Αμερικανοϊσραηλινή Επιτροπή Δημοσίων Υποθέσεων

Από Metapedia
(Ανακατεύθυνση από AIPAC)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Αμερικανοϊσραηλινή Επιτροπή Δημοσίων Υποθέσεων - γνωστή με τη συντομογραφία AIPAC (American Israel Public Affairs Committee) είναι εβραϊκή οργάνωση που θεωρείται η κινητήρια δύναμη του ισραηλινού λόμπι στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Αποστολή είναι να «διασφαλίσει ότι τόσο η Αμερική όσο και το Ισραήλ παραμένουν ισχυρές και ότι συνεργάζονται στενά μεταξύ τους».

Το λογότυπο της AIPAC: συνδυασμός της ισραηλινής και της αμερικανικής σημαίας εντός του συμβούλου του Σιωνισμού (Αστέρι του Δαβίδ)

Πιο συγκεκριμένα οι σκοποί της οργάνωσης είναι:

  • Ενίσχυση της σχέσης ΗΠΑ-Ισραήλ
  • Υποστήριξη της βοήθειας για την ασφάλεια του Ισραήλ
  • Προώθηση της ειρήνης
  • Αντιμετώπιση της επιθετικότητας και των πυρηνικών όπλων του Ιράν [1].

Προϊστορία

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο εβραιο-καναδός δημοσιογράφος και νομικός, Αϊζάια Λέο Κένεν I.L.Kenen συνέβαλε καθοριστικά στην άσκηση πίεσης στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, στην κυβέρνηση και στα Ηνωμένα Έθνη για τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ στην Παλαιστίνη. Το 1948 μετακινήθηκε από την αντιπροσωπεία του Ισραήλ στον ΟΗΕ για να ξεκινήσει το «Γραφείο Πληροφοριών του Ισραήλ» για λογαριασμό της ισραηλινής πρεσβείας και του Υπουργείου Εξωτερικών του Ισραήλ. Το 1951 εγκατέλειψε το Γραφείο Πληροφοριών του Ισραήλ, για να γίνει λομπίστας του «Αμερικανικού Σιωνιστικού Συμβουλίου» ( American Zionist Council ). Υπό την σκέπη αυτού του οργανισμού, ίδρυσε το ίδιο έτος, την «Αμερικανική Σιωνιστική Επιτροπή Δημοσίων Υποθέσεων» (American Zionist Committee for Public Affairs) (AZCPA) [2].

Το 1954 η AZCPA ανεξαρτητοποιήθηκε από το «Αμερικανικό Σιωνιστικό Συμβούλιο», που είχε καταγραφεί ως πράκτορας της ισραηλινής κυβέρνησης στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον νόμο Foreign Agents Registration Act, προκειμένου να προκειμένου να αυξήσει την αξιοπιστία της και να διαχωριστεί από το ρόλο ΑΣΣ ως μεσάζοντα της ισραηλινής κυβέρνησης. Οι προσπάθειες αυτές στέφθηκαν με επιτυχία, με την AZCPA να είναι σε θέση να οργανώσει πολλαπλές συναντήσεις μεταξύ Εβραίων ηγετών και της κυβέρνησης Αϊζενχάουερ κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ, αν και αυτές δεν άλλαξαν ουσιαστικά την προσέγγιση του Αϊζενχάουερ στην κρίση. Η AZCPA μετονομάστηκε σε «Αμερικανική Επιτροπή Δημοσίων Υποθέσεων του Ισραήλ» (American Israel Public Affairs Committee - AIPAC) το 1959, αντικατοπτρίζοντας τη θέση της ότι η δέσμευση για την υπεράσπιση του Ισραήλ επεκτεινόταν πλέον πέρα από τις αμερικανικές σιωνιστικές οργανώσεις και σε όλες τις εβραϊκές οργανώσεις.

Σύντομο ιστορικό της AIPAC

Η νέα οργάνωση εργάστηκε για να διατηρήσει τις ισχυρές επαφές της μεταξύ των φιλελεύθερων πολιτικών και να επικεντρωθεί στενά στο να διατηρήσει την ευρεία εβραϊκή υποστήριξη. Η οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς το Ισραήλ -η οποία ήταν πολύ χαμηλότερη πριν από τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ που διαμεσολάβησε ο πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ το 1978- παρέμεινε η κύρια εστίαση της οργάνωσης όλα αυτά τα χρόνια μέχρι τη συνταξιοδότηση του Κένεν το 1974.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαπέντε ετών, η AIPAC κινήθηκε προς τα δεξιά και αύξησε την επιρροή της στην πολιτική των ΗΠΑ. Ένας νέος εκτελεστικός διευθυντής, ο Thomas Dine, εργάστηκε για τη δημιουργία ενός πανεθνικού δικτύου βάσης και έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στη συγκέντρωση κεφαλαίων και τη χρηματοδότηση εκστρατειών. Αν και η AIPAC, ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός, δεν μπορεί να συνεισφέρει σε εκστρατείες, η οργάνωση χρησιμοποίησε το αυξανόμενο δίκτυό της για να ενθαρρύνει τη δημιουργία επιτροπών πολιτικής δράσης υπέρ του Ισραήλ [3].

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης των ΗΠΑ από τον Ρόναλντ Ρήγκαν, η AIPAC προσεταιρίστηκε και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Πριν από τον Ρήγκαν, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα -που εκείνη την εποχή χαρακτηριζόταν από τη συχνά μη συναισθηματική και ρεαλιστική άποψή του για την εξωτερική πολιτική και τη σχετικά ισχνή εβραϊκή εκπροσώπησή του- ήταν γνωστό ως μη φιλοϊσραηλινό. Αλλά αφότου το Ισραήλ -υπό την πρώτη δεξιά κυβέρνησή του- αντιμετώπισε αρνητικά τον πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ επειδή πίεσε τον πρωθυπουργό του, τον Μεναχέμ Μπέγκιν, για τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ με την Αίγυπτο, ο Ρήγκαν έδρεψε ένα πολύ μεγαλύτερο από το συνηθισμένο ποσοστό των εβραϊκών ψήφων το 1980. Ταυτόχρονα, η θρησκευτική Δεξιά βρισκόταν σε άνοδο και μαζί της ήρθε και η αναβίωση της διαθρησκειακής προτεσταντικής υποστήριξης προς το Ισραήλ, η οποία είχε αποτελέσει σημαντικό παράγοντα στις πρώτες ημέρες του σιωνιστικού κινήματος, αλλά έκτοτε είχε αδρανοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό.

Το 1981, η κυβέρνηση Ρήγκαν συμφώνησε να πουλήσει αεροσκάφη συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου (AWACS) στη Σαουδική Αραβία. Το Ισραήλ αντιτάχθηκε σθεναρά στην πώληση, αλλά ο Ρήγκαν επέμεινε, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «δεν είναι δουλειά άλλων εθνών να καθορίζουν την αμερικανική εξωτερική πολιτική». Η Βουλή των Αντιπροσώπων καταψήφισε την πώληση, αλλά η Γερουσία την ψήφισε με μικρή διαφορά. Ωστόσο, ακόμη και στην ήττα της, η AIPAC είχε αφήσει ισχυρό στίγμα. Η ομάδα είχε τα βάλει με έναν νέο πρόεδρο, ο οποίος ήταν εξαιρετικά δημοφιλής εκείνη την εποχή, και είχε σχεδόν κερδίσει τη μάχη [4].

Όταν ο Μπιλ Κλίντον νίκησε τον Τζορτζ Γουόκερ Μπους το 1992, ορισμένοι πίστευαν ότι η δημόσια κριτική του Μπους προς την AIPAC και η δύσκολη σχέση του με τον πρώην πρωθυπουργό του Ισραήλ, τον Γιτζάκ Σαμίρ, ήταν ένας σημαντικός παράγοντας. Ο Μπους είχε αναστείλει την παροχή εγγυήσεων δανείων ύψους 10 εκατομμυρίων δολαρίων -δάνεια που προορίζονταν να βοηθήσουν στη μετεγκατάσταση των Εβραίων προσφύγων από την καταρρέουσα Σοβιετική Ένωση- αν το Ισραήλ δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι δεν θα χρησιμοποιούσε τα χρήματα για νέους οικισμούς στη Δυτική Όχθη. Οι εβραίοι ψηφοφόροι στήριξαν τον Κλίντον, αν και δεν είναι μετρήσιμο πόσο αυτό επηρέασε στην ήττα του Μπους του πρεσβύτερου.

Παρόλο που η AIPAC υπέστη κάποιες αποτυχίες κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ οδήγησε τις δεξιές φιλοϊσραηλινές παρατάξεις να περιμένουν από αυτήν μεσσιανικά αποτελέσματα για το Ισραήλ [5]. Η AIPAC είχε κατά καιρούς τεταμένες σχέσεις με τον πρώην μεγιστάνα των ακινήτων. Κατά τη διάρκεια της προεδρικής εκστρατείας του 2016, ο Τραμπ προκάλεσε διαμάχη στο ετήσιο συνέδριο της AIPAC, όταν έλαβε ένα τεράστιο χειροκρότημα λέγοντας ότι ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα μπορεί να είναι το χειρότερο πράγμα που έχει συμβεί ποτέ στο Ισραήλ, πιστέψτε με. Το περιστατικό σχολιάστηκε αρνητικά και ώθησε την AIPAC να εκδώσει μια πρωτοφανή συγγνώμη την επόμενη ημέρα.

