Εμμανουήλ Μπενάκης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Εμμανουήλ Μπενάκης Έλληνας επιχειρηματίας και μετέπειτα πολιτικός που διατέλεσε βουλευτής, υπουργός καθώς και δήμαρχος της Αθήνας, ανακηρυγμένος Εθνικός Ευεργέτης, γεννήθηκε το 1843 στη Σύρο και πέθανε στις 20 Ιουνίου 1929 στην Κηφισιά της Αττικής. Η κηδεία του έγινε με δημόσια δαπάνη και τάφηκε κοντά στην είσοδο του Α΄ νεκροταφείου Αθηνών.

Ήταν παντρεμένος από το 1870 με τη Βιργινία Χωρέμη και απέκτησαν πέντε παιδιά, την Αλεξάνδρα το 1871, σύζυγο σύζυγο Κωνσταντίνου Χωρέμη και σε δεύτερο γάμο του Thomas Foulkes Davies, τον Αντώνη το 1873, σύζυγο Αλεξάνδρας Μπενάκη και σε δεύτερο γάμο της Ελένης Κωνσταντινίδη, την Πηνελόπη μετέπειτα σύζυγο Στέφανου Δέλτα, το 1874, τον Αλέξανδρο το 1878, σύζυγο Μαρίας Συναδινού, τον Κωνσταντίνο, που πέθανε σε ηλικία μόλις δύο ετών, και το 1883 την Αργίνη, [Αργυρώ], σύζυγο Μιχαήλ Σαλβάγου.

Εμμανουήλ Μπενάκης

Βιογραφία

Η καταγωγή της οικογένειας του πιθανολογείται ότι ήταν από τη Μάνη και διασκορπίστηκε μετά τα Ορλωφικά του 1770, όταν ορισμένα από τα μέλη της είχαν εγκατασταθεί στη Χίο, απ’ όπου το 1822 μετακινήθηκαν στη Σύρο, μετά τη σφαγή των κατοίκων της. Πατέρας του ήταν ο Αντώνης Μπενάκης και μητέρα του η Λωξάνδρα Μαξίμου, ενώ αδέλφια του ήταν ο Λουκάς, σύζυγος Άρτεμης Αυγερινού, η Μαριέτα μετέπειτα σύζυγος Μηταράκη, η Μερόπη Μπενάκη, σύζυγος Τζιοβάννι Σαρηγιάννη και η Αργίνη Μπενάκη, σύζυγος Γεωργίου Καλαμποκίδη.

Εγκατάσταση στην Αίγυπτο

Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο της Ερμουπόλεως και στη συνέχεια σπούδασε εμπορικά στο Μάντσεστερ της Βρετανίας, ενώ το 1866 εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, και αρχικά εργάστηκε στον εμπορικό οίκο «Ι.Π. Σκυλίτση» στην Αλεξάνδρεια, ως υπάλληλος, όμως αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες καθώς δεν γνώριζε την Αραβική γλώσσα. Το 1868 ξεκίνησε να εμπορεύεται βαμβάκι μαζί με τον αδερφό του Λουκά, ενώ μετά το γάμο του έγινε συνέταιρος του αδελφού της γυναίκας του στην εταιρεία «Ιωάννης Xωρέμης-Melhor & Σία», η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε «Xωρέμης- Μπενάκης και Σία». Αντικείμενο των εργασιών της ήταν η επεξεργασία και η εξαγωγή βάμβακος από την Αίγυπτο και στις αρχές του 20ού αιώνα εμφανίζεται πρώτη εξαγωγική με τους επίσημους στατιστικούς πίνακες, με 98.784 δέματα βαμβακιού και χώρες προορισμού, κυρίως τη Γαλλία, τη Ρωσία, τις Ινδίες και την Ιαπωνία. Παράλληλα διατηρούσε υποκαταστήματα στο Λίβερπουλ, το Λονδίνο και τη Φρανκφούρτη. Αργότερα η εταιρεία συνεργάστηκε με τον έμπορο Κότσικα, που δραστηριοποιούταν στο Κάιρο και ασχολούνταν με την εμπορία οινοπνεύματος, και η επωνυμία της άλλαξε σε «Xωρέμης-Μπενάκης-Κότσικας». Επεκτάθηκε επιχειρηματικά στην Αίγυπτο, όπου εξαγόρασε το εκκοκκιστήριο βάμβακα του Ροδοκανάκη στο Ζαγαζίκ της Κάτω Αιγύπτου, ενώ, το 1905, ίδρυσε την εταιρεία «Associated Cotton Ginners of Egypt Ltd» που αποτελούσε την κοινοπραξία σύμπραξη 16 εργοστασίων, με σκοπό την επέκταση των δραστηριοτήτων τους στην Ευρώπη.

Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Το 1910 αγόρασε το μέγαρο του Παναγή Χαροκόπου στο Στροφύλι Κηφισιάς, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και τον ίδιο χρόνο εκλέχθηκε βουλευτής Αττικοβοιωτίας με την παράταξη του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη συνέχεια χρημάτισε υπουργός στο νεοσύστατο Υπουργείο Γεωργίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας και αργότερα Οικονομικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου, ενώ το 1914 εκλέχτηκε και έως το 1916 διατέλεσε δήμαρχος Αθήνας. Στα γεγονότα του Νοεμβρίου 1916 φυλακίστηκε στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνος, ως «βενιζελικός», ενώ μετά το αποτυχημένο για το Βενιζέλο, αποτέλεσμα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920 μαζί με την γυναίκα του, ακολούθησε το Βενιζέλο στην αυτοεξορία του, αρχικά στη Νίκαια της Γαλλίας και κατόπιν από το καλοκαίρι του 1921, στο Παρίσι, όμως το Φεβρουάριο του 1924 επέστρεψε στην Ελλάδα. Το Δεκέμβριο του 1926 ο Εμμανουήλ Μπενάκης ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης Κηφισιάς και ανακηρύχθηκε εθνικός ευεργέτης στις 8 Απριλίου του 1927 από τον Παύλο Κουντουριώτη, τότε πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, με αφορμή τη θεμελίωση του «Ελληνοαμερικανικού Κολλεγίου» Αθηνών και της Σχολής Νοσοκόμων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.

Φιλανθρωπικό έργο

Αίγυπτος

Το 1899 ανακηρύχθηκε πρόεδρος του διεθνούς κέντρου Μωχάμετ Αλή και από το 1901 έως το 1909 χρημάτισε πρώτος πρόεδρος του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου της Αλεξάνδρειας, δημαρχιακός σύμβουλος Αλεξάνδρειας και μέλος της Xεδιβικής Γεωργικής Εταιρείας του Kαΐρου, ενώ διατέλεσε πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας [1] και η κυβέρνηση της Αιγύπτου, του ζήτησε να συμμετάσχει στην Αιγυπτιακή Επιτροπή Βάμβακος. Στις 25 Μαρτίου 1907 θεμελίωσαν μαζί με τη σύζυγό του το «Μπενάκειο Ορφανοτροφείο» Αλεξάνδρειας που περιέθαλψε περισσότερα από διακόσια άπορα ορφανά, και το προίκισαν με 20.000 αγγλικές λίρες, ενώ το 1908 εγκαινίασαν το «Μπενάκειο Οικονομικό Συσσίτιο» Αλεξάνδρειας, που εξασφάλιζε καθημερινά τροφή στις άπορες οικογένειες, στους εργάτες και στους φτωχούς μαθητές της αλεξανδρινής παροικίας, καθώς και το ίδρυμα «Φιλόπτωχος Αδελφότης της Ελληνικής εν Αλεξανδρεία Κοινότητος», στο οποίο έγινε πρόεδρος η Βιργινία Χωρέμη. Στην Αλεξάνδρεια επί της προεδρίας του εγκαινιάστηκε η Σαλβάγειος Σχολή, που η δημιουργία της αποτέλεσε όραμα του Αβέρωφ, ενώ ακόμη και μετά την εγκατάσταση του στην Ελλάδα, εξακολούθησε τις χρηματικές του συνεισφορές στην εκεί Ελληνική κοινότητα. Στη μνήμη της συζύγου του κατέθεσε τεράστιο χρηματικό ποσό, ενώ συμπεριέλαβε στη διαθήκη του την Ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας.

Ελλάδα

Μετά την επιστροφή του από την εξορία το 1924, αφοσιώθηκε εξ ολοκλήρου στη φιλανθρωπική του δράση και διέθεσε την περιουσία του για κοινωφελείς σκοπούς και πραγματοποίησε σημαντικές δωρεές. Βοήθησε τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, έχτισε προσφυγικό νοσοκομείο, το νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, το νοσοκομείο του «Ερυθρού Σταυρού», δημιούργησε το 1926 τη «Σχολή νοσοκόμων Ερυθρού Σταυρού», τη βιβλιοθήκη της Βουλής και το «Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο» Κηφισιάς, [2]. Ίδρυσε το «Μπενάκειο ορφανοτροφείο Θηλέων», το «Μπενάκειο Παιδικό Άσυλο Κηφισιάς» το 1926, μετέπειτα «Μπενάκειο Παιδικό Ίδρυμα Κηφισιάς». Αφορμή στάθηκε ο θάνατος δύο παιδιών, ένα από τα οποία κτυπήθηκε από αυτοκίνητο, ενώ το δεύτερο πέθανε από κατάποση δηλητηρίου. Ο Μπενάκης πρόσφερε τμήμα του κτήματός του, κατέβαλε ένα ποσό και έκτισε στη Λεωφόρο Μαραθώνος, μετέπειτα Λεωφόρο Κηφισίας, ένα ίδρυμα για τα παιδιά των εργαζομένων μητέρων. Ο Εμμανουήλ Μπενάκης, καθώς και οι γαμπροί του Κωνσταντίνος Χωρέμης και Στέφανος Δέλτα συμμετείχαν το 1925 στην ιδρυτική επιτροπή για τη δημιουργία του «Ελληνοαμερικανικού Κολλεγίου» <ref[>Χρονικό της Ίδρυσης του Κολλεγίου Αθηνών]</ref> στο Ψυχικό, ενώ διέθεσε 500.000 δραχμές για ανέγερση σχολείων και ενίσχυσε οικονομικά ή ίδρυσε βιβλιοθήκες, όπως τη βιβλιοθήκη E. Renan και το 1928 τη «Μπενάκειο» βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Στις 8 Απριλίου 1927, με αφορμή τη θεμελίωση του Κολλεγίου Αθηνών και της Σχολής Νοσοκόμων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον ανεκήρυξε Εθνικό Ευεργέτη.

