Άνταµ Μύλλερ
Ο Άνταμ Χάινριχ Μύλλερ, [Adam Heinrich Müller], Γερμανός παραδοσιοκράτης φιλόσοφος και πολιτικός στοχαστής, από τους αδικημένους της ιστορίας, εκφραστής του Ρομαντισμού στην φιλοσοφία, μια προσωπικότητα του ευρωπαϊκού πνεύματος, του Γερμανικού ρομαντισμού, ένας από τους γεννήτορες του παραδοσιακού συντηρητισμού και γενικότερα της ριζοσπαστικής Δεξιάς, που πρωταγωνίστησε στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της Ευρώπης κερδίζοντας αξιώματα, δημοσιότητα και αναγνώριση, δημοσιογράφος, λογοτεχνικός κριτικός, πολιτικός οικονομολόγος, θεωρητικός του κράτους, προάγγελος του οικονομικού ρομαντισμού και συγγραφέας, γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου 1779 στο Βραδεμβούργο του Βερολίνου και πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 1829 στην Βιέννη της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.
Το 1809 παντρεύτηκε τη Σόφι φον Άζα-Ράντλιτς.
Περιεχόμενα
Βιογραφία
Ο Άνταμ ήταν γιος ενός δημοσίου υπαλλήλου. Σπούδασε από το 1798 ως το 1801 επιστήμες του δικαίου και ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Γοτίγκης, ενώ παράλληλα, απέκτησε και γνώσεις πάνω στην οικονομική επιστήμη. Μετά από μια σύντομη ενασχόληση ως ασκούμενος δικηγόρος εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος. Το 1805 ασπάστηκε τον καθολικισμό ενώ από το 1805 έζησε στη Δρέσδη, όπου τον επόμενο χρόνο έδωσε «Διαλέξεις για τη γερμανική επιστήμη και λογοτεχνία», [«Vorlesungen ϋber deutsce wissenschaft und literatur»], ως εκφραστής του Ρομαντισμού, στις οποίες παρουσίασε την ουσία των πολιτικών του ιδεών. Το 1810 μετέβη στο Βερολίνο, όπου εργάστηκε στην πρωσική κρατική υπηρεσία και ως τα 1811 εξέδωσε, μαζί µε τον ρομαντικό λογοτέχνη Χάινριχ φον Κλάιστ, τα «Απογευματινά φύλλα του Βερολίνου» [«Berlinen Abendblaetter»]. Το 1810 όταν ανέλαβε την καγκελαρία του Πρωσικού κράτους ο Κάρολος Αύγουστος φον Χάρντενµπεργκ, που προώθησε κάποιες φιλελεύθερες πολιτικές μεταρρυθμίσεις, ο Μύλλερ στράφηκε εναντίον του και εντάχθηκε στην αριστοκρατική αντιπολίτευση των συντηρητικών. Το 1811 ανέλαβε σύμβουλος του ηγέτη της αντιπολίτευσης Φρειδερίκου φον ντερ Μάρβιτς [1]. Όμως, ο καγκελάριος διέλυσε την αντιπολίτευση, ο Μάρβιτς φυλακίστηκε και ο Μύλλερ απομακρύνθηκε ως διπλωματικός ανταποκριτής στη Βιέννη.
Η αντιπαράθεση του Μύλλερ με τον καγκελάριο Χάρντενμπεργκ συνεχίστηκε και ο Μύλλερ τον κατηγόρησε δημόσια ότι σκόπευε να μετατρέψει την Πρωσία σε καρικατούρα του Γαλλικού κράτους, παραδίδοντας την στο πνεύμα του υλισμού και στις διαλυτικές ιδέες της Γαλλικής Επαναστάσεως. Η σύγκρουση με τον καγκελάριο οδήγησε στην οριστική απομάκρυνση του Μύλλερ από το Πρωσικό κράτος, έτσι από το 1813, εργάστηκε ως υπάλληλος του Αυστριακού κράτους. Το 1815 έγινε δεκτός στο επιτελείο του Μέττερνιχ κι ως το 1826, υπηρέτησε ως γενικός πρόξενος της Αυστρίας στη βόρεια Γερμανία, µε έδρα τη Λειψία. Λόγω των φιλοσοφικών του ιδεών ο Μύλλερ έγινε καθολικά αποδεκτός στην Βιέννη, όπου αναδείχθηκε σε επιφανές και διακεκριμένο μέλος του ρομαντικού κύκλου. Την ίδια ώρα ο Μέττερνιχ του ανέθεσε ένα αξίωμα που κρατούσε τον Μύλλερ σε απόσταση από τις κεντρικές υπηρεσίες της Αυστροουγγαρίας, καθώς αντιλήφθηκε ότι από τις ιδέες του ξεπηδούσε ένα εθνικιστικό πνεύμα, που ο Μέττερνιχ θεωρούσε ότι ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για τη συνοχή της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Ο Μύλλερ από την πλευρά του συνέχισε να ασκεί έντονη κριτική κατά των ιδεών του φιλελευθερισμού και του Διαφωτισμού. Ο Μέττερνιχ αναγκάστηκε να τον επαναφέρει στη Βιέννη το 1827, όπου και του απονεμήθηκε ο τίτλος του Ιππότη.
Φιλοσοφικές απόψεις Άνταμ Μύλλερ
Το όνομα του Γερμανού πολιτικού φιλοσόφου Άνταμ Μύλλερ απαντάται στις μέρες μας σε έρευνες που αφορούν το συντηρητισμό, την παραδοσιοκρατία, το φασισμό, το ρομαντισμό και τον εθνικισμό, ενώ η σημασία και η βαρύτητα που αποδίδεται στο έργο του δεν είναι ανάλογη της αξίας του. Αν και τα έργα του κυκλοφόρησαν μόνο στη μητρική του γλώσσα κι είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστεί κάποιο μεταφρασμένο σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, οι ιδέες του αποτυπώθηκαν µε σχεδόν απόλυτη διαύγεια σε πολιτικές ιδεολογίες και μεταγενέστερα πολιτικά κινήματα.
Όπως ο Έντμουντ Μπερκ έτσι και ο Άνταµ Μύλλερ, σημείωσαν ότι τα έθνη συγκροτούνται όχι µόνο από όσους βρίσκονται στη ζωή, αλλά και από τις περασμένες, καθώς επίσης κι από τις επερχόμενες γενεές. Υποστήριξε την μεσαιωνική κοινωνική οργάνωση και τη συνεργατική οικονομική προοπτική εντός του κράτους κι ήταν υποστηρικτής της υπεροχής του κοινωνικού ή του εθνικού συνόλου έναντι του ατόμου. Ο Μύλλερ αναφέρει ότι το κράτος αποτελεί σύνδεσμο οικογενειών, δίνοντας έτσι χώρο στο στοιχείο της καταγωγής και της φυλετικής προέλευσης εντός του θεωρητικού του σχήματος και καταπιάνεται µε τη φύση του ολοκληρωτικού κράτους, η ρίζα της ιδέας του οποίου απαντάται στην θεωρία του. Ο Μύλλερ, αντίθετα με τον Χέγκελ, υποστήριξε ότι το κράτος υπάρχει από τις απαρχές της ζωής. Στη σκέψη του Μύλλερ, έθνος, κράτος και κοινωνία ταυτίζονται, σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και ιστορίας. Ο Μύλλερ υπήρξε ένας από τους φιλοσόφους που υποστήριξε δημόσια την θετική φύση του πολέμου ως κοινωνικό φαινόμενο, εγκωμίασε το πολεμικό πνεύμα και το ανέδειξε ως ζωτικό συστατικό για τη λειτουργία και τη ζωή ενός κράτους, αλλά και ως βασικό παράγοντα για την ανάπτυξη του πραγματικού δικαίου ανά τον κόσμο.
Στο έργο του Μύλλερ υπάρχουν αναφορές στην ατέλεια της ανθρώπινης φύσεως, που προϋποθέτει αυστηρό έλεγχο της ατομικής ελευθερίας από υπερατομικές δυνάμεις, όπως το κράτος και οι ηθικοί κώδικες, καθώς επίσης και η φυσική υπόσταση της κοινωνικής ιεραρχίας. Ο Μύλλερ ήταν ρομαντικός, συντηρητικός και σεβόταν τη λογοτεχνία, τη φαντασία, το θρησκευτικό μυστικισμό, την εθνική συνοχή, την παράδοση και το πατριωτικό συναίσθημα. Στάθηκε ειρωνικός απέναντι στους στοχαστές της εποχής του που ερμήνευαν την πολιτική βασισμένοι στις ιδέες του Διαφωτισμού αλλά και στους πολιτικούς που έδιναν σημασία στο έργο τους και τους αποκαλούσε «πολιτικούς επιστήμονες και πολιτικούς του δωματίου». Απεχθάνονταν την λέξη ατομικότητα και πίστευε ότι οι άνθρωποι προορίζονταν από τη φύση τους να ζήσουν σε οργανικές κοινότητες και όχι μεμονωμένα που διέθεταν την απόλυτη ελευθερία να προσδιορίζουν όπως νόμιζαν τη ζωή τους. Αντιλαμβάνονταν τα έθνη ως ζώσες συλλογικές οντότητες, τις κοινότητες ως επιμέρους ζωτικά όργανά τους, τους ανθρώπους και τις οικογένειες ως κύτταρα και τα κράτη ως την πνευματικότητα που διαπερνούσε απ’ άκρη σε άκρη τις οντότητες αυτές. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Μύλλερ δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται απλά ως συντηρητικός αλλά ως αδιάλλακτος παραδοσιοκράτης.
Ο Μύλλερ αναφέρεται στην φύση της αριστοκρατικής τάξεως αλλά και της βασιλικής οικογένειας ως φορείς του συλλογικού, γερμανικού, εθνικού πνεύματος, όμως δεν αναγνωρίζει στον βασιλιά κάποια «ηρωική» ιδιότητα. Παράλληλα, ο Μύλλερ αναφερόμενος στους κυβερνήτες που ασκούν την εξουσία τους βασισμένοι στη βία, θεωρεί ότι δεν έχουν μεγάλη διάρκεια. Η φιλοσοφία του αποτέλεσε την μήτρα από την οποία γεννήθηκαν πολλές ιδέες, που τα επόμενα χρόνια εισχώρησαν σε φιλοσοφικά σχήματα και αποτυπώθηκαν σε πολιτικές πρακτικές. Αφουγκράζεται τους παλμούς της πολιτικής ζωής, νοιάζεται για τις απαιτήσεις των μελλοντικών γενεών και λαμβάνει υπόψη του την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία κάθε εθνικής ομάδας, καταφέρνοντας τελικά να διατυπώσει εύστοχες κρίσεις και ανθεκτικές ιδέες, που άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ιδέες του τροφοδότησαν τις πολιτικές ιδεολογίες του συντηρητισμού και του φασισμού, ενώ παραμένουν ζωντανές ως τις μέρες μας.
Εργογραφία
Ο Μύλλερ, που υπήρξε εξέχον µέλος της ρομαντικής κοινότητος, πέρα από τις πολιτικές και φιλοσοφικές θεωρίες, ασχολήθηκε µε τη λογοτεχνία, το δράμα και τις καλές τέχνες κι είχε ασχοληθεί ερευνητικά µε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ζητήματα. Έγραψε και δημοσίευσε τα έργα:
- «Die lehre vom gegensatz», («Η διδασκαλία περί του αντιθέτου»), τα έτη 1804/05
- «Die Elemente der Staatskunst» [2], το έργο αποτελείται από μια σειρά διαλέξεων που έδωσε ο Μύλλερ τα έτη 1808/09 στη Δρέσδη και δημοσιεύθηκαν στο σύνολο τους δύο χρόνια αργότερα.
- «Τα στοιχεία της πολιτικής τέχνης» το 1811, το οποίο αποτελείται από έξι βιβλία.
Μνήμη Άνταμ Μύλλερ
Ο Μύλλερ, ένας από τους πρώτους θεωρητικούς που εξέφρασαν προφορικά και γραπτά παραδοσιοκρατικές απόψεις στην ιστορία, αποδείχτηκε ευέλικτος και ουσιαστικός, καθώς αναγνώρισε ότι οι νόμοι της κινήσεως είναι δύσκολο να ανατραπούν στην ιστορία και στην πολιτική. Ως ιδεαλιστής, υποστήριξε την δυνατότητα επιβιώσεως ενός παραδοσιοκρατικού πολιτικού συστήματος σε οποιοδήποτε περιβάλλον. Ο Άντολφ Βίλµπραντ χαρακτήρισε τον Μύλλερ ιδιόρρυθμο ρήτορα χωρίς σπουδαία αξία για την ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος. Ο Ρενέ Βέλλεκ, ο πλέον σημαντικός μελετητής του Ρομαντισμού, αποτίμησε τον Μύλλερ ως σπουδαίο κριτικό της λογοτεχνίας µε μεγάλη αντίληψη. Από την πλευρά του ο Τζων Βάις υποστήριξε ότι ο Μύλλερ αποτέλεσε τον πιο βαθυστόχαστο εκφραστή του πολιτικού Ρομαντισμού, που «το έργο του άφησε πίσω ακόμη κι εκείνο του Μπερκ», ενώ οι Μισέλ Λεβύ και Ρόμπερτ Σάυρ εκτίμησαν ότι είναι ένας πρόδρομος του σύγχρονου εθνικισμού που εξέφρασε µε τον πλέον ολοκληρωμένο και ξεκάθαρο τρόπο την αντίθεση του γερμανικού ρομαντισμού με τη Γαλλική Επανάσταση και τις ιδέες που αυτή πρεσβεύει.
Πηγές
- Ο Ρομαντικός συντηρητισμός του Άνταμ Μύλλερ Σταμάτης Μαμούτος, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΜΠΣ Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία
Παραπομπές
- ↑ [Το 1807 η Πρωσία βρισκόταν στο έλεος των διαθέσεων του Μεγάλου Ναπολέοντα. Ο φον Μαρβιτς, αριστοκράτης και αξιωματικός του στρατού, που αποτέλεσε τον επικεφαλής της συντηρητικής αντιπολιτεύσεως, είχε τον Μύλλερ ως στενό σύμβουλο και συνέταξε ένα υπόμνημα προς το βασιλιά. Στο υπόμνημα υποστήριξε ότι η αποδυνάμωση της Πρωσίας δεν οφειλόταν στην έλλειψη φιλελευθεροποιήσεως αλλά στην απομάκρυνση από το παραδοσιακό της πνεύμα, από την εποχή του Μεγάλου Φρειδερίκου. Θεωρούσε, επίσης, ότι ο φιλελευθερισμός, γέννημα και θρέμμα της Γαλλικής επαναστάσεως, προάγοντας τον ατομικισμό και τον υλισμό, διάβρωνε τον πρωσικό κοινοτισμό, ενώ η ελεύθερη αγορά δημιουργούσε µια κοινωνία δίχως βάσεις. Σύμφωνα με τον Μύλλερ η αριστοκρατία, στην οποία βασιζόταν το μεγαλείο της Πρωσίας, έπρεπε να προστατευτεί από τις ιδέες του φιλελευθερισμού. Η χειραφέτηση των γυναικών, που αποτελούσαν τους στυλοβάτες της οικογένειας, θα τις έκανε να χάσουν την ταυτότητα και τον προορισμό τους και θα έθετε σε κίνδυνο το θεσμό της οικογένειας. Οι Εβραίοι, δε θα έπρεπε ποτέ να αποκτήσουν το δικαίωμα να αγοράζουν γη, γιατί τότε η Πρωσία θα έπεφτε στα χέρια των αδίστακτων αυτών κερδοσκόπων και από έντιμη χώρα θα μετατρεπόταν σε νεόκοπο εβραϊκό κράτος.]
- ↑ «Die Elemente der Staatskunst» Διαβάστε ολόκληρο το έργο στο διαδίκτυο