Κωνσταντίνος Τσικλητήρας

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας Έλληνας αθλητής που έπαιξε ποδόσφαιρο και ως αθλητής στίβου ήταν Πανελληνιονίκης, Ολυμπιονίκης και κάτοχος Παγκόσμιου ρεκόρ στα άλματα άνευ φοράς, γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1888 στην Πύλο του νομού Μεσσηνίας και πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 1913 στην Αθήνα, από φυματιώδη μηνιγγίτιδα. Η κηδεία του έγινε στον Άγιο Γιώργη τον Καρύτση στην Αθήνα, όμως τάφηκε στον οικογενειακό τάφο στο Α΄ νεκροταφείο Πατρών. Πάνω από το μνήμα, υπάρχουν 5 κύκλοι, το έμβλημα των ολυμπιακών αγώνων, επειδή τρία από τα μέλη της οικογένειας του είχαν πάρει μέρος στους αγώνες.

Κωνσταντίνος Τσικλητήρας

Βιογραφία

Ήταν γόνος ιστορικής οικογένειας της Πύλου. Το 1812 Ο προπάππος του Νίκος Τσικλητήρας ή Τζικλητήρας ή Αλατάς, [Nikolaos Tsikliteras or Alatas] [1], υποπλοίαρχος εμπορικού πλοίου, έσπασε τον αποκλεισμό και εγκαταστάθηκε στη Βοστόνη στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Στην πόλη δημιούργησε φιλικές σχέσεις με τον ποιητή John Pickering στον οποίο έμαθε Ελληνικά, ενώ παντρεύτηκε τη Γαλλίδα Catherine Ouvre με την οποία απέκτησε δυο παιδιά και δημιούργησε μεγάλη περιουσία. Επέστρεψε στην Ελλάδα όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση του 1821, όμως στη διάρκεια του ταξιδιού από τις κακουχίες πέθαναν η γυναίκα και η κόρη του και έμεινε στη ζωή ο γιος του Νίκος, Τσικλητήρας. Αργότερα ξαναπαντρεύτηκε, έγινε γενικός Γραμματέας της επαρχίας, αστυνόμος και λιμενάρχης Μεθώνης, μετά την κατάληψη της οποίας από τον Ιμπραήμ, ανέλαβε αρχιγραμματέας του ναυάρχου Γεωργίου Σαχτούρη, παίρνοντας μέρος σε πολλές ναυμαχίες. Ο γιος του Νίκος και παππούς του Σταύρου Τσικλητήρα, εκλέχθηκε δήμαρχος Πύλου, από το 1861 έως το 1875, καθώς και βουλευτής.

Οικογένεια Κων/νου Τσικλητήρα

Πατέρας του Κώστα Τσικλητήρα ήταν ο Ηρακλής Τσικλητήρας ή Τζικλητήρας [2], γιατρός που είχε εκλεγεί δήμαρχος Πύλου, και διατέλεσε πρόξενος της Γαλλίας, ενώ είχε ένα μικρότερο αδελφό, το Σταύρο, γνωστό ως Λούλη, μετέπειτα βουλευτή. Παρακολούθησε μαθήματα βασικής εκπαιδεύσεως στη γενέτειρα του. Το 1905 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στο σπίτι της θείας του στην οδό Φερρών, και γράφτηκε στην «Εμπορική και Βιομηχανική Ακαδημία Ρουσσοπούλου με σκοπό να σπουδάσει οικονομικά. Ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, ως αθλητής της ομάδος «Πανελλήνιος» Γυμναστικός Σύλλογος και οι προπονητές του Φ. Καρβελλάς και Αθ. Λευκαδίτης τον μύησαν στα άλματα. Σύμφωνα με περιγραφή του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ανταποκριτή της εφημερίδας «Χρόνος» στους Ολυμπιακούς αγώνες του Λονδίνου, είχε ανάστημα 1.92 μέτρα, με θαυμάσια αλτικότητα, με δυνατά πόδια και ικανό «σπάσιμο» μέσης, «...Είνε σώμα υψηλόν, λεπτόν, καλογραμμένον. Εις το σχέδιον του μελαχροινού προσώπου του, των μήλων, των ματιών, των χειλέων, του πώγωνος νομίζεις ότι επέρασεν, ελαφρώς, ολίγον κοντύλι Γκύζη. Από πάνω ως κάτω ο νέος αυτός έχει ευγενεστάτην γραμμήν. Μελαχροινός, πολύ υψηλός σχετικώς με τη νεότητά του, πόδια μεγάλα και λαστιχένια, ως σκύλου πόιντερ, σύμμετρον και χαριτωμένον σύνολον. Το μόνον μειονέκτημά του είνε ότι δεν έχει, ακόμη, την αθλητικήν ανάπτυξιν που του χρειάζεται. Πολύ ολίγον έχει γυμνασθή και είνε μάλλον αδύνατος...».