Δραστηριότητες - Θέσεις

Εξοπλίζοντας το Ισραήλ

Η βασικότερη δραστηριότητα της AIPAC είναι η άσκηση πίεσης για αδιάλειπτη στρατιωτική βοήθεια προς το Ισραήλ. Αυτό περιλαμβάνει άμεση ετήσια βοήθεια, περιστασιακά συμπληρωματικά αιτήματα και ποικίλες συμφωνίες συνεργασίας με αμερικανικές επιχειρήσεις και κυβερνητικά προγράμματα. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ επιχορήγησαν σε μεγάλο βαθμό το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας Arrow του Ισραήλ. Αφού η Γερουσία ψήφισε το 2002 να συμπεριλάβει χρήματα για το σύστημα Arrow και άλλες ισραηλινές στρατιωτικές προτεραιότητες σε ένα νομοσχέδιο για τις αμυντικές δαπάνες, η AIPAC ανέφερε με υπερηφάνεια: «Με ψήφους 95-3, η Γερουσία ενέκρινε την περασμένη εβδομάδα το νομοσχέδιο για τις αμυντικές πιστώσεις του οικονομικού έτους 2003, το οποίο προβλέπει σημαντική χρηματοδότηση για τη στρατηγική συνεργασία ΗΠΑ-Ισραήλ. Το πρόγραμμα αντιπυραυλικής άμυνας Arrow έλαβε 80 εκατομμύρια δολάρια περισσότερα από το αίτημα της κυβέρνησης για συνολικά 146 εκατομμύρια δολάρια.»

Οι Stephen Walt και John Mearsheimer τόνισαν την υποστήριξη των ΗΠΑ για την προμήθεια όπλων του Ισραήλ ως ένα από τα πολλά σημάδια των πολλών "ειδικών συμφωνιών" που το φιλοϊσραηλινό λόμπι βοήθησε τη χώρα να σφραγίσει. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν στο Ισραήλ σχεδόν 3 δισεκατομμύρια δολάρια για την ανάπτυξη οπλικών συστημάτων όπως το αεροσκάφος Lavi που το Πεντάγωνο δεν ήθελε ή δεν χρειαζόταν, ενώ έδωσαν στο Ισραήλ πρόσβαση σε κορυφαία αμερικανικά όπλα όπως ελικόπτερα Blackhawk και αεροσκάφη F-16. Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες δίνουν στο Ισραήλ πρόσβαση σε πληροφορίες που αρνούνται στους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ και έχουν κλείσει τα μάτια απέναντι στην απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ισραήλ».

Η AIPAC επίσης, υπήρξε ένας από τους κύριους υποστηρικτές της χρηματοδότησης των ΗΠΑ για το σύστημα πυραυλικής άμυνας «Σιδηρούς Θόλος» του Ισραήλ, ένα κοινό αμερικανο-ισραηλινό σχέδιο που υποτίθεται ότι έχει σχεδιαστεί για να προστατεύει το Ισραήλ από επιθέσεις με πυραύλους που εκτοξεύονται από τα παλαιστινιακά εδάφη. Παρόλο που πολλοί έχουν αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα του ακριβού προγράμματος, η AIPAC του έχει πιστώσει ότι "έσωσε αμέτρητες ζωές πολιτών. Καθώς το Κογκρέσο σκεφτόταν περικοπές στον προϋπολογισμό των προγραμμάτων άμυνας και εξωτερικής βοήθειας στις αρχές του 2013, η AIPAC κινητοποιήθηκε για την προστασία των κονδυλίων του Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος Iron Dome. Την επόμενη χρονιά, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Ισραήλ κατά της Γάζας το 2014, το AIPAC άσκησε έντονη πίεση για ένα έκτακτο συμπλήρωμα 225 εκατομμυρίων δολαρίων σε αμερικανικά κονδύλια για το Iron Dome. Το Κογκρέσο υπερψήφισε το νομοσχέδιο με συντριπτική πλειοψηφία και ο γνωστός ισραηλινός ιστορικός Νόρμαν Φινκελστάιν σχολίασε το γεγονός ως εξής:

«Σύμφωνα με τις πηγές μου στο Καπιτώλιο, αρκετές από τις οποίες μίλησαν με το Πεντάγωνο, ο μοναδικός λόγος της ψηφοφορίας ήταν να δοθεί η δυνατότητα στο AIPAC και στα τσιράκια του στη Βουλή και τη Γερουσία να επιδείξουν την υποστήριξή τους στον πόλεμο. Ήθελαν  να στείλουν ένα μήνυμα. Ότι όσο περιττή κι αν ήταν η ψηφοφορία και όσο κι αν οι ψηφοφόροι τους μπορεί να πονάνε για τη Γάζα, θα στέκονται πάντα στο πλευρό της ισραηλινής κυβέρνησης. Τι επαίσχυντη ομάδα. Παίζουν παιχνίδια ενώ παιδιά και νέοι Ισραηλινοί στρατιώτες πεθαίνουν σε έναν τρομερό πόλεμο. Όλα αυτά για να αποδείξουν την πίστη τους στην AIPAC.» [6]


Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές