Κύριλλος Λούκαρις

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Κύριλλος Λούκαρις, [άλλη γραφή Λούκαρης], Έλληνας εθνομάρτυρας και επιφανής ιερωμένος, κορυφαία μορφή του Ελληνικού Έθνους, εξέχουσα θρησκευτική και πνευματική φυσιογνωμία του 17ου αιώνος, μια από τις κορυφαίες μορφές της νεοελληνικής ιστορίας, γνωστός και ως Κύριλλος ο Κρης, Πατριάρχης Αλεξάνδρειας με το όνομα Κύριλλος Γ’ και Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με το όνομα Κύριλλος Α’, ο πρώτος οικουμενικός πατριάρχης με πανεπιστημιακή μόρφωση, που η μνήμη του εορτάζεται στις 27 Ιουνίου κάθε χρόνου, γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1572 στον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο της Κρήτης, και δολοφονήθηκε με στραγγαλισμό στις 27 Ιουνίου 1638 από τους Τούρκους σε φρούριο της περιοχής του Βοσπόρου όπου ήταν κρατούμενος.

Κύριλλος Λούκαρις

Βιογραφία

Πατέρας του Κωνσταντίνου Λούκαρι, όπως ήταν το κοσμικό όνομα του, ήταν ο ιερέας Στέφανος Λούκαρις και διδάσκαλος του υπήρξε ο Ιερομόναχος Μελέτιος ο Βλαστός, καθηγητής της Σχολής του Σιναϊτικού Μετοχίου στο Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης στο Ηράκλειο. Ο Κύριλλος αρχικά μαθήτευσε κοντά στον Μελέτιο Βλαστό και ολοκλήρωσε την εγκύκλιο εκπαίδευση του.

Σπουδές

Το 1584, χάρις στη μέριμνα του θείου και μέντορα του Μελέτιου Πηγά, μετέβη στη Βενετία. Εκεί σπούδασε την Ελληνική, Λατινική και την Ιταλική γραμματεία, καθώς και Θεολογία κοντά στον Μάξιμο Μαργούνιο, επιφανή ιεροκήρυκα και Επίσκοπο Κυθήρων, ο οποίος τον έθεσε υπό την προστασία του και χρημάτισε καθηγητής του. Το 1588 ο Κύριλλος αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρήτη, λόγω οικονομικών προβλημάτων της οικογενείας του, όμως το 1589 επέστρεψε στην Ιταλία και γράφτηκε στο περίφημο Παταβινό Πανεπιστήμιο, όπου διδάχθηκε Φιλοσοφία και Θεολογία κοντά στον Παύλο Σάρπα και στον Τσεζάρε Κρεμονίνι. Ακολούθως ταξίδεψε και παρακολούθησε μαθήματα στην Γενεύη της Ελβετίας, στην Ολλανδία και την Γερμανία.

Εκκλησιαστική δράση

Στη διάρκεια των σπουδών του ο Κύριλλος έλαβε ένα γράμμα από τον θείο του, τον Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Μελέτιο Πηγά. «....Ανάπαυσόν μου τα σπλάγχνα ...{...}... μη εκπέσοιμι της περί σε ελπίδος. . . Πόνων δει, αλλά στέφανοι των πόνων αι αμοιβαί. . . Μη αποκάμης τρέχων και αγωνιζόμενος έως των βραβείων ευμοιρήσης..» του έγραψε ο Πατριάρχης καλώντας τον να επιστρέψει στην σκλάβα πατρίδα του. Έτσι το 1592 επέστρεψε στην Ελλάδα και εκάρη μοναχός, από τον θείο του Άγιο Μελέτιο Πηγά, στη Μονή της Αγκαράθου και έλαβε το εκκλησιαστικό όνομα «Κύριλλος». Παρέμεινε στη Μονή για ελάχιστο χρονικό διάστημα. Το 1593 μετέβη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου ο Πατριάρχης και θείος του Μελέτιος Πηγάς τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο και τον ονόμασε Πρωτοσύγγελο του Πατριαρχείου της Αλεξάνδρειας.

Ο Κύριλλος εστάλη ως Πατριαρχικός Έξαρχος στην Πολωνία και τον Οκτώβριο 1596 μαζί με τον Νικηφόρο Καντακουζηνό έφτασαν στην πόλη Brest της Πολωνίας, την Brest Litowsk των νεότερων χρόνων, με σκοπό να αποτρέψει την ένωση των Ορθοδόξων Ουκρανών και Λευκορώσων, τους οποίους διέβαλαν οι Ουνίτες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας της Ρώμης, όμως απέτυχε στην επιδίωξη του, αν και επί τρία χρόνια ανάπτυξε σημαντική δράση. Στην Πολωνία πρόσφερε πολλά στον αγώνα και στην οργάνωση της εκπαίδευσης των ορθόδοξων κοινοτήτων. Ίδρυσε την Ακαδημία της Βίλνας, που τότε ανήκε στη Πολωνία και σήμερα είναι πρωτεύουσα της Λιθουανίας, την οποία διεύθυνε και στην οποία δίδασκε συγχρόνως. Στην πόλη ίδρυσε τυπογραφείο, το εφοδίασε με τον απαραίτητο εξοπλισμό και το προσάρτησε στην Ακαδημία. Στο τυπογραφείο τυπώνονταν βιβλία όχι μόνο σλαβικά αλλά και ελληνικά. Κατόπιν πήγε στο Λβωφ (πόλη της Ουκρανίας), όπου ίδρυσε σχολείο και τυπογραφείο. Δίδαξε στο σχολείο του Λβωφ και στην Ορθόδοξη Ακαδημία του Οστρόγκ.

Στην Πολωνία ο Κύριλλος κινδύνευσε να συλληφθεί και να θανατωθεί κατά τον διωγμό που εξαπέλυσε ο βασιλιάς Σιγισμούνδος Γ’ εναντίον των Ορθοδόξων. Το 1559 μ.Χ. ως «Μέγας Αρχιμανδρίτης και Έξαρχος» απεστάλη και πάλι από τον Μελέτιο Πηγά, τότε Επιτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, στην Πολωνία για εκκλησιαστική υπηρεσία. Με εντολή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ο Κύριλλος πέρασε από την Κρήτη και τη Χίο για να αντιμετωπίσει την προπαγάνδα των Ιησουϊτών. Από την Πολωνία μετέβη το 1601 στις Παραδουνάβιες χώρες για να στηρίξει και εκεί την Ορθοδοξία. Ενώ βρισκόταν στο Ιάσιο έλαβε επιστολή του Μελετίου, με την οποία τον καλούσε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια για να του αφήσει τις τελευταίες υποθήκες και να του παραδώσει τον Επισκοπικό Θρόνο της Αλεξάνδρειας.

Πατριάρχης Αλεξανδρείας

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1601, ο Κύριλλος έφτασε την Αλεξάνδρεια όπου στις 13 του ίδιου μήνα κοιμήθηκε ο θείος του Μελέτιος Πηγάς. Ο Κύριλλος εξελέγη αμέσως Πατριάρχης Αλεξανδρείας σε ηλικία 29 ετών, με το όνομα Κύριλλος Γ’. Μετά την εκλογή του συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στο Κάϊρο και καταδίκασε τους Λατίνους, οι οποίοι είχαν προσεταιριστεί τους Κόπτες με σκοπό να τους στρέψουν εναντίον του Ορθοδόξου Πατριαρχείου. Στις αρχές του 1605 ταξίδεψε στην Κύπρο, ύστερα από πρόσκληση των εκεί Χριστιανών, για να βοηθήσει την τοπική Εκκλησία που σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες και διαμάχες. Ο Κύριλλος κατόρθωσε να ειρηνεύσει τα πράγματα. Το 1608 μετέβη στα Ιεροσόλυμα, για τη χειροτονία του Ιεροσολύμων Θεοφάνους, και από 'κει στη Δαμασκό. Επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και επιδόθηκε με ζήλο στο κήρυγμα του θείου λόγου, ενώ προχώρησε στη συντήρηση των Πατριαρχικών κτιρίων και Ναών και οικοδόμησε νέους, ενώ παράλληλα φρόντισε για την απαλλαγή του Πατριαρχείου από τα χρέη του.

Το Φεβρουάριο του 1612, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, ο Κύριλλος εξελέγη «Επιτηρητής» του Οικουμενικού Θρόνου, όμως παραιτήθηκε, επειδή κάποιοι Αρχιερείς φατρίασαν εναντίον του. Από την Κωνσταντινούπολη αναχώρησε για το Άγιο Όρος και από εκεί για τη Βλαχία, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας τον λαό και αγωνιζόμενος κατά της Ουνίας. Πριν την αναχώρησή του από τη Βλαχία εξέδωσε εγκύκλιο προς τους Ορθοδόξους, με την οποία καταδικάζει τη διδασκαλία των Λατίνων, ελέγχει τους λατινόφρονες Έλληνες τροφίμους της Σχολής του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης και συνιστά εμμονή στην Ορθοδοξία. Φεύγοντας από τη Βλαχία πέρασε για προσκύνημα από το Άγιο Όρος, και τον Οκτώβριο του 1615 επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε, μέχρι την εκλογή του στον Οικουμενικό Θρόνο.

Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνστανινουπόλεως

Στις 4 Νοεμβρίου του 1920 και μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Τιμοθέου του Β' η Σύνοδος του Πατριαρχείου της Κωνσταντινοπόλεως εξέλεξε Οικουμενικό Πατριάρχη τον Κύριλλο, με το όνομα Κύριλλος Α’. Τον Απρίλιο του 1623, δυόμιση χρόνια μετά την εκλογή του απομακρύνθηκε από τον Πατριαρχικό Θρόνο, όταν κατηγορήθηκε ότι προετοίμαζε επανάσταση των ελληνικών νησιών, και εξορίστηκε στη Ρόδο. Ο νέος Πατριάρχης Άνθιμος έστειλε εκεί Αρχιερείς με σκοπό να τον πείσουν να υποβάλει κανονική παραίτηση. Εκείνος όμως απέρριψε την πρόταση και τον Σεπτέμβριο του 1623, με διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Πατριάρχης Άνθιμος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και στις 2 Οκτωβρίου του 1623 ο Κύριλλος επανήλθε στο Θρόνο του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Το 1632 κατηγορήθηκε από τον Επίσκοπο Βέροιας Κύριλλο Κονταρή, ότι βρισκόταν σε μυστική επικοινωνία με τους εχθρούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ότι συνωμοτούσε εναντίον του Σουλτάνου. Ο Πατριάρχης Κύριλλος απομακρύνθηκε αλλά μετά από επτά ημέρες επανήλθε στον Θρόνο. Στις 7 Μαΐου του 1634 ο Κύριλλος εξορίστηκε από τους Τούρκους στην Τένεδο και τον αντικατέστησε ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης Αθανάσιος Πατελλάρος, ο οποίος απομακρύνθηκε ένα μήνα αργότερα και ο Κύριλλος επανήλθε στον Θρόνο του Οικουμενικού Πατριάρχου. Τον Μάρτιο του 1635 οι Ιησουΐτες κινήθηκαν εναντίον του Κύριλλου και με δωροδοκία κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνση του και την άνοδο στο θρόνο του Κονταρή, ο οποίος συνέλαβε και περιόρισε τον Πατριάρχη Κύριλλο.

Στη διάρκεια της Πατριαρχίας του η συμβολή του για την βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου του κλήρου και την εκπαίδευση των Ελλήνων ήταν τεράστια. Ίδρυσε σχολεία, αναδιοργάνωσε την Πατριαρχική σχολή την οποία μετέτρεψε σε ανώτερο εκπαιδευτήριο, τη γνωστή αργότερα «Μεγάλη του Γένους Σχολή», της οποίας τη διεύθυνση ανέθεσε στον μεγαλύτερο φιλόσοφο της εποχής του, το Θεόφιλο Κορυδαλέα, και κάλεσε ικανούς Έλληνες δασκάλους να διδάξουν σ’ αυτήν. Τότε άρχισε να διδάσκεται και η Φυσική. Θεωρούσε απαραίτητη την ίδρυση τυπογραφείου, το οποίο, μαζί με τα σχολεία, θα βοηθούσε στη μόρφωση και το διαφωτισμό των Ελλήνων και συγχρόνως θα ήταν ένα αποτελεσματικό μέσο αντιμετώπισης των εχθρών της Ορθοδοξίας, λόγος για τον οποίο ζήτησε τη βοήθεια του Νικόδημου Μεταξά.

Τελευταία χρόνια

Σύμφωνα με έγγραφο του Αυστριακού πρεσβευτή Schmidt ο Κονταρής σκεφτόταν να δώσει εντολή να τυφλώσουν ή να δηλητηριάσουν τον Κύριλλο. Ο Schmidt σκέφτηκε να τον κρατήσει φυλακισμένο στην αυστριακή πρεσβεία αλλά φοβήθηκε μήπως οι φωνές του τραβήξουν την προσοχή των Ελλήνων γειτόνων. Με πρόταση του πρεσβευτή αποφασίστηκε να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του συμβουλίου της ρωμαϊκής προπαγάνδας και να ναυλωθεί πλοίο με έμπιστο πλήρωμα στο οποίο θα επιβιβαζόταν για να μεταφερθεί δήθεν εξόριστος στη Ρόδο. Ο πλοίαρχος είχε εντολή να προσεγγίσει το πρώτο πειρατικό πλοίο που θα συναντούσε, και επί τη βάσει εγγράφων της Αυστριακής πρεσβείας να παραδώσει τον Κύριλλο για να μεταφερθεί στη Μάλτα, ενώ στην Κωνσταντινούπολη θα κυκλοφορούσε η φήμη ότι πειρατές αιχμαλώτισαν το πλοίο, στο οποίο επέβαινε ο Πατριάρχης, και ότι τον μετέφεραν στην Μάλτα.

Όταν βρέθηκε το πλοίο και το πλήρωμα, δόθηκαν τα έγγραφα της Αυστριακής πρεσβείας στον Μητροπολίτη, ο οποίος θα συνόδευε τον αιχμάλωτο Πατριάρχη Κύριλλο, όμως η ολλανδική πρεσβεία έμαθε τα τεκταινόμενα. Το πλήρωμα εξαγοράστηκε και οδήγησε το πλοίο στη Χίο, όπου βρισκόταν ο διοικητής της Ρόδου Μπεκήρ Πασάς, φίλος του Πατριάρχου, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του στη Ρόδο, όπου και παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1636 μ.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κύριλλος επανήλθε στον Πατριαρχικό Θρόνο τον Μάρτιο του 1637, όμως τον Ιούνιο του 1638 ο Schmidt τον κατήγγειλε στις τουρκικές αρχές ότι προετοιμάζει επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνσταντινουπόλεως και επανάσταση των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος Μουράτ που βρισκόταν στην εκστρατεία κατά της Βαγδάτης αποδέχθηκε τις κατηγορίες και με την εισήγηση του Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊράμ πασά, τον οποίο εξαγόρασαν Λατίνοι και Εβραίοι εξαγόρασαν με 4.000 τάλληρα, διέταξε να θανατώσουν τον Κύριλλο.

Το τραγικό του τέλος

Στις 22 Ιουνίου του 1638 ο Κύριλλος συνελήφθη από απόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) και φυλακίστηκε στο φρούριο «Ρούμελη Χισσάρ», όπου στις 27 Ιουνίου 1638 έφτασαν 15 γενίτσαροι και άλλοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι. Αυτοί τον παρέλαβαν και με ένα πλοιάριο, τον μετέφεραν στην παραλία του Αγίου Στεφάνου, όπου τον δολοφόνησαν με στραγγαλισμό. Το σώμα του Πατριάρχη τάφηκε πρόχειρα στον αιγιαλό όμως μετά από τρεις μέρες άνθρωποι του Κονταρή το ξέθαψαν και το πέταξαν στη θάλασσα του Βοσπόρου. Το λείψανο του Κύριλλου, βρέθηκε από αλιείς ή από Χριστιανούς που το αναζήτησαν, μετά από αρκετό καιρό, καθώς σημειώνει ο Μ. Γεδεών «....ή θάλασσα, ήτις συμπαθούσα τώ θαυμασιωτάτω της Ορθοδοξίας υπερμάχω εξέβρασεν αυτό (το πτωμα) παρά την νήσον Χάλκην».

Η σορός του μεταφέρθηκε κρυφά και ενταφιάστηκε στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, στην νησίδα του Αγίου Ανδρέας στον κόλπο της Νικομήδειας. Το 1641 μ.Χ., ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος Α’ ο Γέρων μερίμνησε για την ανακομιδή και μεταφορά των λειψάνων του στο Πατριαρχείο και, αφού «έψαλλεν αυτά», έδωσε εντολή να μεταφερθούν στη Μονή Καμαριωτίσσης της Χάλκης και να τοποθετηθούν στο ιερό Βήμα του Καθολικού της Μονής, κάτω από την αγία Τράπεζα. Από εκεί μετακομίστηκαν στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο και το 1975 αποδόθηκαν στην Ιερά Μονή Αγκαράθου, όπου φυλάσσονται σήμερα.

Μνήμη Κυρίλλου Λούκαρι

Ο Κύριλλος Λούκαρις υπήρξε κορυφαία μορφή του Ελληνικού έθνους, το οποίο προσπάθησε να εξυψώσει με κάθε τρόπο. Είχε διαπιστώσει τον πραγματικό ρόλο που έπαιζε η καθολική εκκλησία και για τον Πάπα γράφει ότι είναι ο πρόδρομος του αντίχριστου. Όταν ανέλαβε Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη βρήκε το Πατριαρχείο διαβρωμένο από λατινόφρονες κληρικούς, που έπαιρναν εντολές από τους Ιησουίτες. Ίδρυσε τυπογραφεία και πρόσφερε πολλά στην παιδεία. Απέκτησε μεγάλη φιλολογική, φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Αποτέλεσε θύμα μιας σκοτεινής εποχής ζυμώσεων και φανατισμένης μισαλλοδοξίας.Από κάποιους θεωρείται ως ο Πατριάρχης που προσπάθησε να αναμορφώσει την Ορθόδοξη Εκκλησία. Στις πράξεις και τις ενέργειές του είναι ορατή η τάση του Ελληνισμού να έρθει σε επαφή με το δυτικό πολιτισμό. Ο Κύριλλος φρόντισε για την παιδεία του Μητροφάνη Κριτόπουλου και τον Ιούνιο του 1627 μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη το τυπογραφείο του Κεφαλλονίτη μοναχού Νικόδημου Μεταξά, με σκοπό να εκδώσει βιβλία και έντυπα προκειμένου να φωτιστεί το έθνος. Όπως και ο θείος του Άγιος Μελέτιος Πηγάς, ο Λούκαρις κήρυττε στη δημοτική γλώσσα και προλόγισε τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης από τον Μάξιμο Καλλιπολίτη, τονίζοντας τη σημασία της μετάφρασης των Ευαγγελίων.

Ο Κύριλλος έβλεπε θετικά την πολιτική συμμαχία Ορθοδόξων και προτεσταντών για την εξουδετέρωση της Ουνίας, για το λόγο αυτό διατηρούσε σχέσεις με τους πρεσβευτές των προτεσταντικών χωρών στην Κωνσταντινούπολη Θωμά Ρόου της Αγγλίας και Κορνήλιο Χάγκα της Ολλανδίας. Αλληλογραφούσε για θρησκευτικά, εκκλησιαστικά και πολιτικά ζητήματα με τους σημαντικότερους ιεράρχες της Ανατολής, με τον πατριάρχη της Μόσχας, τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπορυ, τον τσάρο της Ρωσίας, το βασιλιά της Σουηδίας, τους ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας και με σπουδαίους Γερμανούς, Ελβετούς και Ολλανδούς καθηγητές, λόγιους και διπλωμάτες. Ο Λούκαρις υπήρξε ο μεγαλύτερος πολέμιος των Ιησουϊτών, οι οποίοι είχαν αναδειχθεί σε υπέρμαχους του πάπα και του παπισμού, μάλιστα είναι χαρακτηριστικοί οι διωγμοί που είχαν εξαπολύσει εναντίον της ορθοδοξίας στην Τουρκία μόλις εγκαταστάθηκαν εκεί τον 17ο αιώνα.

Η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία υποστηρίζει ότι αποτελεί πνευματική συνέχεια του έργου του Κύριλλου Λούκαρι, ο οποίος κατέφυγε προς τους Διαμαρτυρόμενους προκειμένου να εξασφαλίσει σύμμαχους στη διαμάχη του με τους Ουνίτες και γενικότερα τους Καθολικούς, χωρίς να απομακρυνθεί από την Ορθόδοξη γραμμή. Ο Λούκαρις είχε πει στον πρεσβευτή της Γαλλίας ντε Μαρσεβίλ: «... στο ζήτημα των πεποιθήσεών μου δε θα υπακούσω ούτε στο βασιλιά της Γαλλίας ούτε σε κανέναν άλλο στον κόσμο αλλά θα ακολουθήσω αυστηρά τις υπαγορεύσεις της συνειδήσεως μου».

O Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στο έργο του «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» αναφέρει για τον Κύριλλο Λούκαρι: «...Ουδέποτε ίσως το αξίωμα του οικουμενικού πατριάρχη ανεδείχθη λαμπρότερο ή επί Κυρίλλου Α΄ του Λουκάρεως επί δώδεκα περίπου έτη εκ διαλειμμάτων πατριαρχήσαντος...». Σύμφωνα με τον καθηγητή Μανώλη Πατηνιώτη, ο Λούκαρις αποσκοπούσε στην συγκρότηση «...μιας ισχυρής συλλογικής ταυτότητας των ορθοδόξων πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» τους οποίους ήθελε να καταστήσει «.....[...] μια διακριτή πολιτισμική ενότητα στο μεταίχμιο μεταξύ ισλαμικής Ανατολής και Καθολικής Δύσης». Συνοπτικά ο Λούκαρις από το 1620 μέχρι το 1638 κατέλαβε τον Πατριαρχικό Θρόνο πέντε φορές, 1620-1623,1623-1633, 1633-1634, 1634-1635, 1637-1638, και ισάριθμες καθαιρέθηκε.

Ο Κύριλλος βοήθησε στην πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού, εγκαινίασε μια νέα εποχή θρησκευτικού ουμανισμού και με τη μόρφωση, την προσωπικότητα και τη δράση του έγινε γνωστός σε όλη την Ευρώπη. αμέσως μετά τον μαρτυρικό θάνατό του τιμήθηκε ως Άγιος Μάρτυς, ο δε Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός συνέταξε και Ιερή Ακολουθία για να εορτάζεται η Μνήμη του. Η επίσημη Αγιοκατάταξη του Ιερομάρτυρος Κυρίλλου έγινε στις 6 Οκτωβρίου του 2009 από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου της Αλεξανδρείας. Στη γενέτειρά του, το Ηράκλειο Κρήτης, ο δρόμος που περνά μπροστά από τον Άγιο Μηνά φέρει το όνομά του: «Οδός Κυρίλλου Λουκάρεως», ενώ οδός που φέρει το όνομα του υπάρχει και στο κέντρο της Αθήνας.

Συγγραφικό έργο

Ο Κύριλλος συνέγραψε σε απλή γλώσσα μια σύντομη πραγματεία του κατά Ιουδαίων, με τίτλο

  • «Πατριάρχου Κυρίλλου-Πραγματεία κατά Ιουδαίων», το 1627, το πρώτο Ελληνικό βιβλίο που τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Νικόδημο Μεταξάς, καθώς και δύο πραγματείες, μία κατά της Αρχής, δηλαδή κατά του πρωτείου του Πάπα της Ρώμης, και μία άλλη με τίτλο
  • «Διάλογος βραχύς μεταξύ Ζηλωτή και Φιλαλήθη», το 1616, με την οποία εξέθεσε τις σατανικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Ιησουΐτες για να προσηλυτίσουν τους Ορθοδόξους.

Το έργο

  • «Ομολογία Πίστεως» [1], που κυκλοφόρησε στα λατινικά [2] με το όνομά του το 1629, προκάλεσε αναστάτωση, γιατί φαίνεται να συμφωνούσε με τα πιστεύω των Καλβινιστών ή προτεσταντών. Ο Λούκαρις προχώρησε σε προφορική αποκήρυξη του κειμένου, αρνήθηκε ενόρκως την υπογραφή του και ουδέποτε ομολόγησε ότι είναι δικό του. Έγραψε περισσότερες από διακόσιες «Διδαχές», που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον από ιστορική γλωσσική και λογοτεχνική άποψη. Αλλά και η Αλληλογραφία του με τόσο σημαντικά πρόσωπα παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την εποχή του.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Σύντομος Ὁμολογία περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως
  2. [ «Confessio fidei reverendissimi domini Cyrilli Patriarchae Constantinopolitani nominee et consensus Patriarcharum Alexandrini et Hierosolymitani, aliarumque Ecclesiarum orientalium Antistitum (1), scripta Constantinopoli mense Martio 1629». To 1633 δημοσιεύθηκε στη Γενεύη υπό τον τίτλο «Ανατολική ομολογία της χριστιανικής πίστεως», με λατινικό κείμενο και πρόλογο των Diodati και Le Clerc.]