Μετά την Ολυμπιάδα της Στοκχόλμης και πριν την κήρυξη των Βαλκανικών Πολέμων, απέρριψε πρόταση του Εμμανουήλ Μπενάκη να εργαστεί στις επιχειρήσεις του στην Αίγυπτο. Το σπίτι στο οποίο κατοικούσε η οικογένεια Τσικλητήρα στην Πύλο [3], σήμερα είναι ιδιοκτησία του Δήμου Πύλου-Νέστορος και ανακαινίστηκε ώστε να λειτουργήσει ως χώρος Βιβλιοθήκης-Πινακοθήκης, ενώ το Δημοτικό Συμβούλιο με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την Ολυμπιάδα της Στοκχόλμης ανακήρυξε το 2012, ως έτος «Κωστή Τσικλητήρα».

Αθλητική δραστηριότητα

Το 1906 πήρε μέρος στη Μεσολυμπιάδα των Αθηνών, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1907 πήρε μέρος στους Πανιώνιους Αγώνες στη Σμύρνη, όπου κατέκτησε τρία χρυσά μετάλλια στο άλμα εις ύψος με 1.65 μέτρα, στο ύψος άνευ φοράς με 1.40 μέτρα και στο μήκος άνευ φοράς με 3.14 μέτρα, και του δόθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Πανιωνίου, ενώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1912 στη Στοκχόλμη, στους οποίους ήταν ο σημαιοφόρος της Ελληνικής αποστολής, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς με άλμα 3,37 και στο ύψος άνευ φοράς με άλμα 1,55 μέτρα το χάλκινο μετάλλιο, έχοντας αντιπάλους και στα δύο αγωνίσματα τους αδελφούς Άνταμς από τις ΗΠΑ. Το 1908 στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου στα ίδια αγωνίσματα, κατέκτησε αργυρά μετάλλια με άλματα 3,28 και 1,15 μέτρα. Ανακηρύχτηκε, συνολικά, τέσσερις φορές ολυμπιονίκης, με ένα χρυσό, δύο αργυρά και ένα χάλκινο μετάλλιο. Την 1η Απριλίου 1912 κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς με 3,47 μέτρα το οποίο κατείχε το 1904, ο Αμερικανός Ρέι Γιούρι. Το 1907 αγωνίστηκε στη θέση του τερματοφύλακα στην ομάδα «Πανελλήνιος» και από το 1908 συμμετείχε στους αγώνες της ομάδος «Ποδοσφαιρικός Όμιλος Αθηνών», από την οποία προήλθαν τα ιδρυτικά μέλη της ομάδος «Παναθηναϊκός» Α.Ο. Αθηνών.

Αθλητικές διακρίσεις

Το 1906 κατέκτησε την τρίτη θέση στο μήκος άνευ φοράς στους Πανελληνίους Αγώνες με επίδοση 2.83 μέτρα, ενώ τον ίδιο χρόνο στους Μεσολυμπιακούς της Αθήνας, κατατάχθηκε 6ος στο ύψος άνευ φοράς με 1.30 μέτρα ενώ στο μήκος άνευ φοράς αποκλείστηκε στον προκριματικό.

Από το 1906 έως το 1913 ανακηρύχθηκε συνολικά 19 φορές Πρωταθλητής Ελλάδος [4], ενώ κατέλαβε τις

  • 1η θέση [5], Ολυμπιακοί Αγώνες, Στοκχόλμη, 8 Ιουλίου 1912, μήκος άνευ φοράς: 3.37 μέτρα,
  • 2η θέση [6], Ολυμπιακοί Αγώνες, Λονδίνο 20 Ιουλίου 1908, μήκος άνευ φοράς: 3.25 μέτρα,
  • 2η θέση [7], Ολυμπιακοί Αγώνες, 23 Ιουλίου Λονδίνο 1908, ύψος άνευ φοράς: 1.55 μέτρα,
  • 3η θέση [8], Ολυμπιακοί Αγώνες, Στοκχόλμη 13 Ιουλίου 1912, ύψος άνευ φοράς: 1.55 μέτρα.

Το 1963, ο Πανελλήνιος Γ.Σ. για να τιμήσει τη μνήμη του, καθιέρωσε την ετήσια διεξαγωγή μίτινγκ στίβου, που το ονόμασε «Τσικλητήρεια», το οποίο μετά από μια μικρή διακοπή, διεξάγεται συνεχώς από το 1998 και ανήκει στην κορυφαία κατηγορία αγώνων στίβου με την ονομασία «Athens Grand Prix Tsiklitiria».

Α΄Βαλκανικός Πόλεμος

Στις 4 Οκτωβρίου 1912, όταν κηρύχθηκε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, πήρε φύλλο πορείας για το «9ο Σύνταγμα, ως λοχίας 8ου Λόχου Πεζικού» σε στρατόπεδο Τούρκων αιχμαλώτων στη Λάρισα, όμως αρχικά παρέμεινε, αρχικά, στην Αθήνα ως λοχίας-εκπαιδευτής, γεγονός που τον λύπησε. Σε επιστολή του στον πατέρα του ανέφερε, «…Το κατ' εμέ ίσως τας ημέρας αυτάς να αναχωρήσωμεν διά Θεσσαλονίκην ή διά να απελευθερώσουμε κάποιο άλλο μέρος της Μακεδονίας. Ακόμη και διά φρούρησιν καθώς όλοι οι άνδρες του λόχου είναι αγύμναστοι. Δυστυχώς είχα σταλεί στη Λάρισα για υπηρεσία και έτσι ο λόχος μου έφυγε για το μέτωπο και δεν ήμουν εις Αθήνας…». Σύμφωνα με τον αθλητικό συντάκτη Πέτρο Λινάρδο [9], τον προστάτευαν «αόρατες χείρες» από την αποστολή του στο μέτωπο, πιθανόν ο ένθερμος φίλαθλος πρίγκιπας Νικόλαος, αλλά και ο καθηγητής Πανεπιστημίου Σπύρος Λάμπρος, πρόεδρος της ομάδος «Πανελλήνιος» Γ.Σ., μετέπειτα πρωθυπουργός και ισχυρός αθλητικός παράγοντας, καθώς ήταν προγραμματισμένη η συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς του 1916 στο Βερολίνο, οι οποίοι δεν έγιναν λόγω του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Στις 6 Νοεμβρίου 1912 έγραφε στον πατέρα του, «….Ευρίσκομαι ακόμη εδώ και προσπαθώ συνεχώς να φύγω για το μέτωπο. Αλλά, καθώς φαίνονται τα πράγματα, δεν θέλουν να με στείλουν εις τον πόλεμον. Αυτό το έμαθα από έναν αξιωματικό. Δεν κάνω άλλη δουλειά παρά να γυμνάζω τους νεοσύλλεκτους….», ενώ σε άλλη επιστολή του αναφέρει, «…Φαίνεται ότι είναι αδύνατον να πολεμήσω. Τους είπα να με στείλουν, έστω, εις το επιτελείο του διαδόχου. Επί ματαίω…». Τέλος στις 11 Νοεμβρίου 1912, σε επιστολή στην μητέρα του γράφει, «…Με έκαναν επιλοχία του σιτιστή του λόχου και ως εκ τούτου θα είμαι εκτός μάχης... Οι παρακλήσεις σου προς τον Θεόν εισηκούσθησαν... Από όπου υπάγομεν θα σας γραφώ. Εδώ εις τας Αθήνας ήμουν καταστενοχωρημένος διότι με γνωρίζουν όλοι και μου λέγουν "εσύ είσαι ακόμη εδώ;". Ήτο μεγάλη ντροπή για μένα….»

Το τέλος του

Αρρώστησε μετά την μετάθεση του στην Ήπειρο, και νοσηλεύτηκε για λίγες μέρες σε ένα κρεβάτι εκστρατείας, ενώ ο πρίγκιπας Νικόλαος έδωσε εντολή να μεταφερθεί στην Αθήνα. Η διάγνωση ήταν ότι είχε προσβληθεί από φυματιώδη μηνιγγίτιδα και νοσηλεύτηκε σε ένα δωμάτιο Α’ θέσεως στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», στην κλινική του Πανεπιστημιακού καθηγητή Σπύρου Λιβιεράτου, όπου άφησε την τελευταία του πνοή.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές