Μάρκος Βαμβακάρης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μάρκος Βαμβακάρης, Έλληνας συντηρητικός και φιλομοναρχικός, κορυφαίος στιχουργός, δημιουργός, συνθέτης, οργανοπαίκτης και τραγουδιστής που χαρακτηρίστηκε ως ο «Πατριάρχης» του Ελληνικού ρεμπέτικου τραγουδιού και «Γενάρχης» του μπουζουκιού [1], γεννήθηκε στις 3 τα ξημερώματα της Τετάρτης 10 Μαΐου 1905 στο Δανακό, ένα μικρό οικισμό στη δυτική πλευρά του νησιού της Σύρου και πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1972 στην Αθήνα, από νεφρική ανεπάρκεια ως συνέπεια του σακχαρώδους διαβήτη από τον οποίο έπασχε, σε ένα διάδρομο του νοσοκομείου «Ερυθρός Σταυρός» όπου είχε εισαχθεί για νοσηλεία.

Παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο με την Ελένη Μαυροειδή, γνωστή ως «Ζιγκοάλα», με την οποία χώρισε σύντομα, και το 1941 σε δεύτερο γάμο με την Ευαγγελία την οποία γνώρισε στο σπίτι της αδελφής του και απέκτησαν πέντε παιδιά, δύο από τα οποία πέθαναν σε νεαρή ηλικία, ενώ επέζησαν ο Βασίλης που γεννήθηκε το 1944, ο Στέλιος το 1947 και ο Δομένικος το 1949, οι δύο τελευταίοι έγιναν γνωστοί μουσικοί. Ο δεύτερος γάμος του έγινε σύμφωνα με το τυπικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας, λόγος για τον οποίο αφορίστηκε από την Καθολική Εκκλησία ως το 1966 που ο αφορισμός του ήρθη και του δόθηκε πάλι η κοινωνία των Καθολικών.

Μάρκος Βαμβακάρης

Βιογραφία

Κατάγονταν από φτωχή οικογένεια Καθολικών ή Φραγκοσυριανών αγροτών και γονείς του ήταν ο Δομένικος Βαμβακάρης, αγρότης, καλαθοπλέκτης και καρβουνιάρης, και η Ελπίδα, κόρη κι ένα από τα έξι παιδιά του Λεονάρδου Προβελλεγίου, των οποίων ήταν το πρωτότοκο παιδί τους. Ο Μάρκος είχε άλλα πέντε αδέλφια, τον Λέανδρο, τον Φραγκίσκο, τον Αργύρη, τη Ρόζα και τη Γκράτσια. Η οικογένεια του είχε παράδοση στη μουσική και ο παππούς του Μάρκος Ρόκος, που εκτός από το Δομένικο είχε ακόμη δύο γιους, τον Αντώνη και το Μορφίνη, έγραφε τραγούδια, ενώ ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα. Ο πατέρας του στρατεύτηκε το 1912 και ο Μάρκος αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο και να εργαστεί, μαζί με τη μητέρα του, στο κλωστήριο του Δεληγιάννη, όπου συσκεύαζε κούκλες σε πακέτα κι αργότερα πέρναγε σπάγκους στα εργαλεία. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης και λούστρος.

Εγκατάσταση στην Αττική

Το 1917 σε ηλικία 12 ετών ή το 1920 σύμφωνα με το βιογράφο του Μάνο Ελευθερίου, αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού, φοβήθηκε τις συνέπειες και ταξίδεψε κρυφά στον Πειραιά, όπου εγκαταστάθηκε στο σπίτι της θείας Ειρήνης Αλτουβά, στην οδό Φωτίου Κορυτσάς στη συνοικία Ταμπούρια, ενώ εννέα μήνες αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένεια του. Στον Πειραιά εργάστηκε ως γαιανθρακεργάτης, ως εργάτης γαιανθράκων στα «καρβουνιάρικα», κατά καιρούς ως λιμενεργάτης και από το 1922 έως το 1925, ως εκδορέας στα Δημοτικά σφαγεία Αθηνών και Πειραιά. Τα βράδια σύχναζε σε τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι και ήταν τόση η εντύπωση που του προκάλεσε, ώστε σε διάστημα λίγων μηνών έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες [2]. Το 1925 κλήθηκε κι υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, ενώ μετά την απόλυση του από το στρατό, άρχισε τη συγγραφή στίχων και τη μελοποίηση τραγουδιών, όμως ως το 1934 δεν έπαιζε μπουζούκι με αμοιβή, παρά μόνο για δική του ευχαρίστηση και των φίλων του. Τη χρονιά εκείνη, λόγω οικονομικών αναγκών και μετά από παρότρυνση του βιολιτζή Βραχάμ συμμετείχε σε ορχήστρα ως επαγγελματίας.

Επαγγελματική δράση

Μετά το διαζύγιο του η πρώτη σύζυγος του είχε οικονομικές απαιτήσεις και ο Μάρκος Βαμβακάρης, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή χρημάτων από τα πνευματικά δικαιώματα, έγραφε τραγούδια που τον φωτογράφιζαν ως δημιουργό τους, όπως «Ο Πολυτεχνίτης», χρησιμοποιώντας τα ονόματα του Περιστέρη και του Μάτσα καθώς και ψευδώνυμα ανύπαρκτων προσώπων. Με αυτόν τον τρόπο μείωνε στο ελάχιστο το προσωπικό εισόδημά του κι έτσι δεν απέδιδε παρά ελάχιστα χρήματα στην τέως σύζυγο του, ενώ γι' αυτήν την ιστορία έγραψε το αυτοβιογραφικό τραγούδι «Το διαζύγιο». Το 1933 στην «Odeon», μετά από παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το τραγούδι «Καραντουζένι», (Έπρεπε να ’ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας), το οποίο ερμήνευσε ο ίδιος ο Βαμβακάρης, ενώ και από την άλλη μεριά του δίσκου, υπήρχε το τραγούδι «Αράπ», ένα σόλο ζεϊμπέκικο.

Το 1934, μαζί με τους Γεώργιο Μπάτη από τα Μέθενα, Ανέστο Δεληά από τη Σμύρνη και Στράτο Παγιουμιτζή από το Αϊβαλί, σχημάτισαν την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία, τη γνωστή ως «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» και εμφανίζονταν στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, στην περιοχή της Αναστάσεως στη Δραπετσώνα, κοντά στον Άγιο Διονύση. Λίγο καιρό αργότερα, άνοιξε δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα, στην Παλαιά Κοκκινιά, όμως του αφαίρεσαν την άδεια λειτουργίας κι αναγκάστηκε να το κλείσει. Εκείνη την εποχή, για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια απουσίας, ταξίδεψε στη Σύρο με τον μικρότερο αδελφό του, τον Μπάτη και τον πιανίστα Ροβερτάκη, όπου έπαιξαν για περίπου δύο μήνες σ' ένα μαγαζί της παραλίας. Μετά τις περιοδείες του σε πόλεις της επαρχίας, άρχισε να δουλεύει στο μαγαζί του Αντώνη Βλάχου στο Βοτανικό, ένα μπαρ στις γραμμές του σιδηροδρόμου, το οποίο έκλεισε με την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Αμέσως μετά ξεκίνησε εμφανίσεις στο μαγαζί του Μάριου Δαλέζιου στην οδό Ίωνος 6, μαζί με τον Κερομύτη, τον Παπαϊωάννου, τον Περιστέρη, τον Καρίπη και άλλους, ενώ στη συνέχεια ξεκίνησε εμφανίσεις στο κέντρο «Άμφισσα», στον ίδιο δρόμο. Εργάστηκε ακόμη, στο κέντρο «Καρέ του Άσσου» και στη συνέχεια στου Βαγγέλα, στην οδό Πατησίων και στην Τρούμπα σ’ ένα μαγαζί στην παραλία του Λινάρη.

Στις αρχές του 1947, μαζί με τον Παπαϊωάννου, τον Ροβερτάκη, τον Καρίπη, το Χατζηχρήστο, τον Κερομύτη, τον Περιστέρη και άλλους άρχισαν να παίζουν στου Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές. Την περίοδο από το 1948 έως το 1959, θεωρήθηκε «ξεπερασμένος» και οι δισκογραφικές εταιρίες δεν τον καλούσαν για ηχογραφήσεις, τα νυχτερινά κέντρα δεν επιθυμούσαν τη συνεργασία του, ενώ αντιμετώπιζε παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα και τα οικονομικά του ήταν άθλια. Αποκατέστησε το πρόβλημα της υγείας του στα ιαματικά λουτρά της Ικαρίας και το 1954 επισκέφθηκε τη Σύρο όπου παρέμεινε έναν χρόνο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, με τη μεσολάβηση του Βασίλη Τσιτσάνη, η εταιρεία δίσκων «Columbia» στην οποία ο Τσιτσάνης ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής, κυκλοφόρησε δίσκο με τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και καλλιτέχνες όπως Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα και μετά το 1960 η καριέρα του δείχνει να είναι σε άνθηση.

Πολιτικές απόψεις

Στο δημοψήφισμα που έγινε στις 3 Νοεμβρίου 1935 το οποίο καθόρισε -τότε- τη μορφή του πολιτεύματος της Ελλάδος, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, μετά το υπέρ του αποτέλεσμα επανήλθε στον θρόνο της Ελλάδος, και στις 25 Νοεμβρίου 1935, μαζί με το διάδοχο Παύλο, επέστρεψαν στην Ελλάδα. Ο Βαμβακάρης ψήφισε υπέρ του θεσμού της βασιλείας, καθώς ήταν γνωστό ότι ήταν βασιλόφρονας, ενώ είχε γράψει και μελοποιήσει σχετικά και στίχους [3]. Αποδέχθηκε πρόταση της λογοκρισίας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά και αφαίρεσε από τους στίχους των τραγουδιών του τις χασικλίδικες αναφορές. Στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 ερμήνευσε τραγούδια δικά του, καθώς και του Σπύρου Περιστέρη με στίχους προσαρμοσμένους στα γεγονότα της εποχής, όπως τα «Γεια σας φανταράκια μας» και «Το όνειρο του Μπενίτο».

Το τέλος του

Σύμφωνα με δήλωσε που πραγματοποίησε σε τηλεοπτική εκπομπή ο γιος του Δομένικος, για την κηδεία του η οικογένεια του Μάρκου αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδα της τελετής, ενώ ανάλογη είναι και η μαρτυρία της συζύγου του η οποία διηγήθηκε, πως «...όταν πέθανε, κάναμε έρανο για να μαζέψουμε χρήματα για την ταφή...». Η αυτοβιογραφία του κυκλοφόρησε το 1973, ένα χρόνο περίπου μετά το θάνατο του, σε επιμέλεια της Αγγελικής Βέλλου-Κάιλ και ήταν αποτέλεσμα μελέτης της, στα πλαίσια μαθημάτων στο Πανεπιστημιακή Σχολή Καλών Τεχνών στη Νέα Υόρκη.

Εργογραφία

Λόγω του καθολικού του θρησκεύματος είναι γνωστός και με το παρατσούκλι «Φράγκος». Καθιέρωσε την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, η οποία αντικατέστησε την προηγούμενη λαϊκή ορχήστρα των σαντουροβιολιών. Το ρεπερτόριο του περιλαμβάνει περί τα 350-400 τραγούδια, που έγραψε όλες τις περιόδους της πορείας του στο ρεμπέτικο. Ηχογράφησε περισσότερα από 200 τραγούδια, ενώ έγραψε στίχους και μελοποίησε εκατοντάδες τραγούδια, η πλειοψηφία τους σε δίσκους 78 στροφών μεταξύ των ετών 1933 και 1956, ενώ από 1932 μέχρι το 1960 ηχογράφησε 149 τραγούδια δικής του σύνθεσης και 220 ως ερμηνευτής, από τα οποία 131 δικά του και 89 άλλων δημιουργών.

Τραγούδησε συνθέσεις του Σπύρου Περιστέρη, 30 τραγούδια, του Βασίλη Τσιτσάνη, 24 τραγούδια, του Απόστολου Χατζηχρήστου, 7 τραγούδια, καθώς και άλλων. Σε πολλά τραγούδια χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο το όνομα του παππού του, Ρόκος, ενώ πολλά τραγούδια του έχουν κατοχυρωθεί στο όνομα φίλων του, όπως του Γ. Φωτίδα, της Αθ. Παγκαλάκη (ή Φωτίδα), του Μίνωα Μάτσα και άλλων. Συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής όπως τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Καίτη Γκρέι, την Άντζελα Γκρέκα και το Στράτο Διονυσίου.

Έγραψε μεταξύ άλλων τα τραγούδια,

  • «Η Φραγκοσυριανή»,
  • «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν»,
  • «Τα έμορφα τα γαλανά σου μάτια»,
  • «Αντιλαλούν οι φυλακές»,
  • «Το 1912», τραγούδι στο οποίο υμνεί τη Θεσσαλονίκη,
  • «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά»,
  • «Για σένα μαυρομάτα μου»,
  • «Δε θέλω πλούτη και λεφτά»,
  • «Ο Πολυτεχνίτης»,
  • «Το διαζύγιο»,
  • «Η κλωστηρού»,
  • «Ο Μάρκος πολυτεχνίτης»,
  • «Ο Μάρκος υπουργός»,
  • «Όσοι έχουνε πολλά λεφτά»,
  • «Τα δυο σου χέρια πήρανε» (οι βεργούλες),
  • «Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια»,
  • «Θα' ρθω να σε ξυπνήσω»,
  • «Τα ζηλιάρικά σου μάτια»,
  • «Αλεξανδριανή»,
  • «Τα καραβοτσακίσματα».

Albums

  • «Σαράντα χρόνια», το 1967, «ΜΙΝΟS»,
  • «Φραγκοσυριανή», το 1967, «Philips»,
  • «40 Χρόνια Βαμβακάρης», το 1980, «ΜΙΝΟS»,
  • «Οι μεγάλοι του ρεμπέτικου Νο 6», το 1981, «ΜΙΝΟS»,
  • «Αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη», το 1982, «ΜΙΝΟS»,
  • «40 Χρόνια Βαμβακάρης Νο 2», το 1983, «ΜΙΝΟS»,
  • «Τα κλασσικά του Μάρκου Βαμβακάρη», το 1990, «ΜΙΝΟS»,
  • «Η Ελλάδα του Μάρκου Βαμβακάρη», το 1992, «ΜΙΝΟS»,
  • «Συνθέτες του ρεμπέτικου Νο 1-Μάρκος Βαμβακάρης», το 1994, «ΜΙΝΟS»,
  • «Συνθέτες του ρεμπέτικου Νο 16-Μάρκος Βαμβακάρης», το 1996, «ΜΙΝΟS».

Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη

Το Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη [4] άρχισε να λειτουργεί το 1995, όμως η ιδέα για τη δημιουργία του ήταν πολύ παλαιά. Αρχικά δόθηκε το όνομα του σε ένα δρόμο της Απάνω Χώρας στη Σύρο και το 1987 διαμορφώθηκε η ομώνυμη πλατεία με την προτομή του Βαμβακάρη. Το μουσείο λειτουργεί σ' ένα παλαιό διώροφο σπίτι στην οδό Αγίου Σεβαστιανού 3 στην Άνω Χώρα, και φιλοξενεί προσωπικά αντικείμενα του Μάρκου Βαμβακάρη. Επίσης υπάρχουν φωτογραφίες προσωπικά ενθυμήματα του, το αχρησιμοποίητο διαβατήριο του, η ταυτότητα, ρούχα και παπούτσια του, χειρόγραφα κείμενα, το δαχτυλίδι και το ρολόι του, εργαλεία του, όπως τανάλιες, μαχαιράκια κ.λ.π., καθώς και κάποια πολύ προσωπικά αντικείμενα, που παραχωρήθηκαν από την οικογένειά του. Το Μουσείο λειτουργεί από την 1η Ιουνίου έως τα τέλη Σεπτεμβρίου, πρωινές και απογευματινές ώρες.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [ O Γιώργος Ζαμπέτας τόνιζε, «...Ο Μάρκος έκανε το μπουζούκι "επάγγελμα" και ζούμε απ' αυτό...»]
  2. [Όπως λέει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, «… άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί…»]
  3. [«Στην ξενιτιά κι αν ήσουνα εσύ και οι δικοί σου x2 / πάντα σε περιμένουμε να’ρθείς με τη στολή σου x2 / Ξανάρθες τώρα βασιλιά μέσα στην αγκαλιά μας x2 / κανόνισέ τα όμορφα να γιάνεις την καρδιά μας x2 / Μα τώρα που σε φέραμε στους Έλληνες ξηγήσου x2 / προσπάθησε για το καλό κι η Παναγιά μαζί σου x2 / Σε σένα όλοι οι Έλληνες έχουνε την ελπίδα x2 / να ενωθούμε όλοι μαζί να σώσεις την πατρίδα» x2]
  4. Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη