Παραδοσιοκρατία

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η παραδοσιοκρατία [ετυμολογία: παράδοσις + κρατία, (< -κράτης < κρατώ)] ή παραδοσιαρχία ή τραντισιοναλισμός [απόδοση στην ελληνική γλώσσα του γαλλικού όρου traditionalisme], είναι φιλοσοφική και κοινωνική θεωρία σύμφωνα με την οποία αποτελεί καθήκον και ανάγκη να διατηρούνται αναλλοίωτες στην διάρκεια του χρόνου οι οι καθιερωμένες πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις, οι πολιτικές, οικογενειακές, θρησκευτικές και άλλες παραδόσεις. Η παραδοσιοκρατία είναι έννοια αντίθετη του εκσυγχρονισμού, του ορθού λόγου, της ατομοκεντρικής αντιλήψεως, του κοινωνικού συμβολαίου και του φυσικού δικαίου, ενώ συνυπάρχει με τον ενστικτώδη συναισθηματισμό, τον κοινοτισμό και το δίκαιο του αίματος ή του εδάφους.

Τορυισμός

Ιστορική αναδρομή

Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ιερή την παράδοση και έγκλημα την αμφισβήτηση της. Η αντίληψη αυτή απαντάται ειδικά στα ζητήματα της Βυζαντινής Τέχνης η οποία θεωρείται ότι έμεινε απαράλλαχτη εξ αιτίας του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονταν στο Βυζάντιο η παράδοση. Ως φιλοσοφική έννοια και στάση ζωής, και με βάση έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές της, τον Έντμουντ Μπερκ [Edmund Burke] η παραδοσιοκρατία συνδέεται με ρομαντικές και μη αιτιοκρατικές αντιλήψεις για την κοινωνία και την πολιτική. Η βρετανική παραδοσιοκρατία, όπως την εξέφρασε τις ιδέες του ο Έντμουντ Μπερκ, δεν υιοθέτησε την τακτική της άκαμπτης και ανυποχώρητης αντιστάσεως στις αλλαγές αλλά την προσεκτική αποδοχή και ενσωμάτωση ορισμένων νέων στοιχείων, τα οποία ή μπορούσαν να χωρέσουν στο βρετανικό συντηρητικό πλαίσιο ή θεωρείτο αδύνατη η αποφυγή τους, µε απώτερο σκοπό την επιβίωση και τη διατήρηση της παραδόσεως. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η αποδοχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως συστήματος εκλογής των κυβερνήσεων και της απρόσκοπτης λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς. Ο Μπερκ, αν και θεωρούσε ότι η νεωτερικότητα σήμανε την πτώση της ιπποτικής Ευρώπης και την κυριαρχία του εβραϊκού εμπορικού πνεύματος, θεώρησε αυτονόητη την επικράτηση των δυο προαναφερθέντων θεσμών. Παράλληλα διαπίστωνε ότι στο βρετανικό πλαίσιο δεν υπήρχε μεγάλη προοπτική αμφισβητήσεως τους, καθώς οι φορείς του παραδοσιακού πνεύματος, κυρίως η εκκλησία και η αριστοκρατία, είχαν επιλέξει, υποστηρίξει και αναπτύξει μια µη συγκρουσιακή σχέση µε τον κόσμο του εμπορίου και την παραδοσιακή, την αποκαλούμενη φιλελεύθερη ή προοδευτική διανόηση.

Στην εξέλιξη των ιδεών της παραδοσιοκρατίας συνετέλεσαν σημαντικά, ίσως περισσότερο ή τουλάχιστον όσο κι εκείνες του Έντμουντ Μπερκ, οι απόψεις του Άνταµ Μύλλερ, το όνομα του οποίου αν και δεν μνημονεύεται επαρκώς, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι υπήρξε ένας από τους πρώτους θεωρητικούς που εξέφρασαν παραδοσιοκρατικές απόψεις, ενώ παράλληλα κατάφερε να αποτυπώσει τη βαθύτερη ουσία του πνεύματος της παραδόσεως αλλά και να προκρίνει ιδέες που επιβίωσαν διαχρονικά. Σε επιχειρήματα παραδοσιοκρατών του 18ου και του 19ου αιώνος, η πίστη στην αξία της παραδόσεως στην πολιτική και την κοινωνία αποκτά θεολογικές διαστάσεις, καθώς υποστηρίζεται ότι οι παραδοσιακές πρακτικές είναι δοσμένες από το Θεό, όμως σταδιακά η υποστήριξη της παραδόσεως αποκτά φιλοσοφική υπόσταση. Ο Μπερκ αλλά και ο Μύλλερ καταδικάζουν τόσο τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 όσο και την πουριτανική στη Βρετανία του 1648. Αντιθέτως, υπερασπίζονται την Ένδοξη Επανάσταση του 1688. Η υπεράσπιση της επαναστάσεως του 1688 εκ μέρους του Μπερκ συμβαίνει διότι δεν έλαβε χαρακτήρα συγκρούσεως και ο Μπερκ την ερμηνεύει ως επαναβεβαίωση του αρχαίου «συντάγματος» του βασιλείου της Γαλλίας κι όχι ως διακοπή της ομαλής ιστορικής του συνέχειας [1].

Φιλοσοφικό υπόβαθρο

Ένας από τους λόγους της δυναμικής της παραδόσεως πηγάζει από την επίγνωση ότι αυτή αντανακλά τη συσσωρευμένη σοφία του παρελθόντος, καθώς οι θεσμοί και τα έθιμα που έχουν επιβιώσει το έχουν πετύχει λόγω της λειτουργικότητας και της ίδιας της αξίας τους, ενώ το πνεύμα των περασμένων γενεών, παρέχει την προοπτική να συνεχίσουν να προσφέρουν ένα κατάλληλο πλαίσιο ζωής στις επόμενες γενιές, λόγο που αναδεικνύει ως καθοριστικό ο Άνταμ Μύλλερ. Η παραδοσιοκρατία δεν αντιλαμβάνεται το άτομο µε όρους «αρνητικής ελευθερίας». Η ελευθερία στην παραδοσιοκρατία έχει αρχαιοελληνική, «θετική» χροιά και συνίσταται στο να κάνει ο καθένας αυτό που μπορεί για το καλό του συνόλου.

Συνοπτικά, η σοφία του παρελθόντος, ο σεβασμός στην ιστορική συνέχεια του εθνικού πνεύματος και η μέθεξη στο πνεύμα που εµπεριέχουν οι γραπτές ή οι άγραφες νομικές ρυθμίσεις του παρελθόντος. Ο δεύτερος λόγος είναι η αίσθηση της ταυτότητος καθώς η παράδοση δεν εξαντλείται µόνο στους πολιτικούς θεσμούς που έχουν επιβιώσει στον χρόνο αλλά κι από όλα εκείνα τα έθιμα και τις κοινωνικές πρακτικές, που δυναμώνουν στον άνθρωπο το αίσθημα ότι ανήκει σε μια κοινότητα. Στο ζήτημα της ταυτότητος και της αισθήσεως του ανήκειν, ο Μύλλερ δίνει μεγαλύτερη έμφαση στον καθοριστικό ρόλο του πολέμου, ως διαδικασία κοινωνικής συνοχής, αλλά και στην αίσθηση του πολεμικού πνεύματος που διαπερνά το πολιτικό γίγνεσθαι. ο Μύλλερ υπήρξε ένας από τους φιλοσόφους που υποστήριξε δηµοσίως την θετική φύση του πολέμου ως φαινόμενο, εγκωμίασε τον χαρακτήρα του πολεμικού πνεύματος και το ανέδειξε ως ζωτικό και καίριο συστατικό για τη λειτουργία και τη ζωή ενός κράτους, βασικό παράγοντα για την ανάπτυξη του πραγματικού δικαίου ανά τον κόσμο. Από την πλευρά του ο Άνταμ Μπερκ τοποθετεί τον πόλεµο απόλυτη αξία στο κέντρο της αναλύσεως του, έτσι που οι επιρροές των ιδεών του αγγίζουν την ιδεολογία του Ιταλικού φασισμού.

Ο Έντμουντ Μπερκ και ο Άνταµ Μύλλερ, σημειώνουν ότι τα έθνη συγκροτούνται όχι µόνο από όσους βρίσκονται στη ζωή, αλλά και από τις περασμένες, καθώς επίσης κι από τις επερχόμενες γενεές, δίνοντας έμφαση στην εθνική ιστορική συνέχεια. Ο Μύλλερ θεωρεί την κατάσταση του φυσικού δικαίου ως ψευδαίσθηση και τον ατομικισμό ως επινόηση των φιλελεύθερων και διακηρύσσει ότι ο άνθρωπος αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου οργανισμού, κοινωνικού και κυρίως εθνικού. Η παραδοσιοκρατία δεν αντιτίθεται κατ' ανάγκη και υποχρεωτικά στις αλλαγές στον τρόπο διακυβερνήσεως και στους θεσμούς αλλά υπερασπίζεται τις σταδιακές και ομαλές μεταβολές και αλλαγές. Η παραδοσιοκρατία σέβεται τις πολιτικές συνήθειες, τα πολιτικά ήθη, και αποδέχεται την παράδοση ως συσσωρευμένη γνώση και φρόνηση παρελθόντων γενεών. Δέχεται ότι οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι αιτιακές και προβλέψιμες και ότι η «πολιτική σοφία και γνώση» είναι συλλογική και όχι αποτέλεσμα του στοχασμού ενός φιλοσόφου. Η παραδοσιοκρατία υποστηρίζει τη διατήρηση του υφισταμένου κοινωνικού και πολιτικού στάτους αξιών, σε θεσμούς και αξίες, ως λειτουργικού και αποτελεσματικού. Από την εποχή της Γαλλικής Επαναστάσεως ως εκείνη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ευρωπαίοι παραδοσιοκράτες αντιτάχθηκαν στον φιλελευθερισμό και στη συνέχεια, στον σοσιαλισμό. Οι πλέον συντηρητικοί εξέφρασαν την επιθυμία τους για τη διατήρηση του αριστοκρατικού φεουδαρχικού συστήματος και της πολιτικής ισχύος της χριστιανικής Εκκλησίας.

Σύγχρονη εποχή

Στην παραδοσιοκρατία στηρίχθηκε η πολιτική φιλοσοφία του Τορυισμού στην Αγγλία, που προέρχεται από τον Αγγλικό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος μερικές φορές αναφέρεται ως «Πόλεμοι των Τριών Βασιλείων», και την παράταξη των Cavaliers Η πολιτική φιλοσοφία του Τορυισμού είναι εμφανής στην πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και σε τμήματα της Κοινοπολιτείας, ιδιαιτέρως στον Καναδά, ενώ έχει υποστηρικτές σε κάθε τμήμα της πρώην Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικό υπήρξε το παράδειγμα των Νομιμοφρόνων της Βρετανικής Αμερικής, οι οποίοι ήταν αντίθετοι στον αγώνα της ανεξαρτησία και τάχθηκαν εναντίον της Αμερικανικής Επαναστάσεως. Το ήθος των προσκείμενων στον τορυισμό έχει συνοψιστεί με τη φράση «Ο Θεός, ο Βασιλιάς και η Χώρα». Οι Τόρις γενικά υποστηρίζουν τον μοναρχισμό, υπερασπίζουν συνήθως την Υψηλή Εκκλησιαστική Αγγλικανική θρησκευτική κληρονομιά και βρίσκονται σε αντίθεση με τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό των Γουίγκς. Σύμφωνα με τους Νόμους του καλαμποκιού (1815-1846) η πλειοψηφία των Τόρις υποστηρίζουν τον προστατευτικό αγραριανισμό, με σκοπό τη βιωσιμότητα, την αυτάρκεια και τους αυξημένους μισθούς στην αγροτική απασχόληση.

Στον 20ο αιώνα οι παραδοσιοκράτες διαιρέθηκαν σε υποστηρικτές του πατερναλιστικού παρεμβατικού κράτους και σε θιασώτες της προσηλώσεως στην ελεύθερη αγορά, ενώ μεταξύ των δεύτερων αναπτύχθηκε μια μορφή συντηρητισμού, η οποία αποδέχτηκε πλήρως τη φιλελεύθερη δομή της αγοράς και της κοινωνίας. Μετά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνος οι παραδοσιοκράτες αποδέχθηκαν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, τη φιλελεύθερη δημοκρατία και ενσωματώθηκαν στο κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς που εκπροσωπεί. Σύμφωνα με τον Βέμπερ ένα από τα εμπόδια που συνάντησε η ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι η παραδοσιοκρατία. Το γεγονός δηλαδή ότι ο άνθρωπος δεν θέλει από τη φύση του να κερδίζει όλο και περισσότερα, αλλά να κερδίζει μόνο τόσα όσα του χρειάζονται για να διατηρεί τον τρόπο ζωής του. Μια στάση ζωής η οποία αποτελεί εμπόδιο για την ανάπτυξη του καπιταλισμού και που μπορεί να αντιμετωπιστεί ακριβώς με την αντίληψη της εργασίας ως αυτοσκοπού, όχι μόνο απαλλαγμένου από ηθικά εμπόδια, αλλά αντιληπτού και ως καθήκον. Το έδαφος για αυτήν την αλλαγή δημιουργείται κατά τον Βέμπερ μέσω μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής ανατροφής [2]

Στις μέρες μας η επιρροή της παραδοσιοκρατίας μοιάζει να απλώνεται και να αυξάνεται σταδιακά, καθώς ακόμη και στις Η.Π.Α, οι οποίες αποτελούν κράτος µε θεμέλια ξένα προς το παραδοσιακό πνεύμα. Οι Η.Π.Α., που δημιουργήθηκαν σ' ένα υπόβαθρο εξαιρετικά δύσκολο να γονιμοποιηθεί η παραδοσιακή σκέψη καθώς εξ υπαρχής αποτέλεσαν ένα πολυεθνικό κράτος μεταναστών, που δεν είχε ιστορία και αρχαία ή μεσαιωνική παράδοση, που οικονομικά βασίστηκαν εξαρχής στις εμπορικές δραστηριότητες και απέκτησαν κρατική ανεξαρτησία κηρύσσοντας τον πόλεµο στην Βρετανική μοναρχία, είναι εμφανής μια σύγχρονη στροφή στην παράδοση και τις αρχές της. Κάποια ίχνη αυτής της τάσεως αναδείχθηκαν αρχικά στις πολιτείες του Νότου όπου συνυπήρχαν ορισμένες αναγκαίες κι απαραίτητες προϋποθέσεις όπως η αγροτική οικονομική παραγωγή, η φυλετική ομοιογένεια καθώς οι λευκοί διαχειρίζονταν την πολιτική και την οικονομική εξουσία, και η αίσθηση της κοινής (ευρωπαϊκής) καταγωγής σβήστηκαν µε την ήττα του νότου στον Αμερικανικό εμφύλιο, ενώ στη συνέχεια η επίδραση των παραδοσιακών ιδεών παρέμεινε μικρή και περιορίστηκε σε εθνικιστικούς και φυλετιστικούς κύκλους, οι οποίοι δεν επηρέασαν την αμερικανική κεντρική πολιτική σκηνή. Στη συνέχεια, κυρίως μετά τη δεκαετία του 1960, άρχισαν να αναφαίνονται παραδοσιακές επιρροές αρχικά από µέλη του κόμματος των Δημοκρατικών του Νότου κι έπειτα από μια, ολοένα και μεγαλύτερη, πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Έντμουντ Μπερκ, «Στοχασμοί για την Επανάσταση στη Γαλλία», σελίδα 57, μετάφραση Χρήστος Γρηγορίου, εκδόσεις «Σαββάλας», Αθήνα 2010.]
  2. [Weber M., «Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού», μετάφραση Μ.Γ. Κυπραίου, Εκδόσεις «Gutenberg», Αθήνα 2006, σελίδες 52η-55η.]