλ επέστρεψε στην Ελλάδα από τις σπουδές του στο Μόναχο και στις 8 Ιουλίου εξέθεσε έργα του στο «σπουδαστήριο» του γλύπτη Γεωργίου Βρούτου. Το 1886 ο Νικόλαος Γύζης κληρονόμησε το πατρικό του σπίτι στο Σκλαβοχώρι της Τήνου και ζήτησε από τον Λαμπάκη να μεταβεί στην γενέτειρα του όπου ζωγράφισε το πατρικό σπίτι του Γύζη, και στη συνέχεια έστειλε τον πίνακα, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στο Ε.Π.Μ.Α.Σ., ταχυδρομικώς στο Μόναχο. Το 1888 στους εορτασμούς της συμπληρώσεως 25 χρόνων από την άνοδο στο θρόνο του Βασιλιά Γεωργίου του Α', τελέστηκαν στο Ζάππειο τα Δ' «Ολύμπια», στα οποία συμμετείχε και ο Λαμπάκης εκθέτοντας εννέα έργα και του απενεμήθη έπαινος «δι’ ελαιογραφία κεφαλής βοός».

Το 1889 συνεργάστηκε με τους αδελφούς του, τον Γεώργιο και Ιωάννη Λαμπάκη, στην αναστήλωση της Μονής Δαφνίου, όπου εργάστηκε στη συντήρηση των ψηφιδωτών της Μονής και αντέγραψε τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ενώ ιχνογράφησε την «Πλατυτέρα». Τη ίδια χρονιά έλαβε μέρος στην Παγκόσμια έκθεση των Παρισίων, την «Exposition Universelle» με μία ηθογραφία και με την προσωπογραφία της μητέρας του Μαργαρίτας, για την οποία τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο. Τον Ιανουάριο του 1893 εξέθεσε στο εργαστήριο του στην οδό Σπευσίππου 22 στο Κολωνάκι, τις εικόνες που προορίζονταν για τον Ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Στεφάνου των Παρισίων, αγιογράφηση που είχε αναλάβει ο L. Thiersch, όπου ο Λαμπάκης ζωγράφισε το «Δωδεκάορτο», ενώ την ίδια χρονιά εκλέχθηκε σύμβουλος της «Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας».

Ο Λαμπάκης συμμετείχε σε διάφορα άλλα καλλιτεχνικά σωματεία, όπως στην «Καλλιτεχνική Ένωση» το 1895 και εκλέχθηκε μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, την «Ένωση Καλλιτεχνών» το 1900 και την «Ελληνική Καλλιτεχνική Εταιρεία» το 1905. Το 1889 φιλοτέχνησε το πορτρέτο του επιχειρηματία Παππούδωφ, του πρώτου πρόεδρου της Χ.Α.Ε., ο οποίος είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια, από περιγραφή των χαρακτηριστικών του προσώπου του. Το έργο του ανέθεσε ο Αριστείδης Παπούδωφ, γιος του θανόντα. Για την προσωπογραφία ο Λαμπάκης τιμήθηκε με έπαινο, και σε δημοσίευμα του Αθηναϊκού εντύπου [5] χαρακτηρίστηκε «ζωγράφος της αριστοκρατίας». Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας των Φιλοτέχνων» και της σχολής ζωγραφικής για γυναίκες, την οποία ίδρυσε το 1905 στην οδό Βουλής ύστερα από τη διάλυση του τμήματος θηλέων της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, που όμως και αυτή διαλύθηκε σύντομα. Στον Λαμπάκη αποδίδονται και οι πρώτες προσπάθειες για την ίδρυση της Εθνικής Πινακοθήκης, καθώς φαίνεται να έχει υποβάλει την ιδέα στον Βασιλιά Γεώργιο Α' δηλώνοντας ότι προσφέρει τις υπηρεσίες του αφιλοκερδώς για μια σχετική προσπάθεια. Ο Λαμπάκης το 1901 κι ως το 1902 υπηρέτησε ως καθηγητής ιχνογραφίας στο Αρσάκειο της Λάρισας και από το 1903 μέχρι το 1907, διετέλεσε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών του Πολυτεχνείου των Αθηνών. Υπήρξε υποστηρικτής της ιδέας ιδρύσεως έδρας Βυζαντινής ζωγραφικής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.

Εργογραφία

Ο Λαμπάκης είναι ζωγράφος χαμηλών τόνων που φιλοτέχνησε προσωπογραφίες, ηθογραφικές σκηνές και ασχολήθηκε κυρίως με την εκκλησιαστική ζωγραφική, όπως διαμορφώθηκε από τον L. Thiersch, τον οποίο εκτιμούσε ιδιαίτερα όπως και ο αδερφός του Γεώργιος Λαμπάκης. Τα θρησκευτικά θέματά του, διακρίνονται για την απλότητα της εκφράσεως και την ευαισθησία της αποδόσεως και ακολουθούν τους κανόνες του ακαδημαϊσμού. Στις αγιογραφίες πιθανότατα δέχτηκε επιρροές από τον Θειρσίο, με τον οποίο συνεργάστηκε στο Παρίσι για την αγιογράφηση του Ορθοδόξου Ναού της Ελληνικής παροικίας, ενώ επαινέθηκε ιδιαίτερα, κυρίως για την χρήση και την εφαρμογή της προοπτικής, έτσι που να τίθενται οι βάσεις για την νεότερη εκκλησιαστική ζωγραφική. Ο Λαμπάκης είχε υποδείξει και την σύσταση έδρας βυζαντινής αγιογραφίας, στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Συμμετείχε στην Παγκόσμια Έκθεση των Παρισίων το 1889 και βραβεύτηκε μαζί με άλλους τρεις Έλληνες καλλιτέχνες, τον Νικόλαο Γύζη, τον Νικηφόρο Λύτρα και τον Λάζαρο Σώχο. Σε άρθρο [6] ο Λαμπάκης επαινείται για την εφαρμογή της προοπτικής στις αγιογραφίες του, καθώς υποστηρίζεται ότι έτσι τίθενται οι βάσεις για τη νεότερη εκκλησιαστική ζωγραφική, «χωρίς να παρεκτραπεί εν τη μιμήσει της φύσεως, είς την ανευλαβή εντύπωσιν, την οποίαν παράγουσιν αί αγιογραφίαι της λατινικής εκκλησίας και της ιταλικής αναγεννήσεως».

Στα έργα του περιλαμβάνονται τα:

  • «Αγία Ειρήνη» (ξυλογραφία),
  • «9 διάφοροι Άγιοι» (ξυλογραφία), και
  • «Υιός της Νιόβης» (ιχνογραφία), με τα οποία το 1875 συμμετείχε στα Γ' «Ολύμπια».
  • «Η Χαρτομάντις»,
  • «Κεφαλή γραίας χωρικής», με το οποίο μετείχε το 1883 στην τακτική έκθεση του Καλλιτεχνικού Συλλόγου στο Μόναχο,
  • «Ιταλός εξομολογείται τον έρωτα του σε νεαρή κόρη», και
  • «Εννεάκρουνος» με τις Νύμφες να λούζονται, δύο έργα του που εκτέθηκαν τον Ιούλιο του 1886, στο ξενοδοχείο «Μελάς» στην Κηφισιά,
  • «Ελαιογραφία κεφαλής βοός»,
  • «Παρθενών», έργο που εξέθεσε τον Ιανουάριο του 1894 στο επί της οδού Σταδίου κατάστημα Πέπα,
  • «Τυφλή γυναίκα» και
  • «Βοϊδοκεφαλή», που εξέθεσε τον Φεβρουάριο του 1894, στο κατάστημα Πέπα,
  • «Δύο παλικάρια να χαριεντίζονται με ωραία χωριατοπούλα», που εξέθεσε τον Φεβρουάριο του 1895 στο πιλοπωλείο Κατσίμπαλη,
  • «Αρχισιδηρουργός» που εκτέθηκε στο καφενείο «Παράδεισος»,
  • «Η μοναχή»,
  • «Ο καλόγηρος»,
  • «Ο εκατονταετής», που εκτέθηκε τον Φεβρουάριο του 1897 στο ανθοπωλείο Σταματάκη στην οδό Σταδίου
  • «Το Τάμα», που φυλάσσεται στο Π.Ι.Ι.Ε.Τ., καθώς και η αγιογράφηση του Δωδεκάορτου στον Άγιο Στέφανο των Παρισίων.

Το 1898 συμμετείχε στη «διαρκή έκθεση της Εταιρείας των Φιλοτέχνων». Έργα του εκτός από το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου (Π.Ι.Ι.Ε.Τ), βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου (Ε.Π.Μ.Α.Σ.), στη Συλλογή Κουτλίδη, στην κατοχή της οικογένειας Λαμπάκη και σε άλλες ιδιωτικές συλλογές.

Μνήμη Εμμανουήλ Λαμπάκη

Μετά την νεκρώσιμη ακολουθία του Λαμπάκη, την οποία παρακολούθησαν φίλοι, συνάδελφοι και μαθητές του εκλιπόντος, εκφώνησε επικήδειο λόγο ο υφηγητής του Εθνικού Πανεπιστημίου, ιατρός Δημητριάδης, ενώ στεφάνους στη σωρό του κατέθεσαν, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο δια του Διευθυντού του, η «Καλλιτεχνική Εταιρεία» της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος καθώς και πολλοί μαθητές του [7]

Η υποστήριξη του Λαμπάκη από την Βασίλισσα Όλγα, της οποίας ήταν γραμματέας ο αδελφός του Γεώργιος Λαμπάκης, Καθηγητής Χριστιανικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, αλλά και η φιλοβασιλική τοποθέτησε όλης της οικογένειας Λαμπάκη, είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν αμφιλεγόμενες κριτικές για τον ίδιο και το έργο του, ενώ το 1889 χαρακτηρίζεται από τους κριτικούς ως ζωγράφος της αριστοκρατίας. Στο «Πανελλήνιον Λεύκωμα Εθνικής Εκατονταετηρίδος» του 1927, το όνομα του Εμμανουήλ Λαμπάκη αναφέρεται ως ενός από τους αξιομνημόνευτους ζωγράφους, που δεν βρίσκονται εν ζωή.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Κηδεία Εφημερίδα «Αθήναι», 26 Μαρτίου 1909, σελίδα 3η.
  2. Περιοδικό «Τεχνικά Χρονικά», Μάρτιος-Απρίλιος 1954, σελίδα 83η.
  3. Κηδεία Εφημερίδα «Αθήναι», 26 Μαρτίου 1909, σελίδα 3η.
  4. [Από δύο επιστολές του Νικολάου Γύζη, η πρώτη της 2ας Δεκεμβρίου του 1886, στην οποία αναφέρει ότι έλαβε ταχυδρομικώς το σχέδιο του πατρικού του σπιτιού στο Σκλαβοχώρι της Τήνου, από τον «αγαπητό Λαμπάκη» και σε επιστολή της 22ας Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, αποκαλύπτεται η στενή σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο ανδρών. Ο Γύζης απευθύνεται γραπτώς στον Λαμπάκη με τα λόγια: «Αγαπητέ Μανώλη...ημπορείς να φανταστείς το μέγεθος της ψυχικής ηδονής, ην αισθάνθην, ότε είδον το υπό σου ζωγραφηθέν πατρικό μου σπίτι. Σε ευχαριστώ εκ ψυχής δια το ωραίον και πολύτιμο δώρον...». Στο κλείσιμο της επιστολής Γύζης εκφράζει την συμπάθεια του προς τον φίλο του λέγοντας: «...Λυπούμαι δια την αποθάρρυνσιν, την οποία αισθάνεσαι αυτού. Τω όντι είναι λυπηρόν το να μη θέλη και πάλιν εν Ελλάδι ανάψη ιερά φλοξ των Ωραίων Τεχνών..».]
  5. [«Νέα Εφημερίς», φύλλο της 9ης Μαρτίου 1889.]
  6. [Εφημερίδα «Καιροί», φύλλο 22ας Ιανουαρίου 1893.]
  7. Η κηδεία του Εμμανουήλ Λαμπάκη Εφημερίδα «Αθήναι», 27 Μαρτίου 1909, σελίδα 2η.