Νικόλαος Γύζης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Νικόλαος Γύζης γνωστός και ως Γκύζης, Έλληνας κορυφαίος ζωγράφος του 19ου αιώνα και ο επιφανέστερος της τριανδρίας των εκπροσώπων της Σχολής του Μονάχου, που αποκλήθηκε «ο Σολωμός του χρωστήρος», τακτικός καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου [Akademie der Bildenden Künste München], ένας από τους εικαστικούς που διακρίθηκε σε Ευρωπαϊκό επίπεδο διατηρώντας την Ελληνική του ταυτότητα και χαρακτηρίστηκε Εθνικός ζωγράφος, γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1842 στο χωριό Σκλαβοχώρι της Τήνου, ένα από τα μεγαλύτερα νησιά των Κυκλάδων, γνωστό για τη πολιτιστική προσφορά και την ανάδειξη καλλιτεχνών που θεμελίωσαν τις Νεοελληνικές εικαστικές τέχνες, και πέθανε [1] [2] στις 22 Δεκεμβρίου 1900 ή 4 Ιανουαρίου 1901 με το νέο ημερολόγιο, στο Μόναχο της Γερμανίας, από λευχαιμία. Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο [Nord-fidhof] του Μονάχου.

Στις 24 Απριλίου 1877 παντρεύτηκαν με την Αρτέμιδα Νικολάου Νάζου και ο γάμος του τελέστηκε στο εκκλησάκι του κτήματος της οικογένειας του πεθερού του στο Χαϊδάρι. Την Άνοιξη του 1878 απέκτησαν μια κόρη, την Πηνελόπη, που πέθανε μόλις δώδεκα ημερών, και το 1879 απέκτησαν μια ακόμη, την οποία βάπτισαν Πηνελόπη, όπως ήταν το όνομα της αδελφής της. Tα επόμενα χρόνια γεννήθηκαν άλλες δύο κόρες, η Μαργαρίτα το 1881, και η Ιφιγένεια το 1890, και ενδιάμεσα το 1884, ένας γιος, ο Ονούφριος-Τηλέμαχος, μετέπειτα γλύπτης.

Νικόλαος Γύζης

Βιογραφία

Πατέρας του ήταν ο καλλιεργητής γης και ξυλουργός Ονούφριος Γύζης, ο οποίος πέθανε το 1882, και μητέρα του η Μαργαρίτα Ψάλτη με καταγωγή από καλή οικογένεια του νησιού, πέθανε το 1881, των οποίων ήταν ένα από τα έξι παιδιά τους. Αδέλφια του ήταν ο Γεώργιος, η Μαρία, μετέπειτα σύζυγος του Γεωργίου Αρμάου, η Μαριέττα Βούλγαρη, η Καλλιόπη Περιβολαράκη και η Μαρίνα Λούβαρη. Ανιψιοί του Γύζη ήταν ο ζωγράφος Όθων Περιβολαράκης και ο ζωγράφος-αγιογράφος Νικόλαος Λούβαρης. Ο Νικόλαος Γύζης έδειξε την κλίση του στη ζωγραφική από νεαρή ηλικία. Το 1850, με τη σύμφωνη γνώμη της μητέρας του, ο Ονούφριος και ο Νικόλαος Γύζης εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, αρχικά σε μία μικρή κατοικία-εργαστήριο στην οδό Καλαμιώτου στο Μοναστηράκι και αργότερα σε οικία στην οδό Θεμιστοκλέους 18, όπου ο Ονούφριος οργάνωσε εργαστήρι ξυλουργικής, που χρησίμευσε και ως εργαστήριο για το γιο του.

Σπουδές

Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του έγινε φανερό το ταλέντο του, όταν αντέγραψε τις λιθογραφίες του πατρικού σπιτιού του. Μετά την αποφοίτηση του Νικόλαου από το Δημοτικό σχολείο Καραμάνου στην οδό Αθηνάς, οι γονείς του παρά τις επιφυλάξεις τους, τον έγραψαν στο Σχολείο των Τεχνών, τη μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου Αθηνών, αρχικά ως ακροατή και από το 1853 έως τον Οκτώβριο του 1864 ως κανονικό σπουδαστή, με δασκάλους τον Ρωσικής καταγωγής ζωγράφο Λουδοβίκο Θείρσιο, τους Φίλιππο Μαργαρίτη, τον οποίο αντικατέστησε το 1855, μετά την αποχώρηση του, ο Νικηφόρος Λύτρας, με τον συνδέθηκε φιλικά ο Γύζης, το Γεώργιο Μαργαρίτη, το μοναχό Αγαθάγγελο Τριανταφύλλου, τον Ιταλό Raffaelo Ceccoli, τον Βαυαρό Ludwig Thiersch, Πέτρο Παυλίδη-Μινώτο και Βασίλειο Καρούμπα-Σκόπα. To ταλέντο του εντυπωσίασε τον Thiersch, που το διάστημα 1853-1855, τον επέλεξε ως βοηθό στην αγιογράφηση της Ρωσικής Εκκλησίας, του ναού της Σωτείρας Λυκοδήμου, ενώ ο Γύζης φιλοτέχνησε τον μικρό ναό του Αγίου Γεωργίου στο Χαϊδάρι.

Το 1859 πήρε μέρος στην έκθεση των Ολυμπίων. Το 1862, με σύσταση του Τηνιακού και φίλου του Νικηφόρου Λύτρα, γνώρισε τον Νικόλαο Νάζο, εύπορο Τηνιακό και μετέπειτα πεθερό του. Με τη βοήθεια του Νάζου έλαβε τριετή υποτροφία από το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου για σπουδές ζωγραφικής στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Μόναχο. Την 1η Ιουνίου 1865 αποχαιρέτησε τους οικείους του και αναχώρησε με πλοίο από τη Σύρο και την Τρίτη 22 Ιουνίου έφτασε μέσω Τεργέστης στο Μόναχο. Στις 5 Οκτωβρίου 1865 γράφτηκε στην Ακαδημία και εκεί μαθήτευσε κοντά στον Χέρμαν Άνσουτς [Hermann Anschutz] και τον Αλεξάντερ Βάγκνερ [Alexander von Wagner] ενώ το 1868 -με προτροπή του Λύτρα- έγινε δεκτός και παρακολούθησε μαθήματα στην τάξη του Καρλ φον Πιλότυ [Karl von Piloty]. Το έργο του, με το οποίο έγινε δεκτός στις τάξεις του Πιλότυ είχε ως θέμα του τον «Ιωσήφ στην φυλακή» κι ο ζωγράφος το δώρισε στο Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου, ως ένδειξη τιμής κι ευγνωμοσύνης. Διακρίθηκε σε όλα τα χρόνια των σπουδών του και πήρε τα πρώτα βραβεία στην ξυλογραφία, τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία και αποφοίτησε στις 28 Μαρτίου 1871.

Καλλιτεχνική διαδρομή

Τον Ιούλιο του 1856 ο λήσταρχος Νταβέλης και ο υπαρχηγός του, ο Μέγας που στο μεταξύ είχε προσχωρήσει στις κρατικές διωκτικές δυνάμεις, συγκρούστηκαν σε μια ενέδρα της χωροφυλακής και ο Νταβέλης σκότωσε τον Μέγα, όμως οι υπόλοιποι χωροφύλακες σκότωσαν τον Νταβέλη και του έκοψαν το κεφάλι, καρφώνοντας το σ’ έναν πάσσαλο στην πλατεία Συντάγματος, σε κοινή θέα για παραδειγματισμό. Ο Νικόλαος Γύζης, είδε στην πλατεία το καρφωμένο κεφάλι του ληστή και το θαύμασε για την ηρεμία και τη γλυκύτητα που απέπνεε, καθώς ο Νταβέλης ήταν μία πολύ συμπαθητική φυσιογνωμία. Ο Γύζης δεν ξέχασε αυτό το πρόσωπο και στον πίνακα του

  • «Το Άγιον Μανδήλιον»,

στην απεικόνιση του Ιησού Χριστού, όλοι θαύμαζαν τη γαλήνη και την ομορφιά που χαρακτήριζαν το πρόσωπο του Θεανθρώπου. Κάποτε ο Γύζης αποκάλυψε ότι εμπνεύστηκε το πρόσωπο από το κομμένο κεφάλι του λήσταρχου Νταβέλη, όπως το αντίκρισε στην πλατεία Συντάγματος

Το 1864 ο Νικόλαος Νάζος του ανέθεσε να διακοσμήσει την τραπεζαρία του ξενώνα της έπαυλης Παλατάκι στο Χαϊδάρι. Ο ζωγράφος κάλυψε τους τοίχους και την οροφή με την παράσταση των Τεσσάρων Εποχών. Η τοιχογραφία δημιουργεί την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε υπαίθριο χώρο και περιβάλλεσαι από σιδερένια σκιάδα στεγασμένη με γυαλί. Στην οροφή και τους τοίχους έχουν απεικονιστεί κιγκλιδώματα πλαισιωμένα από αναρριχώμενα φυτά, άνθη και πουλιά που κελαηδούν. Στους τοίχους ο Γύζης φιλοτέχνησε τέσσερις μορφές από νεαρές κοπέλες που συμβολίζουν τις αντίστοιχες εποχές του χρόνου. To τοπίο που περιβάλλει τη σκιάδα, ζωγραφισμένο με ανοικτά γαλάζια και πράσινα χρώματα, είναι ειδυλλιακό, με χαμηλούς λόφους, κοκοφοίνικες και ανθώνες. Σε διάφορα σημεία υπάρχουν αρχαιοπρεπή αγγεία, τα οποία ο ζωγράφος χρησιμοποίησε ως διακοσμητικά θέματα. Τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, με σκοπό να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι σε ατελιέ και εγκαταστάθηκε στην αυλή, απέναντι από το πατρικό του στην αδιέξοδη πάροδο της οδού Θεμιστοκλέους 18. Το καλοκαίρι και έως τον Οκτώβριο του 1873, μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, ταξίδεψε στην Μικρά Ασία, όμως τον Μάιο του 1874 εγκατέλειψε οριστικά την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του και το 1876, ταξίδεψε παρέα με τον Νικηφόρο Λύτρα στο Παρίσι.

Την ημέρα του γάμου του, μαζί με τη σύζυγο του φύτεψαν, στο κτήμα της οικογένειας Νάζου, μια ακακία σε ανάμνηση του γάμου τους, σύμβολο της κοινής πορείας που θα ακολουθούσαν στην υπόλοιπη ζωή τους. Tο ζευγάρι αναχώρησε για το Μόναχο λίγες μέρες μετά τον γάμο και η Άρτεμις Νάζου έμελλε να μην επιστρέψει ποτέ στην Ελλάδα. Tο πρώτο σπίτι τους στη Γερμανία αποτελούνταν μόνο από δύο δωμάτια, σε μια κεντρική και όμορφη συνοικία του Μονάχου, όμως μόλις η οικονομική κατάστασή του βελτιώθηκε, μετακόμισαν σε πιο άνετο σπίτι. Στο Μόναχο, όπου επέλεξε να εγκατασταθεί, έγινε δεκτός στον κύκλο του Leibl, ενώ συνδέθηκε φιλικά με τους ζωγράφους Franz von Defregger, Eduard Kurzbauer και, αργότερα, με το Franz von Lenbach. Τον Αύγουστο του 1880, ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1882 εκλέχθηκε παμψηφεί ως έκτακτος καθηγητής της. Μεταξύ των Ελλήνων μαθητών του ήταν και ο Τήνιος ζωγράφος και αγιογράφος Εμμανουήλ Λαμπάκης, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πλέον έμπιστους φίλους του Γύζη ως το τέλος της ζωής του.

Το 1887 ο Γύζης σχεδίασε τη σημαία του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας και το 1888 συμμετείχε στην 3η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση στο Γκλασπαλάστ [Glaspalast] με το «Πνεύμα της Τέχνης» στράφηκε προς τον τομέα της καλλιτεχνικής αφίσας. Τον ίδιο χρόνο ανακηρύχθηκε τακτικός καθηγητής στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, διορισμός που υπήρξε μεγάλη επιτυχία και τιμή, δεδομένου ότι οι άλλοι τρεις υποψήφιοι για τη θέση ήταν Γερμανοί. Το 1892 κέρδισε χρυσά μετάλλια στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου και στη Μαδρίτη, εκλέχθηκε μέλος της κριτικής επιτροπής της Διεθνούς Έκθεσης του Σικάγου του 1893, χρονιά κατά την οποία εικονογράφησε και το διήγημα «Φίλιππος Μάρθας» του Δημητρίου Βικέλα. Τα χρόνια 1895 - 1899 φιλοτέχνησε τη μεγάλη ιδεαλιστική σύνθεση

  • «Η Αποθέωση της Βαυαρίας» για το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης. Δουλεύοντας το έργο του παραπονιέται λέγοντας «...Θα έκαμνα, με πολύ πλέον ευχαρίστησιν την αποθέωσιν της Ελλάδος, αλλά μόνος μου δεν ημπορώ να την αποθεώσω, αφού οι περισσότεροι την ξεθεώνουν...».

Το 1895 επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, ενώ το 1896 σχεδίασε τα διπλώματα για τους νικητές των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, ύστερα από εισήγηση του Δημητρίου Bικέλα, μια παράσταση που απεικόνιζε την Ελλάδα να αναπολεί την παλιά δόξα της και να ευαγγελίζεται από την Άπτερο Νίκη. Το 1899 απέστειλε τη «Δόξα» στην έκθεση της Αθήνας, ενώ το 1900 τα έργα του «Νέος Αιώνας» και «Εαρινή Συμφωνία» παρουσιάστηκαν στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι, και στο Glaspalast η μεγάλη σύνθεση «Ιδού ο Νυμφίος», που εντάσσεται στα θρησκευτικά οράματα, τα οποία δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Το 1898 τιμήθηκε με το χρυσό παράσημο Ριτερκρόϋτς και το Γερμανικό κράτος αγόρασε έργα του για την Πινακοθήκη. Δύο από τα μεγάλα «γερμανικά» του έργα, οι «Ελεύθερες τέχνες» και «Τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας», που κοσμούσαν την οροφή Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Καϊζερσλάουτερν καθώς και «Ο θρίαμβος της Βαυαρίας», που κοσμούσε την αίθουσα συνεδριάσεων του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης, καταστράφηκαν στη διάρκεια των βομβαρδισμών της Γερμανίας από τους συμμάχους στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Διακρίσεις

Την Πρωτοχρονιά του 1881 του απονεμήθηκε δίπλωμα και μετάλλιο του Βασιλέως Γεωργίου Α' της Ελλάδος. Στην Αθήνα μια ολόκληρη συνοικία πήρε το όνομά της από το επώνυμο του ζωγράφου. Είναι η γνωστή ως συνοικία Γκύζη καθώς όταν ο Γύζης το 1865 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο της Γερμανίας όπου έζησε μέχρι το θάνατό του στους πίνακες που ζωγράφιζε έβαζε την υπογραφή του με λατινικούς χαρακτήρες, έτσι το όνομα της περιοχής υπέστη παραφθορά σε Γκύζη, όπως αποκαλούσαν τον ζωγράφο οι Γερμανοί.

Το τέλος του

Το 1898 αρρώστησε από κρυολόγημα, το οποίο εξελίχθηκε σε περιπνευμονία και τα τελευταία χρόνια της ζωής του κύλισαν με ανυπόφορους πλευρικούς πόνους, που τον εμπόδιζαν ακόμη και να αναπνεύσει. Την ίδια εποχή διαπιστώθηκε ότι έπασχε από υπερτροφικό σπλήνα, που πίεζε την κοιλιακή του χώρα. H κατάσταση της υγείας του παρουσίαζε σταδιακή επιδείνωση ενώ οι γιατροί αδυνατούσαν να τον θεραπεύσουν και εικάζεται ότι προσβλήθηκε από λευχαιμία, από την οποία απεβίωσε. Σύμφωνα με τηλεγράφημα της Αρτέμιδος Γύζη που δημοσιεύθηκε στις Αθηναϊκές εφημερίδες της 22ας Δεκεμβρίου και είχε παραλήπτη τον αδελφό της, διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, ο σύζυγός της ασθενεί βαρέως και δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας.

Μετά τον θάνατό του, οργανώθηκε αναδρομική έκθεση των έργων του κατά τη διάρκεια της 8ης Καλλιτεχνικής Έκθεσης στο Glaspalast του Μονάχου. Προς τιμήν του, ο γλύπτης Heinrich Waderé φιλοτέχνησε μνημείο, ο φίλος του γνωστός Γερμανός ζωγράφος Franzvon Lenbach σχεδίασε τον νεκρό Γύζη, και ο Κωστής Παλαμάς συνέταξε το ποίημα «Για τον τάφο του Νικολάου Γύζη». Η οικογένεια του παρέμεινε στο Μόναχο και αργότερα μόνο ο γιος του εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Στις αρχές του 21ου αιώνα ο Δήμος Χαϊδαρίου προχώρησε στην αποκάλυψη, στερέωση και αποκατάσταση της τοιχογραφίας των Τεσσάρων Εποχών, σε συνδυασμό με τη συνολική αναστήλωση του οικοδομικού συγκροτήματος του ξενώνα και η τοιχογραφημένη αίθουσα είναι επισκέψιμη από το κοινό, ενώ το υπόλοιπο κτήριο στεγάζει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη [3].

Εργογραφία

Το κρυφό σχολειό

Υπήρξε ένας από τους ωραιότερους άντρες της εποχής του, και ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους με παγκόσμια ακτινοβολία. Με το έργο του συνδύασε τις γραφικές Τέχνες με την υψηλή Τέχνη. Όπως έλεγε ο ίδιος «Μετά των εκατοντάδων σχεδίων, μικρών και μεγάλων, μέχρι Κολάσεως και Παραδείσου, έζησα ονειρευόμενος». Διακρίθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους στην Ελλάδα αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο του ακαδημαϊκού ρεαλισμού του δεύτερου μισού του 19ου αιώνος. Στο ξεκίνημά του ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με την ηθογραφία, που τότε είχε μεγάλη διάδοση στη Δυτική Ευρώπη. Ο Γύζης εξυμνούσε την καθημερινή ζωή της Ελλάδας και τη μοναδικότητα των ελληνικών εθίμων και από πολλούς θεωρείται ο πατέρας της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα.

Μετά την αποφοίτησή του από την Ακαδημία του Μονάχου απομακρύνθηκε από τις αρχές της, που ήταν κατά κύριο λόγο η ζωγραφική αναπαράσταση ιστορικών σκηνών. Ο Γύζης κατάφερε να συγκεράσει το ρεαλισμό και τον ιδεαλισμό και να εξελίξει πολλά στοιχεία συμβολισμού, διατηρώντας την εθνική του ταυτότητα, πράξη που οι μελετητές του έργου του την αποδίδουν στην επίδραση που άσκησε επάνω του η ελληνική φύση. Ο ίδιος έλεγε, «Την Ελλάδα δεν ημπορώ να την ζωγραφίσω τόσον ωραίαν ως την αισθάνομαι». Ήταν βαθιά θρησκευόμενος καλλιτέχνης και στράφηκε στις αλληγορικές και τις μεταφυσικές παραστάσεις. Οι πίνακες του έχουν πνοή και ξεχειλίζουν από ομορφιά, πατριωτισμό, ανθρωπιά και ζωή. Σύμφωνα με όσα έγραψε στο ημερολόγιο του «...Νομίζω πως νιώθω κάτι περισσότερο για την τέχνη μου, αλλά πρέπει να εργαστώ ακόμη εξαιρετικά και να κοπιάσω πολύ για να εναρμονιστούν με μεγαλύτερη ακόμη λεπτότητα τα χρώματά μου, για να αναδειχθούν οι πίνακές μου ακόμη περισσότερο…». Υπήρξε αυθεντικός καλλιτέχνης, σεμνός, στοχαστικός, αληθινά ευγενής και αυτήν την εσωτερική ομορφιά αποτύπωσε στα έργα του. H επίγεια ζωή του, όπως είχε πει λίγο πριν το τέλος, «διήλθε εν μεγίστη ταχύτητι». Τα έργα του μοιρασμένα στην Ελλάδα και στη Γερμανία, έμειναν παντοτινό καύχημα της πατρίδας, που λάτρευε και πονούσε.

Καλλιτεχνική αφίσα

Διαμόρφωσε ένα συγκεκριμένο τύπο αφίσας, με αναφορές στην αρχαιότητα και τα γνωστά σύμβολα, από τη λιτότητα και τη σχηματοποίηση των μέσων και το καθαρό σε μεγάλες επιφάνειες χρώμα. Ασχολήθηκε από νωρίς με την καλλιτεχνική αφίσα και το 1888 δημιούργησε το «Πνεύμα της Τέχνης», που φιλοτέχνησε για την 3η Διεθνή Έκθεση στο Glaspalast. Δημιούργησε ακόμη την αφίσα «Ιστορία» που χρησιμοποιήθηκε για τη διαφήμιση της 6ης Διεθνούς Έκθεσης στο Glaspalast το 1892 και παρέμεινε το σύμβολο των εκθέσεων επί 26 χρόνια. Η αρχαιοπρεπής μορφή της «Ιστορίας» που προσωποποιείται με μακρύ χιτώνα και κρατάει στο χέρι σύμβολα των Τεχνών είναι εντυπωσιακή, ενώ το παιδί με την κουκούλα, που υποβαστάζει το χέρι της με τη γραφίδα, αναφέρεται στην πόλη του Μονάχου, η οποία έχει μεγάλη καλλιτεχνική παράδοση.

Στις αφίσες του κυριαρχεί η αντίθεση κόκκινου, μαύρου άσπρου και χρυσού σε μεγάλες επιφάνειες με τις οποίες ο ζωγράφος επιτυγχάνει τη προσέγγιση του θεατή. Η μόνη αφίσα του που δε χρησιμοποιεί τα γνωστά σύμβολα είναι αυτή που φιλοτέχνησε για τα τσιγάρα Παπαστάθη, η οποία παρουσιάζει μια γυναικεία μορφή με περιδέραιο και διάδημα από τα διαφημιζόμενα προϊόντα. Δημιούργησε επίσης την αφίσα «Αρμονία», που έγινε με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυση της εταιρείας Rud. Ibach Sohn, τη «Φήμη», για το εξώφυλλο του περιοδικού «Uber Land und Meer», την «Καλλιτεχνική Τυπογραφία», όπως επίσης και την «Θεωρία και Πράξη» για τα διπλώματα των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Γύζης επίσης εικονογράφησε βιβλία.

Ζωγραφικές συνθέσεις

Περισσότερα από τετρακόσια έργα του υπάρχουν στην κατοχή της Εθνικής Πινακοθήκης, στο Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, ενώ πολλά άλλα βρίσκονται σε ελληνικές ιδιωτικές συλλογές, όπως της Εθνικής Τράπεζας, της Πινακοθήκης Ε. Αβέρωφ, του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, της Τράπεζας της Ελλάδος, του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, της Συλλογής Εμφιετζόγλου, της Συλλογής της Μαριάννας Ιωάννη Λάτση και πολλών άλλων. Οι κληρονόμοι του δώρισαν στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης, περί τα 120 έργα του.

Στο έργο του ύψωσε ένα δοξαστικό ύμνο στην Ελληνίδα μητέρα. Στη γνωστή σύνθεση με τους «Αρραβώνες των παιδιών», το 1877, πρωταγωνιστούν οι μανάδες, όχι μόνο των απορημένων παιδιών που μνηστεύονται, αλλά και η τρυφερή μικρομάνα με το λίκνο αριστερά στη σύνθεση. Στο «Τάμα», το 1886, μια απελπισμένη μάνα ενθαρρύνει και υποβαστάζει την κόρη που εξασθενημένη καταρρέει στο δρόμο προς το ξωκλήσι, όπου προορίζει το τάμα μιας πληγωμένης καρδιάς. Στην «Ψυχομάνα» μια νεαρή μητέρα αφήνει το μωρό της που θήλαζε για να προσφέρει το γάλα της στο μαυροντυμένο ορφανό που της έχει φέρει η μελανηφορούσα επίσης μεγάλη του αδελφή. Στις σκηνές με την οικογένειά του, όπως το «Κου-κου», το 1882, ο Γύζης αφήνει να ξεχυθεί όλη του η τρυφερότητα προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Στα μέλη της οικογένειάς του αφιέρωσε υπέροχα, διεισδυτικά πορτρέτα.

Το έργο του χωρίζεται σε τρεις περιόδους.

  • Τη «Γερμανική», που καλύπτει τα πρώτα επτά χρόνια της φυγής του στην Γερμανία,
  • την «Ιδεαλιστική», που ξεκινά από τον Μάρτιο του 1876, οπότε ο δημιουργός καταπιάστηκε με το πρώτο μεγάλο αλληγορικό του έργο, τον πίνακα «Τέχνη και τα πνεύματα της».

Το 1886 ξεκινά

  • η «Νεο-ϊδεαλιστική» περίοδος του έργου του.

Ο ζωγράφος μελετά την ζωή και το πνεύμα των αρχαίων και υποτάσσεται σε μια πλατωνική φιλοσοφική αντιμετώπιση και την αναζήτηση της αιώνιας ομορφιάς.

Από το 1890 σχεδιάζει σειρά από σήματα και αφίσες κατόπιν παραγγελιών. Άτομο θρησκευόμενο, με υπαρξιακές αναζητήσεις, στράφηκε στο τέλος της πορείας του προς αλληγορικές και μεταφυσικές παραστάσεις. Τα «θρησκευτικά» του έργα, με πλέον χαρακτηριστικό τον πίνακα

  • «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» [1895–1900, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας–Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου],

αντιπροσωπεύουν τα οράματα του ως ώριμου καλλιτέχνη και δηλώνουν τις υπαρξιακές του αγωνίες. Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνα του εναντίον του Κακού και η τελική νίκη του Καλού. Σημαντικότερη μορφή σ’ αυτά τα έργα του είναι η γυναίκα, που άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη κι άλλοτε ως Δόξα.

Τα έργα του

  • «Οι αρραβώνες των παιδιών», το 1875, λάδι σε μουσαμά, 100x160 εκατοστά, βρίσκεται στη συλλογή Γιάννη Περδίου,
  • «Το κρυφό σχολειό», το 1885, που αποτελεί τμήμα της συλλογής Πρόδρομου Εμφιετζόγλου ο οποίος τον απέκτησε σε δημοπρασία, βασίζονται σε θρύλους της εποχής της Τουρκοκρατίας.

Ο πίνακας του, που είναι σήμερα γνωστός ως

  • «Το Κρυφό Σχολειό», εκτέθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1888 με τίτλο «Έλληνικόν Σχολείον έν καιρώ δουλείας» και σήμερα ανήκει στην συλλογή του Πρόδρομου Εμφιετζόγλου.

Το 1899 ο Ιωάννης Πολέμης, εμπνεόμενος από τον πίνακα έγραψε και δημοσίευσε το ποίημα «Το Κρυφό Σχολειό» [4], τίτλος που αντικατέστησε τον αρχικό τίτλο του έργου.

  • «Τα ορφανά» το 1871, ελαιογραφία σε μουσαμά, που ανήκει στη συλλογή της Μαριάννας Λάτση.
  • «Δόξα των Ψαρών», έργο το οποίο δεν είναι γνωστό σε τίνος την κατοχή βρίσκεται, ενώ λέγεται ότι είναι μέρος της συλλογής της Ελληνικής Βασιλικής οικογένειας.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Νικόλαος Γύζης Εφημερίδα «Εμπρός», Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 1900, σελίδα 1 & 3.
  2. Ο Γκύζης απέθανεν Εφημερίδα «Σκριπ», Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 1900, σελίδα 1.
  3. Κτίριο Γύζη στο Χαϊδάρι
  4. [«Το κρυφό σχολειό»
    Ἀπ᾿ ἔξω μαυροφόρ᾿ ἀπελπισιά,
    πικρῆς σκλαβιᾶς χειροπιαστὸ σκοτάδι,
    καὶ μέσα στὴ θολόκτιστη ἐκκλησιά,
    στὴν ἐκκλησιά, ποὺ παίρνει κάθε βράδυ
    τὴν ὄψη τοῦ σχολειοῦ,
    τὸ φοβισμένο φῶς τοῦ καντηλιοῦ
    τρεμάμενο τὰ ὀνείρατα ἀναδεύει,
    καὶ γύρω τὰ σκλαβόπουλα μαζεύει.
    Ἐκεῖ καταδιωγμένη κατοικεῖ
    τοῦ σκλάβου ἡ ἁλυσόδετη πατρίδα,
    βραχνὰ ὁ παπάς, ὁ δάσκαλος ἐκεῖ
    θεριεύει τὴν ἀποσταμένη ἐλπίδα
    μὲ λόγια μαγικά,
    ἐκεῖ ἡ ψυχὴ πικρότερο ἀγροικὰ
    τὸν πόνο τῆς σκλαβιᾶς της, ἐκεῖ βλέπει
    τί ἔχασε, τί ἔχει, τί τῆς πρέπει.
    Κι ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ψηλά,
    ποῦ ἐβούβανε τὰ στόματα τῶν πλάνων,
    καὶ ρίχνει καὶ συντρίβει καὶ κυλᾶ
    στὴν ἄβυσσο τοὺς θρόνους τῶν τυράννων,
    κι ἀπὸ τὴ σιγαλιά,
    ποῦ δένει στὸ λαιμὸ πνιγμοῦ θηλιά,
    κι ἀπ᾿ τῶν προγόνων τ᾿ ἄφθαρτα βιβλία,
    ποῦ δείχνουν τὰ πανάρχαια μεγαλεῖα,
    ἕνας ψαλμὸς ἀκούγεται βαθὺς
    σὰ μελῳδίες ἑνὸς κόσμου ἄλλου,
    κι ἀνατριχιάζει ἀκούοντας καθεὶς
    προφητικὰ τὰ λόγια του δασκάλου
    μὲ μία φωνὴ βαριά.
    «Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη! Ἡ λευτεριὰ
    σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι
    τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρει».]