Σε κτίριο που δώρισε η οικογένεια του, δημιουργήθηκε η Μπενάκειος Σηροτροφική Σχολή Αθηνών που ασχολούνταν με την εκμάθηση εκτροφής μεταξοσκώληκων, η οποία λειτούργησε για λίγα χρόνια και στη συνέχεια το κτίριο μετατράπηκε σε δημοτικό σχολείο, και το 1923 ανέλαβε με προσωπικά του έξοδα σε ιδιόκτητο οικόπεδο της οικογένειας, την ίδρυση του Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου στο Στροφύλι Κηφισιάς. Το Ινστιτούτο θεμελιώθηκε το 1928 και εγκαινιάστηκε το 1929 από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, και διαθέτει τμήματα Φυτοπαθολογίας, Εντομολογίας και Γεωργικής Ζωολογίας, Ελέγχου Γεωργικών Φαρμάκων και Φυτοφαρμακευτικής. Τέλος ενίσχυσε οικονομικά διάφορα ιδρύματα, όπως την Εθνική Πινακοθήκη, την Ακαδημία της Αθήνας, την καθιέρωση βραβείων και υποτροφιών. Το «Μουσείο Μπενάκη» [3], εγκαινιάστηκε στις 22 Απριλίου 1931 έπειτα από δωρεά των τεσσάρων εν ζωή παιδιών του, που παραχώρησαν τη νεοκλασική βίλα τους στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας & Κουμπάρη, στο Ελληνικό κράτος, με αρχικό σκοπό να φιλοξενήσει τα έργα του γιου του Αντώνη. Στη μνήμη του η Ακαδημία Αθηνών έχει αφιερώσει ένα βραβείο στην κατηγορία των Θετικών Επιστημών, το οποίο απονέμεται σε θεσμικά όργανα που με τη δράση τους προωθούν την επιστημονική γνώση σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος του ελληνικού χώρου και των οικοσυστημάτων του.

Η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη

Στις 31 Ιουλίου 1920 δολοφονήθηκε εν ψυχρώ στη συμβολή των οδών Παπαδιαμαντοπούλου & Κηφισίας από τα λεγόμενα «Τάγματα Ασφαλείας» του Βενιζελικού λοχαγού Παύλου Γύπαρη, ο Ίωνας Δραγούμης, εθνικιστής διανοούμενος, λογοτέχνης και εκδότης του περιοδικού «Πολιτική Επιθεώρησις», με τον οποίο η κόρη του Πηνελόπη Δέλτα είναι γνωστό ότι διατηρούσε εξωσυζυγική ερωτική σχέση. Η δολοφονία του ήταν, πιθανόν, πράξη αντεκδικήσεως για την απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του Ελευθέριου Βενιζέλου στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λιόν της Γαλλίας την προηγούμενη ημέρα, από τους απόστρατους Βασιλόφρονες αξιωματικούς του στρατού, Γεώργιο Κυριάκη και Απόστολο Τσερέπη. Το πρωί της 31ης Ιουνίου άνδρες των παρακρατικών ταγμάτων, σταμάτησαν κοντά στην έπαυλη Θων, στη συμβολή Κηφισίας & Αλεξάνδρας, το αυτοκίνητο του Δραγούμη, όμως τον άφησαν να φύγει. Στην επιστροφή του προς την Κηφισιά, ο Δραγούμης συνελήφθη από το απόσπασμα και τουφεκίστηκε.

Τη μέρα της δολοφονίας, ο Εμμανουήλ Μπενάκης περνώντας από τον τόπο της συλλήψεως του Δραγούμη, σταμάτησε, ρώτησε τι συμβαίνει, είχε συζήτηση με τον Παύλο Γύπαρη και στη συνέχεια αναχώρησε με το αυτοκίνητό του, ενώ σύμφωνα με μάρτυρα ακούστηκε να λέει «Χρειάζεται λεπίδι για να τελειώσωμε μια για πάντα με την κατάστασι αυτή». Η κατάθεση αυτή τον μετέτρψεε σε κατηγορούμενο για ηθική αυτουργία της δολοφονίας και ενώ το συμβούλιο Πλημμελειοδικών τον απήλλαξε τον Μπενάκη από την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας, τον κήρυξε ένοχο σε βαθμό πλημμελήματος διότι αδιαφόρησε, ενώ μπορούσε να επέμβει ώστε να εμποδίσει το έγκλημα. Με βούλευμα του Εφετείου περιελήφθη μεταξύ των ηθικών αυτουργών, αν και η οικογένεια του νεκρού απέκλεισε την περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, όμως οι εφέτες δεν πείστηκαν και τον παρέπεμψαν σε δίκη το Μάρτιο του 1922, στην οποία ο Εμμανουήλ Μπενάκης ερημοδίκησε. Μόλις στην εξουσία επανήλθαν οι Βενιζελικοί, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή επί καθεστώτος των Νικολάου Πλαστήρα-Στυλιανού Γονατά, ζήτησε ο ίδιος να εκδικαστεί η υπόθεση και στις 19 Νοεμβρίου 1922 έγινε δίκη στην οποία κηρύχθηκε αθώος. [4]

Το Μάιο του 1935 ο Γύπαρης που δικάζονταν για τη συμμετοχή του στο κίνημα του Μαρτίου του ίδιου χρόνου, απολογούμενος υπέδειξε τον νεκρό Εμμανουήλ Mπενάκη, [5], ως εκείνον ο οποίος διέταξε τη δολοφονία του Δραγούμη, και τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως εκείνον ο οποίος συγκάλυψε την υπόθεση της δολοφονίας. Το γεγονός της ομολογίας του Παύλου Γύπαρη προκάλεσε την αντίδραση του Αντώνη Μπενάκη που έστειλε απαντητική επιστολή [6] στους ισχυρισμούς του, η οποία δημοσιεύθηκε στις Αθηναϊκές εφημερίδες την 29ην Μαΐου 1935. Οι καταθέσεις δύο ακόμη αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων, εμπίστων ανθρώπων του Εμμανουήλ Μπενάκη, του προσωπικού του οδηγού Βασιλείου καθώς και του Μπαβαβέα, που ήταν ο ιδιαίτερος γραμματέας του, δεν διασώθηκαν.

Βιβλιογραφία

  • [«Αλεξανδρινές Οικογένειες:Χωρέμη-Μπενάκη-Σαλβάγου», εκδόσεις «Κέρκυρα», Αθήνα 2004.]

Παραπομπές

  1. Η Ελληνική κοινότητα Αλεξανδρείας στον 20ο αιώνα
  2. [«Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο Κηφισιάς]
  3. [Μουσείο Μπενάκη]
  4. [Το Κακουργιοδικείο Αθηνών διά της υπ’ αριθ. 73 της 19ης Νοεμβρίου 1922 αποφάσεώς του τον έκρινε αθώο με το ακόλουθο σκεπτικό, «...Επειδή εκ του συνόλου της αποδεικτικής διαδικασίας ουδαμώς απεδείχθη η ενοχή του κατηγορουμένου Εμμανουήλ Μπενάκη, διότι ουδείς των εξετασθέντων μαρτύρων κατέθηκέ τι το επιβαρυντικόν διά τον κατηγορούμενον διά την εις αυτόν αποδιδομένην πράξιν της ηθικής αυτουργίας του φόνου του Ι. Δραγούμη. Μάλιστα δε και αυταί αι αδελφαί του παθόντος αποκλείουσι σαφώς το δυνατόν της υπάρξεως της ηθικής αυτουργίας διά τον κατηγορούμενον Εμμ. Μπενάκην, παραπονούμεναι μόνον ότι ηδιαφόρησε διά την σωτηρίαν του παθόντος. Αλλ’ εντεύθεν δεν παρέπεται ότι υπάρχουσι τα στοιχεία της λεγομένης αρνητικής συνεργείας του άρθρου 74 παράγρ. 3 του Ποινικού Νόμου, διότι ουδόλως είναι αποδεδειγμένον ότι ο κατηγορούμενος ούτος εγνώριζεν ότι επέκειτο ο φόνος του Ι. Δραγούμη ή εμελετάτο τοιούτος, διά να κατορθώση και προλάβη τούτον, δεδομένου μάλιστα ότι ο φόνος ούτος εγένετο πολύ ύστερον μετά την αναχώρησιν του Μπενάκη εκ του τόπου της συλλήψεως του Ι. Δραγούμη και εις έτερον μέρος, μάλιστα δε, καθ’ α κατατίθησιν ουσιώδης μάρτυς, όταν μετά ώρας διεδόθη ο φόνος του Δραγούμη, ο κατηγορούμενος εξέφρασεν αληθή λύπην διά την δημιουργουμένην κατάστασιν, και ότι ενόμιζεν ότι ο συλληφθείς ην ουχί ο Ίων Δραγούμης, αλλ’ ο αδελφός αυτού Φίλιππος, εν γένει δ’ εκ της αποδεικτικής διαδικασίας ουδέν στοιχείον ενοχής προκύπτει...»]
  5. [«...Ήλθεν ένα τηλεγράφημα ότι έγινεν απόπειρα κατά του Βενιζέλου εις την Λυών. Εγώ είχα ένα τηλεγράφημα ότι δεν εκινδύνευεν η ζωή του ...{...}.... Εξεκίνησα και επέστρεψα εις το τάγμα, όταν έξω είδα ένα αυτοκίνητον σταματημένο και κόσμον μαζεμένον γύρω και μαινόμενον. Με το πιστόλι εις το χέρι άνοιξα δρόμο και επήγα κοντά. Μέσα εις το αυτοκίνητον ήτο ο Ίων Δραγούμης. Τον παρέλαβα και τον ωδήγησα μέσα και έκαμα ένα τηλεφώνημα εις το Φρουραρχείον διά να τον στείλω εκεί όπως είχα στείλει και τους άλλους που είχαν συλληφθή. Όταν εσχηματίσθη το απόσπασμα που θα τον συνώδευε, και τον παρέλαβε, παρουσιάσθη ένας κύριος μεγαλόσχημος και τους εφώναξε: “Σκοτώστε τον! Τι τον φυλάτε”. Πρέπει να σας πω ότι ήτο άνθρωπος μεγάλης επιρροής και ηκούετο πολύ, διότι εις το σπίτι του έμενε πάντοτε ο Βενιζέλος στην Κηφισιάν. Και οι στρατιώται τον υπήκουσαν. Και... έγινε το δυστύχημα. Οι στρατιώται δεν ετολμούσαν μετά την πράξιν των να πλησιάσουν εις το τάγμα, διότι έμαθαν ότι είχα γίνει έξω φρενών, αλλά μου έστειλαν ένα άλλον στρατιώτην. “Πήγαινε, είπα, και πες στον επιλοχία σου να ’ρθουν εδώ. Αλλά αυτοί δεν ήλθαν ούτε τότε. Επήγαν εις τον κ. Εκείνον στην Κηφισιάν, ο οποίος τους έδωσε 20.000 δραχμάς, τους υπεσχέθη να επέμβη στο Βενιζέλο για να μη τιμωρηθούν και να τους στείλη στην Αίγυπτο. Δεν ετήρησεν όμως τον λόγον του και δεν τους έστειλεν εις την Αίγυπτον και οι στρατιώται επήγαν στην Κρήτη, όπου εφυγοδικούσαν. Έστειλα ένα απόσπασμα στην Κρήτη με επί κεφαλής αξιωματικόν, ο οποίος τους ευρήκε και τους συνέλαβε, τους έφερε στο τάγμα και τους παρέδωσε στας αρχάς. Το 1920 μετά την 1ην Νοεμβρίου, ενώ εγώ έφυγα εις την Γαλλίαν, οι στρατιώται εδικάσθησαν και είπαν ποίος υπέβαλε να σκοτώσουν τον Δραγούμη. Εγώ τότε ήμουν μακρυά από την Ελλάδα και οι στρατιώται δεν ήσαν υπό την επιρροήν μου. Αν τους είχα βάλει εγώ να σκοτώσουν τον Δραγούμη θα το έλεγαν εις την δίκην των. Πρέπει να σας πω ακόμη, κύριοι στρατοδίκαι, ότι την ημέραν που συνέβη ο φόνος του Δραγούμη εμπήκα στο αυτοκίνητο να πάω στην Κηφισιά να τον σκοτώσω τον κ. Εκείνον. Έπεσαν όμως όλοι οι αξιωματικοί του τάγματος και με εκράτησαν. Όταν ήλθεν ο Βενιζέλος επήγα και του είπα ότι θα έκαμνα δημοσίευμα να αποκαλύψω τον κ. Εκείνον, αλλά ο Βενιζέλος μου είπε: “άφησε, δεν πειράζει”. Από τότε γεννήθηκε η κατακραυγή εναντίον μου και γι’ αυτό εδημοσίευσα μίαν επιστολήν στην ελληνικήν εφημερίδα “Μέλλον” των Παρισίων και ήθελα να την στείλω και στας αθηναϊκάς εφημερίδας, αλλά και πάλιν με ημπόδισεν ο Βενιζέλος...».] Εφημερίδα «Έθνος», 2 Μαΐου 1935
  6. [Έγραφε ο Αντ. Μπενάκης, «...Εξ αφορμής δημοσιευομένης εις πρωινήν εφημερίδα αναδρομικής εξιστορήσεως σχετικής με τον φόνον του Ίωνος Δραγούμη αναταράσσεται και πάλιν η μνήμη του πατρός μου και επιζητείται να εμπλακή το όνομα αυτού μεταξύ των υπευθύνων του τραγικού εκείνου γεγονότος. Παρομοίαν προσπάθειαν κατέβαλε και ο Π. Γύπαρης, απολογούμενος κατά την ενώπιον του Στρατοδικείου δίκην. Αλλ’ εάν, ως εκ της προνομιακής θέσεως, ήτις αναγνωρίζεται εις κάθε απολογούμενον, έκρινα ότι δεν υπήρχε λόγος να ανασκευάσω τότε τα λεχθέντα, αισθάνομαι την υποχρέωσιν, αφ’ ης στιγμής υπό μορφήν ιστορικού δημοσιεύματος θίγεται η μνήμη του πατρός μου να διαμαρτυρηθώ διά την ύβριν την γιγνομένην εις νεκρόν, αδυνατούντα με την ειλικρίνειαν της φωνής του να διαλύση κάθε συκοφαντίαν. Ευτυχώς, την δημιουργηθείσαν και παρά τοις δικαστικοίς προσώποις πρόχειρον εντύπωσιν εκ του ότι τυχαίως παρέστη κατά την υπό του Τάγματος Ασφαλείας σύλληψιν του Ίωνος Δραγούμη παρά την έπαυλιν Θων, εφρόντισε ζων ο πατήρ μου να διαλύση, ζητήσας την εκδίκασιν της υποθέσεώς του ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθηνών, το οποίον διά της υπ’ αριθ. 73 της 19ης Νοεμβρίου 1922 αποφάσεώς του “απεφήνατο αυτόν αθώον”,...{...}.... Με το σκεπτικόν αυτό αποφάσεως, εκδοθείσης καθ’ ον χρόνον είχε μεν χορηγηθή αμνηστεία διά του από 22 Οκτωβρίου 1922 Ν.Δ., ρητώς όμως είχεν εξαιρεθή αυτής το αδίκημα του φόνου του Ι. Δραγούμη, αρκούμαι ν’ απαντήσω, τόσον προς αποκατάστασιν της αληθείας, όσον και διά ν’ ανταποκριθώ εις τα εύλογα συναισθήματα εκείνων, οι οποίοι διατηρούσι μετ’ ευλαβείας πάντοτε του πατρός μου την μνήμην. Πέραν τούτου, και οιανδήποτε και αν λάβη μορφήν η δημοσιογραφική εμφάνισις του ζητήματος υπό τύπον εντυπωσιακών ειδήσεων ή σχολίων, η Οικογένεια Μπενάκη δεν θα προσθέση ουδέ λέξιν. Διότι, και την παρακολούθησιν τοιούτων δημοσιευμάτων προς ανασκευήν αυτών εκ νέου, θα εθεώρει ύβριν προς την μνήμην του αρχηγού αυτής.»]